Louis_Dupré, self-portrait

Ο Γάλλος φιλέλληνας ζωγράφος Louis Dupré (1789-1837) ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1819 σε ηλικία 30 ετών, από τη Ρώμη όπου εργαζόταν, για να πραγματοποιήσει ένα οδοιπορικό στον ελλαδικό χώρο και την Τουρκία. Τον συνόδευαν τρείς φιλότεχνοι άγγλοι περιηγητές (Heyet, Hay και Viwian), οι οποίοι και ανέλαβαν τα έξοδα του ταξιδιού με αντάλλαγμα τις εικόνες του Dupré από τα μνημεία και τους τόπους της Ελλάδας που θα επισκεπτόντουσαν. Οι τέσσερις ταξιδιώτες και η μικρή συνοδεία τους διατρέχουν την Κέρκυρα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τα περίχωρα της Αττικής και τα νησιά του Σαρωνικού. Χωρίζουν όταν ο Dupré συνεχίζει την περιήγηση στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν στο Βουκουρέστι. Το οδοιπορικό τελειώνει με την άφιξη του καλλιτέχνη στη Ρώμη στις 18 Απριλίου 1820.

Πρώτος σταθμός του καλλιτέχνη η Κέρκυρα όπου φτάνει το απόγευμα της 8ης Μαρτίου. Η πρώτη του επαφή με το ελληνικό στοιχείο και τον περιώνυμο τόπο της αρχαίας Φαιακίας γοητεύει τον Dupré ως γνήσιο αρχαιολάτρη και είναι η αφορμή για αναπολήσεις κατά τις περιηγήσεις του στα περίχωρα της πόλης. Ευθύς εξαρχής εντυπωσιάζεται εκτός των άλλων από την εντυπωσιακή, στα μάτια ενός ευρωπαίου, εμφάνιση των καταδιωγμένων Σουλιωτών που είχαν βρει καταφύγιο στην Κέρκυρα μετά την κατάκτηση της πατρίδας τους από τον Αλή Πασά το 1804. Οι υπερήφανοι ορεσίβιοι πολεμιστές, την ιστορία των οποίων γνώριζε καλά ο Dupré, του δημιουργούν την επιθυμία να τους ζωγραφίσει, γι αυτό ζητάει από τον έλληνα οδηγό- μεταφραστή του να φροντίσει την ανεύρεση υποψηφίων μοντέλων. Η ένδεια στην οποία έχουν περιπέσει οι ήρωες αυτοί, ειδικά μετά την αναχώρηση των γάλλων αυτοκρατορικών (1814), οι οποίοι τους είχαν στρατολογήσει σε ανάλογα τάγματα και που τόσο δεν ταιριάζει στο ήθος και το χαρακτήρα της φυλής τους συγκινεί τον καλλιτέχνη και δημιουργεί αμφιβολίες στο κατά πόσο, παρά την ανάγκη τους, θα δεχτούν να τους ζωγραφίσει. Η φόβοι του διαψεύδονται την επομένη όταν ο δραγουμάνος του του φέρνει δύο οι οποίοι έναντι κάποιας αμοιβής δέχτηκαν να ποζάρουν στον καλλιτέχνη.

Η εμφάνιση και ο τρόπος που μπήκε και στάθηκε μπροστά του ο πρώτος εντυπωσίασε τον Dupré. Του ζήτησε να σταθεί ακίνητος, πήρε ένα μολύβι και προσπάθησε να αποδώσει πιστά την έκφραση της φυσιογνωμίας και την ενδυμασία του σουλιώτη. Όταν τέλειωσε το σχέδιο και το έδειξε στους δύο Σουλιώτες, εκείνοι εντυπωσιάστηκαν από την ομοιότητα και αυτός που απεικονιζόταν, ως ο πιο εκδηλωτικός, προσπαθούσε με χειρονομίες να δείξει τη χαρά και την έκπληξή του. Ξαφνικά έβγαλε από τη ζώνη του ένα μελανοδοχείο και χάραξε δίπλα στην προσωπογραφία του στα ελληνικά τη φράση «Φώτος Πίκος από το Σούλι». Ο ζωγράφος αμέσως τον ρώτησε αν έχει συγγένεια με τον ξακουστό Φώτο Τζαβέλα και την ηρωική Μόσχω και ο σουλιώτης, απαντώντας καταφατικά, έμεινε έκπληκτος που ένας ξένος γνώριζε τη δόξα της φυλής του. Ακολούθησε η εξιστόρηση γεγονότων σχετικά με τον τελευταίο πόλεμο του Σουλίου ενώσω ο καλλιτέχνης ζωγράφιζε τον δεύτερο Σουλιώτη. Στο τέλος ο Dupré ευχαριστεί τους ήρωες και σφίγγοντας το χέρι του Φώτου του λέει « Ο Θεός να σου δώσει πίσω τη χαρά και την πατρίδα σου σύντομα. Με τέτοιες αναμνήσεις η εξορία είναι η χειρότερη συμφορά.» Είδε το πρόσωπο του Φώτου να σκοτεινιάζει και έφυγε χωρίς να του απαντήσει.

