Στον καιρό των Βενετσιάνων το νησί δεν είχε δρόμους, είχε μόνο μονοπάτια. Τά μονοπάτια γινότανε μόνα τους από το ασταμάτητο περπάτημα η τά χαράζανε οι άνθρωποι βάζοντας να περπατάει μπροστά ένας γάιδαρος. Το πανέξυπνο ζώο διάλεγε το πιο βατό μέρος για να προχωρήσει με λιγότερο κόπο. Το ακο­λουθούσαν καί χάραζαν το μονοπάτι ή την καντούνα ή στερέω­ναν με πέτρες τη σαρτσάδα για να μην γλιστράει με τη βροχή.

Με την έλλειψη δρόμων ήταν φυσικό με άλλο τρόπο ν’ ανα­πτυχθεί ή χώρα καί με άλλο τρόπο ν’ αναπτυχθούν τά χωριά. Οι Βενετσιάνοι δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τά χωριά ούτε με τη γλώσσα τους -“ή ελληνική διαφυλαχθείσα εν τοις άγροίς καθαρωτάτη” Ι. Ρωμανός- ούτε με τις συνήθειες τους.

Ή ανάπτυξη της γεωργίας ήταν αδύνατη, αφού δεν μπορούσαν να μεταφερθούν στη χώρα τά προϊόντα της γης καί του μόχθου για να πουληθούν.

Μόνο το 1788 άρχισε ή κατασκευή του δρόμου από τη χώρα προς το μοναστήρι της Σωτηριώτισσας καί μόνον έως εκεί. Ό δρό­μος περνούσε από το Μαντούκι, το Κεφαλομάντουκο καί τις αλυ­κές. “Προηγουμένως ουδέν ίχνος υπήρχε ούτε ιδέαν είχομεν περί κατασκευασμένων δρόμων”, γράφει ο Άρλιώτης.

Στα χωριά οι άνθρωποι ήταν δούλοι. Εάν άνηκαν στο γαιο­κτήμονα -τον άρχοντα τους έλεγαν δούλους, αν ανήκαν στα κτή­ματα -λες καί είχαν φυτρώσει καί αυτοί από τη γη- τους έλεγαν πάροικους καί τους παραχωρούσαν ή τους μεταβίβαζαν όπως τά δέντρα καί τά πηγάδια μαζί με τη γη, εάν ήταν προσαρτημένοι σε εκκλησιαστικά κτήματα τους έλεγαν άγιόδουλους.

Μεγάλο μέρος γής ανήκε σε τιμάρια (φέουδα )καί σε εκκλησιαστικά κτήματα πού ήταν αναπαλλοτρίωτα.

O τιμαριούχος είχε επάνω στους ανθρώπους πού του άνηκαν καί δικαστική εξουσία. Μπο­ρούσε να δικάζει ποινικά καί πολιτικά αδικήματα.

Oι καλλιεργητές ήταν δουλοπάροικοι των κτημάτων, δεμένοι σ’ αυτά με το σύστημα της “αιώνιας” άγροληψίας. Σύμφωνα με αυτό, ο γαιοκτήμονας-άγροδότης παραχωρούσε στο χωρικό-άγρολήπτη χέρσα γη σε μια “διηνεκή” άγροληψία (semper). Σ’ αυτήν τη γη o χωρικός -o σέμπρος (semper)- είχε την ψιλή κυ­ριότητα -νομή καί κάρπωση- μόνο στο 1/4 -το κουάρτο- του κτήματος. Άλλα μη μπορώντας ποτέ να το αποσπάσει, αφού δεν είχε πλήρη κυριότητα, έμενε αιώνια δεμένος καί με το υπόλοιπο κτήμα πού το καλλιεργούσε ολόκληρο “μισιακό”, έχοντας δηλα­δή την υποχρέωση να δίνει τη μισή σοδειά των τριών τετάρτων στον γαιοκτήμονα, αν δεν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά.

Ή παραχώρηση γης στον “σέμπρο” γινόταν με pacta – συμ­φωνίες. Τά πάχτα αυτά λεγότανε “συγκράτειες”, όταν o σέμπρος ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το μίσθωμα σε είδος (έπίμορτος άγροληψία), ή “σολιάτικα”, όταν έπρεπε να καταβάλει το μί­σθωμα σε χρήμα (soldi).

Οι “σέμπροι”, εκτός από ότι είχαν επίσημα συμφωνήσει, έδι­ναν καί regalia(δώρα, χαρίσματα) καί κανίσκια -καλάθια γεμά­τα καλούδια- όρνίθια, νούμπουλα, αυγά, αρνιά, κοτόπουλα, ρου-βελόπητες. Άλλη συνηθισμένη “ιερά πεχρέωση” του σέμπρου ήταν το “κοφινιάτικο”, να δίνει δηλαδή ένα τρυγοκάλαθο σταφύ­λια του αφέντη για να πάρει το “λεύτερο”, την άδεια να τρυγή­σει. Πολλές φορές εκτός από το μίσθωμα ήταν υποχρεωμένος να δώσει καί “άποχεριά”, δώρα δηλαδή, αμύγδαλα, συκομα’ί’δες καί όπωρα πρωτόλουβα – “τάς άπαρχάς τών καρπών”.

