τη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718 οι Ενετοί χάνουν την Πελοπόννησο, κρατάνε όμως τά νησιά στην Ανατολή καί τη Στερεά. Τό 1716 ή Κέρκυρα κάνει την τελευταία προ­σπάθεια να σταματήσει τους Τούρκους στον δρόμο για την Αδριατική. Όμως ή Βενετία δεν μπορεί πλέον να αντέξει την απώλεια της Κύπρου, της Κρήτης καί του Μωρηά. Ή συνθήκη του Πασάροβιτς του 1718 είναι για τη Βενετία το terminus post quem. Μετά από αυτήν, καί έπειτα από μια χιλιόχρονη ιστορία, νομοτελειακά κατρακυλάει προς το τέλος.

Στην Κέρκυρα ή παρακμή αρχίζει. Οι Προβλεπτές χρηματίζο­νται, ή τοκογλυφία ακμάζει. Οι στρατιώτες, οι μαρκουλίνοι, δεν σιτίζονται ούτε μισθοδοτούνται. Περιφέρονται πεινασμένοι καί ξυπόλητοι ζητώντας βοήθεια στους δρόμους. – Fà la carità a sto povero soldà. Οι Προβλεπτές θησαυρίζουν υπεξαιρώντας χι­λιάδες δουκάτα. Ξεπεσμένοι ευγενείς πού κατοικούσαν στη συνοικία του San Barnabà στη Βενετία καί τους έλεγαν ειρωνι­κά μπαρναμπότους ήρθαν στην Κέρκυρα καί τό’ριξαν στίς κα­ταχρήσεις. Οι Προβλεπτές -οι πρεβεδούροι-κατακρατούσαν τους μισθούς των στρατιωτών, πολλές φορές καταδίκαζαν αθώους για να εισπράττουν χρήματα από τους ενόχους.

Στα γεύματα, που μ’ αυτά τελείωνε ή γιορτή για την άφιξη -ingresso-νέου Προβλεπτή, οι ντόπιοι καλεσμένοι άφηναν με τρό­πο κάτω από τά πιάτα αποδείξεις υποθηκεύσεως λαδιού, τά πε­ρίφημα “biglietti”, που κυκλοφορούσαν σάν τά σημερινά τραπεζογραμμάτια.

Από το 1645 με τον πόλεμο της Κρήτης επετράπει αντί χρη­μάτων ή εγγραφή στο Libro d’Oro καί σ’ αυτούς πού δεν ήσαν ευγενείς. Η τιμή ορίστηκε στο ποσό πού απαιτείται για τη συ­ντήρηση 1.000 στρατιωτών για ένα χρόνο, δηλαδή 6.000 δουκά­τα. El mondo disse… πώς στη διάρκεια του Κρητικού πολέ­μου εξευγενίστηκαν 79 οικογένειες καί πώς άπό τότε το Libro d’Oro άνοιγε συχνά.
Εl mondo disse… πώς πάρα πολλές από τις γνωστές οικογέ­νειες γράφτηκαν έτσι. Αυτός πού μπήκε μ’ αυτόν τον τρόπο -πλη­ρώνοντας-στό κονσέγιο, είναι γνωστός σάν entrato con bezzi, χαρακτηρισμός γεμάτος ειρωνεία. Τον δίνουμε ακόμα σήμερα σε όλους τους γνωστούς νεόπλουτους καί ταχύπλουτους του καιρού μας.
Μέσα στη χώρα όμως ή ζωή συνέχιζε να κάνει το κόρσο της. Οι Βενετσιάνοι είχανε μάθει στους Κερκυραίους τη γιορτή, οι Κερκυραίοι ζούσαν από τη γιορτή, ζούσαν με τη γιορτή, ζούσαν γιά ατή γιορτή. Ό Jean Georgelin υπολογίζει τις γιορτές σ’ αυτήν την περίοδο σε 155 μέρες το χρόνο. “Κάποιος δαίμονας την άβάσκανε για την καλοπέραση πού είχανε τότες οι πολίτες”, γράφει o Θούριος Νίκανδρος στις “Αποδημίες” του μετά το 1537.
Ό χρόνος άρχιζε με τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου, πρώτου Επισκόπου Κερκύρας, τον Ιανουάριο. Ή γιορτή ήταν κοινή για λατίνους καί ορθοδόξους, οι Ιερείς καί των δύο δογμάτων συλ­λειτουργούσαν στην παλιά εκκλησία στο Φρούριο.
Ακολουθούσαν γιορτές για τους Αγίους Προστάτες κάθε ενο­ρίας με διακόσμηση των ναών με όργανα καί χορούς.

Γιορτές κάθε φορά για την άφιξη καινούργιου Προβλεπτή ή καινούργιου Επισκόπου. Γιορτές για την investitura κάθε νόμπιλου, γιορτή για την ανάδειξη του Μ. Πρωτοπαπά.

