Τα χρόνια που προηγούνται του κινήματος των Ριζοσπαστών και της Ένωσης, το αγωνιστικό λαϊκό πνεύμα αντίστασης και διεκδικήσεων σμιλεύτηκε στους ντόπιους εθνικούς και ταξικούς αγώνες (τοπικές εξεγέρσεις, Ορλωφικά, επανάσταση 1821, κ.λπ.). Στους αγώνες αυτούς, μπορούμε να πούμε ότι η απομόνωση ή διαφοροποίηση της μΊας ή της άλλης παραμέτρου είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, καθώς κανείς δεν μπορεί να πει ότι η συμμετοχή σε εθνικούς αγώνες δεν εμπεριείχε και το όραμα της συνολικής καλυτέρευσης της καθημερινής ζωής και της προόδου. Ενώ, από την άλλη, οι ταξικοί αγώνες λόγω του καθεστώτος της Αποικιοκρατίας και των τοπικών «υπαλλήλων» της, δρομολογούνται μέσα από τα ιδανικά της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.

 Ανεξάρτητα από το εύρος, την ένταση ή τη διάρκεια, οι αγώνες αυτοί, στην ουσία, προετοίμασαν ένα γόνιμο έδαφος για τους Ριζοσπάστες, είτε μέσα από τη δυναμική της κληρονομιάς λαϊκών αγώνων στη συνείδηση των Επτανησίων, είτε ως ευκαιρία για διαμόρφωση τόσο του θεωρητικού μοντέλου του κινήματος, όσο και της πράξης.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

Η Επανάσταση της Βουκέντρας (Λευκάδα)

Εξέγερση των χωρικών, το 1357, που ξεκίνησε στα ορεινά χωριά του νησιού. Αιτία ήταν η δυσβάστακτη φορολογία που επέβαλαν οι Φράγκοι, κυρίαρχοι τότε της Λευκάδας.  Έχοντας ως ορμητήριό τους ένα μικρό φρούριο στη θέση Επισκοπή, οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν εναντίον του Τζώρτζη Γρατσιάνου, «αυθέντη» του νησιού. Ο Λευκαδίτης ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνέεται από το συγκεκριμένο γεγονός, χαρακτηριστικό του μίσους των συμπατριωτών του για τους Φράγκους δυνάστες, για να γράψει την ποιητική σύνθεση «Ο Φωτεινός».

 Η Επανάσταση των Ποπολάρων (Το Ρεμπελιό των Ποπολάρων)

Η λαϊκή αυτή εξέγερση λαμβάνει χώρα στη Ζάκυνθο, μέσα στην περίοδο της μακραίωνης ενετικής κατοχής των Ιονίων Νήσων (1484-1797).

 Διαρκεί 4 χρόνια (1628-1631) και για πολλούς ιστορικούς αποτελεί την πρώτη ταξική επανάσταση στη νεοελληνική ιστορία.

 Το ενετικό απολυταρχικό καθεστώς υποτέλειας που υπήρχε στα Ιόνια Νησιά έκανε αβίωτη τη ζωή των Επτανησίων. Η εκμετάλλευση του λαού ήταν τεράστια, τόσο μέσω της δυσβάστακτης φορολογίας, όσο και μέσω της στρατολόγησης των ντόπιων στους πολέμους της αυτοκρατορίας. Επιπλέον, η φεουδαρχική δομή της κοινωνίας δημιούργησε την τυχοδιωκτική τάξη των «αρχόντων». Η τοπική διοίκηση που ασκούσαν χαρακτηριζόταν από την υποταγή και την αφοσίωση στην ξενοκρατία και από την καταδυνάστευση του λαού.

 Η αφορμή του Ρεμπελιού ήταν ένα μικρό επεισόδιο καθημερινού αυταρχισμού σε κάποιους ποπολάρους. Βασισμένοι στο γεγονός αυτό, οι ποπολάροι κατέγραψαν όλους όσοι από την τάξη τους μπορούσαν να φέρουν όπλα, προβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την πρόθεση αντίστασής τους στο αρχοντολόι.

