Η διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση των Ιταλών

α. Οι Νομάρχες και οι Δήμαρχοι του Parini

Στις 23 Απρίλη 1941, ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του εγκατέλειψαν πανικόβλητοι την Αθήνα, ενώ οι Γερμανοί προελαύνουν ανενόχλητοι. Οι συνεχείς βομβαρδισμοί δρόμων, λιμανιών και άλλων έργων υποδομής συμπλήρωσαν την εικόνα του φόβου και της ερήμωσης. Η πτώση της Κρήτης σηματοδότησε και ολοκλήρωσε την τριπλή κατοχή και η χώρα μοιράστηκε σε ζώνες επιρροής.
Ο Μουσολίνι, μετά την κατάληψη των νησιών του Ιονίου, ανέθεσε την πολιτική τους διοίκηση στο ΄΄Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων Ιονίων Νήσων΄΄, με έδρα την Κέρκυρα και επικεφαλής τον Piero Parini, (Αρχηγός Πολιτικών Υποθέσεων) άνθρωπο ικανό και ευέλικτο.
O ιταλικός στρατιωτικός νόμος, που είχε εγκριθεί από το 1938, καθόριζε ότι την πολιτική εξουσία (πολιτικά δικαιώματα) στις ζώνες κατοχής ασκούσε ο ανώτατος διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων. Αυτά τα πολιτικά δικαιώματα όμως μπορούσαν να μεταβιβαστούν σε πολιτική αρχή και αυτό ακριβώς υλοποίησε ο Μουσολίνι με την διακήρυξη της 12ης Νοεμβρίου 1941. Η διακήρυξη αυτή καθόρισε τη δικαιοδοσία του Αρχηγού των Πολιτικών Υποθέσεων στα Ιόνια Νησιά και διεύρηνε σημαντικά τις δικαιοδοσίες του, αφού ο Parini καλείται να ασχοληθεί με όλα τα ζητήματα πολιτικής και διαχειριστικής τάξεως των Ιονίων Νήσων.

Επίσης ανατέθηκε στον Parini και η έκδοση ειδικών διαταγμάτων, αναλόγως και συμφώνως με τας πραγματικάς ανάγκας της στιγμής, όπως π.χ. διατάγματα αστυνομικά, οργάνωσης υπηρεσιών, επισιτισμού, υγιεινής, οικονομίας, κατασχέσεων, μισθώσεως πραγμάτων και υπηρεσιών. Η ίδια διακήρυξη προέβλεπε ότι ο αρχές κατοχής θα σεβαστούν την ελληνική νομοθεσία, τη δικαστική και οικονομική οργάνωση και θα εγγυηθούν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και την λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, ίνα εξασφαλίσουν την τάξιν και την δημόσιαν ζωήν και μειώσουν, όσον το δυνατόν,τας δυσκολίας του πολέμου, όπως ανέφερε το σχόλιο του προπαγανδιστικού τους οργάνου ΄΄Έφημερίς των Ιονίων΄΄. Αυτή τη φορά ο ιταλικός φασισμός προσπαθεί με πολιτικά μέσα να εδραιώσει την ιταλική κυριαρχία στα Επτάνησα, ύστερα από σειρά αποτυχημένων στρατιωτικών προσπαθειών, τόσο κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο όσο και κατά τη διάρκεια της βραχύβιας ιταλικής κατοχής στο μεσοπόλεμο, και να προετοιμάσει το έδαφος για ενδεχόμενη προσάρτηση των Ιόνιων Νησιών. Αυτήν την αποσχιστική πολιτική υπηρέτησαν εκείνοι που δέχτηκαν ανώτατα διοικητικά και αυτοδιοικητικά αξιώματα από τον Parini. Στα υπόλοιπα νησιά τη διοίκηση ανέλαβαν τα τοπικά ΄΄Γραφεία Πολιτικών Υποθέσεων΄΄ με επικεφαλής Ιταλούς Επιτετραμμένους. Μετά από επτά μήνες άγονης αναζήτησης, στις 23 Νοέμβρη 1941, ο Parini βρίσκει στο πρόσωπο του διορισμένου Δημάρχου Κερκυραίων, Γεράσιμου Τρύφωνα, συμβολαιογράφου το επάγγελμα, τον πρώτο Νομάρχη Κέρκυρας κατά τη διάρκεια της βραχύβιας ιταλικής κατοχής. Το πρώτο μήνυμα του Νομάρχη προς τους κατοίκους της Κέρκυρας ήταν ένα μνημείο πολιτικής αφέλειας και υποταγής.

Φρονώ δε ότι μόνον δια της υπό καλώς εννοούμενον πνεύμα συνεργασίας μετά των Αρχών Κατοχής είναι δυνατή η επίλυσις σοβαρών και φλεγόντων προβλημάτων εις αγωνιώδεις στιγμάς αυτής ταύτης της ζωής σας και των συμφερόντων σας…Σας παρακαλώ, αγαπητοί συμπολίται, μην παρασύρεσθε από την προπαγάνδαν εκείνου όστις εμμένει ακόμη εις την πολιτικήν ήτις έφερεν την Ελλάδα εις την καταστροφήν. Ας παύσουν πλέον αι φαντασιοπληξίαι, αι λύπαι και αι μάταιαι ελπίδες. Είναι ανάγκη ν’ ανοίξωμεν τα μάτια μας και να προσλβλέψωμεν σταθερά και αποφασιστικά εις την ωμήν πραγματικότητα…Μη λησμονήτε προς τούτοις ότι ολόκληρος η Ελλάς και η Κυβέρνησίς της βρίσκεται ήδη εις την τροχιάν του Ιταλογερμανικού Άξονος και η κατάστασις είναι τοιαύτη ώστε κάθε φαντασιοπληξία καταπίπτει αφ’ εαυτής και δι’ αυτούς ακόμη τους αδιαλλάκτως εχθρικώς διατεθειμένους εις την δημιουργουμένην κατά τους τρικυμιώδεις τούτους καιρούς νέαν ιστορίαν…. Πρέπει να είμαστε πρόθυμοι εκτελεσταί των εκδιδομένων διαταγών έχοντες πάντοτε υπόψη σας ότι πάσα διαταγή και πάσα ενέργεια αποβλέπουν αποκλειστικώς και μόνο προς το συμφέρον πάντων ημών και έχουν αγαθούς σκοπούς. Στο τέλος επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και του Αγίου Σπυρίδωνος προς ευόδωσιν των αφιλοκερδών στόχων του.

