Η γέννηση του Δουκάτου

Η Βενετική Δημοκρατία γεννήθηκε τον ΙΧ αιώνα, από τα βυζαντινά εδάφη της παραθαλάσσιας Βενετίας, που ελέγχονταν από το στρατό της Ραβένας μέχρι την κατάκτηση αυτής της πόλης από τους Λογγοβάρδους το 751. Η παράδοση λέει ότι ο πρώτος δόγης, Paulicio Anafesto, εκλέχθηκε το 697, εντούτοις η γέννηση του δουκάτου οφείλεται στις διαμόρφωσεις και στις μεταρρυθμίσεις των βυζαντινών επαρχιών στην Ιταλία που έγιναν από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο , με το διορισμό των δουκών, που ήταν στρατιωτικοί διοικητές, στην προσπάθεια να ελεγχθεί η εισβολή των Λογγοβάρδων. Η μορφή του βυζαντινού δούκα, που μετατρέπεται σε δόγη με το πέρασμα των αιώνων, κατακτά μια βαθμιαία και πάντα μεγαλύτερη αυτονομία, θέτοντας σε ισχύ μία πολιτική όλο και περισσότερο ανεξάρτητη. Στην αρχή η πρωτεύουσα του δουκάτου ήταν στην πόλη Eracliana.

Η κατάκτηση της δουκικής εκλογής και της ανεξαρτησίας


Στα 726 η επέκταση στην Ιταλία των εικονοκλαστικών νόμων από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΙΙΙ προκαλεί την αντίδραση του πάπα και της διάχυση εξεγέρσεων σε όλα τα βυζαντινά εδάφη της δύσης: Στη Βενετία ο λαός και ο κλήρος με διεγέρσεις απαιτούν το δικαίωμα εκλογής του Δούκα, εντούτοις, παρά την εξέγερση, η Βενετία συμμετέχει στον αγώνα ενάντια στους Λογγοβάρδους. Μεταξύ του 737 και του 741 οι βυζαντινοί επαναφέρουν την κυβέρνηση της επαρχίας στα χέρια των ετησίως εκλεγμένων δικαστών, το Magistri Militum, μέχρι έως το 742, που ο αυτοκράτορας θα χορηγήσει στον λαό το δικαίωμα εκλογής του Δούκα.
Η οριστική βυζαντινή απώλεια της Ραβένας, το 751, και η κατάκτηση του βασιλείου των Λογγοβάρδων εκ μέρους των Φράγκων του Καρλομάγνου το 774, καθώς και η διαδοχική δημιουργία της ιερής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας τη νύχτα των Χριστουγέννων του έτους 800, αλλάζουν οριστικά το πλαίσιο του δουκάτου της Βενετίας. Φράγκοι και βυζαντινοί επιθυμούσαν να το εξουσιάσουν, ενώ και στο εσωτερικό θα χωριστούν μεταξύ φιλοφράγκων (με υποστηρικτή την πόλη Equilio), και φιλοβυζαντινών (με υποστηρικτή την πόλη Eraclea): Το 805 η ανοικτή σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα ώθησε τον δόγη Obelerio Antenoreo να τα καταστρέψει και για να απελάσει τον πληθυσμό στην κοντινή πόλη Metamauco. Διαλύοντας λοιπόν κάθε αντίδραση ο δόγης επιλέγει το 806 να τοποθετήσει το δουκάτο κάτω από την προστασία του Καρλομάγνου, αλλά ένας ναυτικός βυζαντινός αποκλεισμός τον έπεισε πολύ σύντομα να ανανεώσει την πίστη του στον αυτοκράτορα της ανατολής, και να μετατρέψει το δουκάτο σε μια στρατιωτική βυζαντινή βάση στην Ιταλία.
Το 809, σαν απάντηση στην επιθετική συμπεριφορά του βυζαντινού στρατού στο Comacchio, ο φράγκικος στρατός με επικεφαλής τον Pipino εισέβαλε στη Βενετία, πολιορκώντας το Metamauco και αναγκάζοντας τον Δούκα να αποσυρθεί στα εσωτερικά νησιά της λιμνοθάλασσας, κοντά στην πόλη Rivolato. Η σύγκρουση τελείωσε το 810, όταν ο βενετικός στόλος πέτυχε να καταστρέφει τον φράγκικο μεταξύ Metamauco και Popilia. Η νίκη έφερε στην εξουσία το φιλοβυζαντινό κόμμα που επωφελήθηκε αμέσως για να ελευθερωθεί από τον μισητό Antenoreo και για να τον αντικαταστήσει με τον ευγενή Angelo Partecipazio από την Eraclea , ο οποίος, το 812 μετέφερε οριστικά την πρωτεύουσα στο Rivoalto, θεσπίζοντας επομένως την ουσιαστική γέννηση της Βενετίας.
Ασφαλής στην νέα πόλη το βενετικό δουκάτο παραμένει μία βυζαντινή νησίδα μέσα στη θάλασσα των μεσαιωνικών φέουδων της δύσης. Εντούτοις στους δύο επόμενους αιώνες οι βενετικές αρχές και η πολιτική τους, σταδιακά, θα απομακρυνθούν από μια αυτοκρατορία όλο και περισσότερο πιο μακρινή. Είναι σε αυτήν την περίοδο που δίπλα στις προσπάθειες για την δημιουργία ένος πολιτικού συστήματος πάνω στο βυζαντινό αυτοκρατορικό πρότυπο, αναπτυσσεται ένα σύστημα πατρικίων οικογενειών ,σε ανταγωνισμό μεταξύ τους για την εξουσία, (απόδειξη είναι οι συχνές επαναστάσεις, οι αποθέσεις και οι εξορίες δόγηδων), οι οποίες θα γίνουν ο πυρήνας της μελλοντικής εμπορικής ολιγαρχίας που θα ανέβει στην εξουσία.

