2 Απριλίου 1891

Στην Εβραϊκή συνοικία, κοντά στην Συναγωγή, βρέθηκε το πτώμα ενός δολοφονημένου κοριτσιού, κλεισμένο σ΄ένα σάκο, μαζί με πίτουρα και χορτάρια. Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα, το πτώμα ήταν κακοποιημένο και “εν τω σώματι δεν υπήρχε σταγών αίματος”. Το νέο μαθεύτηκε αστραπιαία σ’ολη την πόλη και προκάλεσε αναστάτωση στην κοινή γνώμη. Ο εισαγγελέας εφετών Μπένσης, που ανέλαβε τη διαλεύκανση της υπόθεσης, έστρεψε όλη του την δραστηριότητα προς την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Κατέσχεσε τα βιβλία της Συναγωγής, ανέκρινε Εβραίους και πολύ σύντομα διέταξε τη σύλληψη υπόπτων, ξεκινώντας μάλιστα από τους γονείς του δολοφονηθέντος κοριτσιού.

Oι εβραίοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τους χριστιανούς ως ένοχους για το φόνο, ενώ οι χριστιανοί διέδιδαν τη φήμη ότι η μικρή ήταν χριστιανή που σε βρεφική ηλικία είχε απαχθεί από τους εβραίους και ανατραφεί για να χρησιμεύσει ως θύμα ανθρωποθυσίας· ένοχοι λοιπόν ήσαν οι εβραίοι, οι οποίοι δολοφόνησαν τη μικρή για να χρησιμοποιήσουν το αίμα της στην παρασκευή αζύμων για το Πάσχα τους. Οι Εβραίοι από την άλλη, μάταια προσπαθούσαν με διαμαρτυρίες και διαβεβαιώσεις του αρχιραβίνου αλλά και του νομάρχη, να πείσουν τον λαό ότι στην πραγματικότητα το κορίτσι ήταν η Ρουβίνα, κόρη του εβραίου ράφτη Βήτα Σάρδα. Ο πατέρας της πραγματικά, είχε δηλώσει τήν εξαφάνιση στην Αστυνομία και είχε προσλάβει κήρυκα (ντελάλη), υποσχόμενος αμοιβή σε όποιον βοηθούσε τις έρευνες για την ανεύρεση του.

(The Argus 20.5.1891)

Εν τω μεταξύ, το αντισημιτικό συναίσθημα μεγάλωνε. Σε αυτή την αντισημιτική εκστρατεία, πρωταρχικό ρόλο έπαιξε ο επτανησιακός τύπος με την εφημερίδα του Ιάκωβου Πολυλά “Ρήγας ο Φεραίος: εφημερίς πολιτική και φιλολογική” και αργότερα ο αθηναϊκός τύπος με τα δημοσιεύματα των δυο μεγαλύτερων εφημερίδων, του Κορομηλά και του Γαβριηλίδη, αλλά και της φιλοκυβερνητικής «Πρωίας», του σκωπτικού «Ρωμιού», καθώς και των «Καιρών», εφημερίδα που διέθετε ντόπιο ανταποκριτή και δη, με δικό του τυπογραφείο, το οποίο και απειλήθηκε να καταστραφεί με αφορμή τις “εβραϊκές” ανταποκρίσεις.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης δανείστηκε το περιστατικό και έγραψε διήγημα: «Ο αντίκτυπος του νου». «Την τρίτην ημέραν», έγραφε, «η οχλαγωγία εις βαθμόν λίαν επίφοβον. Την άλλην ημέραν ει ειδήσεις έλεγον ότι ενεργείται αυστηρά ανάκρισις. Την επομένην ότι ηξητάσθη το πτώμα της σφαγείσης κόρης και ευρέθη ότι όλον το αίμα της είχε ροφηθεί δι’ αλλοκότου μεθόδου…»

Οι αλληλοκατηγορίες αυτές προκάλεσαν αναβρασμό στην κερκυραϊκή κοινωνία και διέγειραν τον υποβόσκοντα αντισημιτισμό μιας μεγάλης μερίδας χριστιανών. Το έναυσμα για την εκδήλωση αντισημιτικών ταραχών δόθηκε όταν ο Ραβίνος παρέλαβε το πτώμα για να το κηδεύσει και να το θάψει σύμφωνα με τα εβραϊκά έθιμα, στο Εβραϊκό νεκροταφείο, ενώ «οι εκφραστές του λαϊκού αισθήματος και περιστασιακοί στιχουργοί έλεγαν:

Δεν είναι κρίμα κι άδικο
δεν είναι κι αμαρτία
σε κοιμητήριο οβρέϊκο
να κείτεται η Μαρία

Πλήθος Κερκυραίων συγκεντρώθηκε σε κατάσταση υστερίας και με φανατισμό και ανεξέλεγκτο πάθος επετέθηκε εναντίον της εβραϊκής κοινότητας, προκαλώντας τραυματισμούς, θανάτους και καταστροφές σε εβραϊκές περιουσίες. Ποτέ δεν μαθεύτηκε ο ακριβής αριθμός των νεκρών, άλλοι αναφέρουν 17, άλλοι 22, ξένα τηλεγραφήματα τους ανεβάσαν στους πενήντα. Οι τραυματίες ήταν αρκετές δεκάδες.
Οι αρχές επέβαλαν συσκότιση στις περί τα γεγονότα ειδήσεις, καθώς επιβλήθηκε τηλεγραφική και ταχυδρομική λογοκρισία, στην προσπάθεια να διαφυλαχθεί το κύρος του κράτους. Η καταγγελλόμενη ολιγωρία και ανικανότητα της αστυνομίας να ανακαλύψει τους ενόχους και η μετριοπαθής στάση των κυβερνητικών αρχών στην καταστολή των ταραχών και τη σύλληψη των πρωτεργατών των επεισοδίων παρέτειναν την εκρηκτική κατάσταση στην πόλη για αρκετές εβδομάδες,περιορίζοντας τους εβραίους στο γκέτο τους για λόγους ασφαλείας. Στρατιωτικές δυνάμεις απέκλεισαν την Εβραϊκή συνοικία για περισσότερο από ένα μήνα, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικά, ώστε λιμός έπληξε τους αποκλεισμένους. Αν και ο αποκλεισμός αποφασίστηκε για την προστασία της ζωής των Εβραίων, το γεγονός έδινε την εικόνα εμπόλεμης κατάστασης, ταυτόχρονα όμως θεωρήθηκε από το άμορφο πλήθος ότι το επίσημο κράτος μεροληπτούσε υπέρ των Εβραίων και φανατίστηκε περισσότερο. Για τον εφοδιασμό τους λειτούργησε ένα είδος μαύρης αγοράς που, φυσικά, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις περιστάσεις. Οι Εβραίοι δεν τολμούσαν να ξεμυτήσουν και οι Κερκυραίοι τους απόκλεισαν από τα καταστήματά τους και δεν δέχονταν καμία επαφή μαζί τους. Τα δε όργανα της τάξης εκτός του ότι ήταν ανίκανα να επιβληθούν στο πλήθος, δεν το επιδίωκαν κιόλας, αλλά υποβοηθούσαν με τρόπο τους ταραξίες.

  «Από της 4ης Απριλίου διατελεί η εβραϊκή συνοικία εν στενώ αποκλεισμώ. Πολλοί Εβραίοι αναγκάζονταν να επαιτώσιν όπως αγοράσωσιν ολίγον άρτον διά τας οικογενείας των. Αν ο αποκλεισμός παραταθή επί τινας ημέρα, ότε ο καύσων θα κατασταθή μάλλον επαισθητός, βέβαιον είναι ότι η δημόσια υγεία σπουδαίον διατρέχει κίνδυνον επειδή δεν είναι απίθανον να αναπτυχθή εν τη Ισραηλιτική συνοικία επιδημική τις νόσος, αφού οι κάτοικοι ταύτης αναγκάζονται να μένωσι κεκλεισμένοι εις τα πυκνότατα κατωκημένας οικίας των εν αις συνεσωρεύθησαν και πάντες οι εκτός της εβραϊκής κατοικούντες Ισραηλίται, ούτως ώστε εν περιωρισμένω χώρω είνε εγκεκλεισμένοι εξακισχίλιοι (6.000) άνθρωποι!»

(«Εφημερίς», 5 Μαΐου 1891)

 

(The Brisbane Courier 18.5.1891)

Η υπόθεση πολύ γρήγορα από θρησκευτικό και κοινωνικό πήρε πολιτικό χαρακτήρα ανάμεσα σε δεληγιαννικούς και τρικουπικούς. Οι πρώτοι κατηγορούσαν την αντιπολίτευση ότι υποκινεί και πυροδοτεί τις ταραχές εναντίον των εβραίων, επειδή επιδιώκει την τρομοκράτησή τους και την αποχή τους από τις επικείμενες δημοτικές εκλογές του Ιουλίου. Οι τρικουπικοί, με προεξάρχοντες τους Ιακ. Πολυλά και τους αδελφούς Θεοτόκη, κατηγορούσαν την κυβέρνηση Δεληγιάννη για φιλοσημιτισμό και για εσκεμμένη συγκάλυψη των εβραίων δολοφόνων, επειδή δεν ήθελε να δυσαρεστήσει την εβραϊκή κοινότητα και να χάσει τους 500 περίπου ψήφους της.

