Κατά την διάρκεια της βενετοκρατίας ελάχιστα έγιναν από τους Βενετούς για την πνευματική ανάπτυξη των Επτανησίων. Όχι μόνο στην Βενετία, αλλά και σε όλη την Δύση δεν υπήρχε κρατική μέριμνα για την εκπαίδευση. Δεν υπήρχαν καν δημόσια σχολεία στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης ούτε στην ίδια την πόλη της Βενετίας. Η μόρφωση ήταν ιδιωτική υπόθεση και σχεδόν πάντα αφορούσε την αριστοκρατική τάξη και αργότερα την τάξη των πλούσιων αστών. Οι κατώτερες τάξεις αντίθετα, μαστίζονταν από την αμάθεια. Mέχρι και τον 18° αιώνα, στην Κέρκυρα δεν υπήρχαν σχολεία, ούτε ιδιωτικά ούτε δημόσια, δεν υπήρχε βιβλιοθήκη, ούτε τυπογραφείο.
Τα παιδιά των πλούσιων ευγενών, το αρχοντολόι, είχαν την δυνατότητα να διδάσκονται από ιδιωτικούς δάσκαλους και συνήθως μετέβαιναν για τις ανώτατες σπουδές στα πανεπιστήμια της Padova (όπου υπήρχε Ελληνικό Κολλέγιο) και άλλων ιταλικών πόλεων, όπου σπούδαζαν συνήθως νομικά και ιατρική. Επίσης από το 1665 λειτουργούσε στην Βενετία η ελληνική Φλαγγίνειος Σχολή για Έλληνες μαθητές που κυρίως προορίζονταν για τα ανώτερα ορθόδοξα εκκλησιαστικά αξιώματα.

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής τα κορίτσια δεν είχαν δικαίωμα φοίτησης. “Μόνον αι κόραι των ευπατριδών εμάνθανον ανάγνωσιν και ολίγην γραφήν και αριθμητικήν από ιερέα γέροντα και σεβαστόν. Αι κόραι εμάνθαναν ευχαρίστως ιταλικά διότι ήτο εύκολον να λάβουν Ιταλόν σύζυγον” Η επίσημη και διδασκόμενη γλώσσα ήταν η ιταλική, ελληνικά (lingua dei villani) μιλούσαν στα χωριά και στην εξοχή. (Η αναγνώριση της ελληνικής σαν επίσημης γλώσσας θα έλθει μόνο με το σύνταγμα του 1817.

Η Βενετία, αν και ποτέ δεν έλαβε την πρωτοβουλία να φροντίσει για την μόρφωση, δεν εμπόδισε ωστόσο τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες για την ίδρυση σχολείων. Για παράδειγμα, κατά το έτος 1566, με αίτηση κερκυραϊκής πρεσβείας, η βενετική κυβέρνηση έδωσε άδεια να εκλέξει το εγχώριο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας έναν διδάσκαλο της ελληνικής γλώσσας (precettore greco), αργότερα δε και έναν της ιταλικής (precettore latino). Την ίδια εποχή περίπου λειτουργούσαν από λατίνους ιερείς και μοναχούς ορισμένα μικρά σχολεία για παιδιά δυτικών οικογενειών. Ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα η Κέρκυρα βρίσκονταν από άποψη παιδείας σε προνομιακή θέση με σχέση με τα υπόλοιπα νησιά, κυρίως λόγω της παρουσίας ιδιώτων δασκάλων στοιχειώδους εκπαίδευσης (επ’ αμοιβή).
Ανάλογο φαινόμενο έχουμε και στα χωριά. Εκεί, η μάθηση της ελληνικής γλώσσας γίνονταν από τους κληρικούς, σε περιορισμένο επίπεδο και με περιορισμένο φυσικά αριθμό μαθητών, όσους κάλυπταν τις ανάγκες τις ενορίας για την προπαρασκευή κληρικών και ιεροψάλτων. Κύρια αναγνωστικά βιβλία ήταν το ψαλτήρι και τα συναξάρια.
Μετά το 1568 ιδρύθηκε στην Κέρκυρα Ιερατική Σχολή των Δυτικών για επιμόρφωση των καθολικών ιερωμένων, αλλά λόγω του ολιγάριθμου των λατίνων μαθητών, το 1780 η Σχολή έκλεισε.
Όπως αναφέραμε, οι οικοδιδάσκαλοι ήταν κυρίως ρασοφόροι. Ένα παράδειγμα είναι ο Γερμανός Ρασοξέστης, Κερκυραίος που δίδαξε το 1629-1630 και ύστερα έγινε Μητροπολίτης Άγκυρας ή ο Χριστόφορος Εμποροκωμίτης, Γιαννιώτης, που δίδαξε ακόμα πιο παλιά.