Η μεγάλη επέκταση, η Αδριατική και το εμπόριο

Στις αρχές του Μεσαίωνα, η Βενετία έγινε εξαιρετικά πλούσια χάρη στον έλεγχο του εμπορίου με την Ανατολή, και άρχισε να επεκτείνεται πέρα από την Αδριατική θάλασσα. Αυτή η επεκτατική φάση άρχισε γύρω στο έτος 1000, όταν ο στόλος που καθοδηγούσε ο δόγης Peter ΙΙ Orseolo, προκειμένου να καταπολεμήσει τους πειρατές που καταπίεζαν με τις εισβολές τους τις βενετικές ακτές, έλαβε την υποβολή των παράκτιων πόλεων της Δαλματίας και της Ιstria και την διαδοχική αναγνώριση από μέρος των βυζαντινών αυτοκρατόρων του τίτλου του δούκα της Βενετίας και της Δαλματίας (Dux Venetiae ET Dalmatiae).

Στη νότια Ιταλία οι Νορμανδοί ήταν οι αληθινοί πρωταγωνιστές. Στην αρχή οι Βενετοί συνέδεσαν καλές σχέσεις με τους Altavilla αλλά οι σχέσεις ψυχράθηκαν όταν οι τελευταίοι άρχισαν να επεμβαίνουν στην Αδριατική.
Η νορμανδική κατοχή του Δυρραχίου και της Κέρκυρας προκάλεσε τους βενετούς να επέμβουν στρατιωτικά. Ο πόλεμος διήρκησε περισσότερο από δύο χρόνια και οι ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές για την βυζαντινο-βενετική συμμαχία. Όταν ο Roberto il Guiscardo πέθανε, ο στρατός του εγκατέλειψε τις κατειλημμένες θέσεις επιστρέφοντας στην Πούλια.
Με τη αποχώρηση των Νορμανδών η Βενετία πέτυχε να λάβει από την Κωνσταντινούπολη ότι επιθυμούσε. Την Χρυσή Βούλα του Μαΐου του 1082, με την οποία αυτοκράτορας χορηγούσε στους εμπόρους προνόμια και απαλλαγές: Αυτή η αρχική παραχώρηση στη συνέχεια πολλές φορές διευρύνθηκε με άλλες συμφωνίες με τις οποίες οι αυτοκράτορες αντάμειβαν και πλήρωναν την ναυτική υποστήριξη πρώην αποίκων τους.

