ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 Στα μέσα του 19ου αιώνα την παράσταση στην ελληνική διπλωματική και στρατηγική σκηνή έκλεβαν αδιαμφισβήτητα οι αγώνες για την ανεξαρτησία και την εθνική απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Οι Έλληνες, δοσμένοι ολόψυχα για το μέλλον του γένους, ετοίμαζαν το ελεύθερο έδαφος ζωής για τις πρώτες γενιές μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς από τους Τούρκους. Σε μία άλλη, όμως, πλευρά του ελληνικού χώρου διαδραματίστηκε ένας άλλος αγώνας, με κυρίως κοινωνική υφή, που έμελλε να μείνει στην ιστορία.

Ο λόγος για το Επτανησιακό ζήτημα, το οποίο χρήζει μιας ειδικής ανάλυσης. Αφ’ ενός διότι πρόκειται για τον αλυτρωτισμό μιας χαμένης πατρίδας, όπου το ελληνικό στοιχείο άκμαζε παρά τις διαδοχικές ξένες κυριαρχίες και αφ’ ετέρου γιατί τα Επτάνησα είναι ίσως το μόνο μέρος της Ελλάδας που διατήρησαν στενές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη και δεν αποτέλεσαν κομμάτι τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Προκαλεί, επομένως, το ενδιαφέρον, ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες της περιοχής αυτής δέχτηκαν το Ευρωπαϊκό στοιχείο και ο τρόπος με τον οποίο βίωσαν την κατοχή και προστασία από τις Μ. Δυνάμεις της Δύσης. Είναι, επιπρόσθετα, σημαντικό να αναλυθεί η στάση των Μ. Δυνάμεων στα Ιόνια νησιά και ο τρόπος με τον οποίο άσκησαν την επιρροή τους.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία είναι η ανάπτυξη τού κοινωνικού ιδεώδους στα νησιά αυτά. Ενώ στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο οι σκλαβωμένοι Έλληνες προσπαθούσαν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα αναλλοίωτη, στα Επτάνησα αναπτυσσόταν το πρώτο ριζοσπαστικό ρεύμα το οποίο έμελλε να είναι οδηγός για τη μετέπειτα ύπαρξη του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Μέσα από σημαντικές δυσχέρειες και εκτός πλαισίου αποφάσεων του Συνεδρίου της Βιέννης, οι Επτανήσιοι ξεσηκώθηκαν και αναζήτησαν μια πιο δίκαιη ταξική ταυτότητα και μία καλύτερη οικονομικά ζωή.

Τέλος, κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση των διπλωματικών διαπραγματεύσεων της Ελλάδας με τις προστάτιδες Δυνάμεις για την Ένωση των Ιονίων Νήσων με το Ελληνικό Βασίλειο. Οι τακτικές, τα διπλωματικά παιχνίδια και οι ιδιαίτερες απαιτήσεις αναλύονται στο τελευταίο κεφάλαιο, επικουρούμενες από επίσημα διπλωματικά έγγραφα, καθώς και από μαρτυρίες της εποχής.

Συμπερασματικά, η ανάλυση που ακολουθεί υπενθυμίζει τη συνδρομή στην παλιγγενεσία της Ελλάδος των Επτανησίων, οι οποίοι με πολλές δυνάμεις επεδίωξαν την Ένωση, κάτι που ήξεραν πολλοί δεν ήταν το απαραίτητα ωφέλιμο για τα νησιά τους εκείνη την περίοδο, όπου οι Άγγλοι διαδραματούσαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και ευημερία των νησιών, έστω και για τους λίγους, τους ευγενείς. Η πορεία προς την Ένωση είναι μακρά όσο και ενδιαφέρουσα και οι πολιτικές, διπλωματικές, κοινωνικές και οικονομικές πλευρές του ζητήματος πολλές.

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Επτάνησος και οι διεθνείς εξελίξεις

Στα τέλη του 18ου αιώνα οι πολιτικές, ιδεολογικές και στρατιωτικές ανακατατάξεις στον ευρωπαϊκό χώρο παίζουν καθοριστικό ρόλο και καθορίζουν τα διπλωματικά παιχνίδια που παίζονται για την τύχη των Ιονίων Νήσων. Η Ρωσία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία καιροφυλακτούν για την κληρονομιά που αφήνει ο διαμελισμός δύο μεγάλων αυτοκρατοριών: της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου και κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το διπλωματικό παρασκήνιο οργιάζει στην Κεντρική Ευρώπη και οι Συνθήκες έως το 1815, ανάλογα πάντα με τα συμφέροντα των Δυνάμεων της Ευρώπης και τους απώτερους στόχους τους, ορίζεται εκάστοτε και νέος «προστάτης» της Επτανήσου. Ιδιαίτερα, όμως, την τύχη των Ιονίων Νήσων λίγο πριν τον 19ο αιώνα θα επηρεάσει η έκβαση της Γαλλικής Επανάστασης και η προέλασή τού Ναπολέοντα προς την Ανατολική Ευρώπη. Η ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων και η εγκαθίδρυση τής λαϊκής κυριαρχίας παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία των νησιών.

Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο

Ωστόσο, καθοριστικής σημασίας για την απαρχή δομικών αλλαγών θεωρείται η υπογραφή της Συνθήκης του Κάμπο Φόρμιο (Traité de Campo Formio) στις 17 Οκτωβρίου 1797·συμβαλλόμενοι στην Συνθήκη ήταν ο Ναπολέοντας Βοναπάρτης και ο Κουντ Λούντφιχ φον Κόμπεντζλ (Count Ludwig von Cobenzl) ως αντιπρόσωποι της Γαλλίας και του πρώτου Μεγάλου Συνασπισμού ευρωπαϊκών χωρών ενάντια στον Ναπολέοντα, αντίστοιχα.

 

Ο Ναπολέοντας πίστευε ότι κλειδί της επιτυχίας του θα ήταν η κατάκτηση της Αιγύπτου, ώστε να παρεμποδίσει τη σύνδεση τού αγγλικού ναυτικού με τις Ινδίες. Κατακτώντας τα Επτάνησα θα κατείχε μία πρώτη στρατηγική βάση κάτι που έγινε πραγματικότητα με την εν λόγω Συνθήκη, αποτέλεσμα πολύμηνων διαπραγματεύσεων. Επομένως, ο Βοναπάρτης κατόρθωσε να πείσει την Αυστρία να κρατήσει τα βενετικά εδάφη της ανατολικής Αδίγης και την ίδια την πόλη της Βενετίας, την Ιστρία, την Δαλματία και το Κάτταρο, παραχωρώντας ανάμεσα στ’ άλλα και τις πολυετείς βενετικές κτήσεις του Ιονίου χώρου.

Μάλιστα, ο ίδιος ο Ναπολέων κατέδειξε τη σημασία τούτης της κατάκτησης, γράφοντας στο Γαλλικό Διευθυντήριο: «Τα νησιά της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλληνίας έχουν περισσότερο ενδιαφέρον για εμάς, παρά όλη η Ιταλία. Αν θα είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε, θα ήταν προτιμότερο να παραχωρήσουμε την Ιταλία στον αυτοκράτορα και να κρατήσουμε τα τέσσερα νησιά, που είναι πηγή πλούτου και ευημερίας για το εμπόριό μας». Ο Βοναπάρτης κατέχοντας πλέον τα Επτάνησα ενίσχυσε την θέση του στην Ανατολική Μεσόγειο και η Αγγλία με την Τουρκία ανησυχούσαν εντόνως μια και θίγονταν τα εμπορικά συμφέροντά τους. Εντούτοις, όταν ο γαλλικός στόλος βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αγγλικές δυνάμεις στην Αίγυπτο, υπόκειται ολοκληρωτική καταστροφή στο Αβουκίρ τού Νείλου. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1798, επίσης, η Τουρκία κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας και έτσι ανοίγει ο δρόμος για μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ευρώπης.

Τα παραπάνω είχαν ως επίπτωση νεότερες αλλαγές στα Ιόνια Νησιά όπως την απομάκρυνση των Γάλλων Δημοκρατικών, την επέμβαση των ρωσοτουρκικών δυνάμεων και την δημιουργία της Επτανήσου Πολιτείας (1800 – 1807), τη δεύτερη Γαλλική Προστασία (1807 – 1814) και τέλος τη λεγόμενη Βρετανική Προστασία από το 1814 ως το 1864, που επισημοποιείται στο Παρίσι στις 5/ 17 Νοεμβρίου 1815 όταν οι πληρεξούσιοι της Μ. Βρετανίας Castlereagh και Wellington και της Ρωσίας Ραζουμόφσκι και Καποδίστριας υπογράφουν ειδική συνθήκη. Θα ακολουθήσει επιμέρους λεπτομερής ανάλυση για τις παραπάνω περιόδους σε επόμενα κεφάλαια.

  Α’ ΜΕΡΟΣ

ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΣΤΟΝ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ

Όταν οι Γάλλοι έφθασαν από την Βενετία στην Κέρκυρα στις 15 /27 Ιουνίου 1797, όλοι τους υποδέχτηκαν με διστακτικότητα από τον ελληνικό λαό, ενώ οι εναπομένουσες ενετικές δυνάμεις δεν έφεραν καμία αντίσταση στα στρατεύματα του Γάλλου Gentili. Η αντιδράσεις των Κερκυραίων συνοψίζονται στα λόγια πρωτοπαπά Γεωργίου Μάντζαρου, ο οποίος προσφωνεί τους Γάλλους κρατώντας ένα αντίτυπο της «Οδύσσειας» του Ομήρου και λέει: «Γάλλοι, θα βρήτε σε αυτό το νησί ένα λαό αμαθή και στις επιστήμες και στις τέχνες που λαμπρύνουν τα έθνη, αλλά μην τον περιφρονήσετε. Μάθετε να τον εκτιμάτε διαβάζοντας αυτό το βιβλίο».Έπειτα από λίγες μόνο μέρες όλα τα νησιά του Ιονίου θα καταληφθούν από τους Γάλλους και μια νέα μέρα θα ξημερώσει για το Ιόνιο Πέλαγος.

Στην αρχή οι Γάλλοι φώτισαν τον επτανησιακό λαό μεταφέροντάς του τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, ιδρύοντας σχολεία στα πρότυπα των γαλλικών, χορηγώντας υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι, ιδρύοντας την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Εθνικό Τυπογραφείο στην Κέρκυρα κ.ά. Μάλιστα, θεωρείται ότι οι Γάλλοι, με την προσπάθειά τους να αλλάξουν τις βαθύτερες πολιτειακές και κοινωνικές δομές στα νησιά, απαλλάσσουν το λαό από την τυραννία του αριστοκρατικού καθεστώτος και θεμελιώνουν για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της ελεύθερης δημοκρατικής αυτοδιοίκησης.

Παρά τα θετικά στοιχεία της γαλλικής παρουσίας στα Επτάνησα, υπήρχε ένα μεγάλο αρνητικό. Η οικονομία των νησιών είχε υποστεί μεγάλο πλήγμα από το πρώτο κιόλας εξάμηνο παρουσίας τους μια και χρησιμοποιούσαν τα έσοδα των νησιών για να καλύπτουν τις ανάγκες διατροφής και συντήρησης του γαλλικού στρατού. «Ο κόσμος δεν ομιλούσε τότε παρά για τα δάνεια και τα χρέη μας», δήλωνε εκ των υστέρων Γάλλος αξιωματούχος. Ο λαός, που γνώρισε μέσω των Γάλλων τις κλασικές ευρωπαϊκές αξίες, άρχισε να εναντιώνεται στην παραμονή των γαλλικών στρατευμάτων και οδηγήθηκε σε βίαιες συγκρούσεις με τα στρατεύματα κατοχής.

 ΟΙ ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

 Κατά το καλοκαίρι του 1798, και ενώ ο Ναπολέοντας ηττάται στην Αίγυπτο, η Ρωσία συμμαχεί με την Τουρκία και στρέφονται από κοινού προς τον ελληνικό χώρο και συγκεκριμένα προς τα Ιόνια νησιά. Ο ναύαρχος Ουσακώφ και ο Καδήρ Μπέης, πλέοντες προς το Ιόνιο, προέτρεψαν με επιστολή τούς νησιώτες να τους βοηθήσουν να εκδιώξουν τους Γάλλους και εκείνοι θα τους βοηθούσαν οικονομικά και θα επέτρεπαν την ευημερία της τοπικής κοινωνίας. Παρόμοια επιστολή απέστειλε και ο Οικουμενικός Πατριάρχης από την Πόλη, έπειτα από συνεννόηση με την Υψηλή Πύλη. Επομένως, μετά από πολλές συγκρούσεις με τον στρατό του Ναπολέοντα, τα νησιά καταλήφθηκαν από την ρωσοτουρκική συμμαχία, με τελευταία την Κέρκυρα στις 13/ 25 Φεβρουαρίου 1799. Οι Ρωσοτούρκοι, θέλοντας να αλλάξουν τα πράγματα, ανακοινώνουν ότι θα λειτουργήσει ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα την Κέρκυρα, θα συσταθεί Γερουσία και θα συνταχθεί σύνταγμα. Εντούτοις, από το νέο άτυπο κράτος έλειπε η διεθνής αναγνώριση κάτι που επέτυχε η ειδική αποστολή Ιόνιων γερουσιαστών στην Κωνσταντινούπολη μετά από πολύπλοκες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη. Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, όπως ονομάστηκε, υπογράφηκε μεταξύ των δυνάμεων Ρωσίας και Τουρκίας από τη μία και εκπροσώπους της Ιονίου Γερουσίας από την άλλη, στις 21 Μαρτίου του 1800 και είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση αναγνωρισμένου ενιαίου κράτους υπό την επικυριαρχία της Τουρκίας. Το νέο κράτος που είχε την ονομασία «Πολιτεία των Επτά Ενωμένων Νήσων» απέκτησε δικά του σύμβολα και κυβερνιόταν από τοπικούς άρχοντες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα του νεοϊδρυθέντος κράτους, που ονομάστηκε Βυζαντινό, επανέφερε το αριστοκρατικό καθεστώς δίνοντας την εξουσία σε συμβούλια ευγενών. Άμεσες, επομένως, ήταν οι αντιδράσεις των κατώτερων στρωμάτων, τα οποία δεν άντεχαν περαιτέρω οικονομική εξαθλίωση και άρχισαν να επαναστατούν. Καθώς, λοιπόν, η αναρχία είχε κορυφωθεί, τον Ιούλιο του 1801, τα ρωσοτουρκικά στρατεύματα, μην μπορώντας να αντιμετωπίσουν τις λυσσαλέες αντιδράσεις του πλήθους, άρχισαν να αναχωρούν και στις 13 Αυγούστου το νησί της Κέρκυρας έπεσα στα χέρια των επαναστατών χωρικών. Τα πράγματα γαλήνεψαν στα νησιά, έπειτα από τη σύμπραξη των αγγλικών αστυνομικών αρχών, στις οποίες ζητήθηκε από την Ιόνιο Γερουσία να συνδράμουν. Έπειτα από πολλές διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους και τους Τούρκους κατέστη αδύνατη η έφοδος των ρωσοτουρκικών στρατευμάτων ώστε να ανακτηθεί και πάλι η εξουσία από τις προσκείμενες σε αυτούς ταξικές ομάδες.

