Μυθικό Παρελθόν

Η Κέρκυρα ταυτίζεται από τους περισσότερους αρχαιολόγους με το μυθικό νησί των Φαιάκων. Εδώ ο Όμηρος τοποθέτησε, σύμφωνα με αυτούς που δέχονται την ταύτιση της Σχερίας με την Κέρκυρα, τον προτελευταίο σταθμό που ναυαγός έφθασε ο πολυμήχανος Οδυσσέας. Οι αρχαίοι Κερκυραίοι επαίρονταν για το ότι κατάγονταν από τους μυθικούς Φαίακες, την Ναυσικά και τον βασιλιά Αλκίνοο, σε σημείο που ονόμασαν το πολεμικό τους λιμάνι, “Λιμήν Αλκινόου”. Μέχρι σήμερα, παρόλες τις προσπάθειες σπουδαίων αρχαιολόγων όπως ο Dorpfeld και ο Bulle, δε βρέθηκε το ανάκτορο του Αλκινόου και η Μυκηναϊκή Σχερία, παρότι βρέθηκαν στη δυτική παραλία του νησιού Μυκηναϊκές εγκαταστάσεις.
Στους Φαίακες αναφέρεται και ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά, όπου ο Ιάσονας και οι Αργοναύτες βρήκαν καταφύγιο στο νησί του Αλκινόου και της Αρήτης. Εκεί, στη σπηλιά της Μάκριδας, έγιναν οι γάμοι του Ιάσονα και της Μήδειας.
Η μυθολογία παρέδωσε στους νεότερους Κερκυραίους το σημερινό έμβλημα της πόλης. Η “Απήδαλος Ναυς” εξακολουθεί να παραμένει σύμβολο της ναυτικής δεξιοτεχνίας των Φαιάκων.
Εκτός από το Ομηρικό όνομα Σχερία στις φιλολογικές πηγές συναντάμε και διάφορες άλλες ονομασίες, όπως Δρεπάνη ή Άρπη, Μάκρη, Κασσωπαία, Άργος, Κεραυνία, Φαιακία, Κόρκυρα ή Κέρκυρα (Δωρικά), Γοργώ ή Γοργύρα και πολύ αργότερα τα μεσαιωνικά ονόματα Κορυφώ ή Κορφοί, εξ΄ αιτίας των δύο χαρακτηριστικών κορυφαίων βράχων του Παλαιού Φρουρίου της Κέρκυρας.

Β΄ Αρχαίοι Χρόνοι

 
Το νησί της Κέρκυρας κατοικήθηκε ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή. Τότε η Κέρκυρα αποτελούσε συνέχεια της οροσειράς της Πίνδου και ήταν ενωμένη με την απέναντι Ηπειρωτική ακτή. Εξακριβωμένη είναι η ανθρώπινη παρουσία στο νησί και κατά την Νεολιθική Περίοδο και την Εποχή του Χαλκού.
Η ιδιαίτερα σημαντική γεωγραφική θέση της Κέρκυρας (καλώς παράπλου κείται, Θουκυδ. Ι, 36) στο δρόμο για τις ακτές της Αδριατικής και της Ιταλίας προκάλεσε το ενδιαφέρον των Ερετριέων γύρω στο 750 π.Χ., όπως μας πληροφορούν οι Διόδωρος ο Σικελιώτης, Στράβων και Πλούταρχος.
Την Ευβοϊκή αποικία κατέλυσε το 734 π.Χ. ομάδα Κορινθίων με αρχηγό τον Χερσικράτη από το αριστοκρατικό γένος των Βακχιδών, απογόνων του Ηρακλή. Το νησί ονομάζεται, δωρικά, Κόρκυρα και επικρατεί η Δωρική γραφή.
Η νέα Κορινθιακή αποικία, που ονομάστηκε Χερσούπολη, θα αναπτυχθεί λίγο νοτιότερα από την σημερινή πόλη, στην χερσόνησο της Παλαιόπολης, μεταφέροντας συνήθειες, λατρεία και πολίτευμα από την μητρόπολη. Οι ευνοϊκές προϋποθέσεις για αυτόνομη ανάπτυξη της αποικίας ανέδειξαν την Κέρκυρα σε μεγάλη εμπορική και ναυτική δύναμη του Ελληνικού κόσμου. Απέκτησε ισχυρό πολεμικό στόλο και δική της αποικία: την Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο) και έφτασε ν΄ ανταγωνίζεται στο εμπόριο την Κόρινθο που γρήγορα οδήγησε της δύο πόλεις σε σύγκρουση.
Η αρχαιότερη ναυμαχία μεταξύ Ελλήνων, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, συνέβη το 664 π.Χ. μεταξύ Κορίνθου και Κερκύρας, στην οποία υπερίσχυσε η Κέρκυρα.
Την περίοδο αυτή με την επίδραση των Κορινθίων καλλιτεχνών, έγιναν λαμπρά έργα όπως το ταφικό μνημείο του Μενεκράτους, ο ναός Καρδακίου, και οι ναοί της Ήρας και της Αρτέμιδος με το περίφημο γλυπτό αέτωμα της Γοργούς. Το αέτωμα εκτίθεται στο αρχαιλολογικό μουσείο της πόλης και είναι το παλαιότερο λίθινο αέτωμα που έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα.
Μετά τον θάνατο του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου (585 π.Χ.) η πόλη αποκτά και πάλι την ανεξαρτησία της από την μητρόπολη Κόρινθο και την παλιά της δύναμη. Όντας ισχυρή ναυτική δύναμη διαθέτει 60 τριήρεις για την αντιμετώπιση των Περσών. Την εποχή αυτή κόβει και το πρώτο δικό της νόμισμα.
Η εμπλοκή της Κέρκυρας στον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.) που ξεσπά με αφορμή την εθελούσια προσχώρηση της αποικίας της Επιδάμνου στην Κόρινθο και η επακόλουθη εμφύλια διαμάχη αριστοκρατικών και δημοκρατικών (οπαδών αντίστοιχα της Κορίνθου-Σπάρτης και της Αθήνας) έχουν σαν αποτέλεσμα την σταδιακή αποδυνάμωση του νησιού, την εμπλοκή του σε σοβαρές πολεμικές συγκρούσεις και την τελική κατάπτωση και παρακμή.
Μετά από διάφορες επιδρομές και επικυριαρχίες η Κέρκυρα το 229 π.Χ. εξαναγκάζεται να ζητήσει την προστασία των Ρωμαίων, στους οποίους και υποτάσσεται με την θέλησή της, προκειμένου να προστατευθεί από τους Ιλλυριούς πειρατές. Στη Ρωμαϊκή κυριαρχία μένει για πέντε αιώνες (337 μ.Χ.)
Το νησί χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους ως ναυτική βάση και ορμητήριο για εκστρατείες στην υπόλοιπη Ελλάδα και Ανατολή. Παρόλα αυτά, το 31 π.Χ. παραμονές της ναυμαχίας στο Άκτιο, ο Αγρίππας, σύμμαχος του Οκταβιανού, θα καταστρέψει την πόλη ολόκληρη, επειδή οι Κερκυραίοι είχαν συμμαχήσει με τον Αντώνιο.
Οι Ρωμαίοι παραχώρησαν αργότερα ορισμένα προνόμια στην Κέρκυρα σε αναγνώριση των υπηρεσιών που παρείχε στο ρωμαϊκό στόλο. Διατήρησε σχετική αυτονομία με δικούς της νόμους και δικό της νόμισμα. Την εποχή αυτή πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι αγοράζουν κτήματα και κτίζουν πολυτελείς επαύλεις σε διάφορα σημεία του νησιού. Μεταξύ των Ρωμαίων που θα επισκεφτούν την Κέρκυρα είναι ο ρήτορας και πολιτικός Κικέρων, οι αυτοκράτορες Βεσπασιανός, Αντωνίνος Πίος, Σεπτίμιος Σεβήρος και ο Νέρων, που τραγούδησε μάλιστα μπροστά στο βωμό του Κασσίου Διός στην Κασσιώπη (πόλη με μεγάλη ακμή αυτήν την εποχή).
Οι Ρωμαίοι φρόντισαν για την υδροδότηση της αρχαίας πόλης μεταφέροντας νερό με αψιδωτό υδραγωγείο από την περιοχή της Κατακαλούς.
Το σημαντικότερο γεγονός της περιόδου αυτής, είναι ο εκχριστιανισμός της Κέρκυρας από τους μαθητές του Αποστόλου Παύλου, Ιάσονα και Σωσίπατρο, που πραγματοποιήθηκε στο β’ μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα. Μεταξύ των χριστιανών που μαρτυρούν στο νησί είναι η νεαρή Κερκύρα, κόρη του Ρωμαίου ανθύπατου, που η Χριστιανική Εκκλησία μετέπειτα ανακήρυξε σε Αγία. Στους επόμενους δύο αιώνες ο Χριστιανισμός επικρατεί πλήρως στο νησί και η Εκκλησία της Κέρκυρας, ήδη σε ακμή, μετέχει με τον επίσκοπό της Απολλόδωρο στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της Βιθυνίας το 325 μ.Χ.