Η κατάκτηση του Stato da Màr και η γέννηση του Δήμου της Βενετίας

Η αυξανόμενη δύναμη και ο υψηλός αριθμός των προνομίων έφερε σε αντίθεση το Βυζάντιο με την Βενετία οδηγώντας σε μία σειρά συρράξεων ( 1122-1126 και 1171-1175), που ευνόησαν την Γένοβα να επεκταθεί προς την Ανατολή. Η Βενετία έκανε πολύ λίγες προσπάθειες για να ενισχύσει τις πρώτες σταυροφορίες: Συμμετείχε για την κατάληψη της Ιερουσαλήμ όταν η 1η σταυροφορία είχε ήδη ξεκινήσει ,δεν συμμετείχε στην δεύτερη αλλά έστειλε έναν στόλο στην τρίτη σταυροφορία, χάρη στην οποία αποκόμισε διάφορα ωφελήματα όπως επίσης η Πίζα και η Γένοβα.
Το 1148 καθιερώθηκε το Promissio Ducale, ο όρκος πίστης στον Δόγη, που από εκείνη την στιγμή ανανεώνονταν συνεχώς σε κάθε νέα εκλογή και περιόρισε σταδιακά όλο και περισσότερο τις αρμοδιότητες του πρίγκηπα, τοποθετώντας έτσι τις βάσεις για την ανάπτυξη άλλων δημοκρατικών οργάνων.
Στην τελευταία εικοσαετία του ΧΙΙ αιώνα η Βενετία συμμετείχε ενάντια στην Ουγγαρία στον πόλεμο της Zara (Ντουμπρόβνικ) για τον έλεγχο της Δαλματίας, που ολοκληρώθηκε το 1202 με την κατοχή της πόλης. Κάτω από το δουκάτο του Enrico Dandolo η συμμετοχή στην τέταρτη σταυροφορία αποδείχθηκε θεμελιώδης για την κυρίευση της Zara (1202) και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204). Η σταυροφορία έθεσε τέλος στην βυζαντινή αυτοκρατορία και δημιούργησε την Ανατολική Λατινική Αυτοκρατορία η οποία υιοθέτησε ,στις θεσμικές μορφές, τα χαρακτηριστικά της δυτικής φεουδαρχίας. Τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας μοιράστηκαν σε τέσσερα μέρη ανάμεσα στον αυτοκράτορα Baldovino της Φλάνδρας, στον μαρκήσιο του Monferrato, στους Φράγκους πρίγκιπες και βαρώνους και στην Γαληνιοτάτη. Η Βενετία κέρδισε πολλά εδάφη στο Αιγαίο, ανάμεσα στα οποία την Κρήτη και την Εύβοια, καθώς και πολυάριθμα λιμάνια και οχυρά στην Πελοπόννησο.
Η κατάκτηση της Κρήτης (Candia) ιδιαίτερα, δέσμευσε έντονα τη Δημοκρατία, απαιτώντας για την ολοκλήρωση της σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μισό του 1200.
Μεταξύ 1255 και 1270 η Δημοκρατία συνεπλάκη βίαια με τη Γένοβα στον πόλεμο του San Saba για τον έλεγχο των αγορών της Ανατολής. Η ανακατάληψη της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, τροποποιώντας πάλι την πολιτική ισορροπία της Ανατολής, θα παρείχε σύντομα την αιτία για νέες συγκρούσεις μεταξύ των ιταλικών θαλασσοκρατοριών.
Αποκλείοντας  από την Serrata del Maggior Consiglio -1297- την πρόσβαση στην κυβέρνηση σε νέες οικογένειες, και όντας το κράτος υπό σοβαρής απειλής (συνωμοσία του Tiepolo 1310), η Βενετία έδωσε την οριστική μορφή στην ολιγαρχική Δημοκρατία, η οποία κυβερνιόνταν από έμπορους ευγενείς.