Μετά τον πληθυσμό σειρά είχαν οι πρόεδροι των κοινοτήτων να δεχθούν την πατρικήν συμβουλήν του νέου Νομάρχη, ο οποίος τους καλεί να ενδιαφερθούν δια την αυστηράν και απαρέγκλιτον συμμόρφωσιν στις ιταλικές αρχές. Αλλά ο Τρύφωνας δεν αρκείται στη νουθεσία των δημοτικών και κοινοτικών αρχών που είχαν διοριστεί από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου και παρέμειναν στη θέση τους, αποδεχόμενοι έμπρακτα την ιταλική κατοχή. Προσπαθώντας να προσεταιριστεί την πολυπληθή και πενόμενη τάξη των αγροτών τονίζει στην ίδια εγκύκλιο ότι “έχω κάτι επιτύχει υπέρ υμών και σας υπόσχομαι ότι και εις το μέλλον πάσαν προσπάθειαν θέλω καταβάλη δια την πραγματοποίησιν των δικαίων αιτημάτων σας”. Αλλά η υποστήριξη και προστασία, που άκοπα και αόριστα υποσχόταν ο Τρύφωνας, απαιτούσε δυσανάλογα ανταλλάγματα. “Δια να ενισχύσετε όμως και εμέ εις τον υπέρ υμών αγώνα μου πρέπει να έχητε πάντοτε υπ’ όψιν ότι σας επιβάλλεται να είσθε πρωτίστως νομοταγείς και να μην επιτρέπετε ειςουδένα ουδεμίαν αντίδρασιν δια παν, ό,τι γίνεται προς το συμφέρον του τόπου”, δηλαδή την υιοθέτηση από τον κερκυραϊκό λαό πλήρους παθητικής στάσης και υπακοής στις επιδιώξεις της ιταλικής πολιτικής.

Στο Δήμο Κερκυραίων τον Τρύφωνα διαδέχθηκε ο επί των ημερών του γραμματέας του Δήμου, κόμης Γεώργιος Τριβόλης, γόνος παλιάς ευγενούς οικογενείας, μέλη της οποίας υπήρξαν Πρεσβευταί και Αξιωματικοί της Ενετίας, όπως αναφέρει το σύντομο βιογραφικό του, που δημοσιεύει η ΄΄ Εφημερίς των Ιονίων΄΄ μαζί με το λόγο του. Πιο συνετός από τον προκάτοχό του στο δημαρχιακό αξίωμα ο Τριβόλης αρκείται να ζητήσει τη συνεργασία των δημοτών του επί τω μοναδικώ σκοπώ της εξυπηρετήσεως των αναγκών της πόλεως και του κοινωνικού συνόλου. Ο Parini όμως γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο Τρύφωνας δεν είχε τα σημαντικά λαϊκά ερείσματα που περίμενε και τον αντικατέστησε με τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, απόγονο της σημαντικής ευγενούς οικογένειας, που έδωσε στην Ελλάδα τον πρώτο της Κυβερνήτη, και μέλος της επιτοπίου αριστοκρατίας.

Έτσι, το Φεβρουάριο του 1942, ο κόμης Καποδίστριας διορίστηκε με διάταγμα στην κεντρική εκτελεστική και πολιτική θέση του νομού και ο Τρύφωνας εξοστρακίστηκε στην αφανή θέση του προέδρου του ΄΄Αγροτικού Συνεταιρισμού των Ιονίων Νήσων΄΄. Φάνηκε από τις πρώτες μέρες ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος των Ιταλών ήταν να προσαρτήσουν τα Ιόνια Νησιά στο ιταλικό ΄΄impero΄΄. Μ’ άλλα λόγια, η Ιταλία του Μουσολίνι θέλησε να καταστήσει πραγματικότητα, πριν ακόμα κριθούν οι τύχες του πολέμου, το όνειρο και την επιδίωξη γενεών προκατόχων του, που θεωρούσαν τα νησιά του Ιονίου δεμένα με τα πεπρωμένα της Ρώμης. Μια τέτοια όμως προσάρτηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς αλλαγή της διοικητικής και αυτοδιοικητικής μορφής των νησιών του Ιονίου και χωρίς απόλυτο πολιτικό έλεγχο του συνόλου των εγκατεστημένων αρχών.

