ΠΑΞΟΙ

Οι Παξοί είναι ένα μικρό νησί που ακολούθησε την ίδια ιστορία με την κοντινή Κέρκυρα.Συνήθως το θεωρούσαν σαν ένα από τα μικρότερα νησιά γύρω από την Κέρκυρα, αλλά προς το τέλος του 18ου αιώνα θεωρήθηκε σαν ισάξιο μέλος της Επτάνησου Πολιτείας.

Ο Γάιος ( San Nicolò), το κύριο χωριό του νησιού, βρίσκεται στην ανατολική ακτή του και βλέπει την ηπειρωτική χώρα όπου οι Βενετοί είχαν ένα φυλάκιο στην Πάργα. Ένα νησάκι απέναντι από το Γάιο προφυλάσσει το λιμάνι του από τους ανέμους και τις τρικυμίες . Οι Βενετοί έχτισαν στην κορυφή αυτού του νησακιού ένα μικρό φρούριο, το οποίο περιβάλλεται τώρα από ψηλά πεύκα.

Οι οχυρώσεις που χτίστηκαν από τους Βενετούς δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τους κατοίκους από μια καλά οργανωμένη εισβολή, ο στόχος τους ήταν να αποτρέψουν τις επιθέσεις των οθωμανών0 πειρατών.

ΛΕΥΚΑΔΑ

Η βόρεια άκρη της Λευκάδας (Santa Maura ) βρίσκεται πολύ κοντά στην ηπειρωτική χώρα. Ένα στενό κανάλι διακόπτει την λουρίδα της άμμου που περιβάλλει αυτό το μέρος του νησιού το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη λιμνοθάλασσα.

Από το ημερολόγιο του Charles Bush Hearn ο οποίος έφτασε στο νησί της Λευκάδας τις 25 Ιουνίου 1849. « Σήμερα ήρθαμε στο 500 χρονών διάσημο φρούριο, της Santa Maura. Τα ογκώδη τείχη του εξουσιάζουν την είσοδο στο νησί της Λευκάδας. Μια λιμνοθάλασσα περιβάλλει το φρούριο με νερά πλούσια σε πανίδα . Πίσω από το φρούριο και πέρα από τη λιμνοθάλασσα, βρίσκεται η σημαντικότερη πόλη του νησιού, η Λευκάδα. Τα ισχυρά τείχη του φρουρίου μπορούν να αντέξουν και σεισμό. Έχουν αντισταθεί στις δονήσεις των προηγούμενων πέντε αιώνων και είναι συνέχεια από οχυρώσεις αρχαίων χρόνων».

Υπάρχουν τρεις πλευρές στο οχυρό με επτά θέσεις πυροβόλων όπλων η καθεμία. Υπάρχουν επίσης πρόσθετοι χώροι, μπαρουταποθήκες. Το φρούριο ήταν “ βιώσιμο “ υπήρχε μια πρότυπη πόλη με σπίτια, σχολεία, γραφεία και ένα νοσοκομείο. Υπόγεια είχε τοποθετηθεί μία δεξαμενή για την αποθήκευση του νερού. Κατά τη διάρκεια των 39 χρόνων του βρετανικού προτεκτοράτου, όλες οι εγκαταστάσεις εκσυγχρονίστηκαν.

Η (δεύτερη) πολιορκία της Λευκάδας το 1716 ήταν μια από τις λίγες βενετικές νίκες που αναφέρονται στον καταστρεπτικό δεύτερο πόλεμο του Μορέα (Πελοπόννησος).

ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ

Η Κεφαλλονιά είναι το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων με βουνά που φθάνουν τα 5.000 πόδια ύψος και πολλές χερσονήσους που σπρώχνονται βαθιά στη θάλασσα. Το φρούριο της Κεφαλλονιάς, σήμερα γνωστό σαν κάστρο του Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται σε έναν λόφο στο νότιο μέρος του νησιού.

Τα τείχη του φρουρίου χτίστηκαν τον 13ο αιώνα για να προστατεύσουν τους κατοίκους της κύριας πόλης του νησιού που ονομάζονταν Κεφαλλονιά ή Borgo Di Cefalonia. Οι Βενετοί απόκτησαν το νησί το 1500 και έκαναν μεγάλες βελτιώσεις στη γεωργία του. Η Κεφαλλονιά (πόλη) έγινε γνωστή για το κρασί, το λάδι, και τις σταφίδες της (που πουλούσε εν μέρει στην αγγλική επιχείρηση Levant που ιδρύεται το 1583 για την ανάπτυξη αυτού του εμπορίου). Το 1636 ένας σεισμός έβλαψε το φρούριο και τον τον 18ο αιώνα έχασε το ρόλο της ως κύρια πόλη του νησιού για να την μεταφέρει στο Αργοστόλι, ένα λιμάνι που βρίσκονταν μερικά μίλια στα βόρεια του φρουρίου σε έναν πολύ απομονωμένο κόλπο.