Γ΄ Μέσοι Χρόνοι


Με την διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ. σε δύο τμήματα, ανατολικό και δυτικό, η Κέρκυρα περιέρχεται στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και ακολουθεί την τύχη και τις περιπέτειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1204, οπότε καταλύθηκε από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας. Κατά τις αρχές του Μεσαίωνα στην αρχαία πόλη πλάι στα αρχαία τεμένη χτίζονται τα πρώτα ιερά της νέας θρησκείας. Οι ήρεμοι ρυθμοί της αρχαίας ζωής διακόπτονται το 455 μ.Χ. από τις Βανδαλικές επιδρομές. Μέχρι τον 11ο αιώνα Ούννοι, Βάνδαλοι, Γότθοι και Άραβες απειλούν και λεηλατούν την Κέρκυρα. Η αντίδραση της Κωνσταντινούπολης για το δυτικό αυτό όριο της αυτοκρατορίας δεν ήταν πάντα άμεση. Επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού το 534 μ.Χ. ο στρατηγός του Βυζαντίου Βελισσάριος ναυλοχεί στην Κέρκυρα πηγαίνοντας εκστρατεία στην Ιταλία.
Καθοριστικής σημασίας όμως για την μετέπειτα ζωή της πόλης υπήρξε η κατάληψη και λεηλασία του νησιού από τον βασιλιά των Ερούλων Γότθων Τοτίλα το 551 μ.Χ. Τότε ερειπώθηκε η Χερσούπολη και οι κάτοικοί της άρχισαν σταδιακά να την εγκαταλείπουν και δημιούργησαν μια άλλη, βορειότερα σε θέση εκ φύσεως πιο οχυρή, ανάμεσα στους βράχους της κοντινής δίκορφης χερσονήσου, η οποία σταδιακά οχυρώνεται και απ΄ όπου προέρχεται το μεσαιωνικό όνομα Κορυφώ ή Κορφοί.
Κατά το μοίρασμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε ‘θέματα’, αρχικά η Κέρκυρα συμπεριλήφθηκε στο ‘θέμα’ της Νικοπόλεως, αλλά από τον 8ο αιώνα αποτελεί επαρχία του ναυτικού ‘θέματος’ Κεφαλληνίας.
Κατά τα επόμενα χρόνια οι Σλάβοι πραγματοποιούν καταστροφικές επιδρομές. Η Κέρκυρα δέχθηκε τότε επανειλημμένες επιθέσεις σε μια εκ των οποίων το 933 μ.Χ. ο Μητροπολίτης Αρσένιος επικεφαλής της τοπικής Εκκλησίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των εχθρών. Όταν το 953 μ.Χ. εκοιμήθη, η ανακήρυξή του σε Άγιο και προστάτη του νησιού φανερώνει τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισε η Κέρκυρα την εποχή αυτή.
Το Βυζαντινό όνομα Κορυφώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 968 μ.Χ., όταν ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος έγραψε στην έκθεσή του: ‘ ad Coryphus parvenimus’ (φθάσαμε στην Κορυφώ). Κατά την εποχή αυτή, που στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει η Μακεδονική Δυναστεία, η Κέρκυρα απολαμβάνει συνθήκες σχετικής ασφάλειας. Αυτό προκύπτει από την κατασκευή εκτός των οχυρώσεων, στην Παλαιόπολη, του μνημειακού ναού των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου κατά τα τέλη του 10ου αιώνα.
Η ειρηνική αυτή εποχή λήγει οριστικά με την πρώτη εκδήλωση του δυτικού επεκτατισμού. Τέσσερις φορές σε διάστημα ενός αιώνα (1081 – 1185) οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γισκάρδου, κατακτητή της Νότια Ιταλίας, θα γίνουν κύριοι του νησιού, που αποκτά πλέον ιδιαίτερη σημασία για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας. Σε μια από αυτές το 1147 μ.Χ. ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες και μόνο μετά από πολλές δυσκολίες το 1149 μ.Χ. κατάφερε να ανακαταλάβει την Κορυφώ, ‘πόλη οχυρωτάτη’ όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή. Μετά την αποχώρηση των Νορμανδών οι Αυτοκράτορες παραχώρησαν πολλά σημαντικά φορολογικά προνόμια στον κλήρο και τους κατοίκους του κάστρου (καστρινούς), αλλά ο δυτικός επεκτατισμός δεν επρόκειτο να αφήσει την Κέρκυρα σε ηρεμία.