Tο 1656 συστήθηκε στην Κέρκυρα η Ακαδημία των εξασφαλισμένων (Accademia dei Assicurati), αποτελούμενη από 30 μέλη και διαιρείτο σε τρία τμήματα: Θεολογίας, Ιατρικής, Νομικής. Κράτησε περίπου 60 χρόνια, μέχρι το 1716. Πριν διαλυθεί έγινε μια άλλη, η Ακαδημία των Ευφόρων, της οποίας δεν ξέρουμε παρά μόνο το όνομα. Σίγουρα πρόκειται για λέσχες αστών, ένα είδος παλιών τεκτονικών στοών.

Νικηφόρος Θεοτόκης

Πρέπει να φτάσουμε στο 1758 για να συναντήσουμε μια καινοτομία, την προσπάθεια ίδρυσης δωρεάν σχολείου από τον Νικηφόρο Θεοτόκη και τον Ιερεμία Καββαδία. Ο Θεοτόκης αποτελεί τυπικό δείγμα λογίου που, μετά τις σπουδές του στα ιταλικά πανεπιστήμια, επιστρέφει στη γενέτειρά του και επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση της τοπικής κοινωνίας μέσω του διδακτικού του έργου. Η διδασκαλία των σύγχρονων μαθηματικών και της φυσικής φιλοσοφίας περιβάλλει το Νικηφόρο με την αίγλη της νεωτερικότητας και ενισχύει το πνευματικό του κύρος. Τυπική, όμως είναι και η ανατολικοστρεφής του τάση: Ενώ ακόμα διευθύνει το σχολείο που ίδρυσε ο ίδιος δέχεται πρόσκληση από τον πατριάρχη Ιωαννίκιο να αναλάβει τη σχολαρχία της Αθωνιάδας, η οποία έπαψε να λειτουργεί λίγο μετά την αποχώρηση του Βούλγαρη. Ο Καββαδίας ήταν ένας οικοδιδάσκαλος, εφημέριος για 40 περίπου χρόνια της εκκλησίας των Ηπειρωτών (Παναγία των Ξένων). Κατοικούσε σε ένα από τα κελιά της εκκλησίας αυτής και εκεί δίδασκε, αναγνωρισμένος από τις Ενετικές αρχές, τα Ελληνικά γράμματα. Πέθανε άσημος, σε ηλικία 78 ετών και θάφτηκε στην Κρεμαστή.

Ο Καββαδίας λοιπόν, με τον Ν. Θεοτόκη, που μόλις είχε αποπερατώσει τις σπουδές του στην Ιταλία, υποβάλλουν αναφορά το 1757, στο Συμβούλιο των Συνδίκων, με την οποία δηλώνουν ότι αναλαμβάνουν να διδάσκουν δωρεάν ελληνικά μαθήματα στην Κοινότητα της Κέρκυρας. Έθεσαν όμως δύο όρους: α) Η Κοινότητα να πληρώνει το ενοίκιο του οικήματος που θα στεγάζονταν το σχολείο και β) να οριστούν δύο ευγενείς σαν επιμελητές του σχολείου. Τελικά και ύστερα από αρκετές δυσκολίες, την άνοιξη του 1758 άρχισε να λειτουργεί το Σχολείο της Πόλεως ή Κοινό Φροντιστήριο, στην αρχή στην οικία του Θεοτόκη και στην συνέχεια σε οίκημα στην οδό Ν. Θεοτόκη, απέναντι από την Παναγία των Ξένων, πλάι από το σπίτι που έχει στην πρόσοψη εντοιχισμένη μια πλάκα με την επιγραφή “Της Κυράς Φανερωμένης (Ξένων), 1729”. Προτιμήθηκε αυτό το κτίριο για την στέγαση του σχολείου γιατί βρίσκονταν κοντά στις εκκλησίες που εφημέρευαν και κήρυτταν (Παναγία των Ξένων και Άη Γιάννης). Από τον Θεοτόκη πήρε και το όνομα ο ομώνυμος δρόμος, η πρώην Calle delle Erbe.