Το φρούριο ενισχύθηκε από τους Βενετούς, όπου έχτισαν τρεις μεγάλους προμαχώνες. Οι κυβερνήτες του νησιού τοποθέτησαν επίσης και εκεί τους θυρεούς τους. Τα πυροβόλα παρουσιάζουν ένα μικρό φτερωτό λιοντάρι και είναι ωραία διακοσμημένα με το καπέλο του δόγη, τον ανώτατο δικαστή της Δημοκρατίας. Εκτός από τους προμαχώνες, ένα μικρό φρούριο προστάτευσε την κατοικία του κυβερνήτη. Αυτή η τελευταία οχύρωση χρησίμευε επίσης και σε περίπτωση επανάστασης του πληθυσμού που ζούσε μέσα στο φρούριο. Το ενετικό φορολογικό σύστημα ήταν μάλλον βαρύ και υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για επαναστάσεις ενάντια στη βαριά φορολογία που επιβάλλονταν από τη Βενετία.

Τα τείχη και ο πύργος του δυτικού μέρους του φρουρίου μαρτυρούν ότι δόθηκε αρκετή προσοχή όχι μόνο στο αμυντικό θέμα αλλά και στην αισθητική πλευρά της κατασκευής. Η ανατολική πλευρά του φρουρίου έχει μια πολύ θέα στην θάλασσα μεταξύ Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου, ενώ η θέα από την δυτική πλευρά καλύπτει ολόκληρο τον κόλπο του Αργοστολίου.

ΑΣΣΟΣ (Κεφαλλονιά)

Κατά τον 16ο αιώνα οι πειρατικές επιδρομές που ξεκινούσαν από το Αλγέρι και την Τυνησία με κατεύθυνση τις ακτές της Ισπανίας και της Ιταλίας έγιναν πολύ συχνές. Ακόμη και κατά τη διάρκεια των περιόδων ειρήνης μεταξύ της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Βενετίας τα Επτάνησα ήταν πάντα ένας στόχος για αυτές τις επιδρομές. Τα χωριά στο βόρειο μέρος της Κεφαλλονιάς ήταν μακριά από το κύριο φρούριο και οι κάτοικοί τους απευθύνθηκαν στην ενετική Σύγκλητο για μια καλύτερη άμυνα. Η περιοχή που επιλέχτηκε ήταν ένα νησάκι το οποίο ήταν ενωμένο με το υπόλοιπο νησί με μια μικροσκοπική λουρίδα εδάφους σε ένα σημείο όπου η ακτή είναι απότομη και δεν επιτρέπει την αποβίβαση στρατευμάτων.

Οι Βενετοί έχτισαν ένα πολύ μεγάλο φρούριο με σκοπό να προσελκύσουν σε αυτό ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά αυτός ο στόχος δεν επιτεύχθηκε γιατί, ενώ ήταν τέλειο από στρατιωτική άποψη, η περιοχή όμως δεν προσφέρονταν για εμπορικούς και γεωργικούς σκοπούς. Μια μακριά επιγραφή κοντά στην κύρια πύλη παρέχει λεπτομέρειες για την ιστορία του φρουρίου και κάνει σαφή αναφορά για επιδρομές πειρατών (ΝΕ AMPLIUS TYRANNICAS INCURSIONES PATERENT: Έτσι ώστε οι κάτοικοι δεν θα υφίστατο άλλο τις μεγάλες τυραννικές εισβολές των πειρατών. 

Τα εξωτερικά τείχη είναι μάλλον ακόμα σε καλή κατάσταση, παρά το γεγονός ότι το φρούριο εγκαταλείφθηκε πριν περίπου 50 χρόνια και ότι η περιοχή χτυπήθηκε από έναν καταστρεπτικό σεισμό το 1953. Το εσωτερικό του φρουρίου, εντούτοις, είναι πολύ απογοητευτικό και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τα κτήρια που μια φορά αποτελούσαν το φρούριο.

