H Κέρκυρα ως τόπος υποδοχής

Η Κέρκυρα ύστερα από μια σύντομη πρώτη περίοδο βενετοκρατίας, που διήρκεσε περίπου μια δεκαετία (1204-1214), στα 1386, με τη λήξη της ανδηγαυικής περιόδου, γνώρισε τη δεύτερη περίοδο της βενετικής της διακυβέρνησης, που έμελλε να διατηρηθεί ως την κατάλυση της ίδιας της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου (1797). Το νησί αποδείχθηκε τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση των προσφύγων του Κρητικού πολέμου, που προτίμησαν τη φυγή από την υποταγή στον οθωμανικό ζυγό. Προτού γίνει λόγος για την έλευση και αποκατάσταση των Κρητικών, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί όσο συνοπτικότερα γίνεται ένα περίγραμμα των συνθηκών που επικρατούσαν στο νησί κατά την ίδια περίοδο.


Έντονες εσωτερικές αντιπαραθέσεις κοινωνικού χαρακτήρα με άμεσα διαπλεκόμενους τον αγροτικό κόσμο και τους ευγενείς χαρακτήριζαν την περίοδο του 17ου αιώνα. Ήδη πριν από την έκρηξη του Ε΄ βενετοτουρκικού πολέμου, η αναρχία, που συνεχώς προκαλούσαν οι εξεγέρσεις των αγροτών, ταλάνιζε την κερκυραϊκή κοινωνία. Στα 1652 σημειώθηκε νέα μεγάλη εξέγερση του αγροτικού κόσμου στα βαїλάτα του Όρους και του Γύρου. Η οικονομική καταπίεση των ευγενών, η φορολογία προς τους αγρότες και η παρακίνηση από άτομα που απέτυχαν να εκλεγούν ως μέλη του συμβουλίου της κοινότητας αποτέλεσαν τα αίτια της στάσης. Προς αντιμετώπιση της αναρχίας που προκλήθηκε, οι ευγενείς έστειλαν πρεσβεία στη Γερουσία με μοναδικό αίτημα την αποστολή στρατού για την υποταγή των επαναστατημένων αγροτών.
Πράγματι, το βενετικό κράτος ανταποκρίθηκε και η στάση καταπνίγηκε έξι μήνες μετά την έναρξή της. Πέρα από τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις, το νησί στα χρόνια του Κρητικού πολέμου είχε πληγεί και από φυσικές καταστροφές. Στα 1651 σημειώθηκε ισχυρός σεισμός. Πολλές από τις οικοδομές κατέπεσαν, ενώ ο προμαχώνας του Αγίου Αθανασίου, όπως και σημαντικό μέρος του περιτειχίσματος της πόλης της Κέρκυρας, υπέστη σοβαρές ζημιές. Στα 1666 νέος δυνατός σεισμός σημειώθηκε, προκαλώντας σοβαρές ζημιές σε οικίες.
Στα 1667 η Κέρκυρα βρέθηκε αντιμέτωπη αυτή τη φορά με την παρατεταμένη ανομβρία του χειμώνα 1666 – 1667. Προς αντιμετώπιση της κατάστασης, οι κάτοικοι κατέφυγαν σε λιτανείες. Μάλιστα την Κυριακή του Τυφλού έγινε λιτανεία της u949 εικόνας της Θεομήτορος από το χωριό Ποταμός προς το Τεμπλόνι. Η βροχή που ακολούθησε αποδόθηκε σε θαύμα και έκτοτε καθιερώθηκε λιτανεία σε ανάμνηση του γεγονότος. Στα 1671 – 1672, στα πρώτα δηλ. χρόνια που ακολούθησαν την πτώση του Χάνδακα, εξαιτίας και του πλήθους των Κρητικών που ζήτησαν καταφύγιο, σημειώθηκε στην Κέρκυρα, όπως και στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, λιμός. Ο πληθυσμός του νησιού είχε μείνει για ολόκληρες εβδομάδες χωρίς ψωμί, γεγονός που οδήγησε τους κατοίκους σε υποβολή εκκλήσεων προς το Κολλέγιο, με σκοπό την έγκριση της εξαγωγής μεγαλύτερων ποσοτήτων σιταριού από τις σιταποθήκες της Γαληνοτάτης προς τις δοκιμαζόμενες περιοχές. Στα 1673 επιδημία πανώλης ξέσπασε στο νησί. Το θανατικό, που «…εις το μπόργο της Γαρίτζας επροτοφανερώθη…», προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο έμψυχο δυναμικό. Οι κάτοικοι προσέφυγαν σε λιτανείες και δεήσεις, για να εξευμενιστεί ο Θεός και να τους γλιτώσει.
Χαρακτηριστικά, τον Οκτώβριο του 1673, μετά την εξάλειψη της νόσου, με απόφαση των αρχών ορίστηκε ότι την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου κάθε έτους θα γινόταν λιτανεία του λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνα σε ανάμνηση της εξάλειψης του θανατικού . Πέρα από τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις, τους σεισμούς, τους λιμούς και τις ασθένειες, που
έπλητταν την Κέρκυρα, την κατάσταση επιδείνωνε και η πειρατεία, καθώς η απουσία του βενετικού στόλου από το Ιόνιο, για τις επιχειρήσεις που επέβαλλε ο Κρητικός πόλεμος, έδινε στους πειρατές τη δυνατότητα να αναπτυχθούν, γεγονός που, πέρα από τις όποιες άλλες επιπτώσεις, είχε άμεσο αντίκτυπο στην τοπική οικονομία. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε ήταν η ίδρυση, στα 1661, ταμείου εξαγοράς αιχμαλώτων (depositi al viscato de (schiavi). Υπό το πρίσμα των παραπάνω συνθηκών, θα εξετασθεί στη συνέχεια η παρουσία και
η δράση των Κρητικών προσφύγων στο νησί.