Ο ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΞΑΝΑ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΙΛΣΙΤ

 Στην Ευρώπη, η επέλαση του Ναπολέοντα συνεχιζόταν και το ζήτημα της Επτανήσου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τις διεθνείς εξελίξεις. Στις 27 / 8 Ιουλίου 1807 υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Τιλσίτ ανάμεσα τους Γάλλους και τους Ρώσους. Τα Επτάνησα δεν αφορούσαν τα εμφανή άρθρα της Σύμβασης αλλά ένα από τα δύο μυστικά σημεία της. Ο Τσάρος, μην έχοντας κανένα κυριαρχικό δικαίωμα στην Πολιτεία των νησιών έπειτα την Συνθήκη της Κων/πολης, παρέδωσε στον Ναπολέοντα ως αντάλλαγμα τα Επτάνησα. Το άρθρο μάλιστα έγραφε επί λέξει: «Η Α.Μ ο αυτοκράτωρ Ναπολέων ως απόλυτος κτήτωρ και κυρίαρχος θα κατέχη τας επτά Ιονίους Νήσους»

Οι Γάλλοι, για να προλάβουν την οποιαδήποτε επέμβαση των Άγγλων, αποβιβάζονται στην Κέρκυρα στις 8 / 20 Αυγούστου 1807 και για δεύτερη φορά καταστούν τα Επτάνησα μέρος της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, τους Επτανήσιους Γάλλους υπηκόους και καταργούν το ισχύον σύνταγμα του 1803.

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια τη μεγαλύτερη επιρροή στους Επτανησίους άσκησε η Αγγλική κυβέρνηση μέσω των απεσταλμένων της και των τοπικών προσκείμενων της. Οι αγγλόφιλοι δεν έχαναν ευκαιρία να προπαγανδίσουν υπέρ της Αγγλίας και να δημιουργήσουν την αίσθηση στο πλήθος, ότι η μόνη λύση στα δεινά που αντιμετώπιζαν για χρόνια, έπειτα από τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην κυριαρχία των νησιών, θα ήταν η Αγγλική Προστασία. Από την άλλη, η μεγάλη ναυτική δύναμη των Άγγλων προσπαθούσε να αποκλείσει τους θαλάσσιους δρόμους του Ιονίου που συνέδεαν τα νησιά με την υπό τουρκική κυριαρχία Ήπειρο και την Ιταλία. Συγκεκριμένα, οι Άγγλοι κατεδίωκαν οποιοδήποτε πλοίο έφερε τη γαλλική σημαία και λεηλατούσαν τα εμπορικά πλοία που μετέφεραν παραγόμενα προϊόντα προς πώληση. Έτσι τα έσοδα του λαού μειώθηκαν τραγικά και η κατάσταση που επικρατούσε δημιούργησε αντιγαλλικό πνεύμα ρεύμα στα νησιά. Προς αυτήν την κατεύθυνση δρούσε και η Πύλη από την ανατολική πλευρά του Ιονίου, μιας και κοινός στόχος ήταν ο περιορισμός των κτήσεων του Ναπολέοντα. Εν τέλει, έπειτα από διάφορες διπλωματικές κινήσεις των αγγλόφιλων Ιονίων, ο αρχηγός των αγγλικών δυνάμεων της Μεσογείου Στρατηγός Stuart, ο οποίος μάλιστα δεν είχε αναγνωρίσει την Συνθήκη του Τιλσίτ και θεωρούσε ακόμη αυτόνομη την Επτάνησο με το πολίτευμα του 1800, αποφάσισε την κατάληψη των νησιών.

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

 Την 1η Οκτωβρίου 1809 εμφανίζεται στην Ζάκυνθο ένα μικρό μέρος του αγγλικού στόλου, ο οποίος μάχεται στην Ιβηρική με την στρατιά του Ναπολέοντα. Πλησίαζε η ώρα όπου οι Βρετανοί θα καταλάμβαναν τα νησιά του νοτίου Ιονίου και θα ξεκινούσε, έτσι, μια μακρά περίοδος αγγλικής κατοχής και προστασίας. Οι ήττες του Ναπολέοντα οδήγησαν τους Άγγλους στα γαλλικά έως τότε Επτάνησα, όπου και η αντίδραση των λιγοστών Γάλλων και Ελλήνων ήταν μικρή. Παρόλα αυτά το φρούριο της Κέρκυρας παρέμενε υπό γαλλική κατοχή. Οι νέοι κατακτητές των νησιών εμφανίστηκαν ως σωτήρες από την τυραννία των Γάλλων και οι Επτανήσιοι προσπάθησαν να τους δεχτούν καλόπιστα. Όπως αναφέρθηκε, το έδαφος είχαν προετοιμάσει οι προπαγανδιστές αγγλόφιλοι των νησιών. Από την άλλη, στην Κέρκυρα ο ναυτικός αποκλεισμός (κατάληψη Παξών, Λευκάδας και Πάργας) από τους Άγγλους, έχει φέρει σε δυσμενή θέση τον κερκυραϊκό λαό. Η δραματική κατάσταση όπως περιγράφεται από τους ιστορικούς κράτησε για σχεδόν τέσσερα χρόνια. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σπ. Βερύκιος: «Η κατάστασις είναι δραματική. Άρτος εις την αγοράν δεν υπάρχει πλέον, ενώ τα αποθέματα εις τας οικίας εξαντλούνται. Η διαταχθείσα καλλιέργεια πάσης εκτάσεως, ουσιαστικώς ελάχιστα απέδωσε […]. […] Οι κάτοικοι υπέφερον τα πάνδεινα, πεινώντες, πληρώνοντες φόρους και εκτεθειμένοι εις τον βομβαρδισμόν των Αγγλικών πλοίων».Έπειτα από διαπραγματεύσεις Αγγλίας και του Γάλλου τοποτηρητή Donzelot, η Κέρκυρα καταλαμβάνεται από τους Άγγλους στις 26 Ιουνίου 1814. Ο λαός υποδέχθηκε τους Άγγλους με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι Βρετανοί, επανίδρυσαν την Επτάνησο Πολιτεία και έθεσαν διάφορα μέτρα «προστασίας» στη Γερουσία και στο λαό, τον οποίον, ωστόσο, βοήθησαν σε αντιδιαστολή των πράξεων των Γάλλων. Παρόλα αυτά, ο J. Campbell, που είχε αναλάβει τη γενική διοίκηση των Ιονίων, κυβέρνησε με αυστηρότητα. Παρά την ονομαστική επανίδρυση της Πολιτείας, δεν αναγνώριζε τη Γερουσία ως Σώμα που εκπροσωπούσε όλα τα νησιά, παρά μόνο την Κέρκυρα.

Ενώ, λοιπόν, όλα τα φρούρια των Ιονίων έχουν καταληφθεί από τους Άγγλους, μία νέα διπλωματική κίνηση αρχίζει για την ρύθμιση της τύχης της Επτανήσου.

Οι διαπραγματεύσεις για την τύχη της Ευρώπης ξεκίνησαν στο Παρίσι, τον Απρίλιο του 1814, αλλά το θέμα των Επτανήσων δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τις Μ. Δυνάμεις, παρά μόνο παρασκηνιακά. Το θέμα απασχόλησε τις Δυνάμεις στο Συνέδριο της Βιέννης, οπότε και άρχισαν να καταθέτουν επίσημες προτάσεις για τα Ιόνια. Την αρχή έκανε η Ρωσία, μέσω του Ιωάννη Καποδίστρια, η οποία κατέθεσε ειδικό σχέδιο με βάση το οποίο θα εγκαθιδρυόταν ένα Ιόνιο κράτος, ελεύθερο, ανεξάρτητο και ουδέτερο και θα περιελάμβανε τα νησιά της Ζακύνθου, της Κεφαλονιάς, της Ιθάκης, των Κυθήρων, της Λευκάδας, των Παξών και της Κέρκυρας με το όνομα «Επτάνησος Πολιτεία». Η πρώτη που αντέδρασε στο σχέδιο του Καποδίστρια ήταν η Αυστρία. Ο αντιπρόσωπος του Μέτερνιχ δήλωνε ότι η τύχη των Επτανήσων αφορούσε κυρίως την Αυστρία, διότι ο αυτοκράτορας της θα έπρεπε να θεωρείται νόμιμος διάδοχος των Ενετικών κτήσεων και εν συνεχεία των Ιονίων. Κατέθεσε, λοιπόν, σχέδιο συνθήκης σύμφωνα με το οποίο τα νησιά θα περιέρχονταν στην αυστριακή αυτοκρατορία και υποσχέθηκε διατήρηση των νόμων, των ελευθεριών, του θρησκεύματος και του εμπορίου. Την κυριαρχία θα έπαιρναν οι Αυστριακοί μετά από συνεννόηση με τους Άγγλους κατακτητές. Οι Άγγλοι διπλωμάτες απέδειξαν τις ικανότητές τους στη διαπραγμάτευση. Ακολουθώντας ειδικό σχέδιο για τα νησιά. Προς απάντηση στις Αυστριακές αξιώσεις κατέθεσαν πρόταση η οποία ταυτιζόταν με αυτή των Αυστριακών. Με αυτόν το τρόπον περιόρισε το «παιχνίδι» μεταξύ Αυστριακών και Ρώσων, γνωρίζοντας καλά ότι οι Επτανήσιοι θα έκαναν τα πάντα για να αποτρέψουν την Αυστριακή Προστασία. Και το έκαναν, όχι επειδή δεν τους ενδιέφερε η περίπτωση των ελληνικών νησιών αλλά επειδή έτσι εδραίωναν τη θέση τους στο διπλωματικό παζάρι της Βιέννης. Πράγματι, ο Καποδίστριας αντιμετωπίζοντας αυτήν τη δύσκολη περίπτωση, θα αναγκαζόταν να υποστηρίξει την Αγγλική Προστασία από το να περιπέσουν τα Επτάνησα σε Αυστριακή επιρροή, κάτι που φόβιζε ιδιαίτερα και το λαό ο οποίος γνώριζε τις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει οι Αυστριακοί στους Ιταλούς υπηκόους. Οι διαπραγματεύσεις, ωστόσο, αναβλήθηκαν μετά από ξαφνική αποχώρηση από την Βιέννη του Ι. Καποδίστρια έως ότου αποφασίσει πως θα χειριστεί το θέμα. Οι συζητήσεις θα συνεχίζονταν στο Παρίσι σε συνέδριο των Μ. Δυνάμεων. Εν τω μεταξύ μεσολάβησε η μεγάλη ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό και η άνοδος των Βουρβόνων στην εξουσία της Γαλλίας.

Στη διαπραγμάτευση του Παρισιού τα πράγματα είχαν αλλάξει ριζικά. Η Αγγλία και η Ρωσία ως μεγάλες νικήτριες του πολέμου είχαν ενισχύσει τη θέση τους στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις των Άγγλων διπλωματών, η Αυστρία εγκατέλειψε τις αξιώσεις της για τα Επτάνησα αδιαφορώντας πλέον για την τύχη τους. Το ίδιο έπραξε και η Πρωσία, η οποία από την αρχή δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται. Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 1814 τέθηκε επί τάπητος το Επτανησιακό ζήτημα μεταξύ των αντιπροσώπων Αγγλίας και Ρωσίας, Castlereagh και Καποδίστρια. Η Αγγλία στις συζητήσεις έκανε σαφείς πλέον τις θέσεις της και αναφέρθηκε σε υποταγή των νησιών στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Καποδίστριας από την άλλη, γνωρίζοντας ότι τα σχέδια του για ανεξάρτητο ιόνιο κράτος δεν είχαν τύχει, προσπάθησε να κερδίσει ό,τι καλύτερο για τους συμπατριώτες του Επτανήσιους. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις και καταθέσεις σχεδίων από αμφότερους τους διαπραγματευόμενους οι Castlereagh και Wellington από τη μεριά της Αγγλίας και οι Πρίγκιπας Ραζουμόφσκι και Κόμης Καποδίστριας στις 5/ 17 Νοεμβρίου 1815 υπογράφουν συνθήκη η οποία ιδρύει «ελεύθερο και ανεξάρτητο Ιόνιο Κράτος υπό την Προστασίαν Κραταιάς Δυνάμεως (σ.σ.Αγγλίας)».

Τα νέα στα Επτάνησα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό οι ντόπιοι, οι οποίοι στη συγκεκριμένοι περίπτωση, έχοντας παρασυρθεί από διπλωματικές εκφράσεις και αοριστολογίες της Συνθήκης, έδειξαν περισσότερη εμπιστοσύνη στη δήθεν γενναιοδωρία των Ευρωπαίων απ’ όσο θα έπρεπε. Οι Βρετανοί στην πράξη ελάχιστες φορές, και κατά προτίμηση τήρησαν τις υποσχέσεις τους για ελευθερία και ευημερία του Επτανησιακού λαού και έτσι διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες ότι με την υπογραφή της συνθήκης θα έληγαν τα δεινά της Επτανήσου.

 ΑΓΓΛΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Η αγγλική παρουσία στα Ιόνια νησιά ενέτεινε το κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο υπήρξε έκδηλο όλο το 19ο αιώνα. Βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση αυτού του προβλήματος υπήρξαν η δομή της οικονομίας, και ιδιαίτερα της αγροτικής, και το πολιτικό σύστημα που έθεσαν κατά κύριο λόγο οι Άγγλοι προστάτες. Τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα αλληλεπιδρούσαν και δημιουργούσαν μία έντονη κοινωνική τριβή που οδήγησε σε λαϊκές αντιδράσεις και εξεγέρσεις.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Παρισιού, την προσωρινή διοίκηση των νησιών θα αναλάμβανε Άγγλος λόρδος μέγας αρμοστής (Lord High Commissioner), θα συγκαλούσε συνέλευση και θα φρόντιζε για την εκπόνηση συντάγματος. Το Σύνταγμα που προέκυψε μεριμνούσε για την ύπαρξη Βουλής και Γερουσίας, αλλά όλες οι αποφάσεις θα έπρεπε να επικυρωθούν από τον αρμοστή, ο οποίος είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (veto). Γίνεται σαφές ότι ο αρμοστής των νησιών (Thomas Maitland) με τις διευρυμένες εξουσίες του και συνάμα με την έντονη παρουσία στρατιωτικής φρουράς, μετέβαλε την προστασία σε επικυριαρχία. Έδρα της αρμοστείας ήταν η Κέρκυρα και σε κάθε νησί θα υπήρχε τοποτηρητής του αρμοστή (Resident) ο οποίος ήταν συνήθως Άγγλος αξιωματικός και αυτός με τη σειρά του θα έπρεπε να οργανώσει τοπική κυβέρνηση, αποτελούμενη από πενταμελές επαρχιακό συμβούλιο με πρόεδρο τον έπαρχο (Reggente). Το Σύνταγμα του 1817 δεν άφηνε αμφιβολίες ότι το κέντρο της πολιτικής σκηνής αποτελούσε ο Αρμοστής και ενεργούσε σχεδόν σαν ανεξάρτητος κυρίαρχος. Από την άλλη το Υπουργείο Αποικιών δεν έφερνε καμία αντίρρηση στις ενέργειές του, ακόμα και όταν αυτές κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση των εντολών. Ο ιστορικός Μοσχόπουλος εύλογα παρατηρεί ότι: «Ολόκληρο το πολιτικό και διοικητικό σύστημα απέβλεπε στη διασφάλιση των συμφερόντων της προστασίας και ευνοούσε την τιμοκρατική τάξη των Επτανησίων, που συνεργαζόταν στενά με τις αγγλικές αρχές».

 B’ ΜΕΡΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Στα Επτάνησα, οι βαθύτερες αιτίες του κοινωνικού ζητήματος πρέπει να αναζητηθούν στην εποχή της Ενετοκρατίας, οπότε και δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο, μητροπολιτικού τύπου, δυσμενές φεουδαρχικό σύστημα. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, το δίπολο «αγρότες – ευγενείς», το οποίο εκφράστηκε ήδη από τον 17ο αιώνα με τα «ρεμπελιά» των Ποπολάρων (διαταξικές συγκρούσεις κατά τις οποίες εκφράστηκαν οι πρώτες επτανησιακές φιλελεύθερες ιδέες) και μάλιστα συνέχιζε να ισχύει αυτούσια και κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων ξένων κατοχών, παρά την παύση των ενετικών νόμων την 1η Μαΐου 1841 και τη δημιουργία του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα.

Αναλύοντας τις κοινωνικές τάξεις των νησιών διακρίνεται στην κορυφή της πυραμίδας η τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων και των μεγάλων εμπόρων, εκείνοι ο οποίοι αποκαλούνται από το λαό αφέντες ή άρχοντες, οι λεγόμενοι signori, οι οποίοι διατηρούν μία συνεχή υποστήριξη στην αγγλική προστασία και σαν αντάλλαγμα ήλεγχαν τον κρατικό μηχανισμό και κατείχαν όλες τις τοπικές εξουσίες. Αυτή η τάξη εμφανίζεται στα Επτάνησα ήδη από την Ενετική παρουσία και ενισχύονται με την ελευθερία του εμπορίου και τη δημοκρατική πολιτική των Γάλλων. Από την επόμενη τάξη, τη μεσαία, προήλθαν οι λαϊκοί ηγέτες στους αγώνες κατά της προστασίας. Επηρεασμένοι από το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό πνεύμα που υιοθέτησαν στο εξωτερικό κατά την περίοδο των σπουδών τους πρωτοστάτησαν στους αγώνες ενάντια του αγγλοϊονικού κράτους. Στο τελευταίο στρώμα της ταξικής πυραμίδας βρίσκονταν οι εργάτες –βιοτέχνες και τεχνίτες- και οι μικροέμποροι. Σύμφωνα με μία στατιστική για την Κεφαλονιά (Foglio Statistico dell’Isola di Cefalonia), που συντάχθηκε το 1810, οι βιοτέχνες και οι τεχνίτες ανέρχονταν στους 2.373 και ήταν, κυρίως, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, χτίστες, τσαγκάρηδες, βαφειάδες, ράπτες, πετροκόποι, βαρελοποιοί, αργυροτεχνίτες, ωρολογοποιοί και υφαντές. Περιορισμένος ήταν, από την άλλη, ο αριθμός των εμπόρων που ανέρχονταν μόνος στους 148. Ας μη λησμονήσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι στα κτήματα των γαιοκτημόνων εργάζονταν άνθρωποι των κατώτερων στρωμάτων επί σειρά γενεών με την απειλή τής έξωσης από τη «νομή» λόγω «κακογεωργησίας» και με την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση στον τιμαριούχο για τους καρπούς που ενδεχομένως κακομεταχειρίστηκε.

Από τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στα Επτάνησα είχε δημιουργηθεί ο γεωργικός χαρακτήρας της οικονομίας. Η δυναμική που διατηρούσαν οι μεγαλογαιοκτήμονες στον αγροτικό τομέα σταματούσε κάθε προσπάθεια αποδέσμευσης των αγροτών από τα μειονεκτήματα της μονοκαλλιέργειας. Επίσης, η απροθυμία της αγγλικής διοίκησης για οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης συμφωνούσε απόλυτα με τους μηχανισμούς των γαιοκτημόνων, οι οποίοι διαιώνιζαν την οικονομική εξάρτηση των χωρικών. Η Βιομηχανική Επανάσταση που συντελέστηκε στην Ευρώπη δεν επηρέασε την επτανησιακή οικονομία.

Βασική πηγή εσόδων για τους Επτανήσιους ήταν για πολλά χρόνια η καλλιέργεια της γης και ιδιαίτερα η εξαγωγή της μαύρης σταφίδας, η τιμή της οποίας ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τη ζήτηση στην αγγλική αγορά. Σκληρός ήταν, ωστόσο, ο ανταγωνισμός με τους παραγωγούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι προωθούσαν τα ίδια ακριβώς προϊόντα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι καταστροφές που προξένησε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ευνόησαν την επτανησιακή παραγωγή και εξαγωγή σταφίδας και έτσι το εμπόριο γνώρισε την πρόσκαιρη ανάπτυξη. Παραταύτα, η πελοποννησιακή παραγωγή αποκαταστάθηκε και βύθισε την οικονομία των Επτανήσιων σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς. Η έλλειψη προηγμένων τεχνολογικών μέσων σε συνδυασμό με την κάμψη της εμπορικής ναυτιλίας δημιούργησαν σημαντικό οικονομικό πρόβλημα στα μέσα του 19ου αιώνα. Τη γενικότερη οικονομική δυσχέρεια επιβάρυνε και η δημοσιονομική πολιτική που εφήρμοζε η αγγλική προστασία, μια και επιβάρυνε εισαγωγές και εξαγωγές με υψηλούς φόρους, που έπλητταν κυρίως τις κατώτερες τάξεις των νησιών. Το νησί που επηρεάστηκε περισσότερο θεωρείται η Κεφαλονιά εξαιτίας τής μεγάλης παραγωγής σταφίδας, λαδιού και κρασιού. Επιπλέον, η τακτική της φιλοαγγλικής Ιονικής Τράπεζας, η οποία διευκόλυνε το δανεισμό με τόκο στο υψηλό 9% ενώ δεχόταν καταθέσεις με επιτόκιο 3%, έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των αγροτών. Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και η επίσημη μαρτυρία του νομικού συμβούλου της Ιονικής Κυβέρνησης, Γενικού Εισαγγελέα Αναστασίου Τυπάλδου – Ξυδιά, ο οποίος επικρίνει τις πιέσεις της Τράπεζας προς τους γαιοκτήμονες για την εξόφληση των χρεών τους στο παρακάτω υπόμνημα : «Ο ανατοκισμός είναι μία πρόσθετη αιτία για τη δημιουργία γενικής δυσαρέσκειας, χωρίς ν’ αναφερθούμε στον αναγκαστικό πλειστηριασμό. Ο νόμιμος τόκος σ’ αυτά τα νησιά (σ.σ. Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Ιθάκη) είναι 10%, ενώ η γη δε δίνει παραπάνω από 4% κατά μέσο όρο. Η πληρωμή τόσο υψηλού επιτοκίου είναι εξαιρετικά επαχθής, αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε χώρες που ο ανατοκισμός επιτρέπεται, το νόμιμο επιτόκιο δεν είναι ασφαλώς 10%, αλλά το μάξιμουμ 5 ή 5,5%».

Οποιαδήποτε προσπάθεια έγινε έπειτα για αναστήλωση της οικονομίας των νησιών από τους τοποτηρητές ή τους τοπικούς άρχοντες δεν έφερε αποτέλεσμα και αυτό είχε ως συνέπεια τις εξεγέρσεις του 1848 – 1849 στην Κεφαλονιά.

Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ

Ύστερα από την Γαλλική Επανάσταση του 1789, όπως και ολόκληρη η Ευρώπη, έτσι και τα Επτάνησα γνώρισαν τη διακίνηση των κλασικών ιδεών. Ιταλοί και Γάλλοι πρόσφυγες στα νησιά διδάσκουν στους νέους τις γλώσσες και τις επιστήμες που έχουν αναπτυχθεί και διοχετεύουν έτσι την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Ήδη, βέβαια, πολλοί νέοι επτανήσιοι, γόνοι πλούσιων οικογενειών, είχαν βρεθεί στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια, της Νεάπολης, της Πίζας και της Πάντοβα και γυρνώντας στα νησιά διέδωσαν τις φιλελεύθερες ιδέες που γνώρισαν στην Ευρώπη. Έχοντας, μάλιστα, πολεμήσει παρά το πλευρό των Ιταλών επαναστατών του 1831 και άλλοι έχοντας ζήσει την Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 στην Γαλλία από κοντά, μεταφέρουν ευρωπαϊκές αρχές και ιδανικά και δημιουργούν έτσι την πνευματική τάξη των Επτανήσων. Σημαντική είναι, επίσης, και η συνεισφορά των αποφοίτων της Ιονίου Ακαδημίας (Κέρκυρα, ιδρ.1808), οι οποίοι προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στην εκπαίδευση και σε άλλους μορφωτικούς χώρους.

Στην πορεία προς τις εξεγέρσεις της Κεφαλονιάς δημιουργήθηκαν τα κατάλληλα ρεύματα αφύπνισης του λαού. Ειδικότερα τα κατώτερα στρώματα των αγροτικών περιοχών των Επτανήσων βρήκαν τη σωτηρία προς την «απελευθέρωση» από την οικονομική εξαθλίωση. Ο ιστορικός Γ. Μοσχόπουλος παρατηρεί: «Όπως σε κάθε πολιτικοκοινωνική αλλαγή ο ρόλος της διανόησης είναι αποφασιστικός, παρόμοια και στον επτανησιακό χώρο, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, η διανόηση κατανόησε τη μεγάλη ευθύνη της απέναντι σε ένα λαό που μπορεί να είχε μέσα του μεγάλες δυνάμεις, αλλά περίμενε ορισμένες ηγετικές μορφές για να τις απελευθερώσει».

Από το 1830 και έπειτα, το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί με πρωτοστάτη τον Γεράσιμο Α. Λιβαδά πραγματοποιεί σκληρή αντιπολίτευση στην αγγλική κυβέρνηση ενώ ο διανοούμενος δάσκαλος Παναγής Κεφαλάς Πυλαρινός Ταμπακόνας συνθέτει σάτιρες που ξεσηκώνουν τον λαό, όπως:

» Όποιος έλθει και σας φέρει γράμματα και αναφοράς

» δια να βάλετε υποκάτω θέλησιν και υπογραφάς,

» μάθετε ακριβώς πολίται, είναι όλαι διαβολαί

» των τυράννων μας Ιγγλέζων, όπου ξέρουνε πολλαίς…………

……………………

» Τι γοβέρνο είναι τούτο, τι πατέρας μισητός

» πέντε δέκα ευτυχίζουν και λιμάζει ο λαός.

» Πώς μπορεί τέτοιο γοβέρνο να αγαπηθεί ποτέ!

» Ρίψε πυρ κατάκαυσέ το παντοδύναμε Θεέ

 Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ακόμα και οι λέσχες της εποχής. Εκεί μαζεύονταν διανοούμενοι και άγρυπνοι νέοι των νησιών και ήταν τόπος που διαχέονταν ιδέες ελεύθερης έκφρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων των γραμμάτων της Επτανήσου.

Οι πρώτοι, επομένως, ριζοσπάστες των Ιονίων είχαν κάνει την εμφάνισή τους, και μέσω προκηρύξεων και κρυφών ενεργειών κατάφεραν να διοχετεύσουν το επαναστατικό πνεύμα στους νησιώτες οι οποίοι ήταν έτοιμοι να συσπειρωθούν και να αντιδράσουν εναντίον του αγγλοιονικού κράτους. Ο Π. Χιώτης γράφει χαρακτηριστικά: «Εγαργαλίζετο πολλάκις το ωτίον των χωρικών […] ότι δια τής στάσεως ήθελεν αφανισθώσιν δικόγραφα και ομόλογα χρεωστικά, ήθελε διαλυθώσι αι υποσχέσεις των αγροληπτών και εξοντοθώσιν οι τοκογλύφοι», θέλοντας να καταδείξει τις επαχθείς κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στα Επτάνησα και ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, από όπου θα ξεκινήσει και ο ένοπλος αγώνας. Ένας ένοπλος αγώνας ο οποίος θα οδηγήσει στην κοινωνική ανεξαρτησία και αποκατάσταση.

  ΕΝΟΠΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ 1848 – 1849

Τον Φεβρουάριο τού 1848, οι Κεφαλλονίτες μαθαίνουν την είδηση της φεβρουριανής επανάστασης τού Παρισιού και προχωρούν στην πρώτη ενδεικτική αντιπολιτευτική κίνηση· η πολιτική λέσχη του Αργοστολίου μετονομάζεται σε «Δημοτικό Αναγνωστήριο» με την έννοια του δημοκρατικού, ενθουσιάζοντας έτσι όχι μόνο τούς ομοϊδεάτες τους στην πόλη αλλά και τους αγρότες τής υπαίθρου. Με την παραπάνω συμβολική κίνηση δόθηκε το έναυσμα για μια σειρά πολιτικών – αντιπολιτευτικών πράξεων (π.χ. το κάψιμο της κυβερνητικής εφημερίδας στην πλατεία της πόλης) οι οποίες δίνουν μια ξεχωριστή δυναμική στο νέο αυτό ριζοσπαστικό κίνημα που έχει δημιουργηθεί. Έχοντας ως οδηγό την Γαλλική Επανάσταση του 1789 και μέσα από τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την ενδεχόμενη ενοποίηση της φιλικής Ιταλίας, οι Επτανήσιοι, και κυρίως οι Κεφαλλονίτες, δημιούργησαν έναν ισχυρό πονοκέφαλο στις αγγλικές αρχές, οι οποίες έβρισκαν αποδοχή μονάχα από τον κερκυραϊκό λαό, ο οποίος έχαιρε ειδικής μεταχείρισης από τους Άγγλους προστάτες. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση στην κίνηση του Πέτρου Βράιλα – προέδρου της Φιλοαναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας – να εκφράσει ευχές για την Βασίλισσα της Αγγλίας κατά την πρόποση ενός συμποσίου στις 29 / 10 Μαρτίου. Υπήρχε, ωστόσο, και μια μερίδα Κερκυραίων οι οποία αντιδρούσε στην αγγλική πολιτική. Από την άλλη, τα γεγονότα κατά την περιφορά του Επιταφίου την Μ. Παρασκευή του 1848 ήταν αντιπροσωπευτικά του τι επρόκειτο να ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

Προτού αναλυθούν οι ένοπλες εξεγέρσεις της Κεφαλονιάς, κρίνεται σκόπιμη η συσχέτιση τής πολιτικής κατάστασης με τα γεγονότα της Αθήνας και τα πολιτικά κόμματα εξουσίας. Οι αντιδρώντες Επτανήσιοι έβρισκαν οδηγό των λαϊκών αιτημάτων τους τον αρχηγό του Γαλλικού Κόμματος, Ιωάννη Κωλέττη. Ο Κωλέττης, σημαντική προσωπικότητα τού αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία, θεωρείτο αυθεντικός εκφραστής του λαϊκού αισθήματος και διατηρούσε μεγάλη επαφή με τη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων, όπως αυτή προερχόταν από το Βυζάντιο. Οι Επτανήσιοι, σαφώς επηρεασμένοι από τις ιδέες του, κινήθηκαν στα χνάρια του παρότι η αντίδραση στα νησιά συντελέστηκε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. «Ο Κωλέττης εξέφραζε πλήρως την προδιάθεση του λαού να παρακάμπτει την θεσμική συνταγματική τάξη ενός κράτους, οι νόμοι του οποίου είχαν επιβληθεί από τη βαυαροκρατία, από μία εξουσία δηλαδή ξενόφερτη (σ. γ. εξουσία, επίσης, με την μορφή προστασίας), η οποία δεν είχε την παραμικρή λαϊκή αποδοχή» και στα Επτάνησα αυτή η αντίληψη έδινε την ώθηση για αγώνα κατά της αγγλικής προστασίας. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Κωλέττη στα Επτάνησα κυριάρχησε το γαλλικό πνεύμα και η ανάγκη για «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», μια και η μυστική συνεργασία πρωτεργατών αγωνιστικών κινημάτων της Αθήνας με τους ιόνιους ριζοσπάστες θεωρείται βέβαιη. Επτανήσιοι και φιλογάλλοι της Αθήνας κινήθηκαν από κοινού εναντίον της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία προωθούσε συστηματικά την Οθωμανική κυριαρχία και τον προστατευτισμό. Το σχέδιο κινούταν στα πλαίσια της «μεγαλοϊδεατικής» τακτικής του Ι. Κωλέττη, όπως πιστοποιεί και το παρακάτω απόσπασμα του Γ. Βερύκιου: «Τους δε Κεφαλλήνας και άλλα αίτια προήγαγαν προς επίτασιν των αισθημάτων τούτων, εξ ού ο Κωλέττης εν Ελλάδι της πολιτείας ήψατο, οί Κεφαλλήνες τα της Μεγάλης Ιδέας μυηθέντες συνεβάλοντο εις μείζονα αυτής απόδοσιν· συνεκκλησιάζοντες ουν οί εταίροι και διηνεκώς επί συννοίας έχοντες το Πανελλήνιον και περί της ανεξαρτησίας άμα της ιδίας αυτών Πατρίδος εβουλεύοντο». Στην Αθήνα, στο αυλικό περιβάλλον, δρούσαν για τους Επτανήσιους, ο μοίραρχος Ηλίας Πανάς και ο γενικός εισαγγελέας Νικόλαος Βαλσαμάκης, καθώς και ο ταγματάρχης του ελληνικού στρατού Χαράλαμπος Τζανγκαρόλος. Όλα έδειχναν ότι η κρίσιμη ώρα δεν αργούσε.

 Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ (1848)

Τον Σεπτέμβριο του 1848 όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο χτύπημα στους Άγγλους της Κεφαλονιάς. Τόπος εξόρμησης ήταν ο ελαιώνας τής πρωτεύουσας και στόχος η αγγλική φρουρά, οι Άγγλοι αξιωματικοί, ο τοποτηρητής D’ Everton και οι υπόλοιπες πολιτικές και αστυνομικές αρχές. Οι Ιωάννης Τυπάλδος Καπελέτος, Γεώργιος Μεταξάς Λυσσέος και Νικόλαος Φωκάς «Ρεπούμπλικας» θα αποτελούσαν την προσωρινή κυβέρνηση και η αστυνόμευση του νησιού θα βρισκόταν στα χέρια του πρώην αστυνόμου Ιωάννη Μεταξά Ιακωβάτου. Μέχρι την ημέρα του Σταυρού (14 / 26 Σεπτεμβρίου 1848), η αστυνομία ερευνούσε το νησί πιθαμή προς πιθαμή αναζητώντας πιθανές εστίες εξέγερσης, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Τις μυστικές προετοιμασίες, ωστόσο, σημάδεψε η λιποταξία του Νικολάου Φωκά στην Πάτρα. Ο πρώην αρχηγός θεωρούσε ότι το κίνημα δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένο και διέβλεπε μία επικείμενη ήττα, σύμφωνα με μάρτυρες της εποχής.

Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου ένας αξιοσέβαστος αριθμός χωρικών είχε συγκεντρωθεί έξω από την πρωτεύουσα του νησιού, ενώ το σύνθημα της επιτυχίας ανέμεναν οι ομοϊδεάτες τους από την πλευρά του Ληξουρίου για να δράσουν και αυτοί. Οι εξεγερθέντες ήταν παθιασμένοι και απογοητευμένοι από την οικονομική κατάσταση αλλά δεν κατάφεραν να συντονίσουν τις προσπάθειες τους. Το κίνημα επηρεάστηκε από διχογνωμία ανάμεσα στους αρχηγούς και έτσι η αγγλική φρουρά κατάφερε να περιορίσει τον ξεσηκωμό. Από την άλλη, στο Ληξούρι το κίνημα εκδηλώθηκε με μεγαλύτερη επιτυχία εξ’ αιτίας της λιγοστής αστυνομικής δύναμης που υπήρχε εκεί. Εκατό περίπου χωρικοί περιόρισαν τους λίγους αστυνομικούς και κατέλαβαν το κτίριο της Αστυνομίας, καθώς και αυτό του δικαστηρίου θέλοντας να καταστρέψουν τα ομόλογα και τα χρεόγραφα ώστε να απαλλαχθούν από τα χρέη. Δεν πρόλαβαν, όμως, να ολοκληρώσουν την αποστολή τους αφού στις 23 Σεπτεμβρίου ολοκληρώθηκε η στρατιωτική κατάληψη όλων των επαναστατημένων περιοχών του νησιού. Η εξέγερση του Σταυρού εμφάνισε τα μειονεκτήματα που κατά καιρούς εμφάνιζαν όλες οι κοινωνικές αντιδράσεις στον κόσμο. Κατέδειξε, εντούτοις, την ισχυρή θέληση και αγωνιστικότητα των Κεφαλλονιτών για απελευθέρωση και θεωρήθηκε η απαρχή συνεργασίας αγώνα όλων των Επτανησίων για ένωση με το ελληνικό κράτος.

 Η επίδραση της ριζοσπαστικής δημοσιογραφίας

Τα γεγονότα του Σταυρού καθώς και η εισαγωγή της ελευθεροτυπίας στα Επτάνησα έδωσαν το ερέθισμα για μια νέα αντιδραστική κίνηση στην Αγγλική Προστασία τής Κεφαλονιάς. Στις εφημερίδες και σε άλλες εκδόσεις της εποχής παρατηρούταν έντονη εσωτερική υπονόμευση της Προστασίας και οι τίτλοι ήταν φανερά ενδεικτικοί της ιδεολογικής αφετηρίας των συντακτών τους. Το πρώτο φύλλο και ένα από τα σπανιότερα προπαγανδιστικά έντυπα της Επτανήσου θεωρείται «ο Φιλελεύθερος ή διδασκαλία περί καλής ή κακής χρήσης της ελευθεροτυπίας εις την Επτάνησον», το οποίο τυπώθηκε στην Κέρκυρα και αποτελούσε «τον κώδικα τιμής του δημοσιογραφικού λειτουργήματος». Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στις 7 /19 Φεβρουαρίου 1849 στο οποίο με θάρρος δίνεται το σύνθημα για την Ένωση τω νησιών με την Ελλάδα: «. . . Θέλομεν τω όντι να γίνωμεν και όχι να λεγώμεθα απλώς Έλληνες. Θέλομεν να ενωθώμεν εις ένα έθνος αληθώς ελεύθερον και ανεξάρτητον μεθ’ όλης της ελληνικής φυλής. Θέλομεν να εξασκώμεν δημοκρατικά δικαιώματα. Θέλομεν να βελτιωθώμεν και να λάβομεν υλικήν και διανοητικήν ανατροφήν ως εκείνην της μητρός μας Ελλάδος και όχι ξένην και ανθελληνικήν. Θέλομεν επί τέλους να υπάρξωμεν και να ζήσωμεν˙ ας ενώσωμεν ειλικρινώς τα προσπαθείας μας, ας υποστηρίξωμεν ελευθέρως και αφόβως την αλήθειαν, ας την υποστηρίξωμεν με απάθειαν και με λόγους σοβαρούς και σκέψεις εμβριθείς, και ας είμεθα βέβαιοι ότι η θεία Πρόνοια και η πρόοδος του ανθρωπίνου πνεύματος θέλουν πραγματοποιήσει τας επιθυμίας μας και στεφανώσει επί τέλους τα έργα μας». Επίσης, την 16η Απριλίου 1849 ο δικηγόρος Νικόλαος Λούζης παραθέτει στην εφημερίδα «Ένωσις» ένα ποίημα που αντικατοπτρίζει τον ευσεβή πόθο των μεταρρυθμιστικών Εφημερίδων («Πατρίς» Κέρκυρας, «Μέλλον» Ζακύνθου και «Ένωσις» Κεφαλονιάς) για την Ένωση:

 Λαέ της Επτανήσου

Πόσες γλυκές ελπίδες

Οι τρεις του εφημερίδες

Δίνουνε στα νησιά!

Το μέλλον αρχινάει

Να κι η Πατρίς κατόπι!

Την ένωση όλοι οι τόποι

Μονάχη καρτερούν.

Όπου κι οι τρεις σμιγμένες

Μ’ ελεύθερο κονδύλι,

Ωσάν πιστοί σου φίλοι

Θα γράψουνε καλά.

Την άδικη εξουσία

Θα την παραμονεύσουν

Και θα την στηλιτεύσουν

Μ’ αισθήματα εθνικά.

Τώρα λοιπόν τα μάτια

Είναι καιρός ν’ανοίξης,

Με πόθο να τα ρίξης

Εις όποιον σ’ αγαπά.

Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στα νησιά είχαν δημιουργήσει τον κατάλληλο χώρο για την κυκλοφορία εντύπων που θα διέγειραν τον ενθουσιασμό του επτανησιακού λαού. Οι ριζοσπαστικές θέσεις που διατυπώνονταν συνοψίζονται ως εξής: η παύση της Προστασίας, η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα και η ανέγερση δημοκρατικής πολιτείας.

Έπειτα, λοιπόν, την είσοδο της ελευθεροτυπίας η παράταξη των ριζοσπαστών απέκτησε νέους οπαδούς από όλα τα νησιά και σε σύντομο χρόνο μετατράπηκε σε επαναστατικό λαϊκό κόμμα, το ριζοσπαστικό, το οποίο κινήθηκε στην αστική ιδεολογία των γαλλικών Επαναστάσεων του 1789 και του 1848, καθώς και του ιταλικού Risorgimento.