Το φρούριο έχει άριστη ορατότητα προς το βόρειο μέρος του νησιού, την χερσόνησο του Φισκάρδου, ένα χωριό όπου πέθανε το 1085 ο Robert Guiscard, νορμανδός βασιλιάς της Νάπολης και που ονομάστηκε έτσι μετά τον θάνατό του. Το βλέμμα ξεπερνάει αυτήν την χερσόνησο και φτάνει στη νότια άκρη της Λευκάδας , η οποία ήταν σε τουρκικά χέρια όταν χτίστηκε το φρούριο του Άσσου. Η Λευκάδα κατακτήθηκε από τους Βενετούς το 1684 και αυτό το γεγονός μείωσε τη σημασία του φρουρίου του Άσσου.

 ΙΘΑΚΗ

Οι Βενετοί θεώρησαν τον κόλπο του Βαθύ, στο νότιο μέρος του νησιού, σαν ένα άριστο φυσικό λιμάνι: Προστάτευε από τους ανέμους, ήταν άνετο και με βαθιά νερά. Σήμερα το Βαθύ είναι ένα μικρό χωριό στη νότια άκρη του κόλπου. Κατά τη διάρκεια της ενετικής κατοχής βρίσκονταν σε μια ασφαλέστερη θέση, πάνω σε ένα βουνό στα δυτικά του κόλπου. Σύμφωνα με μια ενετική πηγή του 1692, ο πληθυσμός της Ιθάκης ανέρχονταν σε 15.000 κατοίκους, ένας αριθμός σημαντικά πιο υψηλός από τον τωρινό (λιγότεροι από 5.000). Όταν έπαψαν πλέον να ανησυχούν για την ασφάλειά τους , οι κάτοικοι του Βαθύ διάλεξαν βαθμιαία να ζήσουν κοντά στην θάλασσα (αυτό έγινε επίσης και σε άλλα ελληνικά νησιά ,πχ η πόλη φάντασμα του Μεγάλου Κάστρου στην Κάλυμνο). Οι σεισμοί και ειδικά ο πολύ ισχυρός του 1954 γκρέμισαν τα περισσότερα από τα εγκαταλελειμμένα σπίτι και οι πέτρες τους χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτούν λιθιές στους ελαιώνες της περιοχής.

ΖΑΚΥΝΘΟΣ

Το νησί έχει μια μάλλον μεγάλη πεδιάδα ανάμεσα από δύο σειρές λόφων. Οι χάρτες της ενετικής περιόδου δείχνουν ότι η πεδιάδα ήταν πλήρως καλλιεργημένη και ότι το νησί ήταν μεγάλος παραγωγός από κρασί και λάδι. Η πόλη Ζάκυνθος ήταν διαιρεμένη σε Άνω πόλη (η ακρόπολη στην κορυφή ενός λόφου ) και Κάτω πόλη γύρω από το λιμάνι. Σήμερα η Άνω πόλη είναι σχεδόν αόρατη από τη θάλασσα αλλά και ακόμη και από το λιμάνι γιατί είναι κρυμμένη σε ένα όμορφο πευκοδάσος. Τα δέντρα κρύβουν τους τοίχους του μεγάλου φρουρίου που ολοκληρώθηκε από τους Βενετούς το 1646 και που αντικατέστησε τις προηγούμενες οχυρώσεις που είχαν γίνει από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους.

Οι πύλες του φρουρίου στηρίχτηκαν πάνω στις πλευρές των προμαχώνων για μεγαλύτερη προστασία. Διακοσμήθηκαν με το φτερωτό λιοντάρι και με τους θυρεούς των κυβερνητών του νησιού. Αντίθετα από την πλειοψηφία των ενετικών φρουρίων στην Ελλάδα, το φρούριο της Ζακύνθου διατηρείται αρκετά καλά. Η θέα από το φρούριο δείχνει προς στην ανατολή και πρός τη ακτή της Πελοποννήσου με το κάστρο Tornese στον πιο ψηλό λόφο Στα βόρεια δείχνει προς τα βουνά της Κεφαλονιάς.

ΚΥΘΗΡΑ

Τα Κύθηρα βρίσκονται ανάμεσα στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Μαζί με τα Αντικύθηρα έλεγχαν την διάβαση των σκαφών που πήγαιναν από το Ιόνιο στο Αιγαίο πέλαγος. Η σημασία τους για τη Βενετία αυξήθηκε σημαντικά μετά από την απώλεια της Μεθώνης και της Κορώνης στην Πελοπόννησο.Τα Κύθηρα δεν πρόσφεραν ένα καλό λιμάνι, εντούτοις αποδείχθηκαν χρήσιμα στα πλοία που σε περίπτωση κακοκαιρίας ή επίθεσης από πειρατές είχαν ανάγκη από ένα ασφαλές λιμάνι. Όπως έκαναν και σε πολλές άλλες τοποθεσίες, οι Βενετοί έχτισαν το φρούριό τους εκμεταλλεύοντας έναν φυσικό βράχο.

