Η ομιλία του Γιώργου Ζούμπου στα πλαίσια της Τιμητικής Ημερίδας για τους Μάρκο και Σπυρίδωνα Θεοτόκη, οργανωμένη από τα Γ.Α.Κ.-Αρχεία Νομού Κέρκυρας.

Η κερκυραϊκή οικογένεια των Θεοτόκη προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη την οποία εγκαταλείπει μετά την πτώση και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα, ενώ εγγράφεται στη Χρυσή Βίβλο του νησιού τις αρχές του 16ου αιώνα. Επί έξι συνεχείς αιώνες μέλη της οικογένειας, η οποία διαιρείται σε εφτά κλάδους, αναδεικνύονται στην πολιτική, στα γράμματα, στις τέχνες, τις επιστήμες αλλά και στον πόλεμο.
Ένας από τους κλάδους αυτούς, ο παλαιότερος (ο οποίος δίνει τον τίτλο του κόμη μέχρι την Ένωση), φέρει τον τίτλο της “Σπηλιάς” ή των “Καλοκαρδάρη”. Από τον κλάδο αυτό προέρχεται ο ΜΑΡΚΟΣ-ΑΛΟΪΣΙΟΣ Θεοτόκης, γιός του ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ, που γεννιέται στα 1824 και παντρεύεται στα 1869 με την ΑΓΓΕΛΙΚΗ, κόρη του Μιχαήλ Πολυλά. Στα δέκα παιδιά που προέρχονται από το γάμο αυτό περιλαμβάνονται: ο λογοτέχνης ΝΤΙΝΟΣ Θεοτόκης που γεννιέται στις 13 Μάη του 1872 και ο ΣΠΥΡΙΔΩΝ Θεοτόκης ο οποίος γεννιέται τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο Μάρκος Θεοτόκης είναι τύπος αριστοκρατικός του παλαιού καιρού, όμως με φιλελεύθερες ιδέες που δεν συμβιβάζονται με την καταπιεστική αγγλική πολιτική των χρόνων της λεγόμενης «Προστασίας». Έχοντας τα εφόδια του Ιονίου Λυκειου και της Ιονίου Ακαδημίας ασχολείται με την ιστορία, τη φιλολογία και τη φιλοσοφία, ενώ τα ταξίδια που κάνει του δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις ταχύτατες προόδους του 19ου αιώνα. Κατακρίνει τη Γαλλική Επανάσταση, και ταυτόχρονα την αναδυομενη αστική τάξη και τους νεόπλουτους. Μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει γρήγορα, παραμένει ο παλιός άρχοντας που δε συμβιβάζεται με τις νέες κοινωνικές καταστάσεις και δε συνθηκολογεί με τη μοίρα του. Συνάμα προσπαθεί να μεταδώσει στα παιδιά του την αριστοκρατική παράδοση της οικογένειας. Στην παράδοση αυτή περισσότερο πιστός μένει ο Σπύρος που δεν παραλείπει να χρησιμοποιεί τον τιτλο του κόμη ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Όσες φορές εργάζεται για τον τόπο του δεν θέλει αντιμισθία. Το κάνει μόνο για 2-3 χρόνια σε μεγάλη ηλικία, όταν αναγκάζεται από οικογενειακές στενοχώριες. Παρά το ότι είναι άνθρωπος εξαιρετικά οξύθυμος, όσοι τον συναναστρέφονται τον αγαπούν και τον σέβονται. Μετά την Ένωση, στον πύργο των Καρουσάδων ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ είναι τακτικός επισκέπτης.