Η στάση των Κερκυραίων απέναντι στον Κρητικό πόλεμο

Κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου, η Κέρκυρα και γενικότερα η βενετοκρατούμενη Επτάνησος απέστειλε στη μεγαλόνησο σημαντική βοήθεια, μεταφραζόμενη σε εθελοντές, τρόφιμα και χρηματικά ποσά. Αξίζει στο σημείο αυτό να γίνει μια συνοπτική αναφορά στη συνδρομή των Κερκυραίων στον μακροχρόνιο πόλεμο της Κρήτης.
Από τα πρώτα χρόνια του πολέμου εκδηλώθηκε η επιθυμία από τους κατοίκους του νησιού να ενισχύσουν το βενετικό κράτος στον αγώνα κατά των Οθωμανών. Στα 1652, όπως προαναφέρθηκε, η Κέρκυρα δοκιμάστηκε στο εσωτερικό από μεγάλη εξέγερση των αγροτών. Η αναρχία που προκλήθηκε και διήρκεσε έξι μήνες, τερματίστηκε έπειτα από ανταπόκριση της Γαληνοτάτης σε αίτημα των ευγενών του νησιού για αποστολή στρατεύματος ικανού να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Τα μέλη του συμβουλίου της Κοινότητας, σε έκτακτη συνεδρίασή
τους, θέλοντας να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη τους προς το δόγη, έπειτα από πρόταση των συνδίκων Βίκτωρα Καποδίστρια και Οκτάβιου Μαρκορά, ψήφισαν την απόδοση χρηματικής εισφοράς, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση των τεράστιων στρατιωτικών εξόδων
που επέβαλλε ο πόλεμος .
Στις 9 Ιουνίου 1653 με ψήφισμα του Συμβουλίου ορίστηκε η πώληση δημόσιων θέσεων για την εξυπηρέτηση των επιτακτικών οικονομικών αναγκών του βενετικού κράτους.Χαρακτηριστικά είχε δηλωθεί ότι όσοι πολίτες ήταν σε θέση να δώσουν το χρηματικό αντίτιμο,που είχε ορισθεί στα χίλια φλωριά, θα είχαν το δικαίωμα υποψηφιότητας στην αναπλήρωση των κενών θέσεων του Συμβουλίου. Στο κείμενο του ψηφίσματος σημειωνόταν: «…όπως το κατά δύναμιν συνδράμωμεν την Ενετίαν εις τας οποίας πάσχει ένεκα των πολέμων χρηματικάς ανάγκας απεφασίσαμεν να αποποιηθούμεν μέρος του προσφιλεστέρου και πολυτιμοτέρου πράγματος το οποίον έχομεν, το προνόμιον του πολίτου…».