«Φώτος Πίκος από το Σούλι»

Αυτές οι δυο προσωπογραφίες απέφεραν κάποια φήμη ανάμεσα στους άγγλους αξιωματικούς της φρουράς μέχρι που και ο ίδιος ο αρμοστής Thomas Maitland ζήτησε να τις δει και προσκάλεσε τον Dupré στο Βουθρωτό της επομένη, ζητώντας από τον κ. Hay, ο οποίος του είχε δείξει τα σχέδια να τον συνοδεύσει.

Στο Βουθρωτό βρισκόταν ο Αλή πασάς όπου περίμενε τον ύπατο Αρμοστή σε μια τελευταία σύσκεψη με θέμα την παράδοση της Πάργας. Το μακρόχρονο αίτημα του Αλή για την παραχώρηση της έγινε δεκτό μετά και την αποδοχή των ισχυρισμών του Αλή από τον αρμοστή Maitland ότι δηλαδή η Πάργα ήταν φωλιά κακοποιών, επικίνδυνων για την Πύλη. Στους χορούς και τα συμπόσια που έδινε εδώ και καιρό ο ένας προς τιμή του άλλου λάβαιναν χώρα οι διαπραγματεύσεις της επαίσχυντης παράδοσης της Πάργας, το παζάρεμα δηλαδή της καταστροφής του τελευταίου καταφυγίου της ελευθερίας των Ελλήνων. Στη σύσκεψη του Βουθρωτού θα ερχόταν και ο Ισμαήλ Μπέης, γιός του Βελή Πασά και εγγονός του Αλή.

Ο αρμοστής Thomas Maitland

Ο Dupré και η συνοδεία του αναχώρησαν την επομένη με μια κερκυραϊκή βάρκα « Λάντζα» και συνάντησαν την φρεγάτα του αρμοστή Maitland «Γλασκώβη» αγκυροβολημένη σε μικρή απόσταση από τις ακτές τις Αλβανίας. Σε λίγο έφτασε και ο Ισμαήλ Μπέης όπου έγινε δεκτός με 21 κανονιοβολισμούς, σημαιοστολισμούς, εκδηλώσεις χαράς και χαιρετισμούς, που καθόλου δεν συγκίνησαν τον υπερόπτη δωδεκάχρονο Μπέη, παρότι παρόμοιες εκδηλώσεις δίδονταν σε βασιλικές τελετές.

Το θέαμα της υπερβολικής απόδοσης τιμών, από τη πρώτη ναυτική δύναμη του κόσμου, μιας πολιτισμένης και προοδευμένης χώρας προς την οικογένεια του αφέντη της Ηπείρου προκάλεσε αρνητική εντύπωση στον Dupré.

Ξεκίνησαν στη συνέχεια για τον Βουθρωτό οπού αποβιβάστηκαν και κατευθύνθηκαν μέσα από το τούρκικο στρατόπεδο προς τον μισοερειπωμένο κάστρο που βρισκόταν η κατοικία του Αλή Πασά. Ανέβηκαν στο όροφο και στο πρώτο δωμάτιο συνάντησαν τον Ισμαήλ Μπέη μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Μεχμέτ, απορροφημένους και τους δύο στο κάπνισμα. Προχώρησαν στο επόμενο δωμάτιο οπού βρισκόταν ο Πασάς και δίπλα του καθόταν ο Maitland και τρείς αγγλίδες.