Ο Μάρκος Θεοτόκης μας άφησε δύο μελέτες:
Πρώτη: Επικρίσεις επί περιόδων τινών του συγγράμματος του Παύλου Λάμπρου «Νομίσματα και μετάλλια της Επτανήσου πολιτείας» (1884), την οποία δημοσιεύει το 1885. Σε αυτήν ασκεί έντονη κριτική στο συγγραφέα αποκαλύπτοντας την προσήλωσή του στην αριστοκρατική παράδοση και την προσφορά των ευγενών στην ιστορία της Κέρκυρας.
Δεύτερη μελέτη του: «Ο Ιωάννης Καποδίστριας εν Κεφαλληνία και αι στάσεις αυτής εν έτεσι 1800, 1801 και 1802 (1887)». Η μελέτη αυτή είναι βασική ακόμα και σήμερα για τους ιστορικούς των ταραγμένων χρόνων της Επτανήσου Πολιτείας, της πρώτης ανεξάρτητης κρατικής δομής στον ελλαδικό χώρο. Εκείνη την περίοδο η Κεφαλονιά συνταράσσεται από τις διαμάχες ανάμεσα στις φατρίες των Άννινων και των Μεταξάδων, ενώ γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί το λεγόμενο «Βυζαντινό Σύνταγμα» και στη συνέχεια το «Σύνταγμα της Ονοράντα». Τότε ο Ιωάννης Καποδίστριας αναλαμβάνει την πρώτη πολιτική του αποστολή και αποδεικνύει ότι γνωρίζει άριστα να επαναφέρει υπό το κράτος του νόμου και να διοικεί ένα λαό που επί τέσσερα χρόνια είχε ζήσει σε πλήρη αναρχία, σε διχόνοια και αδελφοκτονία και να τον οδηγήσει στην ειρήνη και την ευνομία.
Κύρια όμως ο Μάρκος Θεοτόκης σύνδεσε το όνομά του με τη διάσωση του Αρχείου Ιονίου Γερουσίας, το οποίο αποτελεί σημαντικό τμήμα των σημερινών Γ.Α.Κ.- Α.Ν.Κ. καλύπτοντας την περίοδο 1799-1864 και την ελληνική αρμοστεία Θ. Ζαϊμη. Μέχρι το 1864 το Αρχείο Ιονίου Γερουσίας στεγάζεται στο Ανάκτορο των Αρμοστών και μετά την Ένωση συγχωνεύεται διοικητικά με τη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Στοιβάζεται όμως στα τέσσερα δωμάτια μιας μισοερειπωμένης τρώγλης πίσω από το μέγαρο του Βάιλου όπου στεγαζόταν το Αρχειοφυλακείο σε επίσης άθλιες συνθήκες. Εκεί ξεχνιέται κυριολεκτικά και ολόκληρες σειρές εγγράφων που αφορούν στο 9ο, 10ο, 11ο, 12ο και 13ο Ιόνιο Κοινοβούλιο στέλνονται στην Αθήνα και αποθηκεύονται στο υπόγειο του υπουργείου Εσωτερικών.
Στα 1884, ο Μάρκος Θεοτόκης ετοιμάζει τη μελέτη του κατά του Σπύρου Λάμπρου και χρειάζεται να δει ορισμένα έγγραφα του παραπάνω Αρχείου. Αντιμετωπίζει την προαναφερθείσα τραγική κατάσταση και αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη διάσωσή του. Τότε κατορθώνει να υπαχθεί το Αρχείο στο Δήμο Κερκυραίων και αναλαμβάνει καθήκοντα άμισθου αρχειοφύλακα, αφιερώνοντας 28 ολόκληρα χρόνια στην ταξινόμησή του. Συντάσσει καταλόγους όλων των δεσμίδων, καταγράφει τις ελλείψεις και όταν τελειώνει ανακαλύπτει την απουσία των δεσμίδων που αφορούν τα πέντε τελευταία κοινοβούλια της λεγόμενης Αγγλοκρατιας. Μετά από πολλές αναζητήσεις τις εντοπίζει και με ακόμη περισσότερες ενέργειες κατορθώνει να επιστραφούν στην Κέρκυρα.

Αριστερά ο Μάρκος και δεξιά ο Σπύρος Θεοτόκης
(φώτο: Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας)

Στα 1887 αρχίζει η συζήτηση για την κατεδάφιση της Porta Reale. Ο Δήμος Κερκυραίων ζητά τις απόψεις των λογίων της εποχής όπως του Βροκίνη, του Ι. Ρωμανού και του Μάρκου Θεοτόκη ο οποίος γράφει:

«Προς τον Κον Δήμαρχον Κερκυραίων
Δια του υπ αριθ. 935 και από 6 Ιουνίου Υμετέρου επισήμου εγγράφου, διωρίσθην μέλος της επιτροπής εις ην ανετέθη η γνωμοδότησις περί της αξίας της βασιλικής Πύλης.
Επί του αντικειμένου τούτου φρονώ, ότι ουδέποτε το Δημοτικό Συμβούλιο Κερκυραίων ώφειλε ουχί μόνο να παραδεχθεί, αλλ’ ουδέ υπό συζήτηση να θέσει την καταστροφήν του κυριωτέρου και σημαντικοτέρου μνημείου του ανεγερθέντος επί Ενετοκρατίας και όπερ τα μέγιστα συνετέλεσε μάλιστα εις την του έτους 1716 πολιορκίαν, όπως μη υποπέσει η Κέρκυρα εις τον σκληρότερον των ζυγών.
Φρονώ επίσης ότι το μνημείον τούτον, πρέπον να μη παραμελείται, μηδέ εγκαταλείπηται εις την φθοράν υπό της Δημοτικής αρχής, ήτις καθήκον έχει να διατηρήσει και καθωραϊσει δια των αναγκαίων και καλλωπισμών και επισκευών.
Εν Κερκύρα τη 17 Ιουλίου 1887
Ευπειθέστατος, Μάρκος Θεοτόκης»

