Η Ελισάβετ, όταν έκτισε το Αχίλλειον, έδωσε προέχουσα θέση στο άγαλμα του « Θνήσκοντος Αχιλλέως».
Ο νέος ιδιοκτήτης του ανακτόρου, ο Γερμανός Αυτοκράτορας, λάτρης κι αυτός όπως η Ελισάβετ, της αρχαίας Ελλάδος, ήταν ενθουσιασμένος από την ατμόσφαιρα της κλασικής αρχαιότητας που κυριαρχούσε στο νέο παλάτι του. Όπως επίσης εύρισκε επιτυχημένο το σύμβολο που διάλεξε η Ελισάβετ, τον Αχιλλέα, τον γενναίο ήρωα της ομηρικής Ελλάδας. Όμως τον Αχιλλέα δεν τον ήθελε «Θνήσκοντα», αλλά στην ακμή της ρώμης του, στη ρωμαλέα του έκφραση. Γι’ αυτό αποφασίζει να συμπληρώσει το κενό.
Καλεί τον διάσημο Γερμανό γλύπτη Götz, [Johannes Götz] τον γνωστό καλλιτέχνη έργων εμπνευσμένων από την κλασική αρχαιότητα, και του δίνει εντολή να φτιάξει ένα καινούριο άγαλμα του Αχιλλέως, που να παριστάνει τον ομηρικό ήρωα όρθιο, περήφανο και ρωμαλέο, όπως τον παρουσιάζουν οι νίκες του, ένα Αχιλλέα «Νίκωντα» και όχι «Θνήσκοντα».
Ο Götz ακολουθεί τις οδηγίες του αυτοκράτορα και κατασκευάζει το πρόπλασμα ενός «Νίκωντος Αχιλλέως», το οποίον παρουσιάζει στον Γουλιέλμο. Ο Κάϊζερ ενθουσιάζεται, βρίσκει ότι ο καλλιτέχνης επέτυχε να δώσει στον Αχιλλέα μορφή και παράσταση, εμπνευσμένες εξ ολοκλήρου από την τέχνη της ελληνικής αρχαιότητας. Θέλει όμως να είναι βέβαιος για την πληρότητα και την τελειότητα του έργου. Γι αυτό μετακαλεί τον διάσημο γερμανό γλύπτη Begas [Reinhold Begas], που είχε στο ενεργητικό του ανδριάντες επιφανών ανδρών και μνημεία αυτοκρατόρων, με τα οποία είχε κοσμήσει τα ανάκτορα, τις πλατείες και τις λεωφόρους των μεγαλουπόλεων, και του δείχνει το πρόπλασμα του «Νίκωντος Αχιλλέως» του Götz.
Ο Begas ενθουσιάζεται και εκφράζεται με ενθουσιασμό για τη λεπτή, την κλασική έμπνευση του έργου. Τόσος μάλιστα είναι ο ενθουσιασμός του, ώστε θα΄δινε και τη μισή του ζωή, αν θα μπορούσε κι αυτός να το εμπνευσθεί και να το φιλοτεχνήσει με τόση επιτυχία. «Το πρόπλασμα, αυτό, λέει στον αυτοκράτορα, φαίνεται σαν να έχει έλθει σε φώς στις ανασκαφές της Πομπηίας. Εάν, Μεγαλειότατε, επιθυμείτε ένα άγαλμα αρχαίας εμπνεύσεως, πρέπει να αποταθείτε στον Götz. Θα σας φτιάξει ένα πραγματικά εμπνευσμένο έργο, γιατί είναι σε θέση να σκέπτεται εμπνευσμένος από την αρχαιότητα».