Η Δημοκρατία επεκτάθηκε στους επόμενους αιώνες σε πολλά νησιά και εδάφη της Αδριατικής και της Μεσογείου περιλαμβάνοντας, για αιώνες σχεδόν, όλες οι ακτές της ανατολικής Αδριατικής (γνωστή σαν «κόλπος της Βενετίας»), αλλά και τα μεγάλα νησιά της Κρήτης και της Κύπρου, μεγάλο μέρος των ελληνικών νησιών και την Πελοπόννησο («Morea» για τους Βενετούς). Οι άκρες της έφταναν μέχρι τον Βόσπορο. Όλο αυτό το συγκρότημα παράκτιων και νησιωτικών κτήσεων ονομάστηκε Stato da Màr, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ονόμαζαν Stato da Tera η Stato di Terraferma (κτήσεις της ηπειρωτικής χώρας ) και Dogado. (πόλη και προάστια της πρωτεύουσας).
Η απώλεια των δαλματικών κτήσεων, ως συνέπεια της ειρήνης της Zara (1358) ,ώθησε την Δημοκρατία να επιβεβαιώσει την εξουσία της στην Αδριατική κάνοντας, μεταξύ του 1368 και του 1370, τον πόλεμο της Τεργέστης, προκειμένου να τιμωρήσει την πόλη αυτή για τις απειλές που εκδήλωνε ενάντια στους εμπορικούς βενετικούς δρόμους.
Αλλά το 1379 η Βενετία απειλήθηκε σοβαρά ακριβώς στην Αδριατική από τη Γένοβα, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Chioggia ο οποίος αν και ανάγκασε την Βενετία να τραβηχθεί στην λιμνοθάλασσας της, τελείωσε με μηδενικό αποτέλεσμα, αποδυναμώνοντας τον αντίπαλό της.
Μεταξύ 1409 και 1444 η Βενετία ξανακέρδισε την εξουσία στη Δαλματία, χάρη στις διαπραγματεύσεις που έκανε με τους Ούγγρους βασιλείς.

Η κατάκτηση του Terraferma

Για αιώνες η Δημοκρατία ήταν πρώτιστα ένα κράτος αποτελούμενο από νησιά και παράκτιες ζώνες, το αποκαλούμενο Stato da Màr. Μόνο περιορισμένες περιοχές της βενετικής ενδοχώρας είχαν συμπεριληφθεί προκειμένου να αποτελέσουν αμυντικά εμπόδια ενάντια στην επέκταση πόλεων όπως η Πάδοβα και το Τρεβίζο. Στην αρχή του XV αιώνα, οι βενετοί άρχισαν εντούτοις να επεκτείνονται αρκετά επίσης και στην ενδοχώρα,σαν απάντηση στις επεκτατικές απειλές του Gian Galeazzo Visconti, δούκα του Μιλάνου από το 1395.
Το 1410 η Βενετία είχε κατακτήσει ήδη μεγάλο μέρος του Βένετο, συμπαριλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις όπως τη Βερόνα και Πάδοβα. Το 1428 έγιναν επίσης βενετικές οι πόλεις της Λομβαρδίας Μπέργκαμο, Μπρέσια, και Κρέμα. Έναν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις στρατιωτικές εκστρατείες έπαιξε ο στρατηλάτης Bartolomeo Colleoni. Το 1489 προσαρτήθηκε το νησί της Κύπρου ενώ το 1495 η Βενετία κατάφερε να αποβάλει από την Ιταλία τον Κάρολο VIII χάρη στη μάχη του Fornovo, απορρίπτοντας έτσι την πρώτη από μια σειρά γαλλικών επιθέσεων. Παράλληλα, στις αρχές του XVI αιώνα έγιναν βενετικές οι πόλεις Κρεμόνα, Φορλί, Τσεζένα, Μονόπολι, Μπάρι κλπ.
Με αυτήν την επέκταση όμως, οι βενετοί ήλθαν σε σύγκρουση με το παπικό κράτος για τον έλεγχο της Romagna (διαμέρισμα κεντρ. Ιταλίας). Αυτό έφερε το 1508 στο σχηματισμό της Συμμαχίας του Καμπράι ενάντιων της Βενετίας, στην οποία ο πάπας, ο βασιλιάς της Γαλλίας, ο αυτοκράτορας της ιερής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ο βασιλιάς της Αραγονίας ενώθηκαν προκειμένου να καταστρέψουν την Βενετία. Ακόμα κι αν το 1509 οι Γάλλοι ήταν νικηφορόροι στην μάχη του Agnadellο, τα όπλα της συμμαχίας σταμάτησαν στα όρια της λιμνοθάλασσας: Ο συνασπισμός έσπασε πολύ σύντομα, και η Βενετία σώθηκε χωρίς να έχει υπομείνει σοβαρές εδαφικές απώλειες. Ο στόλος όμως καταστράφηκε σχεδόν εντελώς στη μάχη του Polesella στο τέλος εκείνου του έτους, από τις βολές του πυροβολικού των Este. Τα σύνορα έμειναν εκείνα του πόλεμου του Άλατος (1484).Ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι το 1516, όταν η Βενετία , σύμμαχος με την Γαλλία, νίκησε τις δυνάμεις της Ιερής Ένωσης ξαναπαίρνοντας τον πλήρη έλεγχο του Terraferma.