Πέρα από τις αυτόβουλες ενέργειες της Κοινότητας του νησιού δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ίδιες βενετικές αρχές είχαν ζητήσει την αποστολή ανδρών, πολεμοφοδίων και χρημάτων. Στα 1649 ο προβλεπτής Marino Marcello είχε στείλει 1.500 άνδρες προς ενίσχυση του βενετικού στόλου στην Κρήτη. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους, ο προβλεπτής του νησιού Gerolamo Foscarini, έλαβε τη διαταγή να προχωρήσει στη στρατολόγηση και αποστολή διακοσίων ανδρών στη μεγαλόνησο, ενώ μόλις ένα μήνα νωρίτερα είχαν σταλεί άλλοι εκατόν εβδομήντα.
Κατά την εκλογή του ως αρχιστρατήγου του Κρητικού πολέμου, ο Francesco Morosini είχε ζητήσει από τα νησιά του Ιονίου τη στρατολόγηση εθελοντών ναυτών και στρατιωτών, την αποστολή νέων χρηματικών εισφορών, τροφίμων και πολεμοφοδίων, καθώς και τον εξοπλισμό γαλερών και την εκλογή sopracomiti. Ως αντάλλαγμα στην ανταπόκρισή τους, υποσχόταν αμοιβές και προνόμια τόσο στις κοινότητες όσο και στους ιδιώτες. Νέες προετοιμασίες ξεκίνησαν τότε, τόσο από το Συμβούλιο όσο και από ιδιώτες, προκειμένου να ανταποκριθούν στο αίτημα του Morosini. Χαρακτηριστικά, ο ιερέας Σπυρίδων Βούλγαρης προχώρησε στη ναυτολόγηση μεγάλου αριθμού φυγοδίκων, που μαζί τους έλαβε και ο ίδιος μέρος στις μάχες στο Μεγάλο Κάστρο στα 1659. Την ίδια περίοδο ο Αντώνιος Βούλγαρης εκλέχθηκε από την κοινότητα στη θέση του sopracomito˙ διακρίθηκε στον αγώνα κατά των Οθωμανών. Aργότερα το βενετικό κράτος τον τίμησε με τον τίτλο του κόμη.
Οι βενετικές αρχές λίγα χρόνια αργότερα, με αίτημά τους προς τον γενικό προβλεπτή των «νησιών της Ανατολής», ζήτησαν εκ νέου τον εφοδιασμό του πολεμικού πεδίου της Κρήτης με άνδρες και χρήματα. Οι κοινότητες των νησιών ανταποκρίθηκαν και πάλι, συνεισφέροντας αριθμό πλοίων και ναυτών, με την κοινότητα της Κέρκυρας να προχωρεί και στη χρηματική εισφορά τριών χιλιάδων δουκάτων.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ στα πρώτα χρόνια του πολέμου οι Κερκυραίοι με προθυμία βοηθούσαν τη θαλασσοκράτειρα Βενετία στην επάνδρωση του στόλου, μετά τις μεγάλες απώλειες που σημειώθηκαν, δήλωναν την άρνησή τους να επιβιβασθούν στα πλοία.
Χαρακτηριστικά μάλιστα, οι κάτοικοι του νησιού αποκαλούσαν «ζωντανούς – νεκρούς» όσους επιβιβάζονταν τελικά στα πλοία για τη μεγαλόνησο. Στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τη στρατολόγηση, πολλοί ήταν αυτοί που κατέφευγαν σε πλάγιες τακτικές, με συνηθέστερη αυτή της χειροτόνησής τους σε κληρικούς, με αποτέλεσμα, τη δεδομένη χρονική περίοδο, σεορισμένα χωριά το ποσοστό των κληρικών να φθάνει ακόμη και το 50% των λαϊκών.