Για το λόγο αυτό ο Parini προχώρησε στην κατάργηση του κοινοτικού συστήματος οργάνωσης, που είχε θεμελιωθεί με το Νόμο ΔΝΖ΄ του 1912, εισήγαγε το σύστημα της δημοτικής διαίρεσης και διόρισε δημάρχους της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Ειδικά, η δημοτική διαίρεση του Parini στην Κέρκυρα (σύσταση 23 δήμων στις επαρχίες Κέρκυρας και Παξών) εμφανίζει εκπληκτική ομοιότητα με την αντίστοιχη του 1866, σε σημείο που να υποθέτει κανείς ότι ο Parini αντέγραψε την πρώτη δημοτική διαίρεση που εφάρμοσε το ελληνικό κράτος στα Ιόνια Νησιά. Η ομοιότητα δεν αγγίζει μόνο τον αριθμό των νέων δήμων και την ονομασία τους αλλά επεκτείνεται, κυρίως, στους οικισμούς που περιλαμβάνει κάθε νέος δήμος. Με διάταγμά του που δημοσιεύτηκε στο ΄΄Επίσημον Δελτίον των Πολιτικών Υποθέσεων΄΄, στις 22 Ιουνίου 1942, ο Parini επαναχαράξε τα διοικητικά όρια των Δήμων. Είχε προηγηθεί η διοικητική διαίρεση των δήμων του νομού της 18ης Μαΐου 1942, από την οποία ο Parini δεν είχε μείνει προφανώς ικανοποιημένος. Η μεταβολή αυτή αφορούσε μόνο τα διοικητικά (εδαφικά) όρια των δήμων και όχι τον αριθμό τους, που ήταν εξαρχής προσδιορισμένος στους 23 δήμους. Ο Parini με τη συνδρομή του Νομάρχη Κέρκυρας για ενισχύσει οικονομικά τους νεοσύστατους δήμους μετέφερε στο λογαριασμό τους τα χρηματικά υπόλοιπα των καταργηθέντων κοινοτήτων.

 β. Η οικονομική πολιτική του Parini

Πέρα όμως από τη μεταφορά των πόρων αυτών είχε αποφασιστεί, από τις 10 Σεπτεμβρίου 1942, σε σύσκεψη όλων των Δημάρχων με τον Parini η συνέχιση της επιβολής φορολογιών στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, που τροφοδοτούσαν συνεχώς το φαύλο κύκλο της εξαθλίωσης και της πείνας μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Στη σύσκεψη αυτή με το αιτιολογικό της ισοσκέλισης των δημοτικών προϋπολογισμών εγκρίθηκαν οι παρακάτω φορολογίες:

* Φορολογία 0,50 λεπτών κατά ελαιόδενδρο

* Φορολογία επί των βοών, αγελάδων, ίππων, ημιόνων, όνων, καμήλων, αιγοπροβάτων και χοίρων.

Επιπλέον ορισμένοι δήμοι επέβαλαν, με τις ευλογίες του Parini, ειδικές φορολογίες σε προϊόντα που διακινούνταν από δήμο σε δήμο (όπως π.χ. το κρασί, ανά βαρέλα) ή σε προϊόντα που παράγονταν στην περιφέρειά τους (οι δήμοι Ακρολοφιτών και Ακρωρείων επέβαλαν φόρο μιας δραχμής σε κάθε κέραμον ή πλίνθον, οι δήμοι Γαϊανών και Λακκιωτών 2% επί της παραγωγής ελαιολάδου και ο δήμος Παρελείων επέβαλλε φορολογία επί της χρήσεως των βοσκησίμων γαιών).

Η πρόταση της Νομαρχίας Κέρκυρας με τους πίνακες φορολογίας κάθε δήμου εγκρίθηκε άμεσα από τον Parini, αν και οι αρμόδιες υπηρεσίες του επισήμαιναν ότι για ορισμένες φορολογίες χρειάζονταν εγκρίσεις και διατάγματα από τα συναρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών. Η αλήθεια όμως ήταν ότι οι φορολογίες αυτές, ιδιαίτερα ο φόρος 2% επί της παραγωγής του ελαιολάδου, που ανήκε στις αυτοτελείς και προαιρετικές φορολογίες (φορολογίες που επιβάλλονταν ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση με πράξη του αρμόδιου τοπικού οργάνου και δεν συνδέονταν με τους δημόσιους φόρους), είχαν επιβληθεί και τα προηγούμενα χρόνια από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Αλλά οι δημοτικές και κοινοτικές αυτές φορολογίες που ίσχυαν για το οικον

ομικό έτος 1940‐41, εξακολουθούσαν να ισχύουν και για το επόμενο οικονομικό έτος χωρίς να απαιτείται η έκδοση νέων αποφάσεων από τα δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια ή υπουργικές εγκρίσεις. Επιπλέον το Υπουργείο Εσωτερικών, το Σεπτέμβριο του ΄41, απαιτούσε πρόγραμμα οικονομικής περισυλλογής και ανασυγκρότησης, δηλαδή περιορισμό των δαπανών και αύξηση των εσόδων των δήμων και των κοινοτήτων. Το πρόγραμμα αυτό περιελάμβανε:

* αύξηση των εσόδων δια της εξαντλήσεως της φορολογικής εξουσίας και εις τα επιτρεπόμενα υπό του νόμου ανώτατα φορολογικά ποσοστά

* αναπροσαρμογή των ανταποδοτικών τελών ώστε να καλύπτωσιν τας δαπάνας της δι’ ην ταύτα υπηρεσίας ή παροχής

* επιβολή άμεσων εράνων και προσωπικής εργασίας και

* επίσπευση του ρυθμού είσπραξης των δημοτικών και κοινοτικών εσόδων με καταναγκαστικά μέσα εκτέλεσης.

Ο Parini επέβαλλε και άλλες φορολογίες δικής του εμπνεύσεως αλλά στην ουσία χρησιμοποίησε ολόκληρο το νομικό οπλοστάσιο της φορολογίας των δήμων και κοινοτήτων, που είχε χρησιμοποιήσει και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Όσα έσοδα εισπράχθηκαν τα διέθεσε για να χτίσει το οικοδόμημα των νέων δήμων που είχε σχεδιάσει.
Η εκτεταμένη φορολόγηση όμως ήταν ένα ισχυρό προπαγανδιστικό χαρτί στα χέρια του Parini που, σε συνδυασμό με την ολοένα αυξανόμενη φτώχια και ανεργία, το χρησιμοποίησε για τα αποσχιστικά του σχέδια, χωρίς επιτυχία. Δημιούργησε το ΄΄Γραφείο Περιθάλψεως΄΄, ειδική υπηρεσία του ΄΄Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων΄΄, που καταχωρούσε τους ανέργους και πάσης φύσεως αναξιοπαθούντες στους οποίους έδινε διάφορα βοηθήματα (π.χ.πλήρωνε τα τρόφιμα του δελτίου, έστελνε τα καχεκτικά παιδιά σε παιδικές εξοχές της G.I.L. κ.λ.π.) και τους χρησιμοποιούσε σε διάφορα έργα οδοποιίας, διότι η πλέον ευγενής μορφή της περιθάλψεως είναι ακριβώς εκείνη του να προμηθεύη εργασίαν εις τους αέργους.
Ο Parini έπαιξε έξυπνα το χαρτί της ανεργίας και της φτώχειας και το ότι δεν προσεταιρίστηκε ευρύτερες μάζες στα αποσχιστικά του σχέδια, οφείλεται μόνο στο εθνικό και πατριωτικό φρόνημα των Κερκυραίων και όχι βέβαια στο κατοχικό κράτος των Αθηνών, που είχε αφήσει τα Επτάνησα στο έλεος των Ιταλών.