Την ίδια άποψη τεκμηριώνει και ο Ι. Ρωμανός, ο οποίος ήταν τότε άμισθος έφορος αρχαιοτήτων, ενώ ο Βροκίνης εκδίδει τη μελέτη «Ο επί Ενετοκρατίας τειχισμός του κερκυραϊκού άστεως και η Βασιλική Πύλη» υπερθεματίζοντας και αυτός για τη διατήρησή της. Παρά τις έντονες αντιδράσεις, η Porta Reale κατεδαφίζεται το 1893, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Ι. Ρωμανού.
Ο Μάρκος Θεοτόκης εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος με το συνδυασμό του Μιχαήλ Θεοτόκη και ασκεί τα καθήκοντά του από 01-10-1891 ως 05-02-1893 οπότε κηρύσσεται έκπτωτος μαζί με άλλους τρεις συμβούλους, λίγες μέρες πριν την κατεδάφιση της Porta Reale, μιας πράξης η οποία «στοιχειώνει» μέχρι σήμερα την πόλη μας προκαλώντας προβληματισμούς και αντεγκλήσεις.
Το 1912, σε ηλικία πια 88 χρόνων ο Μάρκος-Αλοϊσιος Θεοτόκης παραιτείται από τη θέση του στο Αρχειοφυλακείο και την ίδια χρονιά φεύγει από τη ζωή. Τη θέση του στο Αρχείο Ιονίου Γερουσίας αναλαμβάνει ο γιός του Σπυρίδων Θεοτόκης ο οποίος, υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, έχει αποκτήσει ήδη πολύτιμη εμπειρία στη μελέτη των παλαιών εγγράφων.
Η νεανική του ζωή του Σπυρίδωνος Θεοτόκη δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παίρνει τις εγκύκλιες γνώσεις στο Εκπαιδευτήριο Βλάχου και φοιτά σε διάφορα πανεπιστήμια χωρίς όμως να πάρει πτυχίο. Τα παιδικά του χρόνια τα ζει στη σκιά των δύο αδελφών του Δημήτριου και προπάντων, του Κωνσταντίνου. Στον πύργο των Καρουσάδων όλοι οι δικοί του δεν μιλούν παρά για τον Κωνσταντίνο, την εξυπνάδα του, τις σπουδές του, το γάμο του. Είναι ο ένας, ο μοναδικός, για τον οποίο πρέπει να γίνουν όλες οι θυσίες. Φυσικό είναι η περίοδος αυτή να του δημιουργήσει μια πίκρα που τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.
Στα 1914 το Αρχείο Ιονίου Γερουσίας υπάγεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και ο Σπυρίδων Θεοτοκης καταλαμβάνει τη θέση του έμμισθου διευθυντή, θέση στην οποία παραμένει ως το 1935 με εξαίρεση την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων 1912-1913 και την περίοδο της εξορίας του, από το 1917 ως το 1920.
Η πρώτη μελέτη του Σπύρου Θεοτόκη είναι το Αναμνηστικόν τεύχος της Πανιονίου Αναδρομικής Εκθέσεως του οποίου το πρώτο μέρος, «Ενετοκρατία», δημοσιεύει στα 1914 και το δεύτερο, «Δημοκρατούμενοι Γάλλοι», στα 1917. Στην Πανιόνιο Αναδρομική Έκθεση είναι γραμματέας της Οργανωτικής Επιτροπής της Κέρκυρας, ενώ μέσα στο Μεσοπόλεμο δημοσιεύει άρθρα σε περιοδικά και κάνει επιστημονικές ανακοινώσεις και ομιλίες σε διεθνή συνέδρια και στην Ακαδημία Αθηνών.