Σύμφωνα με μαρτυρία του Γενικού Προβλεπτή Francesco Grimani, το 1759, “ήνοιξεν η Σχολή της Κοινότητος υπό την διεύθυνσιν κυρίως ενός νέου μοναχού Έλληνος του πατρός Νικηφόρου Θεοτόκη. […] Αυτός ο μοναχός εσπούδασεν εις το Πατάβιον και εις την Βονωνίαν. Επέστρεψεν προ πέντε ετών με το κύρος του επιστήμονος και ήρχισεν αμέσως να διατηρή είδος ιδιωτικής σχολής εις την κατοικίαν του.” [ό.π.: 3] Ήδη από τα μαθήματα που παρέδιδε κατ’ οίκον, ο Νικηφόρος φρόντιζε να ρίξει ιδιαίτερο βάρος στη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας και των μαθηματικών “κατά το σύστημα των νεωτέρων“.
Επίτροποι του Κοινού Φροντιστηρίου αναφέρονται οι Αναστάσιος Μάρμορας και Αλέξανδρος Τριβόλης Πιέρρης.

Το σχολείο είχε περίπου 50 μαθητές αλλά λειτούργησε για λίγα σχετικά χρόνια, μέχρι το 1766. Αυτό γιατί ο Θεοτόκης θα φύγει για την Κωνσταντινούπολη, προσκεκλημένος του Οικ. Πατριάρχη και ο Καββαδίας, λόγω γήρατος δεν μπορούσε πια να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ιδρύματος.
Ωστόσο, η ίδρυση του σχολείου έθεσε τα θεμέλια ώστε να εδραιωθεί η γνώμη στους Σύνδικους ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου ιδρύματος ήταν πλέον απαραίτητη για την πόλη και το 1768 πραγματοποιήθηκε η επαναλειτουργία του. Το νέο αυτό ίδρυμα λειτούργησε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στο οίκημα που στεγάζεται σήμερα η Αρχιεπισκοπή Κέρκυρας.
Δεν θα υπάρξουν άλλες προσπάθειες μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας, το 1797.

Το 1798, επί Δημοκρατικών Γάλλων και ύστερα από την σύσταση βιβλιοθήκης, ιδρύεται από τον στρατηγό Gentilli και κάτω από την διεύθυνση του B. Vivotte πρωτοβάθμιο σχολείο στο οποίο όμως δεν διδάσκεται η ελληνική γλώσσα, αλλά η γαλλική, η γραφή και η αριθμητική. Επίσης, διδάσκονταν και στρατιωτικές ασκήσεις, η διδασκαλία των οποίων ανατέθηκε σε Γάλλους υπαξιωματικούς.
Το 1804, ύστερα από πρόταση του Γραμματέα της Επικρατείας Ι.Καποδίστρια και της Επτανησιακής Γερουσίας, έρχεται και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα από την Πάργα ο Ανδρέας Ιδρωμένος με σκοπό την ίδρυση ελληνικού σχολείου. Τότε, σύμφωνα με το Επτανησιακό Σύνταγμα του 1803, ψηφίζεται ο πρώτος νόμος στην Ελλάδα “περί δημόσιας παιδείας και περί διαλύσεως των μοναστηριών, όπως τα οικήματα αυτών χρησιμεύουν ως σχολεία και κατοικίαι διδασκάλων. Τα δε εισοδήματά των προς ενίσχυσιν των της δημόσιας παιδείας δαπανών”. Βάσει αυτού του νόμου το νέο σχολείο, το Αρχιγυμνάσιο, θα στεγαστεί στην εκκλησία της Τένεδου.