Στα αριστερά ο Παρίνι στο Μιλάνο, το 1944

 γ. Δήμαρχοι και Δημοτικοί σύμβουλοι των ΄΄ιταλικών΄΄ δήμων

Ο Parini για να δελεάσει τους νέους Δημάρχουςκαι να τους καταστήσει υποχείρια της πολιτικής του, προχώρησε, στις 4 Γενάρη του 1943, στη χορήγηση των εξόδων παράστασης, για τη χρονική περίοδο από τον Αύγουστο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1942, παρά την εις το Δημόσιον Ταμείον ασημάντων χρηματικών ποσών εις το ενεργητικόν των πιστώσεων των διαφόρων δήμων. Παρ’ ότι θεωρεί ότι το ποσόν δι’ ού θα επιβαρυνθούν οι προϋπολογισμοί των δήμων είναι μάλλον βαρύ και θα προκαλέσει επικρίσεις εκ μέρους των δημοτών, επειδή πρόκειται περί καθαράς μισθοδοσίας, ενέκρινε με ελάχιστες περικοπές τον πίνακα των εξόδων παράστασης που του έστειλε η Νομαρχία Κέρκυρας.

Όμως οι δήμοι που είχε σχεδιάσει ο Parini σαν πολιορκητικούς κριούς της εθνικής συνείδησης και συμπεριφοράς των Επτανησίων δεν φαίνεται να δικαιώνουν τον εμπνευστή τους. Λίγους μόνο μήνες μετά την σύσταση των δήμων, δείχνει ιδιαίτερα απογοητευμένος και προβληματισμένος για τo επίπεδο λειτουργίας τους και τη συμπεριφορά των νέων Δημάρχων.
Στο ίδιο έγγραφο που εγκρίνει την αποζημίωσή τους αναφέρει: Επί τη ευκαιρία ταύτη είμαι υποχρεωμένος να ανακοινώσω υμίν ότι η δράσις μερικών Δημάρχων είναι ελάχιστα λυσιτελής. Εξ άλλου δεν παρετηρήθη γενικώς εκ μέρους των Δημάρχων καθαρώς αληθές ενδιαφέρον περί της τύχης των Δήμων ου προΐστανται και πολλαί υπηρεσίαι διεξάγωνται ατελώς και άνευ ακριβούς κατευθύνσεως. Θα ήτο πολύ σκόπιμος η σύστασις παρά τη Νομαρχία υπηρεσία Εποπτείας των Δήμων επί τω σκοπώ μεγαλυτέρου ελέγχου και ίνα καταστή δυνατόν η διαβίβασις συνεχών και ακριβών κατευθύνσεων μέσον ενός ή περισσοτέρων ανωτέρων υπαλλήλων επί τω σκοπώ τούτω.

  Το έργο του Parini

Από τις πρώτες ενέργειες των ιταλικών Αρχών, στα πλαίσια του προπαγανδιστικού τους προγράμματος, ήταν η αποκατάσταση των δημιουργηθέντων από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας ερειπίων. Για το σκοπό αυτό, πριν δημιουργήσουν δική τους τεχνική υπηρεσία, ανέθεσαν δια του Νομομηχανικού Αντωνόπουλου την επισκευήν των εκκλησιών, σχολείων δημοσίων οικημάτων εις όλους σχεδόν τους εργολάβους της Κέρκυρας. Ο Αντωνόπουλος ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε στα σχέδια των Ιταλών και γρήγορα αντικαταστάθηκε από μηχανικό της εμπιστοσύνης τους. Όλοι οι άλλοι εργολάβοι, τεχνικές εταιρίες και τεχνικοί επιστήμονες έτρεξαν να επωφεληθούν από το πρόγραμμα ανοικοδόμησης του Parini, που δεν ήταν καθόλου αθώο.

Στο πρόγραμμα, εκτός από τα κοινωφελή, περιλαμβάνονταν έργα, μελέτες, προμήθειες που είχαν σχέση με στρατιωτικές εγκαταστάσεις των αρχών κατοχής δημιουργώντας έτσι μια ένοχη ανάμειξη. Αλλά αυτό φαίνεται πολύ λίγη ή καθόλου σημασία είχε μπρος την πίτα της ιταλικής ανοικοδόμησης. Ουδείς των εργολάβων έλαβε υπ’ όψει ότι η φύσις της παρ’ αυτώ εκτελουμένης εργασίας ήτο δυνατόν να χαρακτηριστή ως αντεθνική ή και ότι γίνεται προς εξυπηρέτησιν των στρατευμάτων κατοχής. Δια τον λόγον τούτον ουδείς απέσχε παρουσιασθείσης ευκαιρίας. Εάν άλλοι έλαβον περισσοτέρας και άλλοι ολιγωτέρας εργασίας αυτό ωφείλετο στην ικανότητα του συστήματος να δωροδοκεί του έλληνες και ιταλούς μηχανικούς του Γραφείου Τεχνικών Εργασιών.