Ανάλογα αντισημιτικά επεισόδια ξέσπασαν και στη Ζάκυνθο τη Μ. Παρασκευή κατά τη λιτανεία του Εσταυρωμένου, με συνέπεια 5 νεκρούς και βανδαλισμούς σε πολλές εβραϊκές περιουσίες, γεγονός που ανάγκασε πολλούς εβραίους να εγκαταλείψουν το νησί. Στη Λευκάδα οι αρχές έκλεισαν τον εβραϊκό πληθυσμό στο Φρούριο, κάτω από άθλιες συνθήκες, για να τον προστατεύσουν.Οι μικρές στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στα νησιά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να προλάβουν ή να καταστείλουν τις ταραχές, γεγονός που οδήγησε στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων από την Πελοπόννησο, και την Αθήνα. Στο τέλος Απριλίου μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα μονάδες πυροβολικού και ισχυρή ναυτική μοίρα.

Αξίζει να σημειωθεί η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να απαγορεύσει, τουλάχιστον για εκείνο το Πάσχα, το έθιμο της καύσης του Ιούδα.

Τα γεγονότα είχαν στο μεταξύ προκαλέσει διεθνή συγκίνηση (τα παραδείγματα είναι από εφημερίδες της Αυστραλίας) και, εκτός από τη δυσαρέσκεια της αυτοκράτειρας της Αυστρίας και τη φιλεύσπλαχνη άφιξη στο νησί της πρώην αυτοκράτειρας της Γαλλίας, Ευγενίας, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει τη διεθνή επέμβαση, διπλωματική ακόμα και στρατιωτική. Οι διπλωματικές πιέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση πήραν μορφή τελεσιγράφου από τις αρχές Μαΐου. Στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του ίδιου μήνα, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και αυστριακά πολεμικά πλοία εστάλησαν στην Κέρκυρα, ενώ εξετάστηκε πολύ σοβαρά η απόβαση αγημάτων.

Το αντισημιτικό κλίμα που δημιουργήθηκε στα Επτάνησα με αφορμή το φόνο της μικρής εβραιοπούλας διέσυρε την Ελλάδα στη διεθνή εβραϊκή κοινότητα και απείλησε διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αγγλία, εξαιτίας της έκθεσης του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο Ιωαν. Γενναδίου, ο οποίος υποχρεώθηκε να κατηγορήσει τον κερκυραϊκό λαό στα «Ημερήσια Νέα» του Λονδίνου: «Η εν Ελλάδι κατάστασις», έγραφε, « διεταράχθη σκληρώς υπό των Ιονίων ημών αδελφών, οίτινες ούτως ανεμνησεν ημάς, ότι η μεσαιωνική ενετική παράδοσις δεν απεσβέσθη εν Επτανήσω…» Ο κερκυραϊκός λαός προσβεβλημένος βαθύτατα από το δημοσίευμα αντέδρασε με το στόμα του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά, ο οποίος ζητούσε από την κυβέρνηση των Αθηνών ν’ ανακαλέσει τον υβριστή πρεσβευτή της και να τον τιμωρήσει…

 Η ηρεμία αποκαταστάθηκε μόλις μετά τις δημοτικές εκλογές του Ιουλίου, και αφού οι ακμάζουσες εβραϊκές κοινότητες Κέρκυρας και Ζακύνθου έχασαν το μεγαλύτερο και το δυναμικότερο μέρος του πληθυσμού τους. Από τους 5.000 εβραίους κατοίκους της Κέρκυρας, οι μισοί περίπου εγκατέλειψαν το νησί, μεταναστεύοντας στην Αίγυπτο, Ιταλία, Γαλλία και Αγγλία.

Η υπόθεση της δολοφονία της Ρουμπίνας Σάρδα πήγε στο αρχείο, δίχως ποτέ να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον κάποιου υπόπτου. Σε εμπιστευτική επιστολή του ανακριτή Η. Καγκάδη προς τον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης Θεόδωρο Δεληγιάννη, με ημερομηνία 14 Ιουνίου 1891, δίνεται η εκδοχή πως επρόκειτο για ένα τυχαίο θάνατο μετά γονικό ξυλοδαρμό λόγω ανήθικης συμπεριφοράς.