Η δύση

Οι πόλεμοι με τους Τούρκους και ο 17ος αιώνας

Από την αρχή του XV αιώνα ένας άλλος κίνδυνος απείλησε τη Δημοκρατία: Η επέκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Τον XVI αιώνα ο διάδοχος του Σουλεϊμάν στον οθωμανικό θρόνο, Σελίμ ΙΙ, ξανάρχισε τις εχθροπραξίες με τις εναπομείναντες βενετικές κτήσεις της ανατολής κάνοντας επίθεση το νησί της Κύπρου,το οποίο έπεσε ύστερα από μακρά και ηρωική αντίσταση. Η Βενετία αντέδρασε στέλνοντας στόλο στο Αιγαίο και συνδέοντας σχέσεις με τον Πίο Β’, με σκοπό την δημιουργία μίας χριστιανικής ένωσης που θα υποστήριζε την πολεμική προσπάθεια της Γαληνοτάτης.

Η Ένωση έγινε τελικά στις 25 Μαΐου του 1571. Έβλεπε ενωμένες τις δυνάμεις της Βενετίας, της Ισπανίας, του παπισμού και της αυτοκρατορίας, κάτω από τις διαταγές του Ιωάννη της Αυστρίας, αδελφό του Φιλίππου ΙΙ βασιλιά της Ισπανίας. Τα 236 χριστιανικά σκάφη ενωμένα στον κόλπο της Ναυπάκτου (Lepanto) συναντήθηκαν με 232 τουρκικά σκάφη διοικούμενα από τον Capudan Αλί πασά. Ήταν η 7η Οκτωβρίου 1571 και η μεγάλη ναυμαχία, που κράτησε από το μεσημέρι μέχρι το ηλιοβασίλεμα, επιλύθηκε με τη νίκη της χριστιανικής ένωσης. Παρά τη νίκη στην Ναύπακτο, μπροστά στην ανεπαρκή θέληση του Φίλιππου ΙΙ να συνεχίσει να βοηθά τη Δημοκρατία και μπροστά στα άδεια ταμεία του κράτους ,άδεια από τον πόλεμο και την κρίση του εμπορίου, η Βενετία αναγκάστηκε να υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης και να παραχωρήσει στούς Οθωμανούς την Κύπρο και άλλα εδάφη στις ακτές της Πελοποννήσου. Με αυτήν την συνθήκη άρχισε η στρατιωτική και θαλάσσια συρρίκνωση της Γαλήνοτάτης.
Τον XVII αιώνα, μετά από μακρά σύγκρουση(1645-69) χάθηκε επίσης και η Κρήτη, ύστερα από μία πολιορκία που διάρκεσε περίπου 24 έτη. Η Βενετία πέτυχε εντούτοις να ανακαταλάβει ακόμα το 1683-87 ολόκληρη την Πελοπόννησο, χάρη στις δυνατότητες του τελευταίου μεγάλου στρατηλάτη της, Francisco Morosini, και ως συνέπεια της ειρήνης του Carlowitz (1699). Ο Μοριάς ανακαταλήφθηκε όμως σύντομα από την οθωμανική αυτοκρατορία το 1718.