 Κατόπιν, το Ρεμπελιό οργανώθηκε μέσω της επιλογής τεσσάρων επιτρόπων, που θα διεκδικούσαν τα συμφέροντα του λαού. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης αυτής απομόνωσαν τους ευγενείς και κατάργησαν τη συμμετοχή τους στην τοπική αυτοδιοίκηση.  Αυτή η επαναστατική κίνηση είχε και θρησκευτική διάσταση, που ενδυνάμωσε τον αγώνα. Ο ανθρωπιστής αρχιεπίσκοπος Νικόδημος Μεταξάς παίρνει τη θέση του αρχιεπισκόπου Κεφαλληνίας-Ζακύνθου Παχώμιου Δοξαρά, τον οποίο πίεζαν οι κάτοικοι να παραιτηθεί. Όταν ο Νικόδημος –επιστήθιος φίλος του Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη– επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο, οι άρχοντες και ο ανώτερος κλήρος αντέδρασαν και τον υποδέχτηκαν με άσχημο τρόπο.

 Ο ιεράρχης πήρε ανοικτά το μέρος των ποπολάρων. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του στη Ζάκυνθο και υπό τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις του λαού, ο Νικόδημος Μεταξάς πραγματοποίησε δοξολογία που υμνούσε τη λύτρωση των κατώτερων τάξεων από τον ασφυκτικό κλοιό εκμετάλλευσης της ξενοκίνητης ολιγαρχίας.

 Μετά από 4 χρόνια συνεχών προσπαθειών, οι άρχοντες ξαναπαίρνουν την εξουσία και εκδικούνται με διώξεις, τρομοκρατία και εξορίες τους πρωτεργάτες της εξέγερσης, ενώ οι συνθήκες ζωής των κατοίκων ξαναγίνονται δυσβάστακτες.

 Συμμετοχή στα Ορλωφικά και στις μάχες με τους Τούρκους, από το 1770 έως το 1800

Οι Επτανήσιοι, όμοια με τους υπόλοιπους Έλληνες, αναθερμαίνουν τις ελπίδες τους για απελευθέρωση ζητώντας στήριγμα στη Ρωσία. Οι Επτανήσιοι και ιδιαίτερα οι Κεφαλλονίτες θα συμμετέχουν στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1768-1774).

 Παρά την αρνητική και πολλές φορές εχθρική στάση των Βενετών, μόλις ξεσπούν τα πρώτα κινήματα στην Πελοπόννησο οι Επτανήσιοι ξεσηκώνονται. Στην Κεφαλλονιά, παρά την απαγόρευση της ανάμειξης των ντόπιων στον πόλεμο, περίπου 3.000 Κεφαλλονίτες (κατά άλλους 6.000) μετακινούνται στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία τερματίζεται ο πρώτος ρωσοτουρκικός πόλεμος, σε όποιες πολεμικές επιχειρήσεις διαδραματίζονται ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία οι Κεφαλλονίτες συμμετέχουν, ακόμα και στο πλευρό των Βενετών, με πολεμιστές, πλοία ή χρήματα.

 Εξεγέρσεις χωρικών στην Κέρκυρα (κατά την Ενετοκρατία)

Στην Κέρκυρα, σποραδικές και περιοδικές εξεγέρσεις σημειώνονταν κατά του συστήματος διακυβέρνησης και των αρχόντων την περίοδο της Ενετοκρατίας. Οι συνθήκες που θα ευνοούσαν οργανωμένες κινήσεις ανατροπής ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς στην Κέρκυρα, καθώς ήταν η έδρα της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά σημειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, κυρίως στα ορεινά και απομακρισμένα χωριά, όπου δεν μπορούσε να φτάσει εύκολα ο στρατός. Τέτοια χωριά ήταν οι Νυμφές, η Επίσκεψη, η Λευκίμμη, οι Αυλιώτες και οι Καρουσάδες.

 Εξέγερση των χωρικών στην Λευκάδα (1819)

Εξαιτίας της βαριάς φορολογίας, οι χωρικοί της Λευκάδας εξεγείρονται εναντίον των Άγγλων κατακτητών. Αρνούμενοι να πληρώσουν φόρους και πνιγμένοι από τους τοκογλύφους, οι αγρότες οχυρώθηκαν στη θέση Γιοχάρη και έστησαν ενέδρα στους Άγγλους στρατιώτες στη θέση Μπόζα. Οι εχθροπραξίες ήταν σφοδρές και οι ντόπιοι προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στον στρατό. Έπειτα, οι χωρικοί οχυρώθηκαν στη θέση Ασπραχαλίκια και συνέχισαν τη σκληρή μάχη. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τοποθετεί εκεί την κατοικία του ήρωά του «Φωτεινού» στο ομώνυμο ποιητικό του έργο.

 Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821

Ενδεικτικά:

• Σημειώνεται μεγάλη συμμετοχή απόδημων Επτανησίων –ιδιαίτερα Κεφαλλονιτών– στη Φιλική Εταιρεία, μέσω της οποίας στέλνουν χρήματα ή πολεμοφόδια στους επαναστατημένους συμπατριώτες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.

 • Κεφαλλονίτες και Ιθακήσιοι της διασποράς παίρνουν μέρος στην Επανάσταση της Μολδοβλαχίας.

 • Σημαντική θεωρείται η συμβολή των Κεφαλλονιτών στη μάχη του Λάλα (9-13 Ιουνίου 1821), όταν οι ναυτικοί Γεράσιμος Μουσούρης, Ευαγγελής Πανάς, Ανδρέας και Κωνσταντίνος Μεταξάς οργανώνουν εθελοντικά σώματα μαχητών και διαφεύγουν στην Πελοπόννησο. Εκεί ενώνονται με Ζακυνθινούς εθελοντές και συμβάλλουν αποφασιστικά στη νικηφόρα έκβαση της μάχης.

 Ευρύτερη, πάντως θεωρείται η συμμετοχή των Επτανησίων στις μάχες της Επανάστασης του 1821, γεγονός που δείχνει πως ένιωθαν κομμάτι της σκλαβωμένης Ελλάδας και συνέδεαν την ανεξαρτησία τους με την ευρύτερη απελευθέρωση της Ελλάδας.

 Η εξέγερση του Σταυρού

Πραγματοποιήθηκε στην Κεφαλλονιά, την ημέρα της γιορτής του Σταυρού, στις 14 Σεπτέμβρη 1848. Το σχέδιο της εξέγερσης αλλά και η προετοιμασία της υποκινήθηκαν από τους, Νικόλαο Φωκά «Ρεπούμπλικα», Ιωάννη Μεταξά Ιακωβάτο, ιερέα Παΐσιο Μεταξά, Ιωάννη Τυπάλδο Δοτοράτο Καπελέτο, Μένεγο Ξυδιά κ.ά.

 Στόχος ήταν η προσωρινή διακυβέρνηση του νησιού από τους επαναστάτες, εφόσον η επιτυχής έκβαση της εξέγερσης θα κατέληγε στην αιχμαλωσία του τοποτηρητή Ντ’ Έβερτον και της φρουράς του. Οι χωρικοί και οι κάτοικοι των πόλεων, κατευθυνόμενοι προς το Αργοστόλι, κτυπήθηκαν από Άγγλους στρατιώτες και ντόπιους αστυνομικούς και είχαν τρεις νεκρούς και πολλούς τραυματίες.

 Εξέγερση άναψε και στο Ληξούρι, με μεγαλύτερη επιτυχία, λόγω του μικρότερου αριθμού αστυνομικών, αλλά και της προσχώρησης πολλών εξ αυτών στις επαναστατικές ομάδες. Οι χωρικοί κατέλαβαν τα κρατητήρια, απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους, ενώ δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τα δικαστήρια, ώστε να καταστρέψουν τα χρεώγραφα και τα ομόλογα, που τους κρατούσαν οικονομικούς δέσμιους της εξουσίας.  Οι μάχες συνεχίστηκαν στην ύπαιθρο, σε μικρότερη ένταση και έκταση, τις επόμενες μέρες. Στη διάλυση των επαναστατών βοήθησε η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων από την Κέρκυρα και την Ιθάκη.  Ο αρμοστής Σίτον ξεκίνησε τις ενέργειες εντοπισμού και τιμωρίας των πρωτεργατών του κινήματος. Από τους 58 συλληφθέντες, οι 18 κρίθηκαν ένοχοι εσχάτης προδοσίας, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και οι Ριζοσπάστες Γεράσιμος Λιβαδάς, Ιερώνυμος Τυπάλδος Πρετεντέρης, ιερέας Παΐσιος Μεταξάς, Ηλίας Ζερβός κ.ά., γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των ντόπιων αρχόντων και το αίτημα του Σίτον να επανεξεταστεί η υπόθεση.  Παρά την έλλειψη συνεκτικής οργανωτικής δομής και συντονισμού, η εξέγερση της Σκάλας ενδυνάμωσε το κίνημα στα νησιά και ενίσχυσε την αγωνιστική αυτοπεποίθηση του λαού.

