Η ελληνική και η ιταλική γλώσσα στα νησιά του Ιονίου Πελάγους – Η Dialetto Corcirese – Η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας κυρίως στην ύπαιθρο και η προτίμηση της ιταλικής γλώσσας από το αρχοντολόι και τους αστούς.

 0 επηρεασμός του εθνικού φρονήματος ενός υπό κατάκτηση λαού εκ μέρους του κατακτητή είναι δυνατός όχι μόνο με την εγκατάσταση αλλοεθνών κοινοτήτων και τον τρόπο διακυβέρνησης των υπηκόων, αλλά, ιδίως προκειμένου περί μακροχρόνιας κατάκτησης, και με επιδράσεις επί των στοιχείων εκείνων που στοιχειοθετούν την εθνική συνείδηση, όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η εκπαίδευση, τα ήθη και έθιμα, η ιστορική παράδοση κλπ.

Από όλα αυτά τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν την εθνική συνείδηση η γλώσσα περισσότερο παντός άλλου εκφράζει την ψυχική συγγένεια των ατόμων και αποτελεί τον ισχυρότερο και πιο ζωντανό ενωτικό μεταξύ τους δεσμό.

Ως προς το βασικό αυτό ζήτημα της ομιλούμενης στα Ιόνια Νησιά γλώσσας επί Βενετοκρατίας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν έγινε προγραμματισμένη και συνειδητή προσπάθεια των Βενετών να επηρεάσουν μέσω της γλώσσας το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων Επτανησίων υπηκόων τους.
Είναι μεν βέβαιο ότι οι Βενετοί εναντιώθηκαν έμμεσα στην ελληνική γλώσσα με την παράλειψη κάθε φροντίδας ίδρυσης σχολείων προς διδαχή της, αλλ’επίσης είναι εξακριβωμένο ότι οι βενετικές Αρχές δεν απέβλεψαν στην υποχρεωτική καθιέρωση της εκμάθησης της ιταλικής γλώσσας στο επίπεδο του λαού. Άλλωστε, δεν υπήρξαν σχολεία και εκπαιδευτήρια ιδρυόμενα από τη βενετική διοίκηση για την υποχρεωτική εκμάθηση της βενετσιάνικης γλώσσας.
Βέβαια, η ιταλική γλώσσα (με τη βενετική της διάλεκτο) αποτέλεσε την επίσημη γλώσσα και τούτο ήταν ευνόητο, αλλά, παράλληλα, διατηρήθηκε και η επιτόπια ελληνική γλώσσα.
Στα νησιά του Ιονίου Πελάγους επί Βενετοκρατίας δεν θεωρούσαν αρνησίπατρι τον ασπαζόμενο την ιταλική γλώσσα. Μάλιστα από μικρή ηλικία τα τέκνα του αρχοντολογίου διδάσκονταν τα θέλγητρα του ιταλικού πολιτισμού, με προοπτική, εφόσον υπήρχε η ανάλογη οικονομική δυνατότητα, να διαπαιδαγωγηθούν και συμπληρώσουν τις σπουδές τους στα ιταλικά πανεπιστήμια, ιδίως στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας .
Την ελληνική μιλούσαν οι Έλληνες κυρίως των λοιπών πλην του αρχοντολογίου κοινωνικών τάξεων και ιδίως οι χωρικοί. Πράγματι, σε αντίθεση προς τους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι αρέσκονταν στην ιταλική γλώσσα, οι χωρικοί προτιμούσαν την ελληνική και για το λόγο αυτόν η κεντρική διοίκηση έστελνε ως επί το πλείστον τα διατάγματα και τις προκηρύξεις μεταφρασμένες ελληνιστί στα χωριά. Όπως έχει ορθά διατυπωθεί, «ήταν φυσικό η γλώσσα των ξένων κυριάρχων να επιβληθεί ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης και των οργάνων της πολιτείας. Στην πραγματικότητα, η κοινωνία των νησιών, με εξαίρεση τους αλλογενείς πάροικους και παρεπίδημους, υπήρξε και παρέμεινε στην περίοδο αυτή ελληνόφωνη, παρά τη σταδιακή εισαγωγή και αποδοχή ξένων δανείων στα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, φαινόμενο ευρύτατο αλλά όχι ισόρροπο σε όλα τα νησιά».