Στην ύπαιθρο του νομού η εκτεταμένη δημοτική φορολογία δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τα τεράστια ελλείμματα σε έργα υποδομής. Τα ελάχιστα έργα εκτελέστηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες εξαιτίας της παρατεταμένης έλλειψης οικοδομικών υλικών και μέσων μεταφοράς. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν θεράπευσαν, ούτε κατ’ ελάχιστο, τις τεράστιες ανάγκες του νομού σε υποδομές, που πλήρωσε, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη Ελλάδα, τις οικονομικές συνέπειες ενός πολέμου που δεν ήθελε και μιας κατοχής που στόχο είχε κυρίως την απόσχιση των Ιονίων νησιών από τη μητροπολιτική Ελλάδα και την αφομοίωσή τους στο imperiο της Ρώμης.

Και για να εξυπηρετήσει το στόχο αυτό ο Parini δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει και το όπλο της πείνας, αρνούμενος να δεχθεί τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, μια και αδυνατούσε να δώσει λύση στο μεγάλο επισιτιστικό πρόβλημα, που μέρα με τη μέρα γινόταν ολοένα και οξύτερο. Τις συνέπειες της απάνθρωπης αυτής πολιτικής θα νοιώσει, λίγους μήνες αργότερα (το χειμώνα του 1943) με τον πιο οδυνηρό τρόπο, ο κερκυραϊκός πληθυσμός κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Η βίαιη αυτή οργανωτική μεταβολή στο θεσμικό οικοδόμημα της τοπικής αυτοδιοίκησης απέτυχε όχι μόνο για λόγους εσωτερικής παθογένειας (έλλειψη αληθούς ενδιαφέροντος για τους δήμους που ο ίδιος ο ιταλικός επεκτατισμός δημιούργησε για τα αφομοιωτικά του σχέδια) αλλά κυρίως εξαιτίας της στάσης πολλών διορισμένων να συνδράμουν ενεργά στη λειτουργία των δήμων αυτών και αποδέχθηκαν το διορισμό τους από φόβο. Δεν θα ήταν άστοχο αν λέγαμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση του Parini κατέληξε να ήταν ο ίδιος και οι ελάχιστοι συνεργαζόμενοι Δήμαρχοι.

H ΄΄γερμανική΄΄ περίοδος της αυτοδιοίκησης

α. Η αυτοδιοίκηση του Νομάρχη Κομιανού

 Το τέλος της ιταλικής κατοχής σ’ ολόκληρη την Ελλάδα σήμαινε ταυτόχρονα και την επέκταση του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο με το βάναυσο και μισαλλόδοξο κατασταλτικό του μηχανισμό, επιχείρησε να κάμψει την αντίσταση του ελληνικού λαού με βασανιστήρια, εκτελέσεις και άγριες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Τη γερμανική τρομοκρατία συνεπικούρησαν και τα λεγόμενα ΄΄Τάγματα Ασφαλείας΄΄, που αποτελούνταν από Έλληνες‐συνεργάτες τους και συγκροτήθηκαν για πρώτη φορά από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη. Τα ΄΄Τάγματα Ασφαλείας΄΄ θα γίνουν συνώνυμα της φρίκης για τους Έλληνες αντιστασιακούς και, μετά την απελευθέρωση, θα συνεχίσουν να καταδιώκουν άγρια τους αριστερούς. 

Στην Κέρκυρα ήδη, από τις αρχές του Σεπτέμβρη του 1943, η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή των Ιταλών έχει αρχίσει. Τα νέφη στις σχέσεις Ιταλών και Γερμανών άρχισαν να πυκνώνουν και στις 13 προς 14 του μήνα αρχίζει ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας από τους Γερμανούς. Στις 28 του Σεπτέμβρη η ιταλική κατοχή τελειώνει και μαζί της η διαφορετική από την υπόλοιπη Ελλάδα διοικητική διαίρεση και οργάνωση των Ιονίων Νησιών.
Η κατάρρευση των Ιταλών και η εγκατάσταση των Γερμανών στην Κέρκυρα αποκατέστησε την ελληνική διοίκηση σε μέρος των παλιών της αρμοδιοτήτων και οδήγησε στην ενότητα με τα υπόλοιπα εδάφη της ΄΄Ελληνικής Πολιτείας΄΄. Στις 28 Σεπτέμβρη 1943, ο Νομάρχης Κέρκυρας, Ιωάννης Κομιανός, (τον είχε διορίσει ο Μπαρατιέρι, διάδοχος του Parini, μαζί με τον Σ. Κόλλα ως δήμαρχο Κερκυραίων), έχοντας υπόψη του ότι η ιταλική κατοχή έπαυσεν υφισταμένη και ότι επομένως, κατά τα διεθνή νόμιμα, η υπό ταύτης επιβληθείσα εν τη νήσω διάφορος της λοιπής Ελλάδος διοικητική διαίρεσις έχασε την ισχύ της, καθώς και τη διακήρυξη της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης ότι στην Ελλάδα τηρείται η ισχύς της ελληνικής νομοθεσίας, εξέδωσε την από 28‐9‐1943 απόφαση που ομαλοποίησε το σύστημα δημοτικής οργάνωσης του νομού. Η απόφαση αυτή προέβλεπε:

*Την κατάλυσιν των υπό των Αρχών της ιταλικής κατοχής επιβληθέντος εν Κερκύρα Διοικητικού συστήματος, δι’ ού καταργήθησαν αι Κοινότητες και αντ’ αυτών διηρέθη η νήσος εις Δήμους.

*Την απόλυσιν όλων των υπό των αρχών της ιταλικής κατοχής διορισθέντων Δημάρχων, Γραμματέων και κλητήρων.

*Την επαναφοράν του προϋφισταμένου κατά την ελληνικήν νομοθεσίαν διοικητικού συστήματος.