Αρκετά άρθρα του είναι δημοσιευμένα σε κερκυραϊκές Μεσοπολεμικές εφημερίδες. Ενδεικτικά αναφέρουμε δημοσίευμα με τίτλο «Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνος» το οποίο δημοσιεύεται στο Κερκυραϊκόν Βήμα στις 12-8-1939 και αφορά τη διαχείριση του ναού και τα δικαιώματα του εκάστοτε ιερέα ο οποίος προέρχεται από την οικογένεια Βούλγαρη. Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται στην Ελευθερία σε 4 συνέχειες από 18 ως 22 Φλεβάρη 1955, την εποχή κατά την οποία η οικογένεια Βούλγαρη σταδιακά χάνει τα δικαιώματά της στο ναό και το ιερό λείψανο, διαδικασία η οποία τελειώνει και τυπικά το 1974.
Το Μάρτη του 1920 ο Σπυριδων Θεοτόκης στέλνεται από τον υπουργό των Εξωτερικών Νικόλαο Πολίτη, στη Βενετία για να μελετήσει το περιεχόμενο των εκεί κρατικών αρχείων ως προς την Ελληνική Ιστορία. Η αποστολή του διακόπτεται απότομα και οριστικά τον Απρίλη του 1923, λόγω των εξαιρετικών συνθηκών που επικρατούν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι έρευνες αυτές φέρνουν στο φως ανεκτίμητα στοιχεία για την ιστορία της Κρήτης και των Επτανήσων και στα 1926 δημοσιεύει, με δαπάνη του υπουργείου Εξωτερικών τη μελέτη «Εισαγωγή εις την έρευναν των μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας και ιδία της Κρήτης εν τω κρατικώ αρχείω της Βενετίας».
Στα 1931 εισηγείται στο Υπουργείο Παιδείας την ίδρυση Ιστορικού Μουσείου της Επτανήσου, το οποίο θα στεγαστεί στα Ανάκτορα της πόλης της Κέρκυρας και θα συγκεντρώσει σφραγίδες, εικόνες επιφανών επτανησίων, έγγραφα, χαλκογραφίες και άλλα ιστορικά ντοκουμέντα. Ενώ έχει ήδη ετοιμάσει μία πρώτη συλλογή, η άρνηση του Υπουργείου να παραχωρήσει μερικές προθήκες της ορυκτολογικής συλλογής της Ιονίου Ακαδημίας τον απογοητεύει και εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Μεγάλο μέρος του υλικού που συγκεντρώνει από τις έρευνές του στη Βενετία εκδίδεται από την Ακαδημία Αθηνών μετά από την οικονομική ενίσχυση της Έλενας Βενιζέλου. Κατά την περίοδο 1933-1937 εκδίδονται οι τρεις τόμοι των «Μνημείων της Ελληνικής Ιστορίας». Το 1937 κάνει προσπάθειες να πείσει τον υπουργό Εθνικής Εκπαιδεύσεως να χρηματοδοτήσει την έκδοση του υπόλοιπου μέρους του υλικού καθώς και να συνεχίσει την έρευνά του στη Βενετία, επιδίωξη που τελικά δεν πραγματοποιείται. Την ίδια χρονιά πουλά στην Αθήνα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του και της Επτανησιακής Συλλογής που είχε δημιουργήσει, ενώ μεγάλο αριθμό επτανησιακών φυλλαδίων χαρίζει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας.
Ο Σπύρος Θεοτόκης συλλαμβάνει την ιδέα της έκδοσης του Αρχείου Καποδίστρια σε δέκα τόμους, αλλά δυστυχώς κατορθώνει να εκδώσει μόνο την αλληλογραφία του Κυβερνήτη με τον Εϋνάρδο. Το υπόλοιπο υλικό στο οποίο περιλαμβάνονται και τα προσωπικά αρχεία του Βιάρου και του Αυγουστίνου Καποδίστρια καταστρέφεται σχεδόν όλο στο βομβαρδισμό του 1943. Μόνο ένα μέρος του σώζεται στο σημερινό Αρχείο Ιονίου Γερουσίας, δωρεά της οικογένειάς του.

Παραιτούμενος από τη θέση του στο Αρχείο Ιονίου Γερουσίας στα 1935, διορίζεται νομάρχης Ηρακλείου. Όμως η αντιβενιζελική του τοποθέτηση και ο βίαιος χαρακτήρας του τον οδηγούν σε σύγκρουση με τους τοπικούς παράγοντες και σε συνέχεια σε παραίτηση. Παρά τα πολιτικά και οικογενειακά προβλήματα που αντιμετωπίζει στα επόμενα χρόνια, δεν σταματά τις έρευνες και τις μελέτες και συνεχίζει τη συνεργασία του με την Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, την Ιόνιο Ανθολογία, την Επετηρίδα Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και άλλες εκδόσεις, ανοίγοντας το δρόμο στις επόμενες γενιές ερευνητών.