 Η εξέγερση της Σκάλας

Η συγκεκριμένη επαναστατική κίνηση πραγματοποιήθηκε στο χωριό Σκάλα της Κεφαλλονιάς, τον Αύγουστο του 1849. Πρωτοστάτησαν ο Θεόδωρος Βλάχος ή «καπετάν Θοδωράκης», ο ιερέας Γρηγόρης Ζαπάντης-Νοδάρος (γνωστός ως «παπα-ληστής») και ο Αναστάσιος Λαμπρινάτος-Μπομποτής.

 Η κλιμάκωση των εχθροπραξιών ξεκίνησε με αφορμή τον φόνο του Άγγλου δασονόμου Πάρκερ από τον Θοδωρή Βλάχο. Ενώ η Προστασία αναζητούσε τους υπόπτους, οι πρωτεργάτες της εξέγερσης ξεσήκωναν τον λαό στα χωριά και συγκέντρωναν πολεμοφόδια. Οι κινήσεις αυτές θορύβησαν την κυβέρνηση και την αστυνομία και ενισχύσεις στάλθηκαν στα χωριά της νοτίου Κεφαλλονιάς. Στις 15 Αυγούστου ξεσηκώνεται η Σκάλα (όπου οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν τον αστυνομικό σταθμό) και, τις επόμενες ημέρες, οπλισμένοι χωρικοί γενικεύουν την εξέγερση στα υπόλοιπα χωριά. Η οργή τους στρέφεται εναντίον των γαιοκτημόνων που θεωρούνται συνεργάτες των αγγλικών Αρχών και προδότες. Παράλληλα, τα γεγονότα αυτά ήταν και μια ευκαιρία να εκδικηθούν τους άρχοντες, από τους οποίους ο λαός ένιωθε οικονομικά και κοινωνικά καταπιεσμένος.

 Τελικός στόχος ήταν η κατάληψη του Αργοστολίου, στο οποίο κατευθύνονταν οι επαναστάτες με τον παπά-ληστή να οδηγεί το πλήθος, κρατώντας την ελληνική σημαία και τον σταυρό.  Ο κίνδυνος να εξαπλωθεί η εξέγερση σ’ όλο το νησί αύξησε την κινητοποίηση των Αρχών. Οι υπέρτερες αγγλικές και ντόπιες δυνάμεις διασκορπίζουν τους επαναστάτες και κηρύσσουν στρατιωτικό νόμο στο νησί.

 Ο Μπομποτής παραδίδεται στις Αρχές και υποδεικνύει ως υποκινητές του κινήματος τους, Γερ. Πρετεντέρη, Φωκά «Ρεπούμπλικα», Άγγελο Λιβαδά, Σδρίνια κ.ά. Τα μέτρα καταστολής ήταν σκληρά και βίαια. Κατέφθασε αγγλική ναυτική δύναμη από τη Μάλτα (13.000 άντρες), ενώ ο μητροπολίτης Σπυρίδων Κοντομίχαλος, συνεργάτης της Προστασίας, αφορίζει τον παπά Ζαπάντη-Νοδάρο. Ο Θοδωρής Βλάχος και ο παπα-ληστής απαγχονίζονται, ενώ ο Μπομποτής καταδικάζεται σε ισόβια. Οι Αρχές «φωτογραφίζουν» ως θεωρητικούς υποκινητές –εκτός των προαναφερομένων– και τους Ηλία Ζερβό, Γεράσιμο Λιβαδά, Μομφερράτο, Άγγελο Λιβαδά κ.ά.

 Οι αδυναμίες, οι αντιφατικότητες του κινήματος και της οργάνωσής του, ή η διαπλοκή προσωπικών αντεκδικήσεων είναι υπαρκτές και αντιστοιχούν σε αυτές του κινήματος του Σταυρού. Η πραγματικότητα αυτή δεν συσκοτίζει όμως την ταξική, πολιτική και εθνική φύση της εξέγερσης, η οποία υπήρξε συνέπεια της ασφυκτικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης που ασκούσε η αποικιοκρατία και η ντόπια ολιγαρχία. Ο Ηλίας Ζερβός επιβεβαιώνει την ταξική προέλευση των εξεγέρσεων 1848-49, ενώ ενδεικτικά για το πατριωτικό τους ύφος είναι τόσο ο όρκος των επαναστατών (βλ.: κεφ 5: Ύμνοι, άσματα, λόγια), όσο και τα συνθήματά τους: «Ζήτω η ελευθερία και η πατρίς», «Βάλε και συ το στήθος σου για την πατρίδα»κ.ά.

Δημήτρης Γιαννάτος

Άρδην τ. 68

* * *