*Την συνέχισιν της διοικήσεως των κοινοτήτων υπό των νομίμων οργάνων ήτοι των υπό των Αρχών της ιταλικής κατοχής απολυθέντων Προέδρων και μελών των κοινοτικών συμβουλίων.

Με την ίδια απόφαση διατάχθηκαν τα κοινοτικά συμβούλια να αναλάβουν τα καθήκοντά τους …τα απορρέοντα εκ της ιδιότητός των ως οργάνων της Διοικήσεως.
Η επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής επανασύνδεσε την χρονική αλυσίδα του κοινοτικού συστήματος οργάνωσης (επανασύσταση των 95 κοινοτήτων του νομού), που είχε διαταραχθεί από τον Parini, αλλά επανέφερε και τα κοινοτικά όργανα που είχαν διοριστεί από το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Οι απολυθέντες Πρόεδροι και τα μέλη των Κοινοτικών Συμβουλίων, που επανήλθαν με την απόφαση του Κομιανού, αντικατέστησαν τους διορισμένους από τον ιταλικό φασισμό δημάρχους. Η πράξη του Νομάρχη Κομιανού είχε σαν αποτέλεσμα και τη σύνδεση των διοικητικών και αυτοδιοικητικών αρχών της Κέρκυρας με την κατοχική και γερμανόδουλη κυβέρνηση των Αθηνών, αφού ελληνικό κράτος δεν υπήρχε και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου ήταν ένα συνοθύλευμα φιλοβασιλικών παλαιών πολιτικών, που εκπροσωπούσαν μόνο τον εαυτό τους.

β. Οι παράπλευρες συνέπειες της κατοχής

Το πέρασμα της Κέρκυρας στη γερμανική ζώνη επιρροής, εκτός από τις δημοτικές μεταρρυθμίσεις, δεν σηματοδότησε καμία μεταβολή στην οικονομία του τόπου. Η απομύζηση αγαθών και πόρων και η καταστροφή των υποδομών καταδίκασαν την οικονομία του τόπου σε απόλυτο μαρασμό και τον πληθυσμό σε θανάσιμη πείνα. Ο πληθυσμός της Κέρκυρας, ιδιαίτερα της πόλης, έχει αρχίσει να γνωρίζει τις παράπλευρες συνέπειες του πολέμου και της κατοχής. Μέσα από τα ερείπια της βομβαρδισμένης πόλης ξεπήδησαν απειλητικά η πείνα, οι στερήσεις, οι αρρώστιες και η εξαθλίωση και κάθε περιγραφή όσο μελανή και αν είναι δεν μπορεί να αποδώσει την τραγική πραγματικότητα.

Ο πληθυσμός έχει απομείνει από τον Οκτώβρη χωρίς ψωμί και άλλα τρόφιμα. Οι Ιταλοί δεν άφησαν παρά μόνο μικρό απόθεμα αλεύρων, ικανό για τη διατροφή των κατοίκων, επί είκοσι μόνο μέρες με ημερήσια δόση από 36 δράμια, που εξαντλήθηκε γρήγορα. Παραγωγή σιτηρών και λοιπών αμυλωδών τροφών, ως γνωστόν, δεν υπάρχει εν Κερκύρα και οι αλευρόμυλοι Δαλιέτου και Σοφιανόπουλου δεν λειτουργούσαν λόγω έλλειψης πρώτων υλών από την αρχή της ιταλικής κατοχής.
Ο εφοδιασμός του νησιού με το σύστημα των ανταλλαγών προσέκρουε στην έλλειψη μέσων μεταφοράς και στους μαυραγορίτες που ανταλλάσσουν 1 οκά λαδιού με 1 ή το πολύ 2 οκάδες καλαμποκιού (στην ηπειρωτική Ελλάδα η αντιστοιχία ήταν 1 προς 4 μέχρι 1 προς 7), μετατρέποντας τον εφοδιασμό του νησιού σε ληστρική επιχείρηση. Παρ’ όλα αυτά μικρό μέρος του πληθυσμού επωφελήθηκε από τις ανταλλαγές και η οικονομική θέση των λοιπών κατοίκων, απότοκη των ιδιότυπων νομισματικών και οικονομικών συστημάτων της ιταλικής κατοχής, ήταν τέτοια, ώστε κανείς δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τις ακριβές τιμές των εισαγόμενων τροφίμων. Το εμπόριο, που δεν εργάστηκε σε όλο το διάστημα της ιταλικής κατοχής (εργάστηκαν μόνο η ΑCI και ελάχιστοι προνομιούχοι έμποροι), παρουσίαζε πλήρη ανεπάρκεια και αδυνατούσε να συμπληρώσει τα κενά λόγω έλλειψης κεφαλαίων κίνησης.

Αλλά και η υγειονομική κατάσταση του νησιού δεν ήταν σε καλύτερο σημείο. Παρά τη σχετική επάρκεια γιατρών τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο (αναλογία 1 γιατρός ανά 1055 κατοίκους) η παντελής έλλειψη φαρμάκων καθιστούσε αδύνατη την καταπολέμηση των επιδημιών της μικροβιακής δυσεντερίας και της ελονοσίας, που σε ορισμένες περιοχές έχει λάβει τη μορφή πανδημίας. Με μεγάλη ένταση ξέσπασαν και τυφοπαρατυφικές επιδημίες που εμφανίστηκαν σε ορισμένα προάστια της πόλης, όπως στο Μαντούκι και τον Κωτσέλλα, ενώ βρέθηκαν σε έξαρση και τα αφροδίσια νοσήματα εξαιτίας της φανερής και της κρυφής πορνείας. Τα ελάχιστα φάρμακα που υπάρχουν γίνονταν αντικείμενο του μυστικού εμπορίου επειδή ορισμένοι φαρμακοποιοί απαιτούσαν τρόφιμα από τους πελάτες τους για την εκτέλεση των συνταγών, μη δεχόμενοι να εκτελέσουν ταύτας επί χρήμασι…και …κατέρχονται εις το επίπεδον σκοτεινών ανθρώπων, όπως καταγγέλλει στο Φαρμακευτικό Σύλλογο, τον Οκτώβρη του 1943, ο Πολύβιος Ευκλείδης, Διευθυντής του Υγειονομικού Κέντρου Κέρκυρας.