Ό χωρικός -ο χωριάτης- δεν μπορούσε ποτέ να γίνει ο ίδιος ιδιοκτήτης σ’ ένα κομμάτι γη. Μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν τά fidei commessi – τά καταπιστεύματα, δηλαδή τά νόμω αναπαλλο­τρίωτα κτήματα. Σύμφωνα με αυτά τά καταπιστεύματα, τά κτή­ματα άνηκαν στους απόγονους καί όχι στο γιο πού κληρονομούσε τον πατέρα. Όποτε καί σύμφωνα με την αρχή δικαίου “ουδείς εις έτερον μετάγει πλέον ού έχει δικαιώματος” τά κτήματα έμε­ναν πάντα στους ίδιους.

Βέβαια πολύ συχνά εκείνα τά χρόνια μπορούσε ν’ αποκτήσει κανείς καί κάποια κυριότητα ipso iure όταν τά κτήματα ήταν απομακρυσμένα. Τά “ούζουρπάδα” -εδάφη πού άνηκαν στο φέ­ουδο καί τά καταπάτησαν οι καλλιεργητές- ήταν μεγάλο βάσα­νο για τους άρχοντες. Ή ασάφεια των ορίων διευκόλυνε την κα­ταπάτηση καί οι ίδιοι δεν μπορούσαν να τρέχουν “πίσω του ήλι­ου” για να διαπιστώσουν πώς o λόγγος, ας πούμε, έγινε αμπέ­λι. Έτσι o χωρικός νεμόμενος “διάνοια κυρίου” τη γη -περνώντας τά χρόνια-τήν αποκτούσε.

Πραγματική πληγή για τον χωρικό στα χρόνια των Βενετσιά­νων -καί ίσως καί μέχρι σήμερα — ήταν το “προστύχι”,ή πιο σκλη­ρή μορφή τοκογλυφίας.

Προστύχι έλεγαν την προαγορά του λαδιού πού επρόκειτο να παραχθεί, προαγορά σε πολύ χαμηλές τιμές. Όμως συνήθως ούτε ή σοδειά πήγαινε καλά ούτε o χωρικός δίνοντας τη φετινή σο­δειά μπορούσε να τά βγάλει πέρα για τέσσερα χρόνια. (Ή έλιά έδινε καρπούς μόνο κάθε δύο χρόνια). Έτσι ή οφειλή μαζί καί οι τόκοι συνέχιζαν εις το διηνεκές, μέχρι ο έμπορος ή ο δανει­στής να του “φάει” ότι είχε.

Τά χρόνια αυτά στην Κέρκυρα υπήρχε καί το τιμάριο των Αθίγγανων -βαρωνία-πού ήταν καί το αρχαιότερο. Όσοι άνηκαν σ’ αυτό δεν ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες όπως οι χωρικοί. Οι Βενετσιάνοι δεν είχαν δικαίωμα να τους στρατολογούν, άναγνωρίζοντας έτσι τά δικαιώματα του βαρώνου. Καί ο βαρώνος, ο έμπαροϋνος όπως τον έλεγαν, είχε μόνο αυτός δικαίωμα να τους δικάζει secundum iura…nostris εξυπακούεται – με δικούς του νόμους.

Την Πρωτομαγιά πήγαιναν όλοι οι τσιγγάνοι πανοικεί στη χώ­ρα φέροντας το Μάη, δηλαδή ένα δέντρο στολισμένο με άνθη, αυγά καί ορνίθια, πού το στήνανε κοντά στο σπίτι του βαρώνου καί διασκεδάζανε πίνοντας κρασί καί τραγουδώντας όλη τη νύχτα.

Την επομένη κάθε τσιγγάνος έδινε στο βαρώνο τον τιμαριω­τικό φόρο -το τέλεσμα- 17 άσπρα et duas bonnas galinas -δύο καλάς όρνιθας-άν ήταν παντρεμένος. Την Πρωτοχρονιά πάλι όλοι οι παντρεμένοι πλήρωναν 5 άσπρα καί μίαν όρνιθα. Καί εάν κά­ποιος απ’ αυτούς ήθελε να παντρευτεί, τότε έπρεπε να πληρώσει 2 ύπέρπυρα καί δύο καλάς όρνιθας. Ό φόρος αυτός λεγότα­νε τά “κοιμητικά” καί ήταν όμοιος με την παρθενοφορία των βυ­ζαντινών καί το δυτικό jus primae noctae.

απόσπασμα απο το” Κέρκυρα, μια ματιά μέσα στον χρόνο 1204 -1864 ” της Νινέττα Λάσκαρι
* * *