Από το Μνημείο για την εξέγερση των Χωρικών της Λευκάδας ενάντια στους Άγγλους κατακτητές (φώτο http://nikiana.wordpress.com)

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΣΚΑΛΑΣ (1849)

 Το κλίμα είχε ήδη δημιουργηθεί έπειτα την εξέγερση του Σταυρού ενώ το εθνικό φρόνημα του λαού ενίσχυσαν οι ιδέες εκδοτών εφημερίδων όπως ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος, Γεράσιμος Λιβαδάς, Νέστορας Σολωμός, Μαρίνος Τυπάλδος Χαριτάτος κ.α. Η επόμενη λαϊκή αντίδραση ήταν θέμα χρόνου. Ήδη από τις 15 Αυγούστου 1849 οι ένοπλοι αγρότες έδειξαν τις διαθέσεις τους πραγματοποιώντας επίθεση εναντίον χωροφυλάκων στο χωριό Σκάλα της Κεφαλονιάς. Την επόμενη μέρα, με αφορμή τον πυρπολισμό της οικίας του γαιοκτήμονα Νικολάου Μεταξά Τζανάτου Καψολιβέρη και τη δολοφονία του γαμπρού του από τους χωρικούς των χωριών γύρω από την Σκάλα, πολλοί επαναστάτες εκδικούνται του signori από τους οποίους ένοιωθαν καταπιεσμένοι και οικονομικά εξαρτημένοι. Στις 19 Αυγούστου μία μεγάλη πομπή επαναστατών (600 άτομα) ξεκίνησε για την πρωτεύουσα συμπαρασύροντας στο πέρασμα της πολλούς χωρικούς και αγανακτισμένους πολίτες. Ωστόσο, οι αντίπαλοι των επαναστατών, μετά τα γεγονότα της Σκάλας, διέδωσαν φήμες για την επικείμενη έφοδο στο Αργοστόλι και έτσι η σύγκρουση των άγγλων στρατιωτών με τους χωρικούς διέλυσε την εξέγερση και η αγγλική κυβέρνηση προχώρησε σε μία σειρά βάρβαρων κατασταλτικών μέτρων. Έπειτα από πρόσκληση του αρμοστή Ward, στις 10 Σεπτεμβρίου 1849 κατέλαβαν τα υψώματα του νησιού περίπου 13000 ναύτες του βρετανικού στόλου, οι οποίοι έπλευσαν από την Μάλτα. Συνελήφθησαν οι αρχηγοί του κινήματος Θεόδωρος Βλάχος και ιερέας Γρηγόριος Ζαπάντης Νοδάρος, οι οποίοι απαγχονίστηκαν στις 19 Οκτωβρίου ενώ ο τρίτος Αναστάσιος Μπομπότης καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Επιπλέον, οι επίσημες μαρτυρίες αναφέρουν ότι από τις 31 Αυγούστου έως τις 27 Οκτωβρίου 1849 πραγματοποιήθηκαν 21 εκτελέσεις, 12 άτομα μαστιγώθηκαν με απόφαση στρατοδικείου, 34 φυλακίστηκαν και περίπου 75 μαστιγώθηκαν έπειτα από συνοπτική δίκη. Χαρακτηριστική είναι η προκήρυξη του αρμοστή προς τους Κεφαλλονίτες: «I am perfectly aware that I run the risk of being denounced as a prosecutor and a tyrant of taking these steps, but I have no choice; I have to deal with semi barbarians as recent events have proved, and I must treat them as such. Theyrespectnothingbutactualforce…» Οι ελληνικές πηγές της εποχής, βέβαια, κάνουν λόγο για 400 μαστιγώσεις και πάνω από 40 απαγχονισμούς. Παράλληλά, το εμπόριο νέκρωσε, οι γεωργικές εργασίες εγκαταλείφθηκαν ενώ χειροτεχνεία και εργαστήρια έκλεισαν. Σαφής, επομένως, ήταν η βούληση της Προστασίας για παραδειγματισμό και αποφυγή παρόμοιων κινημάτων στην Ζάκυνθο ή την Κέρκυρα. Στα κατασταλτικά μέτρα συμμετείχε και ο φιλοκυβερνητικός μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος, αφορίζοντας παραδειγματικά τον παπα – Νοδάρο.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΞΕΓΕΡΣΕΩΝ
Ο εμφανής κοινωνικός – ταξικός χαρακτήρας των εξεγέρσεων της Κεφαλονιάς δεν θα πρέπει να περιορίζει το πολιτικό – εθνωτικό υπόβαθρο της επανάστασης. Η οικονομική και κοινωνική καταπίεση υπήρξε η αφορμή για μία μεστή αντίδραση προς το ανελεύθερο πολιτικό σύστημα της Επτανήσου, που υπηρετούσε τα συμφέροντα της αποικιοκρατίας και της ντόπιας ολιγαρχίας.

Ο καθηγητής Γ. Μοσχόπουλος δίνει σε λίγα σημεία την πολιτικοεθνική χροιά των εξεγέρσεων του 1848 – 49:

  1. το περιεχόμενο του όρκου προσχώρησης στο επαναστατικό κίνημα ήταν αμιγώς εθνικό και πολιτικό: «Ορκίζομαι […] να χύσω το αίμα μου δι’ αγάπην της πατρίδος μου, προσπαθώντας να διώξω τον τύραννο, δια να μείνω ελεύθερος […].»
  2. μαρτυρούνται συνθήματα των επαναστατών με καθαρά επαναστατικό χαρακτήρα, όπως «Ζήτω η ελευθερία και η πατρίς» και «Βάλε και ‘σύ το στήθος σου για την πατρίδα». Ενώ στις διάφορες εξορμήσεις των χωρικών προτάσσεται η ελληνική σημαία.
  3. στο κίνημα του 1848 στο Ληξούρι διαπιστώνεται και συμμετοχή άλλων πολιτών, εκτός από τους αγρότες, αποφεύγονται αιματηρές αντεκδικήσεις και η ένοπλη εισβολή στο Ληξούρι είχε στόχο την προστασία. Σύμφωνα με τον προεστό του χωριού Μονοπολάτα: «[…] ο σκοπός ο άμεσος της στάσεως εκείνης ήταν πολιτικός, δεικνύεται δια της συνδρομής των ιερέων, δια της ουδεμίας ακολουθήσεως κλοπής, δια της σημαίας ήτις προπορεύετο των στασιαστικών και δια το να διευθυνθώσι εις το παλάτιο των αρχών».
  4. στις συμπλοκές που εκδηλώθηκαν στο Αργοστόλι, παρά το γεγονός ότι οι επαναστάτες της περιοχής της Κρανιάς ήταν στο σύνολό τους αγρότες και το κίνημα περιόρισε τον χαρακτήρα του στο κοινωνικό επίπεδο, σημειώθηκαν περιστατικά που μαρτυρούν ότι στόχος των επαναστατών ήταν οι αγγλικές Αρχές. Οι χωρικοί δεν πυροβολούσαν τους χωροφύλακες, τους οποίους προέτρεπαν να ακολουθήσουν, αλλά είχαν στραφεί εναντίον των Άγγλων στρατιωτών.
  5. η κατάθεση του ενός αρχηγού της εξέγερσης στην Σκάλα προδίδει τον αρχικός σκοπό της εξέγερσης: «[…] εμείς δεν εβγήκαμε έξω να σταυρώσωμεν τον κόσμον, αλλά να κάμωμεν επανάστασιν δια να αναχωρήσωσι οι Ιγγλέζοι από τα Νησιά και να μας αφήσουν να ενωθώμεν με την Ελλάδα». Οι δηλώσεις και καταθέσεις και άλλων επιφανών των εξεγέρσεων και του τύπου κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση.
  6. η ένοπλη αντίσταση των επαναστατών – χωρικών, τρεισήμισι ολόκληρες ώρες, εναντίον των Άγγλων στρατιωτών που αποβιβάστηκαν στον Κατελιό κατά την εξέγερση του 1849, και στη συνέχεια η συμπλοκή και η αγωνιστική αντίσταση στα Σίσια και στις Ατσουπάδες, δηλώνουν μία μαζική έκφραση και πράξη εναντίον του ξένου κατακτητή, που εδράζεται σε ιδεολογικό υπόβαθρο με εθνικό χαρακτήρα.
  7. τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί, αλλά αντίθετα να εκτιμηθεί ιδιαίτερα, η αντίληψη που επικράτησε στο λαϊκό στοιχείο ύστερα από τη λήξη των γεγονότων. Αυτή ακριβώς η αντίληψη εκφράζεται μέσα στα λαϊκά στιχουργήματα, αποσπάσματα και τονίζεται η ηρωοποίηση των πρωτεργατών του κινήματος. Αλήθεια, τι άλλο παρά τον εθνικό παλμό που άφησαν τα γεγονότα δηλώνουν οι στίχοι: «Κι αν τον παπά κρεμάσανε – και το ληστή τον Βλάχο -, εγώ εις τα τσαρούχια μου – τους Άγγλους όλους γράφω»;Οι εξεγέρσεις της Κεφαλονιάς θεωρούνται το προοίμιο της Ένωσης με το ελληνικό κράτος και οδηγός για τη μετατροπή των νησιών από προτεκτοράτο σε τόπο ελληνικής κυριαρχίας. Είχαν σαφή ταξικό και εθνωτικό χαρακτήρα και βρήκαν απήχηση στο σύνολο των Επτανησίων που ζούσαν υπό την αγγλική προστασία και τα βάρη των αγγλόφιλων γαιοκτημόνων. Υποστηρίζεται, εντούτοις, και η άποψη ότι τα κινήματα – ειδικά του 1849- ήταν υποκινούμενα από την Κυβέρνηση ώστε να ενοχοποιηθούν οι ριζοσπάστες, να εκμηδενιστεί το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και να ματαιωθούν οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχε μεριμνήσει ο προηγούμενος αρμοστής, αλλά η ανάλυση τους δεν είναι επί του γενικότερου θέματος.

Γ’ ΜΕΡΟΣ

Το Ενωτικό Κίνημα ως την Ένωση

Κυρίως μετά το 1848 – 49 το ενωτικό κίνημα ανέδειξε κορυφαίος ηγέτες που διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον αγώνα εναντίον της Αγγλικής τυραννίας και υπέρ της Ένωσης. Ο λαός της Επτανήσου, κάτω από την Αγγλική Κατοχή, προστασία όπως ήθελε να την αναφέρει η ευρωπαϊκή διπλωματία της εποχής, υπέστη μεγάλα δεινά, εκ των οποίων πολλά έχουν αναφερθεί.

Το 1848 που συγκλόνισε την Ευρώπη με τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις επιδρά βαθιά και στα Επτάνησα. Καθώς, λοιπόν, η Προστασία έχει εδραιωθεί βασικό ιδεώδες για κομματική ή κάθε παραταξιακής μορφής αντιπροσώπευση στις αρχές της δεκαετίας του 1850 είναι η ένωση κα μαζί με αυτήν η κοινωνική απελευθέρωση και οικονομική ανεξαρτησία. Συνεχείς παλινδρομικές πράξεις της εξουσίας, εξορίες αντιφρονούντων, φιμώσεις του Τύπου και άρσεις μεταρρυθμίσεων θα συσπειρώσουν τις υγιής ομάδες της κοινωνίας και θα οδηγήσουν στην ίδρυση τριών κομμάτων, με σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ τους, και επομένως θα σημειωθούν σημαντικές ανακατατάξεις στο επτανησιακό στερέωμα.

  1. Το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το οποίο στηρίζεται στα αυτονόητα δικαιώματα της αυτοδιάθεσης των λαών. Πάνω σε αυτήν τη βάση έγινε ο αγώνας για την Ένωση. Από τις εφημερίδες που υποστήριζαν τους Ριζοσπάστες και από το βήμα της Βουλής είχαν κηρυχθεί επανειλημμένα οι αρχές του κόμματος: η απομάκρυνση της Προστασίας, η ένωση τα Επτανήσου με την Ελλάδα, η απελευθέρωση όλων των υπόδουλων Ελλήνων και η συγκρότηση μιας ενιαίας ελληνικής πολιτείας ελεύθερης και ανεξάρτητης. Ο Ζερβός προσδιορίζει το ιδεολογικό περιεχόμενο του κόμματος ως εξής: «Το ανακηρυττόμενον δόγμα του κόμματος τούτου, καίτοι απλούν, ανήγετο όμως αναπτυσσόμενον εις εν σύστημα και μίαν θεωρίαν, επεκτείνοντα τα φώτα και την πορείαν των εντός και εκτός της επτανησιακής κοινωνίας, καθότι εις τα έσχατα αυτών όρια αφεώρων την εν καιρώ ευθέτω και διαμέσων δραστηρίων και καταλλήλων απελευθέρωσιν απάσης της Ελληνικής φυλής, προ απαρτισμού έθνους μεγάλου και ισχυρού, έχοντος εν εαυτώ τα στοιχεία της ανεπηρεάστου αυθυπαρξίας του και της εν τη Ανατολή επιτελέσεως του εκπολιτιστικού προορισμού του». Επιπρόσθετα, στις αρχές των ριζοσπαστών εντάσσονταν η εθνική αποκατάσταση κάθε λαού και η διάδοση των υγιών πολιτικών και αξιών: της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας. Ο Ζακυνθινός πολιτικός Κ. Λομβάρδος παρατηρεί ότι οι ρίζες του Ριζοσπαστικού κόμματος βρίσκονται στην Κεφαλονιά ιδιαίτερα μετά τις εξεγέρσεις του 1848 – 49, ενώ σημαντική συμβολή είχε και το Δημοτικό Κατάστημα του Αργοστολίου όπου οι νέοι μπολιάστηκαν με φιλελεύθερες και επαναστατικές ιδέες. Η ιδιαίτερη συμβολή των ριζοσπαστών στην ένωση με το ελληνικό κράτος θα αναλυθεί παρακάτω.
  2. Στη συνέχεια, το μεταρρυθμιστικό κόμμα, το οποίο πλαισίωναν τα μεγαλοαστικά στοιχεία που υποστήριζαν ότι «της Επτανήσου μη ούσης εις θέσιν να καταλύση την Προστασίαν πάσα περί Ενώσεως Διακήρυξης θα είναι επιβλαβής». Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το εθνικό φρόνημα των μεταρρυθμιστών θεωρείται δεδομένο. Η κύρια θέση που προέβαλαν ήταν η ένωση μέσα όμως από μετριοπαθείς κινήσεις. Πίστευαν ότι συνέφερε τον Επτανησιακό λαό η εδραίωση αρχικά πολιτικών ελευθεριών μέσα από μία διαδικασία ριζικής ή μερικής μεταρρύθμισης του Συντάγματος του 1817 και η απομάκρυνση της Προστασίας και η ένωση των νησιών με την Ελλάδα μπορούσε να μετατεθεί σε ευθετότερο χρόνο. Κυρίως, συνέδεαν την στάση τους με εξωελλαδικές συγκυρίες και διπλωματικές καταστάσεις. Επιδίωκαν, ιδιαίτερα, κοινωνικές και ιδίως οικονομικές μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό της ταξικής αδικίας. Στη μεταρρυθμιστική παράταξη συμμετείχαν επιφανείς Ιόνιοι, όπως οι Ζαμπελιοί, ο Βράιλας, ο Σωκράτης Κουρής και άλλοι, των οποίων τις ιδέες προέβαλαν οι κατά τόπους εφημερίδες.
  3. Το κόμμα των αριστοκρατών, τέλος, που ουσιαστικά υπήρχε από παλιά και που χαρακτηριστικά ο λαός το αποκαλούσε «Καταχθόνιο». Χωρίς ντροπή τάχθηκε υπέρ των κατακτητών: «Τα πάντα, έλεγαν, έχουσι καλώς υπό την αγγλικήν προστασίαν και ότι υπέρτατος νόμος πρέπει να είναι η θέλησις του αρμοστού». Στα μέλη αυτής της κοινωνικής μερίδας δεν υπήρχε κανένα ιδεώδες και ως παραταξιακό συνδετικό κρίκο είχαν την υπεράσπιση των κεκτημένων με την παραμονή στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων˙ χαρακτηριστική η ονομασία τους από το λαό ως «κομεστάδες» λόγω του ότι συνήθιζαν να λένε “come sta, come sta” (ως έχει) σχετικά με την κατάσταση στα νησιά. Το παραταξιακό αυτό μόρφωμα απάρτιζαν γαιοκτήμονες, μεγαλέμποροι και κρατικοί υπάλληλοι, οι οποίοι αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους. Τις απόψεις τους στον τύπο προέβαλλε η εφημερίδα «Πέλεκυς» ενώ αρχηγός των «καταχθόνιων» ήταν ο Έπαρχος στην Κεφαλονιά και αργότερα Γερουσιαστής, Δημήτριος Καρούσος.

Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το κόμματα της Επτανήσου δεν θα πρέπει να θεωρούνται όπως τα σύγχρονα και μάλιστα, αναφορικά με την παράταξη των Κομεστάδων, δεν θεωρούνταν κόμμα ούτε με τα δεδομένα της εποχής. Ο Γ. Μοσχόπουλος παραθέτει στοιχεία του Γ’ Συμποσίου της Εταιρίας Λευκαδικών Μελετών (Λευκάδα, Σεπτέμβριος 1986) όπου πολλοί διακεκριμένοι ιστορικοί ασχολήθηκαν με τα κόμματα κατά την Αγγλοκρατία και η συζήτηση δεν κατέληξε σε επιστημονική ομοφωνία, εκτός βέβαια από την συμφωνία ότι δεν πρέπει να νοούμε τα κόμματα του τότε όπως σήμερα, μια και δεν είχαν ούτε οργάνωση ούτε καθορισμένο πρόγραμμα.

Ο Αγώνας για την Ένωση στο Πλαίσιο της Ιονίου Βουλής
Η πρώτες ελεύθερες εκλογές στο Ιόνιο Κράτος έγιναν το 1850. Η Θ’ Βουλή που σχηματίστηκε έχει μείνει στην ιστορία εξ’ αιτίας τού ψηφίσματος τής ένωσης που πρότειναν οι ριζοσπάστες βουλευτές και αφορούσε πρόταση για κατάργηση της Αγγλικής Προστασίας και την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Το κείμενο υπεγράφη από όλους του ριζοσπάστες βουλευτές και η ανάγνωσή του ανετέθη στον Ιωάννη Τυπάλδο Καπελέτο. Ο Ηλίας Ζερβός Ιακωβάτος μας δίνει το πρωτότυπο κείμενο ως εξής:

«ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ»

Επειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότις εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα.

Επειδή ο λαός της Επτανήσου, απαρτίζων μέρος αναπόσπαστον της Ελληνικής φυλής, στερείται σήμερον της πραγματικής απολαυής και εξασκήσεως των τοιούτων δικαιωμάτων.

Επειδή, προς τοις άλλοις, εξέλειψαν πλέον αι αφορμαί, ένεκα των οποίων ετέθη υπό την Αγγλικήν Προστασίαν, δυνάμει συνθήκης εις την οποίαν ουδεμίαν ποτέ έδωκε συγκατάθεσιν.

Επειδή τέλος μέρις τις της ελληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει, δηλαδή η απελευθερωμένη Ελλάς, απέκτησε τα κυριαρχικά και εθνικά αυτής δικαιώματα.

Δι’ όλα αυτά η πρώτη ελευθέρα Βουλή των Αντιπροσώπων της Επτανήσου,

ΔΙΑΚΗΡΥΤΤΕΙ

Ότι η ομόθυμος, στερεά και αμετάτρεπτος θέλησις τού επτανησιακού λαού, είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η ένωσις αυτού με το λοιπόν έθνος του, την απελευθερωμένην Ελλάδα.

Η παρούσα διακήρυξις θέλει διαβιβασθή, δια διαγγέλματος της Βουλής, προς την προστάτιδα δύναμιν, όπως, δια αρμοδίων μέσων, διακοινώση αυτήν και εις τας λοιπάς της Ευρώπης δυνάμεις, δια να ενεργήσωσιν ομού προς ταχείαν αυτής πραγματοποίησιν.

Έν τη Βουλή των αντιπροσώπων, τη 26ηΝοεμβρίου 1850.

Το παραπάνω ψήφισμα συνυπέγραψαν μεταξύ των άλλων και οι βουλευτές: Γ. Λιβαδάς, Γ. Τυπάλδος, Η. Ζερβός, Ιωσήφ Μομφερράτος, Π. Δομενεγίνης και Σιγούρος Δεσύλλας.

Ωστόσο, από τον πρόεδρο της Βουλής Κανδιάνο Ρώμα – μετά από εντολή του Αρμοστή Ward – διεκόπη η ανάγνωση του ψηφίσματος και στα πρακτικά εντάχθηκαν μόνο λίγες πρώτες λέξεις, η συνεδρίαση αναβλήθηκε κι έπειτα στα νησιά σταμάτησε κάθε δημοκρατική διαδικασία. Στην ευρύτατη κυκλοφορία του ψηφίσματος στο λαό και στην κατακραυγή του Τύπου η Προστασία απάντησε με εξορίες ριζοσπαστών βουλευτών και την προκήρυξη νέων εκλογών οι οποίες μετά από μεγάλη νοθεία –απειλές, ύβρεις, πελατειακές υποσχέσεις, προτάσεις διαφθοράς συνειδήσεων κτλ. – θα συσταθεί το 1851 η Ι’ Ιόνιος Βουλή, στις συνεδριάσεις τις οποίας θα ζητηθεί από τους λιγοστούς φιλελεύθερους βουλευτές η ακύρωση των εκλογών, κάτι όμως που θα αρνηθούν τα κόμματα των Καταχθόνιων και των Μεταρρυθμιστών, ώστε να αποφευχθεί και νέα πολιτική κρίση στο Ιόνιο. Η Ι’ Βουλή θα εργαστεί έως και την αποδοχή της Προεδρίας της επιστροφής από την εξορία του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου και του Ιωσήφ Μομφερράτου, μετά από τροποποιημένη πρόταση του βουλευτή Φραγκίσκου Δομενεγίνη. Ωστόσο, οι εξόριστοι δεν θα επιστρέψουν ακόμα, διότι ο Αρμοστής Γιουγκ, αρνούμενος να δεχτεί την απόφαση, προκηρύσσει εκλογές την 1η Ιουλίου 1855 για την ανάδειξη της ΙΑ’ Βουλής. Εξαιτίας της εκ νέου νοθείας που παρατηρήθηκε οι Ριζοσπάστες απέχουν από τη διαδικασία και έτσι, έπειτα από νέο αίτημα για απελευθέρωση των εξόριστων τον Ιανουάριο του 1857, ο αρμοστής δέχεται την επιστροφή των αντιφρονούντων επειδή «η ενεστώσα της Κεφαλληνίας κατάστασις είναι ευτυχώς η φυσική κατάστασις συνετού λαού».

   ΤΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
Ενώ οι μάχες στην Ιόνια Βουλή συνεχίζονταν, στα διπλωματικά σαλόνια της Ευρώπης το Επτανησιακό ζήτημα απασχολούσε ιδιαίτερα τις Μεγάλες Δυνάμεις. Θα παρατεθούν παρακάτω στοιχεία που επηρέασαν τις διαπραγματεύσεις καθώς και μέρη επίσημων και ανεπίσημων διπλωματικών εγγράφων, τα οποία αφορούσαν το θέμα της Επτανήσου.

Κατά το έτος 1862 άρχισαν στην Αγγλία οι συζητήσεις για την πιθανή παραχώρηση των Ιονίων στο Ελληνικό Βασίλειο. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν οι Δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Το θέμα που αφορούσε κυρίως τους Βρετανούς εκείνη την περίοδο ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας, ως πάγια τακτική τους στην Ανατολή. Μία ενδεχόμενη αμφισβήτηση από πλευράς Ελλήνων θα μπορούσε να αποφευχθεί με την παρουσία ενός βασιλιά, αντικαταστάτη του Όθωνα, φιλικά προσκείμενο στις διαθέσεις των Βρετανών. Με αυτήν τη λογική, η Αγγλία υποστήριξε ότι τον θρόνο στην Ελλάδα έπρεπε να καταλάβει ο Δανός πρίγκιπας Γουλιέλμος, ο οποίος δύσκολα θα αρνιόταν μιας και η χώρα του είχε την ανάγκη υποστήριξης της Αγγλίας στο ζήτημα των δουκάτων της Έλβας. Με αυτόν τον τρόπο, οι Άγγλοι έδωσαν το στέμμα της Ελλάδας στον Δανό πρίγκιπα, ο οποίος πήρε το όνομα Γεώργιος ο Α’ και έφτασε στην Αθήνα στις 18 / 30 Οκτωβρίου 1863, και έθεσαν σαφώς την επιρροή τους στα της χώρας για ακόμη μία φορά. Ωστόσο, μια και στη διπλωματία ισχύει το ρητό του «δούναι και λαβείν», οι Βρετανοί, για να καλοπιάσουν τους Έλληνες για την επιλογή του αγγλόφιλου βασιλιά, έδειξαν την προθυμία να ανακινηθεί το Ιόνιο ζήτημα με σκοπό την Ένωση των νησιών με το Ελληνικό κράτος.

Στις 13 / 25 Οκτωβρίου του 1863, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, έχοντας ήδη ξεκινήσει συνομιλίες με τις άλλες Μ. Δυνάμεις, αποστέλλει τηλεγράφημα στον Άγγλο πρέσβη στην Αθήνα γράφοντάς του τα εξής:

« Εν Λονδίνω, την 13 / 25 Οκτωβρίου 1863.

Πρέπει άνευ αναβολής να εφελκύσετε συντόνως την προσοχή της Κυβερνήσεως του Βασιλέως επί της ανάγκης του να διορίση Πληρεξούσιον μεταβησόμενον εις Λονδίνον και εφωδιασμένον μετά της πσοσηκούσης πληρεξουσιότητος δια την διαπραγμάτευσιν Συνθήκης περί της παραχωρήσεως της επί των Ιονίων Νήσων προστασίας της Αυτής Μεγαλειότητος και περί της ενώσεως των Νήσων τούτων μετά της Ελλάδος. Ο τοιούτος Πληρεξούσιος δέον να έχη επίσης πληρεξουσιότητα ίνα διαπραγματευθή μετά των εν Λονδίνω Πρέσβεων των δύο άλλων προστατίδων δυνάμεων. Αι οδηγίαι του Βασιλέως δέον να δίδωσιν αυτώ ευρείαν εξουσίαν.

ΡΩΣΣΕΛ»

Με αυτόν τον τρόπο κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Εξωτερικών Π. Δεληγιάννη η πρόθεση των Δυνάμεων να παραδώσουν στην Ελλάδα τα Επτάνησα αναθεωρώντας την Συνθήκη του 1815, περί ανεξαρτησίας υπό αγγλική προστασία. Τα νέα στο Ιόνιο ανακοίνωσε ο τότε αρμοστής Storks, ο οποίος έδωσε εντολή να διαλυθεί η Βουλή και να συγκληθεί η ΙΓ’ Ιόνιος Βουλή, η οποία διακήρυξε την ένωση με την Ελλάδα ως εξής: «[…] όπως εσαεί αποτελώσιν αναπόσπαστον αυτού μέρος εν μια και αδιαιρέτω πολιτεία, υπό το συνταγματικόν σκήπτρον της Α. Μ. του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α’ και των διαδόχων αυτού.

Στη συνέχεια, ο Δεληγιάννης όρισε πληρεξούσιο της Ελλάδας τον Τρικούπη, ο οποίος γνώριζε τα του Λονδίνου και ήταν δεινός διαπραγματευτής. Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Δυνάμεις είχαν ετοιμάσει ειδικό πρωτόκολλο από την 1η Αυγούστου και με βάση αυτό έγιναν οι συνομιλίες που θα κατέληγαν στην οριστική συνθήκη. Ενώ ο Τρικούπης μετέβαινε στο Λονδίνο, ο Δεληγιάννης του γνωστοποιεί με επείγον τηλεγράφημα ότι υπάρχουν φήμες πως το σχέδιο της σύμβασης περιλαμβάνει την οριστική κατεδάφιση των φρουρίων των νησιών, ειδικά αυτών της Κέρκυρας. Πράγματι, το μεγαλύτερο «αγκάθι» στις διαπραγματεύσεις στο Λονδίνο ήταν το θέμα της ενδεχόμενης κατεδάφισης των φρουρίων. Οι Μ. Δυνάμεις, ειδικά η Αγγλία και η Αυστρία, έθεταν ως όρο την ομαλή κατεδάφιση όλων των ιστορικών φρουρίων των νησιών, φοβούμενες μια ενδεχόμενη εξόρμηση Ελλήνων προς τις ηπειρωτικές ακτές του αυστριακού και τουρκικού τότε εδάφους. Αυτή η ρύθμιση προκάλεσε έντονη δυσφορία στην ελληνική πλευρά, η οποία αντιλαμβανόταν τη μεγάλη ιστορική και συναισθηματική σημασία που είχαν τα φρούρια για τους Επτανησίους και τους Έλληνες γενικά. Μάλιστα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, σε τηλεγράφημά του στον Τρικούπη την 21η Νοεμβρίου (3η Δεκεμβρίου) 1863 αναλύει με σαφήνεια τρεις λόγους για τους οποίους θα έπρεπε ο Έλληνας πληρεξούσιος να διαπραγματευθεί μέχρι τέλους ώστε να μην ισχύσει αυτή η ρύθμιση:

«Εν Αθήναις, την 21 Νοεμβρίου 1863.