Κατόπιν αυτού ο Götz παίρνει την παραγγελία και προχωρεί με ταχύ ρυθμό στην εκτέλεση του έργου. «Όταν το άγαλμα ήταν έτοιμο, γράφει ο Κάϊζερ στις Αναμνήσεις του, η αυτοκράτειρα κι εγώ πήγαμε στο ατελιέ του γλύπτου για να το δούμε. Μείναμε κατάπληκτοι από την επιτυχία του έργου. Ο Begas είχε δίκηο στις κρίσεις του. Και δεν είμαστε μόνον εμείς που εντυπωσιαστήκαμε. Οι μαθηταί των γυμνασίων και των άλλων σχολείων, καθώς και ο σύνδεσμος των εργατών, που έτυχε να ιδούν το έργο, έμειναν έκπληκτοι από την ωραιότητα και την επιβλητικότητα του αγάλματος».
Έτοιμος πια ο «Νίκων Αχιλλεύς» συσκευάζεται, φορτώνεται και φθάνει στην Κέρκυρα. Το ογκώδες, το ιστορικό αυτό φορτίο του ελληνικού μύθου, ξεκινάει κάποτε από το λιμάνι της Κέρκυρας [αποβάθρα αγίου Νικολάου] για το Αχίλλειο.
( Σύμφωνα με τον J.M. Henneberg,tο άγαλμα παρουσιάστηκε στην έκθεση τέχνης του Βερολίνου το Μάρτιο του 1910, παρ’όλα αυτά στην Κέρκυρα κατέφθασε τον επόμενο χρόνο λόγω της γενικευμένης κρίσης στο βαλκανικό χώρο που ανάγκασαν τον Κάιζερ να αναβάλει την μεταφορά του τον προηγούμενο χρόνο).
Οι μικροί, οι φτωχικοί δρόμοι το Γαστουριού στενάζουν κάτω από το βάρος του χάλκινου ήρωα των αρχαίων Ελλήνων, του βασιλιά των Μυρμιδόνων.
Ο «Νίκων Αχιλλεύς» στήνεται στη μεγάλη ταράτσα του Αχιλλείου. Πανύψηλος, υπερμεγέθης, πάνοπλος, με την περικεφαλαία, την ασπίδα και το δόρυ του, πάνω σ’ένα επιβλητικό μαρμάρινο βάθρο, ατενίζει προς το μαγευτικό πανόραμα της Κέρκυρας, προς τη θάλασσα και τις μακρινές ηπειρωτικές ακτές.
Στο μαρμάρινο βάθρο είχε τοποθετηθεί με ανάγλυφα χάλκινα γράμματα η επιγραφή: « ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΚΡΑΤΕΩΝ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΤΟΝΔΕ ΑΧΙΛΗΑ ΣΤΗΣΕΝ ΠΗΛΕΙΔΗΝ ΜΝΗΜΑ ΕΠΙΓΙΓΝΟΜΕΝΟΙΣ 1910». Επίσης με μεγάλα γράμματα είχε τοποθετηθεί το όνομα ΑΧΙΛΛΕΥΣ.
Το όνομα αυτό υπάρχει ακόμη και σήμερα. Την επιγραφή όμως την αφαίρεσαν Γάλλοι στρατιωτικοί κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν οι Σύμμαχοι είχαν μεταβάλλει το Αχίλλειο σε νοσοκομείο.
Ο «Νίκων Αχιλλεύς» είναι ένα κολοσσιαίο άγαλμα. Έχει ύψος 5½ μέτρα, το δε δόρυ φθάνει τα 7½. Το συνολικό του ύψος, μαζί με το βάθρο, υπερβαίνει τα 11 μέτρα, το δε βάρος του αγάλματος τους 4½ τόνους. Η αιχμή του δόρατος και η περικεφαλαία είναι χρυσοποίκιλτες.
Με τις διαστάσεις αυτές ο Κάϊζερ φιλοδόξησε να καταστήσει τον Αχιλλέα του ορατό από θαλάσσης, από τα περιπλέοντα τις ακτές της Κέρκυρας πλοία, όπως στην αρχαιότητα το δόρυ, η περικεφαλαία και η ασπίδα του αγάλματος της Αθηνάς στην Ακρόπολη ήταν ορατά στους επιβάτες των πλοίων που εισπλέανε στον Σαρωνικό. Και πραγματικά, όταν πρωτοστήθηκε, το άγαλμα του Αχιλλέως κυριαρχούσε της περιοχής, υψωνόταν πάνω από τα δένδρα. Αργότερα οι γύρω φοίνικες μεγάλωσαν τόσο, που έκρυψαν ή μείωσαν την προβολή του επιβλητικού αυτού μνημείου.