Χώροι υποδοχής – Κοινωνική προέλευση προσφύγων

Η Κέρκυρα συνδέθηκε και αυτή με τη σειρά της άμεσα με την κρητική τραγωδία, καθώς αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους χώρους εγκατάστασης των Κρητικών προσφύγων. Η έλευση των Κρητικών στο νησί είχε αρχίσει ήδη από τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Το πρώτο προσφυγικό κύμα πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου (1645 – 1669) και το αποτελούσαν κυρίως Κρητικοί προερχόμενοι από τα διαμερίσματα των Χανίων και του Ρεθύμνου. Ο εκπατρισμός αυτός, της πρώτης από τις δύο φάσεις, γινόταν άλλοτε σπασμωδικά από μεμονωμένα άτομα ή ομάδες, με δική τους δηλ. πρωτοβουλία, και άλλοτε οργανωμένα, με τη συνεργασία του ίδιου του βενετικού κράτους. Η πτώση του Χάνδακα και συνεπώς το τέλος του πολέμου αποτέλεσε την αφετηρία του δεύτερου και μαζικότερου κύματος προσφύγων, που διήρκεσε μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα, με το οποίο μάλιστα εγκαταστάθηκε στο νησί και το μεγαλύτερο μέρος των εκεί καταφυγόντων Κρητικών.

Η Κέρκυρα, όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα, διαδραμάτισε ένα διττό ρόλο στον κρητικό ξεριζωμό. Από τη μια, λειτούργησε ως μια πρώτη σκάλα για τη μετέπειτα διαπεραίωσή τους προς την πόλη των δόγηδων, και από την άλλη, υπήρξε, για τους περισσότερους, ο τελευταίος τους σταθμός. Η επιλογή ωστόσο του νησιού από ένα μεγάλο μέρος του προσφυγικού κόσμου, θεωρούμε ότι σχετιζόταν και με μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρο, πέρα από τη γεωγραφική γειτνίαση με τη μητρόπολη του βενετικού κράτους.
Η Κέρκυρα λοιπόν δεν αποτέλεσε για τους Κρήτες τυχαίο σταθμό, αλλά υποθέτουμε ότι ως ένα βαθμό οι πρόσφυγες επιδίωξαν την εκεί εγκατάστασή τους, και αυτό είχε να κάνει με το γεγονός ότι το νησί
αποτελούσε την έδρα του γενικού προβλεπτή της θάλασσας (provveditor general dal mar), πράγμα που αποτελούσε πλεονέκτημα για τη διευθέτηση των εκάστοτε δυσκολιών και αιτημάτων τους και γενικότερα της τύχης τους.
Ως κύριοι χώροι υποδοχής και απορρόφησης των Κρητών αποδείχθηκαν η πόλη και τα «μπόργα των Κορφών». Η πόλη αποτελούσε την έδρα της βενετικής διοίκησης, καθώς και το σταθμό ελλιμενισμού των βενετικών πλοίων και των στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ τα μπόργα αποτελούσαν το χώρο συγκέντρωσης των σημαντικότερων εμπορικών δραστηριοτήτων και των προϊόντων της αγροτικής παραγωγής και βιοτεχνίας. Ως προς την άποψη ότι τα χωριά «Κρητικά» και «Άγιοι Δέκα» Λευκίμμης δημιουργήθηκαν από τους Κρητικούς πρόσφυγες του 17ου αι. έχει αποδειχθεί ότι δεν ευσταθεί.
H κοινωνική προέλευση των προσφύγων αποτελεί σημαντική παράμετρο, για την εξέταση του θέματος της άφιξης και αποκατάστασής τους στο νησί. Το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από τον αστικό πληθυσμό της Κρήτης, γεγονός που αιτιολογεί την εγκατάστασή τους στην αστική ζώνη του νησιού παρά στην ύπαιθρο. Ισχυρή παράλληλα ήταν και η παρουσία των προσφυγικών οικογενειών που ανήκαν στα ανώτερα στρώματα της κρητικής κοινωνίας, όσων δηλ. έφεραν τον τίτλο τόσο της βενετικής και κρητικής ευγένειας όσο και την αστική ιδιότητα.
Η έλευση των Κρητών προκάλεσε – όπως και στην περίπτωση της Ζακύνθου – πληθυσμιακή συμφόρηση στο νησί, πρόβλημα που επέβαλε την άμεση αντιμετώπισή του από τις βενετικές αρχές. Η προσπάθεια των αρχών για αποσυμφόρηση, με απόφαση της Γερουσίας τον Μάρτιο του 1670, στράφηκε προς τη διαπεραίωση του προσφυγικού κόσμου στις περιοχές της Ιστρίας και της Δαλματίας, κίνηση που συνοδευόταν από την παροχή κατοικιών και γης προς καλλιέργεια. Η πολιτική αυτή φαίνεται ότι είχε φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, άποψη που μπορεί να αιτιολογηθεί, αν ληφθούν υπόψη τα στοιχεία τόσο της παρουσίας Κρητικών προσφύγων στις εν λόγω περιοχές κατά τα επόμενα χρόνια όσο και της μείωσης των επιδομάτων – για την παροχή των οποίων γίνεται λόγος παρακάτω – που το βενετικό κράτος παρείχε στους Κρήτες πρόσφυγες της Κέρκυρας.