Το φρούριο δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει όλο τον πληθυσμό , έτσι χτίστηκαν τείχοι και πύργοι για να προστατεύσουν τα μικρά χωριά. Τα Κύθηρα ήταν μέρος των Επτανήσων και ακολούθησαν το πεπρωμένο της Κέρκυρας γίνοντας γαλλικά, τούρκικα, πάλι γαλλικά και βρετανικά, πρίν να ενωθούν με την Ελλάδα. Το φρούριο καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Η είσοδος στο φρούριο,ό πως συνηθως, στολίστηκε με το φτερωτό λέοντα και τα εμβλήματα των όπλων των ενετών κυβερνήτων. Τα ίχνη αυτών των εμβλημάτων είναι ακόμα ορατά.

Τα κύρια κτήρια βρίσκονται μέσα στο φρούριο: τα περισσότερα από αυτά έχουν καταρρεύσει ή βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση. Μόνο ο καθεδρικός ναός (σήμερα ορθόδοξος) είναι ακόμα σε καλή κατάσταση.

Οι καμπάνες: Οι πιό προεξέχουσες οικογένειες των Κυθήρων έχτισαν τα μικρά παρεκκλησια τους κατά τη διάρκεια της βενετικής περιόδου . Δεδομένου ότι δεν ήταν αρκετά πλούσιες για να χτίσουν ένα παρεκκλησι μέσα στο αρχοντικό τους, τα έκτιζαν ξεχωριστά, κυρίως κάτω από το φρούριο. Οι καμπάνες μαρτυρούν την βενετική τους προέλευση.

Modari – Κάτω Χώρα (Kύθηρα) 

Ο πληθυσμός των Κυθήρων μειώθηκε ουσιαστικά μεταξύ του 1870 και του 1920: η τελευταία απογραφή (1864) της βρετανικής κυβέρνησης κατέγραψε 14.500 κατοίκους: μια αξιολόγηση του 1911 υπολόγισε τον πληθυσμό στην περιοχή σε 6.000. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 οι κάτοικοι είναι μόνο 3.300. Αυτό εξηγεί γιατί πολλά μέρη του νησιού δεν καλλιεργούνται πλέον. Εγκαταλείφθηκε επίσης η δεύτερη πόλη των Κυθήρων που βρίσκεται στη δυτική μεριά του νησιού: οι Βενετοί την αναφέρουν σαν San Nicolò de Modari, αλλά οι ντόπιοι την ονόμασαν Κάτω Χώρα.

Η μόνη πρόσβαση για την πόλη φυλάγεται από το λέοντα του Αγ. Μάρκου. Η πύλη είναι στολισμένη, εκτός από το λιοντάρι, με τους θυρεούς των δύο κυβερνήτων του νησιού που ανέλαβαν την κατασκευή του. Η Κάτω Χώρα βρίσκεται μεταξύ δύο φαραγγιών, σε μια ορισμένη απόσταση από τον κόλπο όπου έδεναν τα σκάφη. Σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα. Ενώ φροντίζονται διάφορες μικρές εκκλησίες , τα άλλα κτήρια (συμπεριλαμβανομένου και ενός αρτοποιείου) αγνοούνται και αφήνονται στην καταστροφή του χρόνου.

S.Nicolò – Αβλεμώνας (Kύθηρα) 

Η κύρια πόλη των Κυθήρων κατά τη διάρκεια του βυζαντινής αυτοκρατορίας βρίσκονταν στην ανατολική ακτή του νησιού ,σε μια θέση που επέτρεπε τον έλεγχο του στενού μεταξύ του νησιού ,των Αντικυθήρων και της Κρήτης. Το 1538 ο Μπαρμπαρόσα κατέστρεψε την πόλη και οι βενετοί προτίμησαν να την επανοικοδομήσουν σε μια πιο προστατευμένη τοποθεσία.

Ο κόλπος της παλαιάς πόλης ήταν το καλύτερο αγκυροβόλιο του νησιού και για αυτό τον λόγο οι Βενετοί έχτισαν ένα μικρό οκτάγωνο οχυρό για να προστατεύσουν ένα μικρό τμήμα του το οποίο ήταν σχεδόν ένα φυσικό ναυπηγείο. Πολλά από τα ενετικά πυροβόλα βρίσκονται ακόμα μέσα στο οχυρό και φθαρμένα φτερωτά λιοντάρια φαίνονται ακόμα στους τοίχους του οχυρού.

* * *