Ο Κάϊζερ έστησε τον Αχιλλέα του στη μεγάλη ταράτσα, στην πιο περίοπτη θέση του πάρκου του Αχιλλείου. Στη θέση εκείνη η Ελισάβετ είχε στήσει το δικό της Αχιλλέα, τον «Θνήσκοντα», ο οποίος τώρα μετατοπίστηκε στην αμέσως επόμενη ταράτσα, όπου υπάρχει και σήμερα. Εκεί πάλι πήρε τη θέση ενός ωραίου χάλκινου αγάλματος, του « Αναπαυομένου Ερμού», το οποίον μετεφέρθη κοντά στην είσοδο του Αχιλλείου, ανάμεσα σε δάφνες και ελιές.
Δικαιολογώντας τη μετατόπιση του «Θνήσκοντος Αχιλλέως» ο Κάϊζερ γράφει στις Αναμνήσεις του: « Το ωραίο μαρμάρινο άγαλμα του «Θνήσκοντος Αχιλλέως», το οποίον είχε φιλοτεχνήσει για την αυτοκράτειρα Ελισάβετ ο Χέρτερ [Ernst Gustav Herter], ήταν πολύ μικρό για τη μεγάλη ταράτσα, δεδομένου μάλιστα που οι φοίνικες είχαν φτάσει τα τέσσερα μέτρα και το έκρυβαν από παντού». Τη μεγάλη ταράτσα ο Κάϊζερ την ονόμασε « Ταράτσα του Αχιλλέως», ήταν δε γι αυτόν η αγαπημένη του γωνιά. Σ’ αυτήν είχε εγκαταστήσει κι ένα μικρό τραπέζι στο οποίο εργαζόταν κάθε πρωί, κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα του ηλίου.
Ο Γουλιέλμος στις Αναμνήσεις του σημειώνει τις εντυπώσεις και κρίσεις του από το άγαλμα του «Νίκωντα Αχιλλέως». Κάπου γράφει: « Στη μεγάλη ταράτσα του κήπου υψώνεται σήμερα χάλκινος ο κραταιός ήρως της Ελλάδος του Ομήρου, ο ηγεμών την Μυρμιδόνων, αυτοδύναμος και υπερήφανος, σ’ όλη τη νεανική του δύναμι και ομορφιά, σύμβολον του Οίκου μου και μνημείον της πανάρχαιας ιστορίας της χώρας».
Και προσθέτει: « Είναι ωραία η στιγμή, όταν ο ήλιος δύει και ρίχνει τα πύρινα βέλη του πάνω στη χρυσοποίκιλτη ασπίδα, στην περικεφαλαία και στη χρυσωμένη αιχμή του δόρατος κι αυτά λαμποκοπούν μέσα στην αποθέωσι του δειλινού».
Όπως επίσης: «Είναι όνειρο και μαγεία όταν τις νύχτες καταυγάζουν το άγαλμα τα φώτα των προβολέων κι αυτό προβάλλεται στο μαύρο φόντο του άλσους των φοινικιών. Φαίνεται τότε σαν ένα μακρινό λευκό φάντασμα, που στέκεται εκεί για να υπερασπίζη με την πανοπλία του το Αχίλλειο».
Αλλού σημειώνει:
«..Μπροστά μας βρίσκονται δυο κραταιοί ήρωες, ο καθένας με τη δική του παράστασι. Ο «Θνήσκων Αχιλλέυς» για να θυμίζη το θάνατο του παιδιού της αυτοκράτειρας. Κι από το άλλο μέρος, όρθιος, ο «Θριαμβεύων Αχιλλεύς» για να θυμίζη τη ζωή και για να εκφράζη την σύγχρονη γενεά».