Πρώτη Ενετοκρατία – Δεσποτάτο της Ηπείρου – Ανδηγαυοί

Με την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας και σύμφωνα με την συνθήκη του Οκτωβρίου του 1204 γνωστή ως Partitio Terrarum Imperii Romaniae, η Κέρκυρα περιέρχεται στο μερίδιο των Βενετών. Ο Βενετός ναύαρχος F. Morosini εξεδίωξε τον γενουάτη πειρατή Λέοντα Βετράνο που είχε για λίγο καταλάβει το νησί.
Οι Βενετοί στην πρώτη αυτή βραχυπρόθεσμη παρουσία τους στην Κέρκυρα (1204-1214), διαίρεσαν τη γη σε δέκα φέουδα και την μοίρασαν σε ισάριθμους συμπατριώτες τους ευγενείς.
Το 1214 το νησί περνά στην κυριαρχία του Μιχαήλ Α΄ Άγγελου Κομνηνού, Δεσπότη της Ηπείρου. Ο νέος ομόφυλος και ομόθρησκος Αυθέντης και οι διάδοχοί του, ανανεώνουν τα παλαιότερα προνόμια και ενισχύουν την άμυνα του νησιού, βελτιώνοντας τις οχυρώσεις της μεσαιωνικής πόλης. Στα δυτικά του νησιού, σύμφωνα με την παράδοση, κατασκευάζονται τα κάστρα Γαρδίκι και Αγγελόκαστρο.
Η κυριαρχία των Δεσποτών της Ηπείρου έληξε το 1258, όταν ο Δεσπότης Μιχαήλ Β΄ Δούκας παραχώρησε την Κέρκυρα ως προίκα στον γαμπρό του Μανφρέδο, Βασιλέα των Δύο Σικελιών.
Μετά την μάχη του Μπενεβέντο και σύμφωνα με την συνθήκη του Viterbo, η Κέρκυρα πέρασε στο νικητή αυτής της μάχης, τον Κάρολο Α΄ τον Ανδηγαυό και για τα επόμενα 120 περίπου χρόνια (1267-1386), βίωσε την ανδηγαυϊκή κυριαρχία.
Εξαιτίας της εξαιρετικά εχθρικής προς την Ορθοδοξία και φιλοπαπικής πολιτικής των Ανδηγαυών πριγκίπων (Ανζού), που βασιλεύουν στην Νάπολη, η Εκκλησία της Κέρκυρας την εποχή αυτή γνώρισε τις πρώτες ταπεινώσεις. Οι κατακτητές κατήργησαν αμέσως το αξίωμα του Ορθοδόξου Μητροπολίτη και τον αντικατέστησαν με κατώτερο ιεράρχη τον Μεγάλο Πρωτόπαπα, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα να χειροτονεί ιερείς. Τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κέρκυρας τον μεταβίβασαν σε Λατίνο κληρικό, αδιαφορώντας για το μικρό ποσοστό εκπροσώπησης του λατινικού δόγματος στο σύνολο του πληθυσμού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχασε τις προσόδους της από τις εκκλησιαστικές γαίες, οι οποίες περιήλθαν στην Λατινική. Ο τότε λαμπρότερος ναός της μεσαιωνικής πόλης του 10ου αιώνα, η μητρόπολη αφιερωμένη στους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, όπου φυλάσσονταν τα οστά των Αγίων Αρσενίου, Ιάσονα και Σωσιπάτρου, μετατράπηκε σε μητροπολιτικό ναό των Λατίνων. Οι περισσότερες από τις Ορθόδοξες εκκλησίες έγιναν Καθολικές.
Η επιζήτηση ασφαλέστερης διαμονής την εποχή αυτή, είχε σαν αποτέλεσμα την συσσώρευση όλο και περισσότερων κατοίκων στην οχυρωμένη πόλη γύρω από τις κορυφές του κάστρου. Όσοι περίσσευαν άρχισαν να εγκαθίστανται κοντά σε αυτήν, έξω από τα τείχη και έτσι άρχισε να δημιουργείται το μπόργκο (el borgo, emporio) ή ξώπολι, που τα επόμενα χρόνια δέχεται ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό κατοίκων για να αντικαταστήσει στο τέλος τη μεσαιωνική πόλη.
Παρότι, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, την εποχή αυτή κατασκευάζεται στο Παλαιό Φρούριο ο πύργος της Ξηράς, σφραγίδα των Ανδηγαυών κατακτητών δεν εμφανίζεται καθόλου στην αρχιτεκτονική του νησιού. Από αυτούς η Κέρκυρα κράτησε μια τιμαριωτική οργάνωση, που έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση του αριστοκρατικού χαρακτήρα της κοινωνίας της και αργότερα έγινε το στήριγμα της Βενετοκρατίας.

Δεύτερη Ενετοκρατία

Στο β΄ μισό του 14ου αιώνα το πολιτικοστρατιωτικό τοπίο στην ανατολική Μεσόγειο μοιάζει ζοφερό. Οι Ανδηγαυοί της Νότιας Ιταλίας, ευρισκόμενοι σε βαθιά δυναστική κρίση, δεν ενδιαφέρονται πλέον για την ανακατάληψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και έτσι η κατοχή της Κέρκυρας, που θα χρησίμευε ως βάση, δεν έχει πια ιδιαίτερο νόημα. Από τον παλιό Βαλκανικό και Βυζαντινό κόσμο η Κέρκυρα δεν μπορούσε πια να ελπίζει σε τίποτα. Στα Βαλκάνια έχει αρχίσει να απλώνεται η Οθωμανική καταιγίδα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταρρέει και αναζητά στηρίγματα στον Πάπα και τους Δυτικούς ηγεμόνες, που όμως έχουν εμπλακεί στον Εκατονταετή Πόλεμο.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σωθεί η Πόλη συνέρχεται το 1438 πρώτα στη Φερράρα και μετά στη Φλωρεντία η Σύνοδος που αποφασίζει την Ένωση των Εκκλησιών. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος πηγαίνοντας για τη Σύνοδο αυτή μαζί με την εκλεκτή ακολουθία του (Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων, Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, Γεώργιος Σχολάριος, Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος Ευγενικός), θα περάσει από την Κέρκυρα και θα εκκλησιαστεί στον Άγιο Αντώνιο, όπου θα χοροστατήσει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄.
Οι Κερκυραίοι αντιλαμβανόμενοι ότι δεν είχαν τίποτε πλέον να περιμένουν από το Βυζάντιο, αναζητώντας έναν ισχυρό προστάτη, στράφηκαν στη Βενετία.
Τόπος που εκτιμήθηκε όσο κανένας άλλος από την Σύγκλητο και το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας, η Κέρκυρα θεωρήθηκε από πολύ νωρίς κλειδί για τα θαλάσσια συμφέροντα της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, που είχε κάθε λόγο αλλά και τις δυνάμεις να ελέγχει τις διαδρομές Βενετία – Κωνσταντινούπολη.
Στα τέλη του 14ου αιώνα το αναθερμασμένο ενδιαφέρον της Βενετίας για το νησί επιδιώκει και πετυχαίνει να δημιουργηθεί μια φιλοβενετική κίνηση στις τάξεις των αρχόντων, με αποτέλεσμα να αποσταλούν τον Μάϊο του 1386 πέντε εκλεγμένοι πληρεξούσιοι του Κερκυραϊκού Συμβουλίου στη Βενετία για να ζητήσουν την έγκριση της Συγκλήτου στην οικειοθελή υποταγή της Κέρκυρας και να δώσουν τον όρκο πίστης, υπό τον όρο να υπερασπίζεται αιωνίως την πόλη και το νησί.
Οι Βενετικές δυνάμεις με επικεφαλής τον Ιωάννη Μιάνι, Καπιτάνο του Κόλπου, καταλαμβάνουν το νησί και η παραχώρηση του χρυσόβουλου τον Ιανουάριο του 1387 επιβεβαιώνει όλα τα προγενέστερα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί και ρυθμίζει τις σχέσεις του νησιού με την Γαληνοτάτη Δημοκρατία διασφαλίζοντας ως αντάλλαγμα την πιστότητα και την αφοσίωση των νέων υπηκόων στη μόνη δημοκρατία του καιρού της, όπως ήθελε να αυτοαποκαλείται η βενετική ολιγαρχία.
Αργότερα, το 1402, η Βενετική Σύγκλητος αγόρασε από το Βασίλειο της Νεαπόλεως αντί 30.000 χρυσών δουκάτων την Κέρκυρα, εδραιώνοντας και επίσημα την κατοχή του νησιού, που κράτησε 411 χρόνια, 11 μήνες και 11 μέρες.
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ενετοκρατίας, που υπήρξε η μακροβιότερη ξένη κατοχή του νησιού, συντελέστηκαν σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς.