Η παρουσία και η ενσωμάτωση της κοινότητας των ευγενών της Κρήτης στην κερκυραϊκή κοινωνία

Η ένταξη στην τοπική κοινωνία των οικογενειών εκείνων που ανήκαν στο ανώτερο κοινωνικό στρώμα της Κρήτης, όσων δηλ. έφεραν τον ένα από τους δύο τίτλους ευγένειας (βενετικής ή κρητικής) και την αστική ιδιότητα, θα αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης του εν λόγω υποκεφαλαίου. Η κοινότητα των ευγενών της Κρήτης, όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενα κεφάλαια, εν όψει της εγκατάλειψης της γενέτειρας γης ζήτησε, μέσω του κειμένου της απόφασης του Συμβουλίου της Κοινότητας του Χάνδακα, και εξασφάλισε, με το δουκικό διάταγμα του 1669, Οκτωβρίου 31, την ισχύ των κοινωνικών και οικονομικών της προνομίων στους νέους τόπους εγκατάστασης. Οι Κρήτες ευγενείς λοιπόν, που θα μετέβαιναν σε οποιαδήποτε πόλη της βενετικής επικράτειας, θα είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν τη συμμετοχή τους στα δημόσια αξιώματα και την είσοδό τους στα τοπικά συμβούλια των κοινοτήτων.
Εύλογα οι ευγενείς πρόσφυγες, ως benemeriti Cretensi, μπόρεσαν να ζητήσουν στις εστίες υποδοχής τους την ένταξή τους στην άρχουσα τάξη και συνεπώς στα Συμβούλια. Πράγματι, σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή της εγκατάστασής τους στην Κέρκυρα, ζήτησαν την εισδοχή τους στους κόλπους του τοπικού Συμβουλίου. Με τρία δουκικά διατάγματα – που κοινοποιήθηκαν στις 4 Ιουνίου, 16 Ιουλίου και 6 Σεπτεμβρίου 1670 – οι ευγενείς Κρητικοί έλαβαν την έγκριση εισόδου στην Κοινότητα της Κέρκυρας, εισόδου που συνοδευόταν φυσικά και από την απόκτηση όλων των προνομίων της τάξης αυτής.
Η απόφαση της Βενετίας δεν έτυχε θερμής αποδοχής από τους Κερκυραίους ευγενείς.Έντονες υπήρξαν οι αντιδράσεις από τους γηγενείς, που δυσαρεστημένοι προσπάθησαν να κρατήσουν τους επήλυδες έξω από τους κόλπους του Συμβουλίου. Σε αναφορά του ο γενικός προβλεπτής της θάλασσας Antonio Bernardo στα 1670 σημείωνε ότι είχε σταλεί στη Βενετία πρεσβεία τεσσάρων Κερκυραίων ευγενών, με σκοπό ακριβώς να ζητήσει τη ματαίωση της έγκρισης για την εισδοχή των Κρητών στο Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, στο αίτημά της προς τη βενετική Γερουσία με ημερομηνία 14 Απριλίου 1670, η πρεσβεία των Κερκυραίων ζητούσε χαρακτηριστικά να μην «παραβιαστούν οι πόρτες του Συμβουλίου» με την εισδοχή u964 των ξένων, Κρητικών ευγενών. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι κατάλογος με ονόματα Κρητικών οικογενειών που εντάχθηκαν στους κόλπους του κερκυραϊκού Συμβουλίου δεν έχει δημοσιευθεί, σε αντίθεση με την περίπτωση της Ζακύνθου, όπου η έρευνα έφερε στο φως κατάλογο, ο οποίος περιλάμβανε τα ονόματα των πρώτων Κρητικών που εισήχθησαν στο Συμβούλιο στα 1670.
Εντούτοις, είναι γνωστό ότι στην Κοινότητα της Κέρκυρας εντάχθηκαν αργότερα, στα μέσα του 18ου αι., οι οικογένειες των Σκορδίλη, Βαρούχα,Μοτζολένη, Μυλωνόπουλου και Παπαδόπουλου.
Σε αντίθεση με τη στάση που τηρήθηκε ως προς το θέμα της ένταξης των προσφύγων στην ανώτερη κοινωνική τάξη, οι Κερκυραίοι δεν αρνήθηκαν τη συμμετοχή αυτών στα διάφορα αξιώματα, υπακούοντας, ως προς το σημείο αυτό, στη θέληση της βενετικής Γερουσίας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της οικογένειας Σκορδίλη, που από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής της στο νησί νεμόταν δημόσια αξιώματα. Ο Τζώρτζης Σκορδίλης, χάρη σε πρόσταγμα του δούκα Domenico Contarini, ανέλαβε τη θέση του αρχειοφύλακα των atti generalizzi και των φόρων από τις δίκες. Στα 1707 ένα άλλο μέλος της οικογένειας Σκορδίλη, ο Πέτρος, γιος του προαναφερθέντος Τζώρτζη, έλαβε τη θέση του avocato fiscale (δημόσιος συνήγορος), αξίωμα που φανέρωνε ότι η γνωστή κρητική οικογένεια έχαιρε ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, καθώς ο συγκεκριμένος αξιωματούχος ήταν υπεύθυνος για την καλή διαχείριση τόσο του ενεχυροδανειστηρίου όσο και της δημόσιας σιταποθήκης. Τη γραφειοκρατική σταδιοδρομία, που εξασφάλιζε ένα σταθερό εισόδημα, εξακολουθούσαν να κατέχουν, σε πολλές περιπτώσεις, οι απόγονοι των Κρητικών προσφύγων φτάνοντας ακόμη και ως την τρίτη γενιά.