Ο Πασάς ανταπέδωσε το χαιρετισμό του Dupré και της παρέας του ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος και τους κάλεσε φιλόφρονα να καθίσουν στο ντιβάνι όπου αμέσως κατέφθασαν νεαροί σκλάβοι με πίπες και καφέδες σε πορσελάνινα φλιτζάνια πάνω σε μικρούς ασημένιους δίσκους. Η γλυκιά και πρόσχαρη φυσιογνωμία του Αλή, με τη μακριά άσπρη γενειάδα και οι θελκτικοί τρόποι του κάλυπταν με κατάλληλο τρόπο τη θηριώδη φύση του. Αν και ογδόντα ετών φαινόταν υγιής και δυνατός, χωρίς ασθένειες που συνοδεύουν συνήθως τα γηρατειά. Το πρόσωπο του ήταν αναλλοίωτο από τις ζημιές του χρόνου και το την όψη έκανε εντονότερη η ζωηρότητα των ματιών του. Μόνο το βαρύ και τεράστιο σώμα του δεν του επέτρεπε να καθίσει με σταυρωμένα τα πόδια όπως συνήθιζαν οι ανατολίτες. Δίπλα του ήταν κρεμασμένα τα όπλα του: Μια καραμπίνα και τα πιστόλια του, άριστα στιλβωμένα και διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους.

Ο Thomas Maitland συνέστησε τους επισκέπτες διαδοχικά και τον Dupré ως γάλλο ζωγράφο που περιόδευε την Ελλάδα για να τη μελετήσει και να την απολαύσει και έκανε λόγο για τα σχέδια του. Ο Πασάς εξέφρασε την επιθυμία να τα δεί και όταν ο καλλιτέχνης του άνοιξε το φάκελο με τα σκίτσα και του έδειξε τις προσωπογραφίες των δύο Σουλιωτών εκείνος πρόσεξε ιδιαιτέρως εκείνη του Φώτου και αιφνίδια ξέσπασε στο γνωστό λαρυγγώδες γέλιο του φωνάζοντας: « Α! Τον ξέρω αυτόν. Είναι ένας από τους εχθρούς μου». Βέβαια στην αναγνώριση αυτή έπαιξε ρόλο η αναγραφή του ονόματος του σουλιώτη δίπλα στο πορτραίτο του.

Ο αρμοστής πρότεινε στον Αλή να δεχτεί να του κάνει το πορτραίτο αλλά εκείνος δεν απάντησε αρκούμενος μόνο να χαμογελάσει και ο Maitland μαντεύοντας τις διαθέσεις δεν επέμεινε, ζητώντας τουλάχιστον να επιτρέψει στον Dupré να ζωγραφίσει του δύο εγγονούς του, πράγμα που δέχτηκε με προθυμία. Απευθυνόμενος έπειτα στον Maitland ο Αλής του πρότεινε να κυνηγήσουν στη λίμνη του Βουθρωτού καλώντας και όλους τους άλλους. Στη συνέχεια η συνοδεία αποσύρθηκε και ο Πασάς έμενε μόνος με τον στρατηγό Maitland.

Ο Dupré στο διάστημα αυτό ζωγράφισε τους δύο νεαρούς μπέηδες η οποίοι έδειξαν να παραξενεύονται από αυτές τις άγνωστες τεχνικές αλλά δεν θέλησαν να αντιταχθούν στην επιθυμία του παππού τους.

Στη συνέχεια δείπνησαν στη «Γλασκώβη» όπου ο ζωγράφος παρατηρώντας την ασχήμια των χαρακτηριστικών του εξηντάχρονου Maitland σχολιάζει την άσχημη εικόνα του, τους απότομους τρόπους του, την τραχύτητα και στυφότητα που έκαναν ισχυρότερη την φυσική σκληρότητα των χαρακτηριστικών του. Οι ιδέες και η στάση του απέναντι στους Έλληνες , που τόσο τον αντιπαθούσαν του προσέδωσαν το παρωνύμιο « ο αγέννητος».