[…]. Δεν έχομεν τι νεώτερον να σας γνωστοποιήσωμεν ως προς την κατεδάφισιν των φρουρίων. […] Εν μόνο σας προσθέτομεν, ότι η κατεδάφισις όλων των εν Κερκύρα φρουρίων δεν δύναται ή να επιφέρη την καταστροφήν ολοκλήρου της πόλεως της Κερκύρας, εν τοις κόλποις τοις οποίας κείονται πολλά των οχυρωμάτων τούτων. Παραλείπομεν το ηθικόν και θλιβερόν αποτέλεσμα ο θέλει προξενήσει αφεύκτως εις τα πνεύματα ενθέρμου και φιλοτίμου λαού η προ των οφθαλμών του πραγματοποίησις έργου τοσούτον καταστρεπτικού.[…] Αι μεγάλαι της Ευρώπης Δυνάμεις δεν πρέπει νομίζομεν να θεωρήσωσιν ως όλως αδιάφορον την τε κατεδάφισιν των οχυρωμάτων και την απογύμνωσιν από πάσης αξιομάχου στρατιωτικής δυνάμεως μιας θέσεως σρατηγικής τοιαύτης σπουδαιότητος οποία εστί η της Κερκύρας. Και τω όντι, εάν, ο μη γένοιτο, ήθελεν επέλθη ποτέ πόλεμος μεταξύ των θαλασσίων Δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας, μ’ όλη την και υπ’αυτών τούτων και υπό των άλλων συνομολογηθείσαν ουδετερότητα της χώρας ταύτης, το πρώτο βεβαίως κίνημα των έσεται, τίς πρώτη των δύο αυτών εμπολέμων Δυνάμεων να φθάση να καταλάβη δι’ αιφνιδίου επιθέσεως την Κέρκυρα. Ποία δε τότε έσεται η θέσις της όλης Ελλάδος; […] Πώς είναι δυνατόν δε η μεν νήσος των Κυθήρων, η εις απόστασιν τριακοσίων περίπου μιλίων κειμένη από της Κερκύρας, και μόλις δια στενοτάτου πορθμού διαχωριζομένη της Πελοποννήσου, να ήναι ουδετέρα, μή ούσης τοιαύτης της απέναντι στερεάς, μεθ’ής διοικητικώς, οικονομικώς και δικαστικώς έσεται συνδεδεμένη; Πώς είναι δυνατόν η Λευκάς, η διά γλώσσης μόνον αβαθών υδάτων διαχωριζομένη της Ακαρνανίας, να διέπεται υπό των νόμων της ουδετερότητος κατ’ εξαίρεσιν του λοιπού νομού, ούτινος πρέπει εξ’ανάγκης να αποτελεί μέρος; Την αυτήν εντελώς σχεδόν παρουσιάζουσι παρατήρησιν η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Ιθάκη. Άπασαι αι νήσοι αύται ίνα διοικηθώσι πρέπει να αποτελώσιν εκάστη μέρος ενός των ήδη αποτελούντων το Ελληνικό Βασίλειον Νομών. Τα Κύθηρα ενωθήσονται μετά της Λακωνίας˙ η Ζάκυνθος και Κεφαλληνία ίσως μετά της Ηλείας˙ η Ιθάκη μετά της Αιτωλίας˙ η Λευκάς μετά της Ακαρνανίας˙ άλλως η διοίκησις των νήσων τούτων καθίσταται ανέφικτος. […] Άλλως τε είς τί δύναται να χρησιμεύση των νήσων τούτων η ουδετερότης;»

Ο Υπουργός

Π. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

Με το παραπάνω ο Δεληγιάννης έκανε σαφές ότι η στρατιωτική ουδετερότητα θα προξενούσε εσωτερικές αναταραχές, οι οποίες θα επηρέαζαν και την Ευρώπη.

Ωστόσο, ο Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Ρώσσελ, με τον οποίο ο Τρικούπης είχε συνεχείς προσωπικές συναντήσεις, θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση την κατεδάφιση των φρουρίων ώστε να υπογραφεί η Συνθήκη.

Από την άλλη, είχε προκύψει ένα ζήτημα σχετικά με το αυστριακό ατμόπλοιο της Εταιρίας Λόυδ, η οποία είχε ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή τού Ιονίου. Η Αυστρία, επειδή επιθυμούσε να διατηρήσει την εκμετάλλευση τού θαλάσσιου χώρου και την πραγματοποίηση ελληνικού εμπορίου από ξένους παράγοντες στο Ιόνιο (σε αυστριακές εταιρίες είχαν παραχωρηθεί από την αγγλική προστασία οικονομικά και εμπορικά πλεονεκτήματα στο Ιόνιο), διατηρούσε ακάθεκτη στάση στο ζήτημα των φρουρίων. Αυτό ήταν ένα θέμα το οποίο δεν άρεσε στον Τρικούπη και προσπάθησε να το λύσει διπλωματικά. Συνομιλώντας, μάλιστα, με τον Ρώσο πληρεξούσιο και προσπαθώντας να τον πείσει να βοηθήσει ώστε να καταλαγιάσει το πάθος των Αυστριακών, ο Ρώσος του απάντησε τα εξής: (από τηλεγράφημα του Χ. Τρικούπη προς τον Υπουργό Εξωτερικών Π. Δεληγιάννη την 28η Νοεμβρίου 1863),

««Διά του Λόυδ, μοι είπε, δύνασθε να επηρεάσητε την Αυστριακήν Κυβέρνησιν. Εάν ήσθε διατεθειμένοι να παραχωρήσετε αυτώ προνόμια τίνα εν Ελλάδι, ως ανταλλαγήν θα επιτυγχάνετε ίσως σπουδαίες παραχωρήσεις». Είναι τω όντι αληθέστατον ότι η Αυστριακή Κυβέρνησις ούχ ήττον ενδιαφέρεται όπως απολαύση ωφελείας υπέρ της ατμοπλοϊκής Εταιρίας της ή διά την κατεδάφισιν των φρουρίων και την ουδετερότητα.»

Η Ρωσία όσον αφορά το θέμα των Ιονίων φάνηκε να βρίσκεται για πρώτη φορά μετά από χρόνια σε συμφωνία με την Αγγλία σε ζήτημα σχετικό με την Ανατολή της Ευρώπης. Η Ρώσοι συμφωνούσαν στην παραχώρηση των νησιών στο ελληνικό κράτος, με την προϋπόθεση η Αγγλία να μην επιδιώξει ιδιαίτερη επιρροή στα εσωτερικά των Ελλήνων, καθώς θεωρούσαν ότι τα Επτάνησα ήταν δώρο στην Ελλάδα από το σύνολο της Ευρώπης και όχι μονάχα από τους Βρετανούς. Επίσης, η Ρωσία επέμεινε ώστε στην τελική συνθήκη να υπάρχει όρος σύμφωνα με τον οποίο στα Επτάνησα θα ισχύσει ο θεσμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Από την άλλη, ο Δεληγιάννης, θέλοντας να πετύχει τις μεγαλύτερες δυνατές συναινέσεις, προέτρεπε τον Τρικούπη με μήνυμα του στις 6 / 8 Δεκεμβρίου να επιδιώξει την εύνοια του Πρέσβη τής Πρωσίας, η οποία δεν έτρεφε ιδιαίτερες αξιώσεις στην περιοχή και θα μπορούσε να βοηθήσει τους Έλληνες. Εντούτοις, η Πρωσία βρήκε ως ευκαιρία το ζήτημα τής Επτανήσου ώστε να φανεί ευάρεστη στην Αυστρία, με την οποία την χώριζαν πολλές διαφορές. Ως εκ τούτου η βοήθεια της δεν ήρθε ποτέ.

Ωστόσο, ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, ο Έλληνας γενικός πρόξενος από την Κέρκυρα με τηλεγράφημά του πληροφορούσε τον Δεληγιάννη στην Αθήνα ότι οι Άγγλοι ήδη είχαν προχωρήσει διαδικασίες για την κατεδάφιση φρουρίων και την ουδετερότητα του νησιού, κάτι που δυσαρέστησε την ελληνική πλευρά, έδωσε ωστόσο ελπίδα στους Επτανησίους ότι υπάρχει πιθανότητα ένωσης με το ελληνικό κράτος:

«Εν Κερκύρα, τήν 16/28 Δεκεμβρίου 1863.

Σπεύδω να φέρω είς γνώσιν υμών ότι ο Στρατηγός ο επί κεφαλής των εν ταις Νήσοις Αγγλικών δυνάμεων έλαβεν εκ Λονδίνου διαταγήν να αρχίση τας αναγκαίας διά τον αφοπλισμό του Βίδου και την μέλλουσαν αυτού αποτείχισον (démantèlement) εργασίας.

[…]Τάς προπαρασκευαστικάς τής εκκενώσεως των Νήσων εργασίας λίαν ευχαρίστως αποδέχεται το κοινόν, όπερ εμψυχώθεν κατά τι από τας ειδήσεις δι’ ών δίδεται ελπίς τροποποιήσεως τινός των διατάξεων τής αφορώσης την κατεδάφισιν των φρουρίων και την ουδετερότητα Συνθήκης, συνεκέντρωσεν όλας αυτού τας επιθυμίας είς την όσον ένεστι τάχιον αποχώρησιν τής Προστασίας και την εγκαθίδρυσιν τής νέας των πραγμάτων τάξεως υπό την εθνικήν σημαίαν.

Ο Γενικός Πρόξενος,

Ν. ΒΙΤΑΛΗΣ

Στα τέλη του 1863, ο λόρδος Ρώσσελ, Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, παρέδωσε στον Τρικούπη ένα δεύτερο αναθεωρημένο προσχέδιο τής προκείμενης συνθήκης. Ο Τρικούπης, μόλις μία μέρα μετά, εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια τής ελληνικής πλευράς διότι τα δύο άρθρα στα οποία διαφωνούσε συνέχιζαν να βρίσκονται στο σχέδιο και μάλιστα αυτή τη φορά με επαχθέστερους όρους για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 το οποίο αφορούσε την ουδετερότητα των νήσων, παρέμεινε ως είχε και το άρθρο 3 που αφορούσε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση τού Ιονίου χώρου, αντί να συνεχίζει να αναφέρεται μόνο σε περίοδο δεκαπενταετίας, στην τελευταία παράγραφο γινόταν πλέον λόγος για εκμετάλλευση «εσαεί». Αυτό, βεβαίως, συνέβη μετά τις έντονες πιέσεις της Αυστριακής πλευράς. Μία επιπλέον, επικείμενη διάταξη που κρίνεται σκόπιμη να αναφερθεί είναι αυτή στο άρθρο 8, σύμφωνα με το οποίο το ελληνικό κράτος θα πρέπει να συνεχίζει να πληρώνει τις συντάξεις των Άγγλων υπηκόων που είχαν κατά καιρούς συνταξιοδοτηθεί στα Ιόνια. Οι υπήκοοι που θα συνέχιζαν να χρηματοδοτούνται προέκυπταν από σχετική λίστα, συνημμένη στο σχέδιο συνθήκης. Προς απάντηση, μάλιστα, στις Μεγάλες Δυνάμεις ο Τρικούπης στα μέσα Δεκεμβρίου κατέρτησε υπόμνημα εκ μέρους της Ελληνικής Κυβέρνησης, καταθέτοντας τους φόβους που προξενούσε η νέα συνθήκη όσον αφορά τις αντιδράσεις των ντόπιων και τον τρόπο της επικείμενης ένωσης. Ιδιαίτερη βάση έδωσε στην κατεδάφιση των φρουρίων και κυρίως της Κέρκυρας «καθόσον βεβαίως η θέσις της και όχι τα εν αυτή φρούρια είναι το στόμιον τής Αδριατικής»

[11]. Σύμμαχοι στην όλη προσπάθεια δεν υπήρχαν, μια και ακόμα η ομόθρησκη Ρωσία κρατούσε αποστάσεις, για να μην έρθει σε άμεση διένεξη με τις άλλες Δυνάμεις, κυρίως με την Αυστρία, η οποία διατηρούσε τις μεγαλύτερες επιφυλάξεις και αξιώσεις σχετικά με την Ένωση των νησιών.

Ο Τρικούπης, ωστόσο, θέλοντας να αλλάξει τις ισορροπίες ξεκίνησε νέο κύκλο επαφών με στόχο την προώθηση των θέσεων του στο υπόμνημα. Έτσι σε τηλεγράφημα του προς τον Δεληγιάννη, στις 31 Δεκεμβρίου / 12 Ιανουαρίου 1863, γνωστοποιεί την στάση των Δυνάμεων Γαλλίας και Ρωσίας, έπειτα από συνάντηση που είχε μαζί τους. Ειδικότερα γράφει:

Εν Λονδίνω, την 31η Δεκεμβρίου 1863.

[…] Ανεκοίνωσα τώ Πρέσβει της Γαλλίας τάς υμετέρας παρατηρήσεις επί του σχεδίου της Συνθήκης τής 2/14 Νοεμβρίου. Αλλά προτιμά να γείνη εν τώ άρθρω μνεία τής συναινέσεως της Αυστρίας και Πρωσσίας ως προς τον περιορισμόν τής ουδετερότητος είς τας δύο νήσους, και, εί δυνατόν, ως προς την βεβαίωσιν ότι η ουδετερότης ουδόλως παραβλάπτει το δικαίωμα τού Βασιλέως τών Ελλήνων τού διοικείν τάς νήσους όπως το εννοεί και τού στέλλειν εν αυταίς όσας αν ήθελε δυνάμεις.

Αλλ’ ώς προς τα δικαιώματα τής Καθολικής θρησκείας, ο Πρέσβυς τής Γαλλίας είναι ακατάπειστος. Ουδεμίαν ώς προς αυτά δέχεται τροποποίησιν και με προτρέπει θερμώς να παραιτήσω οιανδήποτε ως προς τούτο αξίωσιν.

Ο Πρέσβυς της Ρωσίας ουδεμίαν των υμετέρων παρατηρήσεων επεδοκίμασε. Φρονεί ότι η Ελληνική Κυβέρνησις επιδιώκει μεταβολάς άνευ πρακτικού αποτελέσματος, αλλ’ ίνα φανή μόνον ότι ετροποποίησε την Συνθήκη τής 2/14 Νοεμβρίου. Εκ των τριών Πληρεξουσίων, αυτός μόνον αντέτεινεν είς την απάλειψιν τού άρθρ. 5 ώς προς τάς 10.000 λίρας τάς προσθετέας τη Βασιλική χορηγία. Εάν εξακολουθήσετε αφαιρούντες ούτως, είπε, ουδέν πλέον θα μείνη εκ τής Συνθήκης. Ο Βαρών Βρουνώφ φρονεί εξ εναντίας ότι έπρεπε η Συνθήκη να ήναι λεπτομερέστερα ώς προς το αντικείμενον τής ενώσεως. Επεθυμεί τουλάχιστον ειδικόν άρθρον να κανονίση τίνες αρχαί θα ήσαν αρμόδιοι να ασχοληθώσι διά τα κατόπιν περί ενώσεως μέτρα. Διότι η Συνθήκη έθετε μεν τής ενώσεως την αρχήν, δεν ώριζεν όμως πώς αυτή ήθελε πραγματοποιηθή.

Επί τού είς την θρησκείαν αφορώντος άρθρου ο Βαρών Βρουνώφ μοί είπεν, ότι αφ’ής τα δικαιώματα τής καθολικής θρησκείας ανεφέροντο, ώφειλε να επιμείνη ίνα μνεία και τής Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ώς επικρατούσης. Επί τοσούτον δ’ ώφειλε να ήναι προσεκτικός ώς προς τούτο, καθόσον ο ίδιος ήτο διαμαρτυρούμενος.