Για παράδειγμα, μετά το θάνατο του Τζώρτζη Σκορδίλη, για τον οποίον έγινε λόγος παραπάνω, τη θέση του στο αξίωμα του αρχειοφύλακα πήρε ο γιος του Ιωάννης, ενώ τη θέση του Πέτρου ως avocato fiscale κατέλαβε αρχικά ο γιος του Τζώρτζης και έπειτα, στα 1752, ο εγγονός του αδελφού του Ιωάννη, Σπυρίδων. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι την ευγενική καταγωγή των προγόνων τους εξακολουθούσαν να επικαλούνται οι Κρητικοί ακόμη και της τρίτης γενιάς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αίτηση εισαγωγής στο Συμβούλιο του νησιού της οικογένειας των Σκορδίληδων στα 1760, στην οποία ανέφεραν, ανάμεσα σε άλλα, και την ευγενή καταγωγή της οικογένειάς τους, που αναγνωριζόταν στην Κρήτη.
Σύμφωνα με τον πίνακα αρ. 2 του παραρτήματος, ο αριθμός των ευγενών οικογενειών που κατέφυγαν στο νησί έφθανε τις 80 από τις 219, δηλ. το 36, 52 % του συνόλου των προσφυγικών οικογενειών του νησιού. Ισχυρή λοιπόν αποδεικνύεται η παρουσία των μελών της τάξης των ευγενών, που προτίμησαν να καταφύγουν στην αριστοκρατική Κέρκυρα, με το ποσοστό τους,σε σύγκριση πάντοτε με τα αντίστοιχα της Ζακύνθου, των Κυθήρων και της Κεφαλονιάς, να αποτελεί το υψηλότερο στο χώρο των Επτανήσων.