18ος αιώνας


Με την ειρήνη του Passarowitz (1718), η Βενετία έπρεπε να παραχωρήσει στους Τούρκους την Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά θα μπορούσε να κρατήσει τα Επτάνησα και να επεκτείνει τις κτήσεις στη Δαλματία.
Τον XVIII αιώνα η Δημοκρατία, που είχε χάσει σταδιακά την δύναμη της, αποφάσισε να ακολουθήσει μία συντηρητική πολιτική ουδετερότητας. Αυτή συνοδεύονταν όλο και περισσότερο από έναν μειωμένο δυναμισμό της πολιτικής τάξης, όλο και περισσότερο δεμένη στα εδαφικά ενδιαφέροντα στην ηπειρωτική χώρα των βενετών πατρικίων ευγενών. Αυτοί έπειτα, υπέστησαν μία όλο και μεγαλύτερη είσοδο νέων οικογενειών στο αριστοκρατικό σώμα, το οποίο έπρεπε να υποστηρίξει την οικονομία του κράτους (χάρη στην πλούσια πληρωμή που καταβάλλονταν από τους ευγενείς την στιγμή της εγγραφής τους στο Libro d’oro) και να σφίξει τους δεσμούς με τη παράγοντα τάξη της ηπειρωτικής χώρας.
Εντούτοις σε αυτήν την περίοδο η Γαληνοτάτη – αν και ήδη πολιτικά στον δρόμο της δύσης- πολιτιστικά έλαμπε ακόμα (Vivaldi στη μουσική, Goldoni στη λογοτεχνία ,Tiepolo και Canaletto στη ζωγραφική).

Οι στρατιωτικές συμμετοχές δεν έλειψαν έπειτα, προ πάντων ενάντια στο βαρβαρική πειρατεία με τις αποστολές του 1766 και του 1778 εναντίων της Τρίπολης και περισσότερο εκείνη του 1786-1787, πού με οδηγό τον Angelo Emo βομβαρδίστηκαν η Τύνιδα και η Μπιζέρτα.
Την παραμονή του νέου ΧΙΧ αιώνα, η δημόσια βενετική ζωή ταράχτηκε από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα που προκλήθηκαν από τις νέες ιδέες που εισήχθηκαν από τη γαλλική επανάσταση. Η κυβέρνηση, άκαμπτη και με συντηρητικές θέσεις, δεν μπόρεσε να δώσει μια αποτελεσματική αντίδραση. Αυτή η κατάσταση ευνόησε την τελική πτώση της Δημοκρατίας.

Η Πτώση

Παρά την δηλωμένη ουδετερότητα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ιταλία από την επαναστατική Γαλλία, η Δημοκρατία γνώρισε την εισβολή από τα γαλλικά στρατεύματα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (1797), τα οποία κατέλαβαν την ηπειρωτική χώρα, φθάνοντας στα όρια της λιμνοθάλασσας. Ως συνέπεια των γαλλικών απειλών να εισχωρήσουν στην πόλη, στην συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 1797, ο Δόγης και οι δικαστές παραιτούνται ενώ και το Μέγιστο Συμβούλιο παραιτείται και κηρύσσει λήγουσα την Δημοκρατία, καθιερώνοντας μία προσωρινή δημοτική κυβέρνηση.
Ο Ναπολέοντας μπαίνει λοιπόν στη Βενετία χωρίς αυτή να ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό, εκτός από τον κανονιοβολισμό που διατάσσεται από το οχυρό Sant’Andrea και που θα καταστρέψει την γαλλική φρεγάτα Liberateur d’Italie. Ύστερα από λίγο και η Istria με την Δαλματία θα παραδοθούν στους Γάλλους.

* * *