Διοίκηση

Η Κέρκυρα παραχώρησε στη Βενετία την ανώτατη διοίκηση αλλά διατήρησε τους εσωτερικούς της θεσμούς. Την Ενετική διοίκηση ασκούσε ο Βαΐλος μόνος του μέχρι το 1420 και αργότερα πλαισιωνόταν από δύο παρέδρους για τις πολιτικές και ποινικές δίκες και έναν τρίτο τον Προνοητή Καπετάνο, διοικητή της φρουράς και δικαστή για υποθέσεις του Δημοσίου Ταμείου και Τιμαρίων. Η φύλαξη των φρουρίων ανατέθηκε σε δύο άλλους Ενετούς (αρχηγός και φρούραρχος). Στις αρχές του 16ου αιώνα εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα ο Γενικός Προνοητής Θαλάσσης ή Ανατολής (Proveditor General del Levante). Την Ενετική διοίκηση την αποτελούσαν πάντοτε ευγενείς σταλμένοι από το Συμβούλιο της Γαληνοτάτης, εκλεγμένοι για μικρό χρονικό διάστημα (ένα έως δύο χρόνια, εκτός του Γενικού Προνοητή που είχε τριετή θητεία), ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος να παραμείνει στο νησί μια ισχυρή προσωπικότητα που θα μπορούσε να βλάψει τα συμφέροντα της Βενετίας.
Την εγχώρια διοίκηση ασκούσε η Γενική Συνέλευση αποτελούμενη από εξέχοντες Έλληνες και Ιταλούς πολίτες. Με τον καιρό η τάξη αυτή μετεξελίχθηκε σε κλειστή τάξη ευγενών με αυστηρούς κανονισμούς στην οποία η είσοδος νέων μελών γινόταν έπειτα από λεπτομερή εξέταση των προσόντων των υποψηφίων. Το 1572 καταγράφηκαν 112 οικογένειες, που απάρτιζαν το σώμα των ευγενών, στη λεγόμενη Χρυσή Βίβλο (Libro d’ Oro). Μέρος της Γενικής Συνέλευσης σχημάτισε το Συμβούλιο της Πόλεως, που απαρτιζόταν αρχικά από 70 και αργότερα από 150 άτομα, με καθήκοντα διορισμού κρατικών λειτουργών για μονοετή θητεία όπως δικαστών, πρεσβευτών στο Δόγη, προβλεπτών επί του υγειονομικού κ.α.

Οικονομία

Η μακρόχρονη ειρηνική περίοδος που εξασφάλισε για την Κέρκυρα η κυριαρχία της Βενετίας, συνετέλεσε στην αξιοποίηση του παραγωγικού πλούτου του εύφορου νησιού και συγκριτικά με τις συνθήκες της υπόλοιπης Ελλάδας, η θέση των κατοίκων ήταν προνομιακή γιατί τους δόθηκε η ευκαιρία να εργασθούν και να αποκτήσουν μια σχετική ευημερία.
nbsp; Η Βενετία ενδιαφέρθηκε για την αλιεία και τη βιοτεχνία, αλλά ιδιαίτερα για τη γεωργία. Προστατεύτηκε το εμπόριο, ενθαρρύνθηκαν νέες εγκαταστάσεις στο νησί, κατασκευάστηκε νέο λιμάνι στο Μανδράκι, ιδρύθηκε ενεχυροδανειστήριο και αναδιαρθρώθηκαν οι αμυντικές οχυρώσεις στη μεσαιωνική πόλη.
Μετά την Τουρκική πολιορκία του 1537, όπου ξεριζώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του κερκυραϊκού αμπελώνα, οι βενετοί επιδότησαν την ελαιοκαλλιέργεια. Επίσης σημαντικό όφελος για τη διοίκηση προερχόταν από την ενοικίαση δημοσίων κτημάτων, το μονοπώλιο των αλυκών του νησιού (Λευκίμμης και Ποταμού) και το διαμετακομιστικό εμπόριο. Η μεσαία κυρίως τάξη ωφελήθηκε και αναπτύχθηκε οικονομικά και είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών επαγγελμάτων, που οργανώθηκαν σε συντεχνίες, με ιδιαίτερο ταμείο για αγαθοεργίες, προστάτη άγιο και εκκλησία.

Εκπαίδευση

Τους πρώτους χρόνους της Βενετικής παρουσίας η δημόσια εκπαίδευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη όχι μόνο στο νησί, αλλά και σε όλο τον κόσμο. Σχολεία, τυπογραφία και βιβλιοθήκες δεν υπήρχαν και μόνο σε κάποια Καθολικά μοναστήρια (όπως της Αγίας Ιουστίνης στη Γαρίτσα) Καθολικοί ιερείς δίδασκαν τη Λατινική γλώσσα σε Ιταλούς και Έλληνες ευγενείς, ενώ το επίπεδο της εκπαίδευσης για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα υπήρξε υποτυπώδες.
Στα μέσα του 16ου αιώνα οι Κερκυραίοι ζήτησαν από τους ενετούς να διορίσουν δάσκαλο για τη διδασκαλία της Ελληνικής και Λατινικής γλώσσας σε ελληνόπουλα. Αργότερα η οικονομική ανάπτυξη επέτρεψε μια πιο εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση με αποτέλεσμα να ιδρυθούν στο νησί εκπαιδευτικές εστίες και Ακαδημίες (Ευκάρπων, Εξασφαλισμένων, Περιπλανωμένων) και να αναδειχθούν σημαντικές μορφές του Ελληνικού Διαφωτισμού όπως οι λόγιοι Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος Θεοτόκης.
Η Βενετία δεν απαγόρευσε τη δημιουργία Φροντιστηρίων στη μητρόπολη, όπως του κερκυραίου Θωμά Φλαγγίνη, που σπούδαζαν άποροι Κερκυραίοι και Κύπριοι. Απόφοιτοι του Φλαγγίνιου είχαν το δικαίωμα να εγγραφούν στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας και άλλων Ιταλικών πόλεων. Η επαφή αυτή με τα μεγάλα πνευματικά κινήματα της εποχής δημιούργησε τους πρώτους πυρήνες που οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση του Επτανησιακού πολιτισμού.