Ο Κάϊζερ ήταν τόσο περήφανος για το άγαλμα του «Νίκωντος Αχιλλέως». Ώστε δεν άφηνε ευκαιρία που να μη το επιδεικνύει, σαν νεόπλουτος που δείχνει τα πλούτη του. Επίσης χαιρόταν σαν μικρό παιδί, όταν έβλεπε ότι και οι άλλοι θαύμαζαν τον Αχιλλέα του.
Κάποτε έδωσε εντολή και οργανώθηκε ομαδική πανηγυρική επίσκεψις του αγάλματος από τους χωρικούς του Γαστουριού και των γύρω χωριών. Την περιγράφει ο ίδιος στις «Αναμνήσεις» του.
«..Οι γυναίκες και τα κορίτσια των χωριών ήλθαν με τις κυριακάτικες φορεσιές των και με κάνιστρα γεμάτα λουλούδια, τα οποία, σύμφωνα μ΄ένα παλαιό έθιμο, τοποθέτησαν στο βάθρο του αγάλματος. Ένας από την ακολουθία μου μετέφρασε στους χωρικούς την ελληνική επιγραφή από υπήρχε στο βάθρο κι αυτοί για ώρα πολλή περιεργάζονταν το άγαλμα απ’ όλες τις πλευρές, εκφράζοντας το θαυμασμό τους για την αρτιότητα της γλυπτικής συνθέσεως, μ’ εκείνο τον απλοϊκό και ήρεμο τρόπο, που κατέχουν οι άνθρωποι της κερκυραϊκής υπαίθρου. Όταν κατόπιν τους ρώτησαν ποιος ήταν αυτός που παρίστανε το άγαλμα, έβγαλαν το συμπέρασμα, μετά μακρές συζητήσεις, ότι θα ήταν κάποιος Άγιος. Άγιος προτεστάντης, εφ’ όσον ο Κάϊζερ ήταν διαμαρτυρόμενος. Ώ Μεγάλε Όμηρε! Στο λαό σου είσαι σχεδόν άγνωστος».
Κάθε φορά που ο Κάϊζερ έφευγε από την Κέρκυρα περνούσε με τη θαλαμηγό του κάτω από το Αχίλλειο για να έχει τη χαρά του τελευταίου αποχαιρετισμού. Από τη γέφυρα του « Χοεντζόλερν» ανίχνευε το πράσινο του λόφου κι όταν ανακάλυπτε τον Αχιλλέα φώναζε με ικανοποίηση: « Να, φαίνεται ο Πηλείδης! Χαίρε Αχιλλέυ, χαίρε υιέ του Πηλέως!»
Οι σημερινοί επισκέπτες του Αχιλλείου έχουν την ευκαιρία να δούν και να εκτιμήσουν και τα δύο αγάλματα. Ο « Θνήσκων Αχιλλεύς» της Ελισάβετ του γοητεύει και τους συγκινεί Ο «Νίκων Αχιλλεύς» του Κάϊζερ τους προκαλεί του θαυμασμό και την κατάπληξη για τον όγκο του. Το ένα είναι πραγματικό έργο τέχνης, που εκφράζει τον πόνο. Το άλλο προβολή δυνάμεως σε διαστάσεις, που εντυπωσιάζουν, αλλά δεν συγκινούν. Έτσι μπορούν να σταθμίσουν τη διαφορετική ψυχολογία των δύο ιδιοκτητών του Αχιλλείου.
Πηγές:
– Π. Μεϊντάνη, «Ο Θρύλος του Αχιλλείου», εκδ. Κερκυραϊκά Χρονικά, 1963
– Kaiser Wilhelm II. «Erinnerungen an Korfu», Walter de Gruyter, 1924
– Jörg Michael Henneberg , «Das Sanssouci Kaiser Wilhelm II». Isensee Florian GmbH, 2004
Επιμέλεια κειμένου, φωτογραφίες: Τζίκας Θεόφιλος
* * *
Leave A Comment