Ο Τάσος Κόρφης (κατά κόσμον Αναστάσιος Ρομποτής) ερεύνησε συστηματικά το αρχείο του Σπυρίδωνος Θεοτόκη και εντόπισε μόνο ιστορικά έργα, τα περισσότερα ημιτελή. Εξαίρεση αποτελεί η, ημιτελής επίσης, βιογραφία του αδελφού του Κωνσταντίνου. Πιστεύει πάντως ότι πρέπει να ειχε ασχοληθεί εστω και ερασιτεχνικά και με τη λογοτεχνία. Σύμφωνα με τον Κώστα Δαφνή: «Αν και δεν υπάρχουν δημοσιευμένα κείμενά του που να μαρτυρούν τις λογοτεχνικές επιδόσεις του, εν τούτοις είναι βέβαιο ότι καλλιέργησε και τη ποίηση και το διήγημα. Είχε και ο ίδιος ομολογήσει πολλές φορές το “αμάρτημά” του, αλλά και στα κατάλοιπά του βρέθηκαν στίχοι και διηγήματα. Η λογοτεχνική δόξα του Κων/νου Θεοτόκη τον έκανε να αναζητεί το δρόμο του. Είχε όμως συνείδηση της αδυναμίας του. Γι’ αυτό και δεν έφερε ποτέ στη δημοσιότητα τα “λογοτεχνικά” του κείμενα».
Ο Τάσος Κόρφης σημειώνει επίσης ότι «και αυτό το ίδιο το κείμενο της βιογραφίας, με την καλή του συνθεση, τη στρωτή δημοτική του γλώσσα και τις δυνατές του περιγραφές μας πείθει πως ο συγγραφέας του όχι μόνο διέθετε λογοτεχνικές αρετές αλλά και τις είχε εξασκήσει».
Συνεχίζει ο ίδιος:
«… πολύ αξιοπρόσεκτα είναι και τα συγγραφικά χαρίσματα του Σπυρίδωνος Μ. Θεοτόκη σ΄αυτή τη βιογραφία. Ξεκινώντας από πρόσωπα και πράγματα, που ήξερε από πρώτο χέρι, προχωρεί με ξεχωριστές αφηγηματικές ικανότητες, σε μια ζωντανή ανάπλαση του περιβάλλοντος, που μέσα του μεγάλωσε ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης και σε βαθιές ψυχολογικές αναλύσεις ανθρώπων και καταστάσεων. Η παρατήρησή του είναι οξεία, η σύνθεσή του πυκνή, το ύφος του απλό, αν και κάποτε χαλαρό, και η γλώσσα του καίρια. Κάποιες οξύτητές του, όπου υπάρχουν, προπάντων όταν καυτηριάζει την κοσμική ζωή της κερκυραϊκης κοινωνίας, γίνονται χαριτωμένες από μάι σωστή αίσθηση του χιούμορ. Κι όλα τοποθετούνται με ακρίβεια στον ιστορικό χώρο της Επτανήσου (το χώρο του) ή το διεθνή με επεξηγήσεις ή εύστοχες παρατηρήσεις που δε βαραίνουν το κείμενο αλλά, αντίθετα, το ποικίλλουν, χαρίζοντάς του αντικειμενικότητα και φρεσκάδα».
Ο Σπυριδων Θεοτόκης πεθαίνει στην Κέρκυρα στις 27 Οκτώβρη 1940. Eίναι ο τελευταίος μιας σειράς τριών γενεών κερκυραίων ιστοριογράφων των οποίων ο κύκλος κλείνει με το 2° Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΠΗΓΕΣ
• Eugene Rizo Rangabe, Livre d’ Or de la Noblesse Ionienne, Corfou, Maison d’ Editions“Eleftheroudakis”, Athenes, 1925 (σελ. 223-235, 249-250)
• Κώστας Δαφνής, «Κερκυραίοι ιστορικοί και ο Σπύρ. Μ. Θεοτόκης, Ιστορική και βιβλιογραφική επιτομή», Κερκυραϊκά Χρονικά – Τόμος 5ος, Κέρκυρα, 1956 (σελ. 143-177)
• Σπυρίδων Μ. Θεοτόκης, Τα νεανικά χρόνια του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Βιογραφία, Πρόσπερος, Αθήνα, 1983, Εισαγωγή-Επιμέλεια κειμένου: Τάσος Κόρφης
• Κούκκου Ελένη, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία, Παπαδήμας, Αθήνα, 1983
• Γεώργιος Ν. Σπίγγος, Η τοπική αυτοδιοίκηση στην Κέρκυρα 1864-1998, Απόστροφος, Κέρκυρα, 1998
• Παρουσίαση των φακέλων οι οποίοι αφορούν το Σπ. Θεοτόκη στο Ελληνικό και Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο

Κέρκυρα, 30 Οκτωβρίου 2015

* * *