Εκκλησία

Κεφαλή της Εκκλησίας της Κέρκυρας ήταν ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο και κάθε μέσο να επιβάλει τον καθολικισμό στο νησί, φοβούμενος -δικαίως- την απορρόφηση του Λατινικού στοιχείου από τους Ορθοδόξους. Παρότι η Βενετία επικύρωσε εξ αρχής τα παλαιά προνόμια που αφορούσαν τον ορθόδοξο κλήρο της Κέρκυρας, τις πρώτες δεκαετίες της κυριαρχίας της, λόγω των συμμαχικών της δεσμών με τις παπικές δυνάμεις, υπήρξε ανεκτική στην προσπάθεια της Λατινικής Εκκλησίας να αλώσει τις συνειδήσεις των ορθοδόξων. Όταν οι Βενετοί διαπίστωσαν τη σύγκρουση των συμφερόντων τους με τον Πάπα, η στάση τους απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία αρχίζει να διαφοροποιείται και στις σχέσεις τους με την Καθολική Εκκλησία ισχύει η αρχή: “Siamo prima Veneziani e poi Cristiani” (Είμαστε πρώτα Βενετοί και ύστερα Χριστιανοί).
Οι Βενετοί το 1521 πείθουν τον ουμανιστή και φιλέλληνα Πάπα Λέοντα τον Ι΄ να εκδώσει Βούλα υπέρ της Ανατολικής Εκκλησίας και ειδικά μετά την απώλεια της Κύπρου το 1571 συνειδητοποιούν ότι θα πρέπει να επιτρέψουν στους Ορθόδοξους υπηκόους τους την ελευθερία άσκησης του δόγματός τους αν θέλουν να διατηρήσουν τις κτήσεις τους στην Ανατολή.
Παρά την αυστηρότητα των απειλούμενων ποινών ο Λατινικός κλήρος συνέχισε τις προσβολές και καταπιέσεις των Ορθοδόξων και μάλιστα με μεγαλύτερη σφοδρότητα με μοναδική εξαίρεση τον Λατινεπίσκοπο Κέρκυρας Angelo Maria Querini (1723-1727), ευγενή Βενετό, ελληνομαθή, διακεκριμένη μορφή στα ευρωπαϊκά γράμματα του 18ου αιώνα, που άφησε φήμη αγαθή συγκρινόμενος με τους προκατόχους του και τους διαδόχους του (Α. Τσίτσας, Βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, σελ. 18).
Επικεφαλής της Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν ένας απλός πρωθιερέας με τον τίτλο του Πρωτοπαπά και είχε πενταετή θητεία. Μετά το 1555 οι εκλέκτορες του ήταν μέλη του Συμβουλίου της Πόλεως και του κλήρου, και στις δημόσιες εκδηλώσεις του πλαισιώνονταν από το Ιερόν Τάγμα των ιερέων της πόλεως. (Το Ιερόν Τάγμα, τα προνόμια του οποίου επικυρώθηκαν από τους Ενετούς, μετά το 1474 αριθμούσε 20 μέλη και παρουσίαζε ομοιότητες με τα ιπποτικά στρατιωτικά τάγματα του μεσαίωνα.)
Ο Πρωτόπαπας είχε δικαιοδοσία στο σύνολο των ιερέων και μοναχών της πόλεως και της υπαίθρου, σε υποθέσεις γάμων, διαζυγίων, εποπτείας ναών κ.α. Εξαρτιόταν πνευματικά από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά διοικητικά ήταν υποχρεωμένος να υπακούει στο Δόγη.
Ο Λατινικός κλήρος, αν και είχε υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης, δεν κατόρθωσε να αλλοτριώσει τις ψυχές των ορθοδόξων, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στην Ανατολική Εκκλησία και το δόγμα της, με επίκεντρο το ιερό σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος, που μεταφέρθηκε στη νησί μαζί με το λείψανο της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας στα τέλη του 15ου αιώνα. Το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα εναποτέθηκε σε λαμπρό ναό που κτίστηκε το 1590 και στον άγιο οι κερκυραίοι ανέθεσαν την προστασία του νησιού από απειλές επιδημιών, λιμών και οθωμανικών όπλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Άγιος Σπυρίδων κατά τον εορτασμό της μνήμης του και στις λιτανείες που τελούνταν τέσσερις φορές τον χρόνο, σε ανάμνηση ισάριθμων θαυμάτων, κατάφερνε να συνενώνει όλους τους πιστούς του νησιού, παρακάμπτοντας ακόμη και τις δογματικές διαφορές.
Παρά τις λατρευτικές διαφορές των δύο δογμάτων, οι Βενετοί, για λόγους σκοπιμότητας, καθιέρωσαν μικτές τελετές με τη συμμετοχή λατινικού και ορθοδόξου κλήρου επ΄ ευκαιρία θρησκευτικών ή άλλων εορτών με πολιτικό περιεχόμενο.