Επέστρεψαν στην Κέρκυρα όπου ο Dupré μεταξύ άλλων επισκέφτηκε τη συνοικία των ξεριζωμένων Σουλιωτών λίγο έξω από την Κέρκυρα (περιοχή Κανάλια), στα φτωχικά οικήματα που τους είχαν κατασκευάσει κάπως βιαστικά οι γάλλοι, λόγος για τον οποίο τους έκανε να τον δεχτούν με χαρά μόλις έμαθαν ότι ήταν γάλλος. Τα όπλα τους που με τόση επιμέλεια φρόντιζαν τα είχαν κρεμασμένα στους τοίχους, γεγονός που φανέρωνε τη μυστική ελπίδα ότι θα τα ξαναπιάσουν σύντομα. Ένας που αποκαλούσαν καπετάνιο και του φέρονταν με σεβασμό διηγήθηκε στον καλλιτέχνη τις συμφορές τις χώρας του, των ηρωισμό των συμπολεμιστών του, τις τρομερές διώξεις του Αλή και τη γενναία βοήθεια των Παργινών που σε λίγο το μίσος του Πασά θα τους έριχνε στην στην ίδια τύχη με τους Σουλιώτες. Ο Dupré έφτιαξε το πορτραίτο του παλικαριού αυτού με την ωραία φυσιογνωμία και το περήφανο παρουσιαστικό του αρχηγού με την κομψή χρυσοκέντητη φορεσιά του.

“Παλικάρι της Σελλαϊδας”

Έφτασαν στο Βουθρωτό την ημέρα που είχε οριστεί για το κυνήγι. Είδαν τον Αλή, που είχε προηγηθεί από την όχθη της λίμνης, στη βάρκα του ξαπλωμένο σε μαξιλάρια. Χαιρέτησαν, ανέβηκαν στα πλοιάρια και ευθύς αμέσως δόθηκε το σύνθημα της εκκίνησης. Επικεφαλής βρισκόταν η βάρκα του πρίγκιπα, ακολουθούσε ο στρατηγός Maitland στη δική του, κατόπιν η βάρκα με τον Dupré και τη συνοδεία του και ακολουθούσαν πολλές βάρκες με άγγλους αξιωματικούς, μουσικούς και πολλά πρόσωπα της ακολουθίας του Πασά. Δυο έλληνες με πολυτελή αμφίεση στέκονταν δίπλα στον Αλή και του γέμιζαν τα όπλα. Το θέαμα ήταν μεγαλόπρεπο. Ο ήλιος που έλαμπε, η πλούσια βλάστηση, τα δάση και οι πλαγιές των βουνών, τα ήσυχα και καθαρά νερά, οι βάρκες με το γραφικό πλήθος, οι πυροβολισμοί που ανακατεύονταν με τους ήχους της μουσικής και αντηχούσαν στα πέρατα.

Το μεσημέρι δόθηκε πλούσιο γεύμα μέσα στις βάρκες που περιελάμβανε ψάρια, πουλερικά βραστά και ψητά, πιλάφι και καλοφτιαγμένα γλυκίσματα από μέλι και αλεύρι. Τη στιγμή αυτή δόθηκε η ευκαιρία στον Dupré να ζωγραφίσει κρυφά τον Πασά χαρίζοντάς μας μια πολύ πιστή απεικόνιση του.

Αλή Πασάς

Στη διάρκεια της παραμονής του στο Βουθρωτό ολοκλήρωσε τα πορτραίτα των εγγονών του Αλή που παραξενεμένοι και καχύποπτοι δεν εννοούσαν αφενός τη σκιαγράφηση του προσώπου του Μεχμέτ, αφετέρου το ότι ο καλλιτέχνης συνταξίδευε με άγγλους. Πρίν αναχωρήσει έφτιαξε και το πορτραίτο του σφραγιδοφύλακα του Αλή Πασά.

Οι εγγονοί του Αλή ΠΑσά και ο σφραγιδοφυλακάς του

Στην Κέρκυρα ο Dupré έφτιαξε ένα ακόμη πορτραίτο ενός Σουλιώτη, του Νικολού Περβόλη με θέα το παλιό φρούριο. Δίπλα στην μορφή του ήρωα βλέπουμε την επιγραφή του ονόματός του, προφανώς μετά από παρακίνηση του καλλιτέχνη που ακολουθεί την ίδια τακτική και σε πολλά άλλα έργα του στη συνέχεια του ταξιδιού του και είχε σαν αρχή την αυθόρμητη κίνηση του Φώτου Πίκου, του πρώτου έλληνα που φιλοτέχνησε στην Ελλάδα.