Συγκρότηση Ορθόδοξης Αδελφότητας – Η Αδελφότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου «Τριμάρτυρος»

Στην Κέρκυρα συγκροτήθηκε από τους Κρητικούς πρόσφυγες, που είχαν επιλέξει το νησί ως τόπο εγκατάστασής τους, η αδελφότητα της Υ. Θ. Τριμάρτυρος. Η κίνηση για τη συγκρότηση αδελφότητας είχε την αφετηρία της στην ανάγκη ένταξης των Κρητικών σε μια συγκροτημένη ομάδα, μέσα από την οποία θα ήταν δυνατή η διατήρηση των προσωπικών τους δεσμών με τους υπόλοιπους πρόσφυγες, αλλά ταυτόχρονα και των εθίμων τους. Οι λόγοι βέβαια για το σχηματισμό αδελφότητας αφορούσαν και στην ανάγκη εξασφάλισης ενός χώρου προς απόθεση των κειμηλίων που έφεραν μαζί τους από τη μεγαλόνησο και τα οποία τους συνέδεαν όχι μόνο με τους άλλους συμπατριώτες τους αλλά και με την ίδια τους την πατρίδα, που οι περιστάσεις τούς είχαν αναγκάσει να εγκαταλείψουν.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδρυση και λειτουργία μιας αδελφότητας ήταν η εξασφάλιση άδειας από τη βενετική διοίκηση του νησιού.
Έτσι, οι Κρητικοί υπέβαλαν αίτηση στις τοπικές αρχές, με την οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί η ίδρυση ναού σε χώρο του δημοσίου, για να αποθέσουν τις εικόνες που έφεραν από τη μεγαλόνησο και να καλύψουν ταυτόχρονα κατά αυτόν τον τρόπο την ανάγκη εξασφάλισης ενός λατρευτικού κέντρου. Οι βενετικές αρχές ανταποκρίθηκαν στο αίτημα, παραχωρώντας τους το ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ στη Γαρίτζα μαζί με παρακείμενο σε αυτόν οικόπεδο, στο οποίο θα ανήγειραν το ναό της Υ. Θ. Τριμάρτυρος.
Σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το χώρο που παραχωρήθηκε από τις αρχές αλλά και για την ανέγερση του ναού παρέχει ένα πρωτοπαπαδικό αφοριστικό προφώνημα με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1678. Τη διαδικασία του αφορισμού ξεκίνησε ο Κρητικός Τζώρτζης Κουρτεζάς:«…και επιθυμώντας ο signor Τζώρτζης Κουρτεζάς να έλθη εις είδησιν των παντοίων αγαθών της άνωθεν μονής…». Ο αφορισμός εκφωνήθηκε στη «…μέσι της αγοράς του μπόργου της Γαρήτζας…» και αναφερόταν στα κειμήλια που είχαν αποθέσει οι πρόσφυγες στο ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ, παρακείμενου στην Τριμάρτυρο. Το κείμενο άρχιζε αναφερόμενο στο αίτημα των Κρητικών και την εκπλήρωσή του για την παραχώρηση άδειας και τόπου για την ανέγερση ναού. Συγκεκριμένα, ανέφερε: «…Μετά το θάνατο του ιερομόναχου Γρηγορίου το Παπαδάτου εφημερίου της μονής παμμεγίστου Ταξιάρχη Μιχαήλ γιούς της Γαληνοτατης Αυθεντίας διακείμενης εις την Γαρίτζα εδόθη η αυτή μονή μετά των αγαθών αυτής των Κρητικών δια να κτίσουν εις τους τόπους ετεραν μονήν της υπεραγίας Θεοτόκου επονομαζόμενης Τριμάρτυρος, η οποία εγίνη και ευτρεπισθεί μετά των εικόνων όπου από την Κρήτην έφεραν…».
Σύμφωνα με τον Α. Χ. Τσίτσα, ο ναός αυτός ανεγέρθηκε ανάμεσα στα έτη 1669 -1675 και εγκαινιάσθηκε από τον Μέγα Πρωτοπαπά Κέρκυρας Θεοδόσιο Φλώρο.