Οχυρώσεις

Οι βυζαντινές οχυρώσεις,παρότι ισχυρές και ενισχυμένες από τους Δεσπότες της Ηπείρου, τους Ανδηγαυούς και αργότερα τους Βενετούς, δεν μπόρεσαν να έχουν την ίδια αποτελεσματικότητα τον 15ο αιώνα, εποχή ανάπτυξης του πυροβολικού.
Η αντιμετώπιση Γενουατών και Οθωμανών, που κατά τον 14ο αιώνα έκαναν συχνές επιδρομές, απαιτούσε νέο πνεύμα και παρακολούθηση των εξελίξεων της οχυρωματικής τέχνης. Τότε εγκαταλείφθηκε το Αγγελόκαστρο και το φρούριο της Κασσιώπης και τα έργα εστιάστηκαν στη μεσαιωνική πόλη.
Τα οχυρωματικά έργα άρχισαν το 1402 με την κατασκευή λιμανιού στο Μανδράκι, τη διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου, την αλλαγή της βυζαντινής περιτείχισης με νέα στην περίμετρο της χερσονήσου, και γύρω από τις δύο κορυφές της πόλης. Οι δύο ακροπόλεις εφοδιάζονται με πυροβόλα όπλα (δύο μεγάλες μπομπάρδες), ήδη δέκα χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι ψηλότεροι αμυντικοί πύργοι στις κορυφές των δύο βράχων και κάθε άλλη προεξοχή που θα μπορούσε να χρησιμεύει σαν στίγμα για το πυροβολικό του εχθρού, γκρεμίζονταν.
Με τον Τουρκικό επεκτατισμό στο απόγειό του, έγινε το 1537 η καταστροφική επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα που είχε σαν αποτέλεσμα το ξεχέρσωμα των καλλιεργειών του νησιού και τον αφανισμό του πληθυσμού της υπαίθρου (περίπου 20.000 Κερκυραίοι πουλήθηκαν ως δούλοι στην Κωνσταντινούπολη). Παρότι το αμυντικό σύστημα της πόλης άντεξε, εκδηλώθηκαν παράπονα για το ρόλο του προστάτη που είχε αναλάβει η Βενετία και με τον Τουρκικό κίνδυνο πάντοτε προ των πυλών, τη συμπλήρωση των οχυρώσεων στη δυτική πλευρά του Παλαιού Φρουρίου ανέλαβε ο αρχιτέκτονας Michele Sanmicheli, ο οποίος κατασκεύασε το 1557 δύο πενταγωνικούς προμαχώνες στο σημείο αυτό (Savorgnan και Martinego), καθιστώντας αδιαμφισβήτητα την Κέρκυρα αποδέκτη της εφαρμογής των νέων θεωριών της στρατηγικής αρχιτεκτονικής.
Το αίτημα της αποτελεσματικότερης προστασίας επανέρχεται επιτακτικότερο μετά τη δεύτερη Τουρκική πολιορκία το 1571 όπου ενώ οι κυρίαρχοι παρέμειναν ασφαλείς πίσω από τα τείχη του Παλαιού Φρουρίου, στο μπόργο (προάστιο) κάηκαν σπίτια, εκκλησίες και δημόσια κτίρια και σφαγιάστηκε ο απλός λαός
Τότε καταστρώθηκε νέο αμυντικό σχέδιο που υλοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1576-1588, βάσει των αρχικών υποδείξεων του Michele Sanmicheli και σχεδιασμό του Ferante Vitelli. Κατασκευάστηκε νέο φρούριο στο λόφο του Αγίου Μάρκου, διαπλατύνθηκε ο χώρος εμπρός από το Παλαιό Φρούριο (Σπιανάδα) και περιτειχίστηκε το ξώπολι (αφού πρώτα γκρεμίστηκαν πολλά κτίσματα που εμπόδιζαν) με τείχος που κατέληξε στο Νέο Φρούριο και περιλάμβανε στη δυτική πλευρά του ισχυρότατα αμυντικά συστήματα (προμαχώνας Ραϊμόνδου, πλατφόρμα Αγίου Αθανασίου, προμαχώνας Σαραντάρη). Τέσσερις κύριες πύλες κατασκευάστηκαν για να εξυπηρετούν τους κάτοικους της πόλης – Porta Reale ,Porta Raymonda, Πύλη Σπηλιάς, Πύλη Αγίου Νικολάου – και κάποιες άλλες για στρατιωτική χρήση – Porta Otturata – Porta stopa al Tenedo. Νέες οικοδομές κατασκευάστηκαν μέσα στον περιτειχισμένο χώρο και οργανώθηκαν σύμφωνα με τις πολεοδομικές αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε στην ίδρυση και ανάπτυξη πόλεων στην Ιταλία.
Η αμυντική οχύρωση συμπληρώθηκε κατά τον 17ο αιώνα με σχέδια του μηχανικού F. Verneda και ένα δεύτερο τείχος προστέθηκε εξωτερικά της δυτικής πλευράς του πρώτου.
Τα έργα όμως δεν τελείωσαν τότε. Το 1716 νέα Τουρκική επίθεση αποκρούεται χάρη στο αποτελεσματικό σχέδιο άμυνας που εφάρμοσε ο διοικητής των Βενετικών δυνάμεων στο νησί κόμης Johann Mattias Von Schulenburg. Μετά τη λήξη της πολιορκίας ο στρατάρχης, στον οποίον στήθηκε άγαλμα για να θυμίζει την ουσιαστική συμβολή του στην απομάκρυνση των Τουρκικών στρατευμάτων, εγκαινιάζει την τελευταία φάση των οχυρωματικών παρεμβάσεων που διήρκεσε 10 χρόνια. Οχυρώνονται οι λόφοι Αβράμη και Αγίου Σωτήρος, κατασκευάζεται μικρό οχυρό στο προάστιο Σαν Ρόκκο και ενισχύεται η άμυνα του λιμανιού και του απέναντι νησιού Βίδο.

Πρώτη Γαλλική Κατοχή (Γάλλοι Δημοκρατικοί)

Το τέλος του 18ου αιώνα βρίσκει την Ευρώπη στα όπλα και η ιστορία της Κέρκυρας δεν μπορεί να απομονωθεί από το διεθνές πλαίσιο και τις ισορροπίες που επιδιώκουν οι ξένες δυνάμεις στην περιοχή του Ιονίου.
Η Βενετική Δημοκρατία καταλύεται το 1797 από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη και με την συνθήκη του Campo Formio τα Επτάνησα και οι Ενετικές κτήσεις στην Ήπειρο προσαρτώνται στη Γαλλία. Ο τελευταίος βενετός διοικητής του νησιού Αυρήλιος Widmann παραδίδει το νησί στους Γάλλους στρατιώτες του Ανσέλμο Ζεντιλί, που γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από τον Κερκυραϊκό λαό.
Σύμφωνα με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, που ήταν ήδη γνωστές στην Κέρκυρα, πρώτο μέλημα υπήρξε η κατάργηση του αριστοκρατικού πολιτεύματος, ο σχηματισμός δημοτικού συμβουλίου με πρόεδρο τον Σπυρίδωνα Θεοτόκη και η εφαρμογή του Γαλλικού Συντάγματος του 1795. Στην Κέρκυρα μέσα σε πανηγυρισμούς φυτεύτηκε το “δένδρο της Ελευθερίας”, κάηκε το “Libro d’ Oro” και αναρτήθηκε η Γαλλική σημαία.
Σύντομα όμως οι πανηγυρισμοί αντικαταστήθηκαν από την αμφιβολία και τη δυσφορία. Η επιβολή νέων φόρων, η εισφορά υπό τύπον “δανείου”, οι λεηλασίες και οι βεβηλώσεις εκκλησιών και θρησκευτικών συμβόλων και η διάψευση των ελπίδων για απελευθέρωση της υπόλοιπης Ελλάδος από τους Τούρκους, συντέλεσαν ώστε να υποχωρήσει ο αρχικός ενθουσιασμός των Κερκυραίων και να αντικατασταθεί από απροκάλυπτη έχθρα.
Στα θετικά αυτής της περιόδου καταλογίζεται η ίδρυση δημόσιας βιβλιοθήκης, η οργάνωση δημόσιας εκπαίδευσης, η εγκατάσταση του πρώτου σε “Ελληνικό” έδαφος τυπογραφείου, η φροντίδα για καλύτερη λειτουργία των δικαστηρίων και αστυνόμευσης, η προστασία της δημόσιας υγείας καθώς επίσης και η ευρεία χρήση της Ελληνικής γλώσσας στα δημόσια έγγραφα.

Ρωσοτούρκοι – Επτάνησος Πολιτεία

Eναντίων των επεκτατικών βλέψεων του Ναπολέοντα στην Ανατολή συστήθηκε η Ρωσοτουρκική συμμαχία η οποία, εκμεταλλευόμενη τη δυσαρέσκεια των κατοίκων των Ιονίων Νήσων για τους Γάλλους, κατέλαβε τα νησιά (1799-1807).
Το Μάρτιο του 1799 ο Ρώσος ναύαρχος Ουσακώφ, μετά από τετράμηνη πολιορκία, κατέλαβε την Κέρκυρα και ανέθεσε προσωρινά τη διακυβέρνηση του νησιού σε ομάδα ευγενών και μερικών αστών.
Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός θεωρείται η σύσταση το 1800 της Επτανήσου Πολιτείας, του πρώτου Ελληνικού Κράτους μετά το 1453, και η αναγνώρισή του ως κράτος φόρου υποτελές στο Σουλτάνο. Οι αντιπρόσωποι της Επτανήσου στην Κωνσταντινούπολη συνέταξαν Σύνταγμα, που ονομάστηκε “Βυζαντινό” και αναγνωρίστηκε από την “Πύλη”.
Η στροφή σε αριστοκρατική μορφή πολιτεύματος και ο αποκλεισμός άλλων τάξεων από την εξουσία δεν άργησε να φέρει αναταραχές. Η Γερουσία για να αντιμετωπίσει την κατάσταση έδωσε δικτατορικές εξουσίες στον πρόεδρό της Σπυρίδωνα Θεοτόκη, η κατάσταση όμως δεν μπόρεσε να ελεγχθεί αποτελεσματικά.
Το σπουδαιότερο που έγινε αυτή την περίοδο ήταν η ανασύσταση του θεσμού του Ορθοδόξου Επισκόπου της Κέρκυρας. Η De facto όμως αναγνώριση του δικαιώματος επεμβάσεως της Ρωσίας στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Επτανήσου Πολιτείας οδήγησε αναπόφευκτα στην απώλεια της αυτονομίας της και η Ρωσία, ως τελικός ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων, παραχώρησε τα Επτάνησα στον Ναπολέοντα κατά την υπογραφή της συνθήκης του Τιλσίτ το 1807.