Αναχώρησε από το νησί στις 23 Μαρτίου με προορισμό τη Σαγιάδα. Στα ανοιχτά συνάντησαν τη «Γλασκώβη» που κατευθυνόταν προς την Πάργα για να προστατέψει την αναχώρηση των ταλαιπωρημένων κατοίκων από τις βιαιότητες του Αλή.

Λίγες μέρες αργότερα περίπου τέσσερις χιλιάδες καταδιωγμένοι Παργινοί, μεταφέροντας τα ιερά κειμήλια και τη στάχτη των προγόνων τους, θα βρουν καταφύγιο στην Κέρκυρα και τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου. Θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους μετά την απελευθέρωσή της Πάργας το 1913, ενώ τα ιερά τους κειμήλια, τα οστά τον προγόνων τους και το λάβαρο της πόλης θα μεταφερθούν με επισημότητα από τον ελληνικό στόλο τον Μάιο του 1930.

Ο ύπατος αρμοστής Thomas Maitland δεν θα παραδώσει τις συμφωνημένες αποζημιώσεις στους Παργινούς, πράξη για την οποία καταδικάστηκε ακόμα και από τους Άγγλους. Ο λόρδος Λάντερ Νταλέ και ο στρατηγός Ριχάρδος Τζωρτζ έγραψαν: “Κάναμε έγκλημα που πουλήσαμε τους Παργινούς στους Τούρκους“, Ο διάσημος Ιταλός ποιητής Τυρταίος υμνούσε την προσφυγιά και καταδίκαζε την πράξη των Άγγλων στο ποίημα του “οι πρόσφυγες της Πάργας”. Ο Ηπειρώτης λογοτέχνης υπολοχαγός Κραψίτης έγραφε: “Ένας λαός που έκανε αθάνατο σύμβολο τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία πουλιέται απ’ τους Άγγλους στους Τούρκους“. Η δημοτική μούσα θρήνησε το πούλημα της Πάργας.

Πορτραίτο του Σουλιώτη Νικολού Περβόλη με θέα το Παλιό Φρούριο.

Ο Maitland που για την φιλοτουρκική πολιτική του αποκαλείτο Σουλτάν Θωμάς, θα παραμείνει στη θέση του ύπατου αρμοστή των Ιονίων Νήσων μέχρι το 1823. Η αρμοστεία του θα χαρακτηριστεί από τις σκληρότερες. Θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα στη Μάλτα στις 17 Ιανουαρίου 1824 σε ηλικία 65 ετών, άγαμος.

Ο Αλή Τεπελενλής, Πασάς τον Ιωαννίνων θα αποκεφαλιστεί στα Ιωάννινα τον Ιανουάριο του 1822 μετά την πολιορκία της πόλης από τους στρατιώτες του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ με αρχηγό στην αρχή τον Ισμαήλ Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ Πασά. Στο πλευρό του Αλή πολεμούσαν οι άλλοτε εχθροί του Σουλιώτες που τους πήρε με το μέρος του με την με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι.

Ο γάλλος ζωγράφος Louis Dupré πέθανε στο Παρίσι στις 12 Οκτωβρίου του 1837 και τάφηκε στο νεκροταφείο του Montparnasse.  Το πολύτιμο λεύκωμα του (Voyage à Athènes et à Constantinople – Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη), δημοσιεύτηκε σε μία σειρά από τεύχη από το 1825 έως και μετά το 1837. Αποτελείται από 40 υπέροχους πίνακες που συνοδεύονται από κείμενο εμπνευσμένο από βαθιά φιλελληνικά αισθήματα. Στο Μουσείο Μπενάκη φυλάσσεται ένα σπάνιο αντίτυπο του λευκώματος καθώς και μία σειρά από πρωτότυπα έργα (σχέδια, υδατογραφίες και μία ελαιογραφία) που συνδέονται με το ταξίδι εκείνο, αλλά και με πρωταγωνιστές της Ελληνικής επανάστασης.

 

Βιβλιογραφία

-Μανώλης Βλάχος, “Louis Duprè”, Ολκός, Αθήνα, 1994
– Τσουμάνης Κώστας, “Η Κέρκυρα μέσα από τα μάτια των περιηγητών” ,ΕΨΙΛΟΝ , 2010
Διαδίκτυο :
– http://www.souli.8m.com
– http://www.pargaideal.com
– Wikipedia

 

Θεόφιλος Φίλης Τζίκας

* * *