Αναφορικά με τα τρόφιμα η κατάσταση ήταν τραγική διότι έλλειπαν τα περισσότερα και ο ίδιος ο Ευκλείδης επεσήμαινε συνεχώς τις θλιβερές συνέπειες προς το Γερμανικό Φρουραρχείο, που ήταν υπεύθυνο, σύμφωνα με τους νόμους του πολέμου, για τη διατροφή του υπό κατοχή πληθυσμού. Η διατροφή των κατοίκων τόσον της πόλεως όσον και της υπαίθρου δεν είναι υπερβολή να είπη τις ότι είναι αθλία… Η πλημμελής αύτη διατροφή των κατοίκων είναι εμφανής εκ της απισχνάσεως, καταβολής της θρέψεως και των δυνάμεών των, ασφαλώς δε θα έχωμεν τεραστίαν αύξησιν της γενικής θνησιμότητος ιδίως δε της θνησιμότητος της βρεφικής και παιδικής ηλικίας.

Ήδη είχαν καταγραφεί στο Αστικό Νοσοκομείο και Δημόσιο Ψυχιατρείο αρκετοί θάνατοι δι’ οιδήματα πείνης και δι’ εμφανή ασιτία, ακριβής όμως αριθμός των θανάτων εξ’ υποσιτισμού και πείνης δεν μπορούσε να υπάρξει, αφού οι κοινότητες δεν ήταν συνεπείς στην αποστολή των στατιστικών πινάκων γεννήσεων και θανάτου. Ωστόσο ο επιστημονικός Διευθυντής του Ψυχιατρείου, Π. Ζής, τον ίδιο μήνα αποκάλυπτε την τραγική μοίρα του πιο ευάλωτου τμήματος του πληθυσμού: Ως γνωρίζετε πλέον των 500 ψυχοπαθών απεβίωσαν εξ’ οιδημάτων πείνης και εντερικών διαταραχών αποτόκων του υποσιτισμού, οι δ’ υπολειπόμενοι διεσώθησαν, διότι επετύχομεν την χορήγηση διπλής μερίδος τροφίμων δι’ έκαστον κατ’ αρχάς και βραδύτερον τριπλής, υπό των Ιταλικών αρχών…Ο περιορισμός του αριθμού των μερίδων, τώρα που έχομεν και περιορισμόν εκάστης μερίδος ποσοτικόν, ενέχει την έννοιαν ότι καταδικάζομεν ημείς εις θάνατον τους υπολοίπους ψυχοπαθείς και συνεπώς προκαλούμεν την κατάργησιν του Ψυχιατρείου, εις στιγμήν κατά την οποίαν, αυτοί ούτοι οι Ιταλοί εφοβήθησαν να αποτελειώσουν το μακάβριον αυτό έργον. Μαζί με τον υπόλοιπο πληθυσμό και οι υπάλληλοι των δημοσίων υπηρεσιών βίωναν, χωρίς εξαίρεση, τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής, γιατί βρέθηκαν ανέτοιμοι οικονομικά, λόγω των μειωμένων αποδοχών, να αντιμετωπίσουν την τρομερή αύξηση των τιμών στα είδη διατροφής, που πωλούνταν στην Κέρκυρα 40‐100% ακριβότερα από την Αθήνα.

Εξίσου τραγική είναι η οικονομική κατάσταση των κυριοτέρων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως π.χ. του Λιμενικού Ταμείου Κέρκυρας και του Υδραγωγείου. Οι υπάλληλοί τους αδυνατούσαν να αντιμετωπίσουν τη ζωή και οι εκκλήσεις των διοικήσεών τους τον κρίσιμο αυτό Οκτώβρη προς το Νομάρχη για οικονομική βοήθεια είναι συνεχείς και απεγνωσμένες. Το Λιμενικό Ταμείο Κέρκυρας στερούνταν παντελώς πόρων, λόγω της διακοπής κάθε εισαγωγικής και εξαγωγικής κίνησης στο λιμάνι της Κέρκυρας και των ειδικών οικονομικών συνθηκών που εφαρμόστηκαν από τις ιταλικές αρχές κατοχής. Από την άλλη, το Υδραγωγείο της Κέρκυρας αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα αφού, λόγω των πολεμικών γεγονότων που εξελίσσονταν από 14 Σεπτεμβρίου 1943, οι εισπράξεις άρχισαν να ελαττώνονται αχρηστευθέντος του 1/3 κατά προσέγγισιν των ακινήτων εκ των βομβαρδισμών και εμπρησμών αυτών. Άμεσος εξάλλου ήταν και ο κίνδυνος που απειλούσε τη λειτουργία των δημοτικών Αγαθοεργών Ιδρυμάτων (Αστικό Νοσοκομείο, Γηροκομείο, Ορφανοτροφείο), όπως αναφέρει η διοίκησή τους ιδρυμάτων τον Ιούνιο του 1944.