Δεύτερη Γαλλική Κατοχή (Γάλλοι Αυτοκρατορικοί)

Τον Σεπτέμβριο του 1807 ο Ναπολέων, προ πολλού εστεμμένος αυτοκράτορας της Γαλλίας, απέστειλε τον στρατηγό Cesar Berthier ως διοικητή στην Κέρκυρα, ο οποίος κατέλυσε την Επτάνησο Πολιτεία διακηρύσσοντας ότι η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Ο Ναπολέων, λόγω της στρατηγικής θέσης της Κέρκυρας στην Αδριατική, διέταξε τον εκσυγχρονισμό των οχυρώσεών της, αναθέτοντας τη διοίκηση του νησιού στον Donzelot, με εντολή να κρατήσει την Κέρκυρα πάση θυσία. Η αμυντική διάταξη ενισχύθηκε με κατασκευές νέων οχυρών (Λαμποβίτισσα και Βίδο) και έξη περιμετρικών πυροβολείων.
Οι Γάλλοι επίσης βελτίωσαν τη ρυμοτομία και την αρχιτεκτονική της πόλης, μετέτρεψαν τη Σπιανάδα σε δενδρόφυτη πλατεία και κατασκεύασαν στη δυτική της πλευρά, σε σχέδιο του μηχανικού Lesseps, την τοξοστοιχία που είναι γνωστή με το όνομα “Λιστόν”. Στις δραστηριότητές τους οφείλεται η εισαγωγή της καλλιέργειας της πατάτας, η καθιέρωση του εμβολιασμού, και η ίδρυση Σχολής Καλών Τεχνών. Το σημαντικότερο όμως έργο τους ήταν η ίδρυση της Ιονίου Ακαδημίας (1808), του πρώτου πανεπιστημίου της Νεότερης Ελλάδος.
Το 1814 το άστρο του Ναπολέοντα βρισκόταν στη δύση του. Μετά τις πολιτικές εξελίξεις ο στρατηγός Francois-Xavier Donzelot έλαβε εντολή να παραδώσει την Κέρκυρα την οποίαν παρέλαβε ο Άγγλος στρατηγός Campell στις 26 Ιουνίου 1814. Το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 υιοθέτησε την πρόταση του εκπροσώπου της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια, που πρότεινε να αναγνωριστούν τα Επτάνησα ελεύθερα και ανεξάρτητα υπό Βρετανική προστασία.

Αγγλοκρατία

Το ιδιότυπο καθεστώς που επέβαλε η Συνθήκη των Παρισίων το 1815 στις “Ηνωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων”, κράτος ανεξάρτητο και ελεύθερο αλλά υπό ξένη προστασία, κλήθηκε να επιβάλει εκ μέρους της Μεγάλης Βρετανίας ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής Sir Thomas Maitland κόμης του Lauderdale (1816-1826). Το πρώτο Σύνταγμα που ο ίδιος συνέταξε και εφαρμόστηκε στα νησιά ήταν ανελεύθερο και σύντομα δημιούργησε αντιδράσεις.
Αντίθετα με τη Συνθήκη των Παρισίων, η Αγγλία θεώρησε τα νησιά ως αποικία και ο Ιωάννης Καποδίστριας ζήτησε την αντικατάσταση του “King Tom”, όπως σκωπτικά αποκαλούσαν τον Maitland. Το 1818 ιδρύθηκε το Τάγμα των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, το οποίο στεγάστηκε στο νεόδμητο παλάτι, που επίσης χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της Ιονίου Γερουσίας .
Η ανθελληνική στάση του Maitland κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, το ξεπούλημα της Πάργας στον Αλί-Πασά, η δήμευση περιουσιών και η εκτέλεση πατριωτών, έκαναν επιτακτική ανάγκη την αντικατάστασή του.
Το 1824 πέθανε στη Μάλτα και τον διαδέχθηκε ο αρχηγός του στρατού στα Επτάνησα, Sir Frederick Adam. Σκληρός στην αρχή, σχεδόν φιλέλληνας αργότερα, κατασκεύασε την εξοχική κατοικία των αρμοστών στο Mon Repos, φρόντισε για την οδοποιία και έλυσε οριστικά το πρόβλημα ύδρευσης της πόλης κατασκευάζοντας πρωτοποριακό για την εποχή του υδραγωγείο. Κατά τη διάρκεια της δικής του αρμοστείας επανιδρύθηκε η Ιόνιος Ακαδημία από τον Λόρδο Guilford, η οποία έπαψε να λειτουργεί μόνο μετά την ενσωμάτωση της Επτανήσου με την Ελλάδα.
Μετά τον Adam οι αρμοστές διοίκησαν τα Επτάνησα ενεργώντας πάντοτε μέσα στο πλαίσιο εξυπηρέτησης των Βρετανικών συμφερόντων και σύμφωνα με τις επιταγές της πολιτικής της εκάστοτε Αγγλικής Κυβερνήσεως με αποτέλεσμα την ολοένα αυξανόμενη δυσφορία μεγάλων μερίδων του λαού. Παρόλα αυτά επιμελήθηκαν την οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών, τη διάνοιξη αποχετευτικού συστήματος και το υγειονομικό σύστημα. Η πολεοδόμηση και επέκταση της πόλης με αυστηρούς κανόνες δόμησης συντέλεσε στην υψηλής στάθμης τεχνική κατασκευή των κτισμάτων. Μερίμνησαν για την άμυνα της πόλης με την κατασκευή ισχυρών οχυρώσεων στο Βίδο και άλλων περιμετρικών πυροβολείων, οι οποίες κατεδαφίστηκαν κατά την παράδοση των Επτανήσων στην Ελλάδα.
Στα θετικά αυτής της περιόδου συγκαταλέγεται η αναγνώριση της Ελληνικής γλώσσας ως επίσημης, η παραχώρηση αναθεωρημένου Συντάγματος το 1848, όπου επετράπη η ελευθεροτυπία, και η ίδρυση καλλιτεχνικών, φιλολογικών και οικονομικών ιδρυμάτων (Σχολή Καλών Τεχνών 1815, Αναγνωστική Εταιρία 1836, Φιλαρμονική Εταιρία 1840, Ιονική Τράπεζα 1837).
Η παρουσία του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού στην Κέρκυρα ενίσχυσε την ήδη ακμάζουσα πνευματική ζωή και απετέλεσε την βάση για τη δημιουργία της Επτανησιακής σχολής στις Τέχνες και τα Γράμματα.