Τον Απρίλη ή περιφορά του φλάμπουρου με την εικόνα του Λαζάρου. Την πρωτομαγιά οι χωρικοί πού φύτευαν ένα δέντρο -έλιά ή νερατζιά- έξω από το σπίτι του γηραιότερου των συν­δίκων, συνοδεύοντας τη γιορτή με μουσική, μάσκουλα καί γε­ρό φαγοπότι (μανιαδούρα).
Γιορτή καί στις λιτανείες του Αγίου, τέσσερις φορές το χρό­νο. Το Ιερό Σκήνωμα πρώτα λιτανευόταν στα χέρια ίερέα, το 1606 σε κρουστάλλι καί από το 1770 όπως λιτανεύεται σήμερα. Οι παπάδες κρατούσαν το κουβούκλιο με το Ιερό Λείψανο του Αγίου καί βάδιζαν κάτω από το baldacchin πού βαστούσαν διαδοχικά o Προβλεπτής, o στρατιωτικός διοικητής, o Βάϊλος καί οι Σύνδικοι.
Ή πόλη σημαιοστολισμένη, οι ξένοι καί ή φρουρά ακολου­θούσαν καί αυτοί την πομπή, σ’ oλα τά παράθυρα των σπιτιών πού περνούσε ή Χάρη Του κρεμασμένα νταμάσκα, κανονιές ακούγονταν από το Φρούριο καί απαντούσαν τά πολεμικά κα­ράβια από το Μαντράκι.
Ως τό 1588 o αρχιεπίσκοπος Κερκύρας Giovanni Baldi διέταξε να γιορτάζουν οι Λατίνοι το Πάσχα με τους Γραικούς, σύμφωνα με το μηνολόγιο των Γραικών. Τη Μ. Παρασκευή κάθε ενορία περιέφερε τον επιτάφιο της ώραiα στολισμένο με λουλούδια. Όλοι οι επιτάφιοι συγκεντρώνονταν στη Σπιανάδα. “Έφτιαχναν τη μέ­ρα μέσα στη νύχτα με τόσα αναμμένα κεριά”, θυμάται o Grasset St.Sauveur.

Ή γιορτή τ’ Άγιου με το “βεγιόνι τ’ ‘Άη Σπυριδώνου”, τις τηγανίτες, τσί φογέρες κάτου από τά βόρτα -προφύλαξη για τις βροχάδες τού σαραντάμερου- καί τά τρίστρατα καί τις κα­μπάνες “άλλάρμα”. Ειδική διαταγή των Βενετσιάνων άνέ-στελλε γι’ αυτούς πού χρωστούσαν στο δημόσιο την ισχύ των ενταλμάτων κατά το τριήμερο της γιορτής του Άγίου. Στο πα­νηγύρι του Μαντουκιού γενική φωταψία -ά γκιόρνο- των σπι­τιών πού έμεναν ανοιχτά καί φιλόξενα.

Μέσα στο Φρούριο οι νέοι της Κέρκυρας είχανε στήσει ένα μικρό θέατρο μαζί με Βενετσιάνους αξιωματικούς. Στο τέλος του 18ου αιώνα υπήρχαν αρκετοί ερασιτεχνικοί θίασοι.
Στη μικρή πλατεία της Λατινικής Επισκοπής του San Giacomo (τού Αγίου Ιακώβου) χτίζεται σε ρυθμό Αναγεννησιακό καί με λευκή πέτρα από τις Συνιές το 1663 η loggia ή circolo de’ nobili (στοά ή εντευκτήριο των Ευγενών). Θα τελειώσει το 1690. Τo 1691 αναρτάται το σύμπλεγμα καί ή επιγραφή προς τιμήν του δόγη Φραγκίσκου Μοροζίνι για την απελευθέρωση της Ηγουμενίτσας από τους Τούρκους καί την εκδίωξη τους από την περιοχή.
Ή πρόταση για την οικοδόμηση είχε γίνει το 1660. ‘Del Del fabbricare una loggia di singolare ornamento “.  Αργότερα απο­φασίζεται “per maggior ornamento” ή κατασκευή καί μιας δε­ξαμενής. Στον ανοιχτό χώρο ως το 1718 στεγάστηκε ή Borsa (χρη­ματιστήριο) .
Τo 1720 με πρόταση του Ενετού Στόλαρχου o Proveditor general da Mar(γενικός προνοητής θαλάσσης) Andrea Corner αποφασίζει τη μετατροπή της στοάς σε θέατρο για την ψυχαγω­γία των αξιωματικών.
 Απόσπασμα απο το “Κέρκυρα, μια ματιά μέσα στον χρόνο 1204 -1864” της Νινέττα Λάσκαρι
* * *