Οι Κρητικοί, μέχρι να αποπερατωθεί ο ναός της Θεοτόκου, είχαν αποθέσει τις εικόνες και τα ιερά κειμήλιά τους προσωρινά στο ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ. Οι εικόνες αυτές, που αργότερα κοσμούσαν το ναό της Τριμάρτυρου, ήταν οι ακόλουθες: του Δεσπότη Χριστού, της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας (στη μέση της βάσης υπήρχε ζωγραφισμένο το οικόσημο της οικογένειας Μέσσερη), του λιθοβολισμού του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, των Αγίων Τριών Μαρτύρων Σεργίου, Βάκχου και Ιουστίνας, όλα έργα του Κρητικού αγιογράφου του 16ου αι. Μιχαήλ Δαμασκηνού, ενώ υπήρχε και η εικόνα της Υ. Θ. Τριμάρτυρος, έργο άγνωστου καλλιτέχνη. Ανάμεσα στις εικόνες αυτές βρισκόταν και αυτή του Aγίου Ιωάννη του ερημίτη, έργο του αγιογράφου Ιερεμία Παλλαδά, που προσφέρθηκε αργότερα για την κόσμηση του ναού του Ταξιάρχη. Εκτός από τις εικόνες, ανάμεσα στα κειμήλια συγκαταλεγόταν ένας φιλντισένιος σταυρός, που από τον 18ο αι. βρίσκεται στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, καθώς και αρκετά εκκλησιαστικά σκεύη και βιβλία, ακόμη και μια καμπάνα, τα οποία κατατέθηκαν και αυτά με τη σειρά τους στο ναό.
Στα αμέσως επόμενα χρόνια που ακολούθησαν την ανέγερση του ναού, η αδελφότητα των Κρητικών οργανώθηκε σύμφωνα με το σύστημα των αδελφοτήτων, που επικρατούσε στο νησί. Πρώτος εφημέριος ανέλαβε ο Κρητικός ιερομόναχος Φιλόθεος Καλλέργης, στον οποίο μάλιστα ο Μέγας Πρωτοπαπάς Αναστάσιος Αυλωνίτης (1692-1715) παρέδωσε το ληξιαρχικό βιβλίο, που θα αναγράφονταν οι πράξεις γάμων, γεννήσεων και θανάτων των μελών της αδελφότητας. Το πρώτο αυτό βιβλίο χάθηκε κατά την πολιορκία της Κέρκυρας στα 1716, στη διάρκεια της οποίας υπέστη σοβαρές ζημίες και ο ίδιος ο ναός. Οι εν λόγω ζημίες φαίνεται να αποκαταστάθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς στα 1719 δόθηκε στον εφημέριο του ναού δεύτερο ληξιαρχικό βιβλίο.
Η αδελφότητα της Υ. Θ. Τριμάρτυρος φαίνεται ότι είχε διατηρηθεί ως το 1820. Στο κείμενο της ποιμαντικής επίσκεψης του Μέγα Πρωτοπαπά Σπυρίδωνα Βούλγαρη, που έγινε με εντολή του γενικού προβλεπτή της θάλασσας Agostino Sagredo, ανάμεσα στα 1753 – 1754, ο ναός χαρακτηρίζεται ως αδελφάτο των Κρητικών. Στα 1791 σε πιστοποιητικό της 12ης Φεβρουαρίου βεβαιώνεται ότι η αδελφότητα συγκροτήθηκε και αποτελέστηκε από «Nobili feudati e cittadini Cretensi» και ότι η οικογένεια «Gialina sia descritta nel numero de confratelli sudetti come originaria di Candia». Τέλος, στην «Καταγραφή των Εκκλησιών», που διενήργησε ο τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου της Κέρκυρας και πρώην επίσκοπος Ρωγών Μακάριος, ο ναός χαρακτηρίζεται ως: «Τριμάρτυρος αδελφότητα κλεισμένη – επίτροπος Ιννοτζεντες Γιαλινάς»

Απόσπασμα απο την μεταπτυχιακή εργασία “Προσφυγες του Κρητικού Πολέμου” , K.A. Τσόκκου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο

 

*  *  *