(Otago Witness, 21.5.1891)

Σύμφωνα με την μελετήτρια Eυτυχία Δ. Λιάτα, ο φόνος της Σάρδα ξύπνησε “το αδρανοποιημένο αντισημιτικό αίσθημα, αν όχι του συνόλου, αναμφίβολα όμως μιας μεγάλης μερίδας της τοπικής κοινωνίας.” Αίσθημα θρησκευτικό που στο βάθος, όμως, έκρυβε οικονομικούς λόγους, τόσο από την πλευρά του λαού που διεκδικούσε επαγγέλματα ασκούμενα κατά κανόνα από τους Εβραίους όσο και από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αντιδρούσαν στην ισοπολιτεία, που αναγνώριζε στους Εβραίους η Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, και στην συνακόλουθη ανάμιξή τους στη διοίκηση και την πολιτική. Γι’ αυτό και ο φόνος, συμπίπτοντας με προεκλογική περίοδο, πήρε πολιτικές διαστάσεις.

 Των Εβραίων διωγμός
και σφαγή κι αλαλαγμός

Πω πω! με τους Εβραίους μεγάλο ξαφνικό…
(…) οι Κερκυραίοι και οι Ζακυνθινοί,
σκυλοκαυγάς, αντάρα, και τόσο φονικό,
κι ακόμη ποιος ηξεύρει τι έχει να γενεί.
Αλαλαγμός και θρήνος, παντού φωτιά και λαύρα,
και φεύγουν οι Εβραίοι αλλού να κάνουν χάβρα.

Εκ βάθρων συγκλονείται η νέα Βαβυλών…
Ουαί στον Ιεφθάε, ουαί στον Ζαβουλών!
Αποκλεισμός και τρόμος, βαρούν καμπαναρία,
τσακώνεται ο Νιόνιος μετά του Αζαρία,
αγρίως αλαλάζουν Ραβίνοι και παπάδες
και σπάνε τα ποτήρια και παν οι μαστραπάδες.

Πας εν Χριστώ πολίτης και τέκνον της αγάπης
λυσσομανά, φρενιάζει και γίνεται χασάπης,.
κι ο λέγων πως η πίστις δεν είναι για τα μάτια,
όταν Εβραίο τύχει τον κάνει δυο κομμάτια,
και ζωντανό δεν μένει ούτε τσιφούτη κτήνος,
και χαίρει η Εκκλησία και ο παπα-Μαρτίνος.

Σηκώνεται και κάθε Χριστιανή γυναίκα
κι οργής σκουπίζει μύδρους και κεραυνούς και λάβαν
και με τα τσόκαρά της η καθεμιά Ρεβέκκα
στην Χαναάν πηγαίνει για να ευρεί τον Λάβαν.
Στρατός και πυροβόλα, βροντά και το Σινά
και τρέχουν οι Εβραίοι και παίρνουν τα βουνά.

Κατρακυλούν τα φόντα, σκοτίζεται κι ο ήλιος.
μα πιο πολύ αφρίζει κάθε πιστός Σγαρίλιος,
και μέσα στην αντάρα και μες στο φονικό
στην Κέρκυρα πηγαίνει βαπόρι αγγλικό,
και αν δεν βάλει χέρι κι η μήτηρ Θεοτόκος
μπορεί να γίνει πάλι κανένας νέος μπλόκος.

Κι ο Θοδωρής, η μόνη ασφάλεια και σκέπη
παγίδας και πλεκτάνας του Χαριλάου βλέπει
Κι ενώ εκείνος τρώγει στο Μεσολόγγι σπάρους
αυτός συστήνει γνώσιν κι αγάπην στους πολίτας
γιατί ό,τ’ είχε πάθει με τους παλιο-Βουλγάρους
φοβάται μην το πάθει και με Ισραηλίτας.

 Γεώργιος Σουρής, εφημερίδα “Ρωμηός”, 4 Μαΐου 1891

πηγές: Eυτυχία Δ. Λιάτα,”Η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος στον κυκλώνα του αντισημιτισμού. Η “συκοφαντία για το αίμα” του 1891″, http://dimitrisdoctor2.blogspot.com/ , http://sarantakos.wordpress.com/ ,Μ. Θεοδοσόπουλος http://www.epohi.gr/ , Σ.Κατσαρός “Ιστορία της Κέρκυρας”

* * *