Είναι γνωστό ότι οι πρόσοδοι από την ακίνητη περιουσία των Αγαθοεργών Ιδρυμάτων κάλυπταν μεγάλο μέρος των εξόδων λειτουργίας τους, συνεπεία όμως του πολέμου και της κατοχής μειώθηκαν στο ελάχιστο, δοθέντος ότι πλείστα εκ των εις την κυριότητά των ακινήτων κατέστησαν ακατοίκητα. Το έσοδο αυτό ήταν και το μόνο που εισέπρατταν τα ιδρύματα αφού η φορολογία επί των εξ αλλοδαπής εισαγομένων εμπορευμάτων και ταχυδρομικών δεμάτων έπαψε να αποδίδει από το τέλος του 1940 και οι επιχορηγήσεις του Υπουργείου Εθνικής Πρόνοιας σταμάτησαν και αυτές από την έναρξη της ιταλικής κατοχής. Το ίδιο χρονικό διάστημα σταμάτησαν τα κληροδοτήματα και οι δωρεές, που αποτελούσαν ένα αξιοσημείωτο έσοδο.

Οι ανάγκες των Αγαθοεργών Ιδρυμάτων αντιμετωπίστηκαν την περίοδο της ιταλικής κατοχής από τα διαθέσιμα υπόλοιπα του εράνου της Αμερικανικής Περιθάλψεως και τα ειδικά κονδύλια της κοινωνικής πρόνοιας της Νομαρχίας Κέρκυρας, αργότερα δε από την απόδοση της φορολογίας 7% επί των δια δελτίου διανεμομένων ειδών διατροφής. Από τον Οκτώβρη του 1943 όμως η φορολογία αυτή καταργήθηκε από τις γερμανικές αρχές κατοχής με την αιτιολογία ότι επιβλήθηκε από τις αντίστοιχες ιταλικές και παρασχέθηκε οικονομική ενίσχυση, με τη μορφή προκαταβολών, από το Δημόσιο Ταμείο Κέρκυρας. Οι προκαταβολές κάλυψαν όμως μικρό ποσοστό των καθημερινών αναγκών των ιδρυμάτων, που αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν το διαιτολόγιο των νοσηλευομένων και τροφίμων εις τας υφισταμένας επισιτιστικάς και οικονομικάς δυνατότητας. Μικρή παράταση στη λειτουργία τους (Οκτώβρης 1943‐Γενάρης 1944) δόθηκε με τη διάθεση τροφίμων από τις διαλυθείσες ιταλικές αποθήκες.

Αλλά και η απελευθέρωση αδυνατούσε να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στα ιδρύματα αυτά που εκείνη την εποχή είχαν επιφορτιστεί αναγκαστικά το μεγάλο βάρος της υγειονομικής και προνοιακής πολιτικής στην Κέρκυρα. Επειδή παρά των αρμοδίων Υπουργείων εις τα οποία απετάνθημεν πλειστάκις δια την παροχήν σοβαράς ενισχύσεως ουδέν αποτελεσματικόν μέτρον ελήφθη, ο Νομάρχης, διαπιστώνοντας από κοντά τη αθλιότητα που επικρατούσε στα ιδρύματα αυτά, απευθύνθηκε στη Γενική Διοίκηση Ηπείρου ως έσχατη λύση δια την ενίσχυσιν των ανωτέρω ιδρυμάτων, δια την διακοπήν και λειτουργία των οποίων, και την εκ ταύτας δημιουργηθησομένην κατάστασιν ουδεμίαν ευθύνην φέρωμεν.

Παρ’ όλες όμως τις απέλπιδες εκκλήσεις το οικονομικό αδιέξοδο παρέμενε απειλητικό. Αυτό ανάγκασε την κεντρική διοίκηση των αγαθοεργών ιδρυμάτων να καταφύγει στην τελευταία λύση που της είχε απομείνει, δηλαδή τη διενέργεια εράνου στις κοινότητες του νομού. Η διενέργεια εράνων στην Κέρκυρα, μετά την απελευθέρωση, ήταν σύνηθες φαινόμενο και τα κρούσματα εξαπάτησης του ούτως ή άλλως εξαθλιωμένου λαού δεν ήταν λίγα. Το οικονομικό πρόβλημα της Κέρκυρας, που αποτελούσε τροχοπέδη για την επίλυση των συσσωρευμένων τραγικών συνεπειών του πολέμου και της κατοχής, παρέμενε άλυτο όλη αυτή την περίοδο παρά τις εκκλήσεις του Νομάρχη προς την κεντρική εξουσία.

Οι πρωτοβουλίες που προσπαθούσε να πάρει, όπως π.χ. η διάθεση άλατος για την προμήθεια τροφίμων προς ανακούφιση του πληθυσμού από τη μάστιγα της πείνας, στα μέσα του 1944, προσέκρουσαν στην άρνηση του Υπουργείου Οικονομικών, που έφτασε σε σημείο να κατηγορεί το Νομάρχη για υπέρβαση ή αντιποίηση αρμοδιοτήτων. Ήταν μία ακόμα περίπτωση τυφλής προσήλωσης της κεντρικής διοίκησης στους τύπους, που οδηγούσε με ακρίβεια σε περισσότερα θύματα από την πείνα. Δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αντιληφθεί, ότι η τοπική διοίκηση, κάτω από τις τραγικές συνθήκες που βίωνε ο πληθυσμός της Κέρκυρας, έπρεπε να αναπτύσσει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση των επιτακτικών αναγκών του νομού, διαφορετικά οδηγούνταν ακόμα και στην εξάρθρωσιν των πάντων και την και κατά τύπους ακόμα ανυπαρξία και ίχνους της αρχής.
Η Νομαρχία αποκομμένη και εγκαταλειμμένη από το κέντρο, όλη αυτή την περίοδο, παρακολουθούσε με δεμένα τα χέρια τα πολύπλοκα προβλήματα να παραμένουν χωρίς λύση, αναμένουσα μόνον την εξ ύψους βοήθεια.

Νίκος Γ. Ασπίώτης

  απόσπασμα από: Νίκος Γ. Ασπίώτης “Διοικητικοί και αυτοδιοικητικοί θεσμοί στην Κέρκυρα, Πρόσωπα και γεγονότα (1817-1951) ” , όπως αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική του μορφή στο http://www.nikosaspiotis.gr/index.php

 

* * *