Χ. ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ

Πάραυτα, στις 25 Ιανουαρίου του 1864 οι Μεγάλες Δυνάμεις καταθέτουν στον Έλληνα πληρεξούσιο το τελικό επίσημο σχέδιο συνθήκης και τα συνημμένα σε αυτό πρωτόκολλα. Με έκπληξη η ελληνική πλευρά συνειδητοποιεί τότε ότι τα καίρια ζητήματα που την απασχολούσαν είχαν πλέον εξαλειφθεί μια και στο άρθρο 3 γινόταν λόγος για ουδετερότητα μόνο των νησιών της Κέρκυρας και των Παξών. Ταυτόχρονα, με ειδικό πρωτόκολλο αναγνώριζαν ότι: « […] τα χορηγηθέντα πλεονεκτήματα εις την ναυτιλίαν και το εμπόριον των αλλοδαπών, διά Συνθηκών συνομολογηθεισών υπό της Κυβερνήσεως της Αυτής Βρετανικής Μεγαλειότητος, ως προστάτιδος του Ιονίου Κράτους, δεν είναι διηνεκή αλλ’ έχουσι περωρισμένην την διάρκειαν.[…]» Πράγματι, οι υπόλοιπες αξιώσεις του Τρικούπη δεν έγιναν δεκτές, αλλά η επιτυχία θεωρούταν μεγάλη. Στο ελληνικό Κοινοβούλιο τα νέα έφτασαν στις αρχές Φεβρουαρίου και οι αντιδράσεις των βουλευτών δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχείς για τον Δεληγιάννη, μιας και είχαν διαδοθεί φήμες ότι θα κατεδαφιστούν τα φρούρια όλων των νησιών και η Αυστρία θα διαχειρίζεται σχεδόν το σύνολο του ιόνιου εμπορίου, θέσεις που έσπευσε να διαψεύσει ο Υπουργός Εξωτερικών.

Η επιτυχείς, όμως, διατάξεις δεν ήταν αρκετές για τον Έλληνα πληρεξούσιο ο οποίος, ακολουθώντας την γραμμή που του έδινε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ξεκίνησε νέο γύρο επαφών με τους αντιπροσώπους των Μ. Δυνάμεων με σκοπό την ικανοποίηση ενός τελευταίου ζητήματος: των συντάξεων των Βρετανών υπηκόων σύμφωνα με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της Ιονίου Βουλής. Το θέμα αυτό ρύθμιζε ειδική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας και το ποσό ανερχόταν σε σύνολο επτά χιλιάδων λιρών τον χρόνο. Επιπλέον, υπολογίζονταν 3 χιλιάδες λίρες τον χρόνο αποζημίωση σε Βρετανούς οι οποίοι υπηρετούσαν στην Ιόνιο Βουλή και θα έχαναν τις θέσεις τους μετά την Ένωση. Ο Τρικούπης, επεδίωξε τη μη υπογραφή τής συγκεκριμένης σύμβασης, μια και το κόστος θα το επιβαρύνονταν οι Επτανήσιοι και το Ελληνικό Δημόσιο, και ως εκ τούτου οι αντιδράσεις αναμένονταν έντονες. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τηλεγράφημα τού Υπουργού Εξωτερικών προς τον Χ. Τρικούπη, ο οποίος τον ενημερώνει για τις αντιδράσεις του κόσμου στο εν λόγω προσχέδιο Σύμβασης: «Σας γράφομεν οποίαν δυσάρεστον και λυπηράν εντύπωσιν ενεποίησεν είς το κοινόν της τε Ελλάδος και της Επτανήσου η διαδοθείσα φήμη περί του ότι η Αγγλική Κυβέρνησις ζητεί σύνταξιν μεν δι’ υπαλλήλους Άγγλους, ουδέν εχόντων τινών εξ αυτών, κατά τους Ιονίους νόμους, εις αυτήν δικαίωμα, αποζημιώσεις δε δι’ ετέρους μη διανύσαντας, εν τη υπηρεσία των Ιονίων Νήσων, ικανόν χρόνον υπηρεσίας, παρέχοντα αυτοίς δικαιώματα επί συντάξει».

Το μόνο που κατάφερε ο Τρικούπης, εντούτοις, ήταν να καταβάλλονται μεν οι συντάξεις αλλά να διακόπτονται σε περίπτωση που αναλάβει την πληρωμή τους η Βρετανία ή ο δικαιούχος πεθάνει.

Λίγο πριν την υπογραφή του συνόλου της Συνθήκης, ο Ρώσος απεσταλμένος προέβη σε μία ένσταση η οποία δημιούργησε την εντύπωση ότι οι διαπραγματεύσεις ναυαγούν. Ειδικότερα, η Ρωσία θεωρώντας μείζον το θέμα της θρησκείας, θέλησε να προστεθεί στην Συνθήκη ειδικό Πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο: «οι νόμιμοι κληρονόμοι του Βασιλέως Γεωργίου ώφειλον να πρεσβεύουν το Ορθόδοξο Δόγμα», μια και οι Έλληνες δε δεσμεύονταν με κανένα επίσημο κείμενο για τα παραπάνω. Είναι σαφές πως οι Ρώσοι επεδίωκαν την καθιέρωση ομόθρησκου βασιλιά στην Ελλάδα ώστε να εξυπηρετηθούν μελλοντικά τους συμφέροντα. Ο Τρικούπης, προσπαθώντας να μειώσει το θέμα, διαβεβαίωνε τον Ρώσο απεσταλμένο ότι η αξίωσή του θεωρούταν αυτονόητη και ότι στην Ελλάδα υπήρχε ομοφωνία για το θέμα και αυτό επιβεβαίωνε ο βασιλικός όρκος αποδοχής των αρχών. Αγγλία, Γαλλία και Αυστρία, ωστόσο, δεν έφεραν αντίρρηση στην αξίωση του Ρώσου πληρεξούσιου. Επομένως, μετά την επιμονή του Βαρόνου Βρουνώφ, μαζί με την ειδική Σύμβαση που κανόνιζε τις λεπτομέρειες των συντάξεων, οι Πληρεξούσιοι υπέγραψαν και Πρωτόκολλο σχετικό με την τήρηση του Ορθόδοξου Δόγματος από τον εκάστοτε βασιλιά της Ελλάδος.

Στις 17/29 Μαρτίου του 1864 στο Λονδίνο, ο Τρικούπης, ο κόμης Ρώσσελ, ο πρίγκιπας De La Tour D’ Auvergne και ο Βαρών Βρουνώφ υπέγραψαν την Συνθήκη της Ένωσης των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα.

Αφού η Εθνοσυνέλευση της Ελλάδος αποδέχτηκε παμψηφεί τις διεθνείς πράξεις που υπογράφηκαν, ο βασιλιάς προχώρησε στην επικύρωσή τους στις 13/25 Απριλίου. Τα της αποχώρησης των Άγγλων ρύθμισε ο Θρασύβουλος Ζαΐμης, ο οποίος υπέγραψε πρωτόκολλο με τον αρμοστή Στόρξ, σύμφωνα με το οποίο στις 21 Μαΐου (2 Ιουνίου) και ώρα 12:00 σε όλα τα νησιά ταυτόχρονα θα ανέβαινε η ελληνική σημαία. Έτσι έμελλε να ενωθούν τα Ιόνια Νησιά με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, το 1864.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η είδηση της ένωσης ενθουσίασε τον απανταχού ελληνικό κόσμο. Χωρίς αμφιβολία ήταν μία εξέλιξη που επιθυμούσε για πολλά χρόνια μία από τις αλύτρωτες πατρίδες, όπως ήταν τα Ιόνια Νησιά. Παρά την ευρωπαϊκή κουλτούρα και μόρφωση που ακόμα και σήμερα εμφανίζουν οι Επτανήσιοι, ποτέ δεν έπαψαν να αισθάνονται περίσσια την ελληνική τους καταγωγή. Έχοντας πίστη στην απελευθέρωση του γένους, έδωσαν τη μάχη τους στον δρόμο της ιστορίας, ώστε να έρθει η μέρα που το ελληνικό κράτος θα αποκτούσε τα χαμένα εδάφη του.

Η Προστασία έκανε τους Ιόνιους να αισθάνονται για χρόνια υπόδουλοι. Και είναι πιο σκληρή η δουλεία όταν ονομάζεται «προστασία». Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα των νησιών ευνοούσε τους ευγενείς και δημιουργούσε μεγάλο χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η Ένωση έδινε στους Επτανήσιους την ελπίδα της «καλύτερης μέρας» και μιας καινούργιας ζωής. Ωστόσο, η αντίδραση των νησιωτών προς τους Άγγλους δεν ήταν εχθρική. Ας μη λησμονούμε τα έργα που διετέλεσαν οι τοποτηρητές των νησιών, τα οποία διατηρούνται ακόμα και στις μέρες μας. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ποιητικό απόσπασμα από εφημερίδα της εποχής, το οποίο δηλώνει περισσότερο τη χαρά των Επτανησίων παρά το μίσος τους προς τους Άγγλους:

 Ήρθε η μέρα! Σ’ εμάς δε χωράει

Μέρα τέτοια θεόργιστο μίσος.

Τ’ ουρανού μας το χρώμα γελάει.

Όλη ανθίζει και χαίρεται η γη.

Σύρτε, ώ ξένοι! Φευγάτε, και ανίσως

Από ταύτα τα ελεύθερα μέρη

Τ’ αγεράκι έναν ήχο σας φέρει.

Δεν θα’ ναι κατάρας βοή.

Οι λαοί που πέρασαν από το Ιόνιο ήταν πολλοί. Μόλις μέσα σε έναν αιώνα τέσσερις. Οι νησιώτες όμως αυτοί απέδειξαν το υψηλό εθνικό τους φρόνημα και δεν αλλοίωσαν τις ελληνικές τους αρχές. Οι ριζοσπαστικές αρχές, όπως ξεκίνησαν από την Κεφαλονιά και επεκτάθηκαν στην Κέρκυρα και όλα τα νησιά, δημιούργησαν μία πρωτοφανή κίνηση ιδεών που μεταβλήθηκε σε οδηγό προς την ιδέα του Σοσιαλισμού στον Ελλαδικό χώρο κατά το πέρασμα στον 20ο αιώνα (Μαρίνος Αντύπας, Πλάτων Δρακούλης, Ρόκκος Χοϊδάς κ.ά.).

Στον οικονομικό τομέα, η ευρωπαϊκή επιρροή καθώς και η πολιτική Τρικούπη ωθούν στην όποια δειλή τάση εκβιομηχάνισης την ελληνική και ιόνια οικονομία. Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας και η αντιπαράθεση εργατών και κεφαλαίου, ωστόσο, οδηγεί στη δημιουργία οργανώσεων και σωματείων υποστήριξης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με αφετηρία και πάλι την Κεφαλονιά, που αποδεικνύεται η πηγή των κοινωνικών αγώνων στον χώρο του Ιονίου. Η αρχή γίνεται στο Δημοτικό Κατάστημα Αργοστολίου, όπου καταβάλλονται προσπάθειες για την ίδρυση Δημοτικού Κόμματος με επικεφαλής τον Παναγιώτη Πανά.

Οι εκδηλώσεις ενθουσιασμού στα νησιά είχαν ήδη ξεκινήσει από τον Μάρτιο του 1864 και ολοκληρώθηκαν με την επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου του Α’ τον Ιούνιο του ίδιου έτους αρχικά στην Κέρκυρα και έπειτα στα υπόλοιπα νησιά. Η ευχαρίστηση ήταν τόσο μεγάλη όσο και η υπομονή και η καρτερικότητα που επέδειξαν οι Επτανήσιοι αναμένοντας την πλήρωση των εθνικών τους πόθων.

Παρόλα αυτά, υπήρχε και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία τα Επτάνησα είχαν εμπλακεί σε ένα διπλωματικό παιχνίδι που κανένας παίχτης δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την τύχη τους. «Η Ένωση είχε εμπλακεί έντεχνα στο παιχνίδι της εκθρόνισης του Όθωνα, της αναρρίχησης στον ελληνικό θρόνο του Γεωργίου Α’ και της εξάρτησης της Επτανήσου, μαζί με ολόκληρη την Ελλάδα, πολιτικά και οικονομικά από την Αγγλία.» Οι πρωτεργάτες των αγώνων για απελευθέρωση στα νησιά θεωρούσαν ότι η Ένωση ήταν το δώρο των Άγγλων στον βασιλιά Γεώργιο Α’ και εντασσόταν σε μία νέα στρατηγική της Μ. Βρετανίας, σύμφωνα με την οποία ο νέος Βασιλιάς «εξουσιοδοτούταν» να υπηρετήσει τα οικονομικά της σχέδια. Σχέδια όπως η τακτική υπόγειας επιρροής που θα ενίσχυε παράλληλα τη δύναμη του Γεωργίου. Η Επτάνησος, δεμένη στο άρμα του Ελληνικού Βασιλείου, εντάχθηκε οριστικά πια στην σφαίρα της βρετανικής επιρροής, πανηγυρίζοντας τραγικά την ένωση και τη δήθεν εθνική και κοινωνική της ανεξαρτησία, σύμφωνα με τον ιστορικό Γ. Μοσχόπουλο. Στο ίδιο μήκος κύματος με την παραπάνω άποψη και η δήλωση του Παν. Πανά, ο οποίος σημειώνει ότι: «Η Αγγλία παρεχώρει την Επτάνησον όπως κατακτήση ηθικώς την Ελλάδα […] να μεταφέρη τον αρμοστήν της από της Κερκύρας εις Αθήνας»

Είναι αλήθεια ότι η Αγγλία, μετά από τη μακροχρόνια παρουσία της στον χώρο του Ιονίου θέλησε ξαφνικά να αποχωρήσει. Αυτό δεν οφειλόταν στην καλή της διάθεση ή στη διαπραγματευτική ικανότητα του Τρικούπη, παρά την σοβαρότατη προσπάθεια που κατέβαλλε για ικανοποίηση των απαιτήσεων της Ελλάδας, αλλά στη νέα τροπή που πήραν τα πράγματα στην Ευρώπη, όπου οι μοναρχίες άρχιζαν να ενισχύονται και οι Μ. Δυνάμεις θέλησαν να ενισχύσουν τη θέση τους, κερδίζοντας στην επιρροή τους όσο πιο πολλά προτεκτοράτα μπορούσαν. Έτσι και η Ελλάδα, με τον Βασιλιά Γεώργιο Α’ θα εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των Βρετανών, παραπάνω από όσο η προστασία στο Ιόνιο. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να υποβαθμίζει την ποθητή εκπλήρωση των εθνικών πόθων του λαού της Επτανήσου, που περίμενε την ένωση σχεδόν έναν αιώνα.

πηγή : Μπατιστάτος Ευάγγελος , πανεπιστήμιο Πειραιώς

* * *