Το 1804 λοιπόν, ο Ιδρωμένος αναλαμβάνει την φιλολογική και εκκλησιαστική εκπαίδευση και ο Χρ. Περραιβός την διδασκαλία της ελληνικής. Τα εγκαίνια έγιναν στις 8 Νοεμβρίου 1805. Η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1824 και σε αυτό το διάστημα ο αριθμός των μαθητών διπλασιάστηκε. Η φήμη της ξεπέρασε τα όρια της Κέρκυρας και στους μαθητές συγκαταλέγονταν και νέοι από την Ήπειρο, Στερεά και τα υπόλοιπα Επτάνησα. Κατά την ίδια εποχή περίπου ιδρύθηκε και η Δημόσια Βιβλιοθήκη Κέρκυρας, με πυρήνα την βιβλιοθήκη της μονής της Αγ. Ιουστίνης που είχε ήδη καταστραφεί.
Κατά την περίοδο των Αυτοκρατορικών Γάλλων η Γαλλική κυβέρνηση όχι μόνο δεν απαγόρευσε την λειτουργία του Αρχιγυμνάσιου αλλά έδειξε έντονο ενδιαφέρον για την σχολή. Έφορος διορίστηκε ο βαρώνος Εμμανουήλ Θεοτόκης.
Ο Δόνζελοτ με αυτοκρατορικό διάταγμα το 1813 συνιστά διάφορα σχολεία σε όλο το νησί καθώς και την Ιόνιο Ακαδημία με πρόεδρο τον αντισυνταγματάρχη Μπωντράν. Με τον ερχομό των Άγγλων (1815) ο δικτατορικός και αυθαίρετος Κάμπελ διαλύει πολύ από το έργο των Γάλλων. Πρέπει να περάσουν αρκετά χρόνια και να περιμένουμε τον ερχομό του φιλέλληνα Γκύλφορντ, ο οποίος σημείωσε ίσως το σημαντικότερο γεγονός, την ίδρυση της Ιόνιου Ακαδημίας. Το 1821 καλεί από την Τεργέστη τον ηπειρώτη καθηγητή Χριστόφορο Φιλητά για να αναλάβει την οργάνωση σχολείων στην πόλη και στην ύπαιθρο. Ο τελευταίος θα εργαστεί για δυο χρόνια σαν οργανωτής και στην συνέχεια θα γίνει καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία. Το 1820, σε περιοδεία του ο Γκύλφορντ στα νησιά, θα σημειώσει την αξιοθρήνητη κατάσταση του μικρού αριθμού υπάρχοντων σχολείων . Σε αυτά διδάσκονταν η ελληνική, η αγγλική και αριθμητική ενώ αριθμός των μαθητών ήταν ελάχιστος.

Το 1827 ιδρύεται στην Κέρκυρα Ιεροσπουδαστήριο όπου μορφώνονται στελέχη (παπάδες) για την λειτουργία των σχολείων στην ύπαιθρο ενώ από το 1828 για την εκπαίδευση φροντίζει τριμελής επιτροπή. Με το πέρασμα του χρόνου βλέπουμε να ξεφυτρώνουν σχολεία που καμία σχέση βέβαια δεν έχουν με τα σημερινά. Τα περισσότερα στεγάζονται στο γυναικειό της εκκλησίας ή στον κυρίως ναό. Οι δάσκαλοι πολλές φορές είναι τελείως αγράμματοι. Όποιος ξέρει λίγα γράμματα αυτοχειροτονείται δάσκαλος. Με νόμο της Γερουσίας καθορίζοταν τα μαθήματα που υποτίθεται θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία της υπαίθρου: γραμματική, αγγλικά, σχέδιο και ορθόδοξη κατήχηση. Το 1843 λειτουργούν σε όλο το νησί 30 σχολεία καθώς και ένα στους Οθωνούς (18 μαθητές/700 κάτοικοι). Βέβαια υπάρχουν και ακραίες καταστάσεις. Στην Περίθεια το σχολείο αναγκάζεται να κλείσει κατά το μάζωμα της ελιάς, στον Αγ. Ματθαίο θα διώξουν τον δάσκαλο που αποπειράθηκε να ανοίξει σχολείο γιατί το χωριό, όπως είπαν, δεν έχει ανάγκη να μάθει γράμματα! Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαντουκιού: Σε 4195 κατοίκους υπάρχουν μόνο 15 παιδιά που φοιτούν στο σχολείο.