Η παράλληλη χρήση των δύο γλωσσών κατά το μακρότατο χρονικό διάστημα της βενετικής κατάκτησης στα Νησιά, μικρά σε έκταση και αποκομμένα εν πολλοίς μεταξύ τους, είχε ως φυσική συνέπεια την ανάπτυξη μιας γλωσσικής επιμιξίας. Πράγματι, πλείστες λέξεις ιταλικές, με ουσιώδεις παραλλαγές σε κάθε Νησί, υπεισήλθαν στο ελληνικό λεξιλόγιο. Έτσι, διαμορφώθηκε με τον καιρό μία ιδιότυπη μικτή διάλεκτος, η λεγόμενη «DIALETTO CORCIRESE», με πολλές λέξεις της παλιάς βενετσάνικης γλώσσας αλλά κυρίως με συντακτικό της ελληνικής γλώσσας.
Λόγω ακριβώς του ότι αποτελούσε η τοπική ελληνική διάλεκτος τη χρησιμοποιούμενη γλώσσα κυρίως από τους κατοίκους της υπαίθρου, τα ιδιωτικά έγγραφα και πολλές επίσημες πράξεις, όπως τα συμβόλαια, συντάσσονταν ως επί το πολύ ελληνιστί από Έλληνα νοτάριο. Με το Χρυσόβουλλο του Δόγη Αντωνίου Βενιέρη της 8/1/1387, που, όπως προαναφέρθηκε, αφορούσε τις συνθήκες έναρξης της βενετικής κυριαρχίας στην Κέρκυρα αλλά στη συνέχεια ίσχυσε ουσιαστικά mutatis mutandis και στα λοιπά νησιά του Ιονίου, ορίσθηκε όπως τα ανάμεσα στους Έλληνες συνομολογούμενα συμβόλαια συντάσσονται από Έλληνα νοτάριο στην τοπική διάλεκτο (in greca scriptura) .
Οι νοτάριοι, οι οποίοι ήταν εκπαιδευμένοι ώστε ν’ αποκτήσουν την ιδιότητα αυτή, έπρεπε να είναι αμέμπτου ήθους. Ο αριθμός τους ήταν καθορισμένος, διακρίνονταν δε σε νοτάριους της πόλης και νοτάριους της υπαίθρου (nodari della città, nodari dell’isola). Οι νοτάριοι της πόλης χρησιμοποιούσαν την ελληνική και την ιταλική γλώσσα, ενώ οι νοτάριοι της υπαίθρου χρησιμοποιούσαν μόνο την ελληνική, ακριβώς γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο πληθυσμός της υπαίθρου ομιλούσε και επί Βενετοκρατίας την ελληνική γλώσσα, με λεκτικές παρεμβάσεις από τη βενετική διάλεκτο.
Τπήρξε πολύτιμη η συνδρομή των νοταρίων στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας, πέραν του ότι τα αρχεία τους μας παρέχουν πλούσια στοιχεία για την ιστορική διαδρομή των Νησιών και τις επικρατήσασες τότε νομικές και κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις
Εν τέλει, στην πάλη αυτή των δύο γλωσσών η φύση νίκησε και η ελληνική γλώσσα περί το τέλος της Βενετοκρατίας είχε καταστεί η επικρατέστερη, χωρίς όμως ποτέ ν’ αναγνωρισθεί ως η επίσημη γλώσσα.
Θα αργήσει πολύ η αναγνώριση της ελληνικής και μάλιστα της «νεοελληνικής» ως επίσημης γλώσσας στα Επτάνησα. Θα θεσπισθεί η αναγνώριση αυτή επί Βρεταννικής Προστασίας με το Σύνταγμα του 1817 (άρθρα 4-6). Όμως, η εφαρμογή της συνταγματικής αυτής διάταξης ανατέθηκε στη νομοθετική εξουσία, καθόσον δεν θεωρήθηκε ευχερής η άμεση χρήση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, επιτέλους, το 1850 αποφασίστηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας στις εργασίες του Ιόνιου Κοινοβουλίου. Ο νόμος με τον οποίο θεσπίστηκε υποχρεωτική στις δημόσιες υπηρεσίες η ελληνική γλώσσα εκδόθηκε μετά 32 έτη, το 1849, και μόνο μετά τριετία, ήτοι το 1852, άρχισε εκτελούμενος.

 Σπύρος Γασπαρινάτος

Απόσπασμα από: «Η Βενετοκρατία στα νησιά του Ιονίου Πελάγους»