Ενσωμάτωση της Κέρκυρας στην Ελλάδα

Την 21η Μαΐου 1864 και μετά από έντονες διπλωματικές διαβουλεύσεις η Κέρκυρα και τα υπόλοιπα Επτάνησα ενώνονται με την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί απόφαση του ΙΓ΄ Ιόνιου Κοινοβουλίου και επικύρωση της απόφασης από την προστάτιδα δύναμη. Την Ένωση διευκόλυνε η εκλογή στον θρόνο της Ελλάδος του φιλοβρετανού Δανού πρίγκιπα Γεωργίου Α΄ και από τότε τα Ιόνια Νησιά συμμερίζονται την τύχη της υπόλοιπης Ελλάδος.
Παρότι η συνθήκη παραχώρησης προέβλεπε για την Κέρκυρα καθεστώς “διηνεκούς ουδετερότητος” το νησί ενεπλάκη στις πολεμικές συγκρούσεις του 20ου αιώνα.
Στους απελευθερωτικούς πολέμους του 1897 και 1912-13 στρατολογημένοι Κερκυραίοι οπλίτες συμμετέχουν με το 10ο Σύνταγμα πεζικού. Στους Βαλκανικούς πολέμους το 10ο Πεζικό Σύνταγμα Κέρκυρας αποτέλεσε μέρος της ΙΙΙ Μεραρχίας και έλαβε μέρος σε αποφασιστικές μάχες. Με διοικητή τον συνταγματάρχη Αναστάσιο Παπούλια πήρε μέρος στη μάχη του Σαραντάπορου και προέλασε στη μάχη των Γιαννιτσών. Πολέμησε στη μάχη του Κιλκίς και είχε την τύχη να απελευθερώσει την πόλη. Μετά τη στρατοπέδευση στο Βαθύλακο Θεσσαλονίκης πήρε μέρος στον Β΄ βαλκανικό πόλεμο, στη μάχη του Αβρέτ-Ισσάρ και στη μάχη της Δοϊράνης. Κατέλαβε τη Στρώμνιτσα και πήρε μέρος στη μάχη του Βλαδιμήροβου. Το 10ο Σύνταγμα στους βαλκανικού πολέμους είχε 522 νεκρούς και 1367 τραυματίες. Η σημαία του τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ τάξεως και το Αριστείο Ανδρείας Α΄ τάξεως.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Κέρκυρα χρησιμοποιείται ως βάση των συμμαχικών στρατευμάτων, γίνεται το καταφύγιο των υπολειμμάτων του Σερβικού στρατού και για κάποιο χρονικό διάστημα το Δημοτικό Θέατρο της πόλης γίνεται η έδρα της Σερβικής Κυβέρνησης και Βουλής. Από τότε και μέχρι σήμερα διατηρούνται δυνατοί δεσμοί φιλίας με το Σερβικό λαό.
Το 1923 το νησί βομβαρδίζεται και καταλαμβάνεται για μικρό χρονικό διάστημα από την Ιταλία με αφορμή τη δολοφονία των δύο αντιπροσώπων της στην Αλβανία.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 10ο Πεζικό Σύνταγμα Κέρκυρας έμεινε να υπερασπιστεί την Κέρκυρα. Έλαβε μέρος στην επιχείρηση γνωστή ως “εγχείρημα Λατζίδη”, που παρά την ατυχή έκβασή της, φάνηκε ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των Κερκυραίων στρατιωτών. Μετά την κατάρρευση του μετώπου η Κέρκυρα καταλαμβάνεται για μια ακόμη φορά από τους Ιταλούς. Την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου 1941, μαθητές των Γυμνασίων της Κέρκυρας εκδήλωσαν το πρώτο Αντιστασιακό κίνημα στην Ελλάδα, ερχόμενοι σε σύγκρουση με τον Ιταλικό στρατό κατοχής. Πολλοί Κερκυραίοι κατατάσσονται στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ και περνώντας στην απέναντι ακτή θα προβάλλουν αντίσταση στους κατακτητές. Το 1943 η Κέρκυρα δέχεται την επιδρομή των Γερμανών από την οποίαν καταστρέφονται ναοί, κατοικίες, ειδικά στην Εβραϊκή συνοικία, και πολλά σημαντικά κτίρια όπως η Ιόνιος Βουλή, το Δημοτικό θέατρο, η Βιβλιοθήκη κ.α. Οι Γερμανοί αποχωρούν από την Κέρκυρα στις 9 Οκτωβρίου 1944, αφού προηγουμένως είχαν στείλει 2000 περίπου Κερκυραίους Εβραίους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Γερμανίας.
Κατά την επταετία της Δικτατορίας 1967-1974 πολλοί είναι οι Κερκυραίοι που θα προβάλουν αντίσταση. Μοναδική όμως σε πανελλήνια κλίμακα είναι η περίπτωση του Κώστα Γεωργάκη. Ο 22χρονος Κερκυραίος φοιτητής Γεωλογίας με μια πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού, διαπνεόμενος από πνεύμα δυναμικής διαμαρτυρίας, που δεν άντεχε να βλέπει την Ελλάδα δέσμια ενός στρατιωτικού καθεστώτος, αυτοπυρπολείται τις πρώτες πρωινές ώρες της 19ης Σεπτεμβρίου 1970 στην πλατεία Ματτεότι της Ιταλικής πόλης Γένοβα. Για λόγους ασφαλείας ο Κώστας Γεωργάκης ενταφιάστηκε στην Κέρκυρα ένα τετράμηνο μετά τον θάνατό του, η αυτοθυσία του όμως, σπάνιο φαινόμενο για την εποχή, θα προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση και θα θεωρηθεί ένα από τα κορυφαία αντιστασιακά γεγονότα της εποχής εκείνης. Αργότερα η Ελληνική Δημοκρατία και η ιδιαίτερή του πατρίδα, η Κέρκυρα, θα τιμήσουν τον άνδρα, που προσφέροντας την ζωή του έγινε σύμβολο αντίστασης και πατριωτισμού, προάγγελος της θυσίας των φοιτητών στο Πολυτεχνείο του 1973.
Το β΄ μισό του 20ου αιώνα θα επιφυλάξει στην Κέρκυρα μια νέα καλύτερη τύχη, που θα επουλώσει τα τραύματα του πολέμου, προσανατολισμένη σε παραγωγικές δραστηριότητες και ενεργητική προσφορά, αξιοποιώντας το ιστορικό της παρελθόν σε σχέση με την ειρηνική πλέον εισβολή λαών και πολιτισμών που αρχίζουν να επισκέπτονται το νησί.
Το 1952 αρχίζει να λειτουργεί η Μεσογειακή Λέσχη (Club Mediteranee) και ένα νέο κεφάλαιο αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Από το 1960 και μετά ο τουρισμός γίνεται για την Κέρκυρα μια από τις δύο πιο σημαντικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές. Η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη επιφέρει και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου με παράλληλη συστηματική καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, η οποία από το 1984 και μετά συνεπικουρείται από την ίδρυση του Ιονίου Πανεπιστημίου, το οποίο στεγάζεται στο ανακαινισμένο πλέον κτίριο της Ιονίου Ακαδημίας.

* * *

πηγή : Ιστοσελίδα Δήμου Κερκυραίων