Από το 1857 το υπούργημα της παιδείας ανατίθεται σε έναν ανώτερο άρχοντα. Πρώτος υπουργός Παιδείας θα λέγαμε, ονομάστηκε ο Ανδρέας Μουστοξύδης με διάδοχο του τον Αντ. Πολυλά. Την ίδια εποχή παρουσιάζονται και ιδιωτικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων από τα οποία μερικά κλείνουν σχετικα γρήγορα, όπως αυτό του Αθαν. Πολίτη και της κ. Φαλκονάρ, που μάλλον ήταν αγγλική σχολή. Ανάμεσα σε αυτές τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες ξεχωρίζει το Παρθεναγωγείο του Κ. Ζαβιτσιάνου (1852), γιατρού, ιατροδικαστή και καθηγητή για 20 χρόνια στην Ιόνιο Ακαδημία ο οποίος με αυτή την σχολή του προώθησε την προαγωγή της γυναίκας στην τότε κοινωνία.

Κάνοντας μια ονομαστική αναφορά στην μετά του 1864 εκπαίδευση,αξίζει να αναφέρουμε και τα παρακάτω:

Το “Αρσάκειο Κέρκυρας” ιδρύθηκε το 1868 με διαθήκη του Αρσάκη. Περιείχε νηπιαγωγείο, παρθεναγωγείο και διδασκαλείο. Έκλεισε το 1937.
Το 1865 ιδρύθηκε το Γυμνάσιο, το 1908 η Εμπορική Σχολή, το 1923, η Ιερατική Σχολή (Ιεροδιδακαλείον), το 1924, το Πρακτικό Λύκειο και το 2ο Γυμνάσιο. Στη δεκαετία του ΄30 υπάρχει το εξατάξιο Γυμνάσιο Αρρένων και το αντίστοιχο Θηλέων. Το μικτό εξατάξιο Πρακτικό Λύκειο και η επίσης μικτή Εξατάξια Εμπορική Σχολή και από το 1915 η Δημόσια των Καλών Τεχνών Ακαδημία. Αλλά και η Στρατιωτική Προπαρασκευαστική Σχολή Υπαξιωματικών και η Σχολή Αστυνομίας Πόλεων από το 1921.

Στο Δήμο Κερκυραίων υπήρχαν 29 σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης με πάνω από 5.000 μαθητές Υπήρχε ακόμη νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο της εβραϊκής κοινότητας. Υπήρχαν ακόμη και τρία ελληνικά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, καθώς και η Ιταλική Εμπορική Σχολή και η Γαλλική Σχολή Θηλέων. Το 1927, ως αντίπραξη στην “Ιταλική Σχολή”, δημιουργήθηκε από τον Μητροπολίτη Αθηναγόρα η “Κερκυραϊκή Σχολή”. Στην περιφέρεια υπήρχαν τα Σχολαρχεία Σκριπερού, Καστελλάνων Μέσης, Λευκίμμης και Παξών. Μεταπολεμικά, σχεδόν το σύνολο των ιδιωτικών σχολείων έκλεισαν με τελευταία την Τεχνική Σχολή “Καποδίστριας”. Κατά περίεργο τρόπο και ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 πολλαπλασιάστηκαν τα γυμνάσια και λύκεια τόσο στην πόλη όσο και στην περιφέρεια, ο νομός Κέρκυρας έχει τα μεγαλύτερα ποσοστά αναλφαβητισμού σε πανελλήνιο επίπεδο, καθώς και ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επιτυχιών στις πανελλαδικές γενικές εξετάσεις.

 

πηγές: Σ.Γασπαρινάτος “Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου πελάγους”, Ο.Κ.Κλήμης “Ιστορία νήσου Κέρκυρας”, Χ. Στούπη “Η εκπαίδευση στην Κέρκυρα”, Παναγιώτης Περιστέρης “Γεγονότα του 20ου αιώνα°

 

*  *  *