Στην ανατολική πλευρά του θεάτρου Σαν Τζιάκομο -σημερινό Δημαρχείο- σώζεται μία γλυπτική σύνθεση που παριστάνει τον θρίαμβο του Μοροζίνι, υπερασπιστή της Πελοποννήσου και καταστροφέα του Παρθενώνα. Το σύμπλεγμα αυτό στήθηκε κρυφά μια νύχτα του 1691, ως πρόκληση των Βενετών προς την Λατινική Εκκλησία,γιατί η| Βενετία θέλησε με αυτό να πειράξει τους Λατίνους και να δικαιώσει στον αιώνα τον άπαντα το μεγάλο της τέκνο, που πιστά ακολούθησε την ανεξίθρησκη πολιτική της πατρίδας του.
Γιατί; Είναι μια μικρή ιστορία που αξίζει να την διηγηθούμε. Φανερώνει την αντίθεση Βενετών και και Λατινικής Εκκλησίας σε θέματα…προβαδίσματος, θέματα που δεν τους εμπόδιζαν, να συνεργάζονται αρμονικά όταν αυτό υπαγόρευε το συμφέρον τους. Το ιστορικό του επεισοδίου αυτού μας το δίνει ο Σπύρος Μ. Θεοτόκης σε ένα από τα ανεκδοτολογικά του ιστορικά σημειώματα.

Τον Ιούνιο του 1684 οι Βένετοι είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά των Τούρκων, αφού έκλεισαν συμμαχία με το Λεοπόλδο, αυτοκράτορα της Αυστρίας, τον Ιωάννη Σοβιέσκι βασιλέα της Πολωνίας, καί τον Πάπα, πού είχε μαζί του διάφορους ηγεμόνες της Ιταλίας.
Είχαν ετοιμάσει ισχυρό στόλο καί πολυάριθμο στρατό για την εκστρατεία στην Ανατολή και διώρισαν αρχιστράτηγο Βενετό ξηράς και θαλάσσης μέ τίτλο Γεν. Καπιτάνου το Φραγκίσκο Μοροζίνη, αυτόν τον ίδιο, πού τόσο γενναία πολέμησε στην Κρήτη τον τελευταίο καιρό του “μεγάλου και μακρυνού πόλεμου” πού έκλεισε με| την παράδοση του Χάνδακα στούς Τούρκους το 1669.
Μαζί με το στόλο, πού ετοίμασαν οι Βενετοί, κατασκεύασαν κι’ένα μεγάλο εξαιρετικό κάτεργο (γαλέα) για το γενικό Καπιτάνο τους.
Το κάτεργο αυτό είχε μάκρος πενήντα μέτρα και πλάτος δώδεκα. Κινούνταν, όταν δεν αρμένιζε, με εξήντα κουπιά, πού το καθένα τους είχε μάκρος δεκατέσσερα μέτρα, και το έλαμναν οχτώ κωπηλάτες.
Τά διαμερίσματα του Γεν. Καπιτάνου και των αξιωματικών ήταν πολυτελέστατα. Είχε πλήρωμα ώς οκτακόσιους άντρες, μαζί με τά επιτελεία ξηράς καί θαλάσσης, αξιωματικούς, πεζοναύτες, πυροβολητές, κωπηλάτες και υπηρέτες του γενικού Καπιτάνου καί των αξιωματικών.
Σης 8 Ιουνίου το άπόγευμα επιβιβάστηκαν ο Μοροζίνης καί φόρεσε αμέσως τη στολή του Γεν. Καπιτάνου. Ή αναχώρηση από το Λίντο έγινε με μεγάλες τιμές, καί έπειτα από μερικούς σταθμούς στα λιμάνια της Αδριατικής, ο Γεν. Καπιτάνο με το στόλο έφτασε στήν Κέρκυρα τις 30 του μηνός,
Έκεί τον περίμενε μεγάλη υποδοχή. Τα Βενετικά καράβια πού ήταν στήν Κέρκυρα, οι στόλοι των συμμάχων καί τά φρούρια τον δέχτηκαν με κανονιές. ‘Επειτα άρχισαν οι επισκέψεις των έπισήμων, τών ναυάρχων των συμμάχων, των τοπικών άρχων, του πρωτοπαπά με τους τιτλούχους του κλήρου καί τέλος του δεσπότη των Λατίνων Μάρκο Αντωνίου Βαρβαρήγου, πού ήρθε μαζί με τον τελετάρχη του, για να κανονίσουν την αποβίβαση καί την εθιμοτυπία, πού θα κρατούσαν στη Λατινική Μητρόπολη. Παραδέχτηκαν τη συνηθισμένη εθιμοτυπία της υποδοχής του Γενικού Προνοητου της θαλάσσης όταν έρχονταν στην Κέρκυρα γιά πρώτη φορά.
Τον κανονισμό αυτό πρέπει να τον αναφέρομε εδώ, γιατί αργότερα θα μας χρειαστεί.
Ό αρχιεπίσκοπος θα κατέβαινε με τον κλήρο του στην αποβάθρα του Αγίου Νικολάου, έξω από το τειχόκαστρο, καί θάμπαινε στην εκκλησιά να φορέσει τά φελόνια του. Θά’βγαινε από την εκκλησιά μ’ όλη την επισημότητα κάτω από τον ουρανό, (μπαλντακή) έχοντας ακολουθία όλον τον κλήρο του ιεροφορεμένος, καί θα προχωρούσε ας τη σκάλα του κάτεργου του Γεν. Καπιτάνου, πού ήταν δεμένο στην αποβάθρα. Ό Γενικός Καπιτάνος θα περίμενε στη σκάλα καί μόλις θά’φτανε ο αρχιεπίσκοπος, θα πατούσε γης, αφού του έστρωναν ενα χαλί και ένα προσκέφαλο κόκκινο. Ό Γενικός Καπιτάνος θα έπαιρνε θέση κάτω από τον ουρανό και ο αρχιεπίσκοπος θα του πρόσφερνε το σταυρό. Ό Γεν. Καπιτάνος θά γονάτιζε τότε στο κόκκινο προσκέφαλο και θά προσκυνούσε το σταυρό.
Αμέσως θα ξεκινούσαν για την πόλη, πάντα στον ουρανό από κάτω και οι δύο. Μόλις θα έφταναν στο Ντόμο, τον καθεδρικό ναό, ο αρχιεπίσκοπος θα ράντιζε πρώτα το Γεν. Καπιτάνο και έπειτα τους επίσημους, καί θά προχωρούσε στην εκκλησιά ως την Αγία Τράπεζα, όπου ο Γενικός Καπιτάνος θα γονάτιζε και ο αρχιεπίσκοπος θα έκανε τη δοξολογία μαζί με το χορό. Έπειτα ο Γεν. Καπιτάνος θα κάθονταν στο θρόνο του, που ήταν βαλμένος πολύ σιμά στην Αγία Τράπεζα, έτοιμος να δεχτεί τους επίσημους, τις εντόπιες αρχές καί τον ορθόδοξο κλήρο. Ωστόσο ο αρχιεπίσκοπος θα πήγαινε κάτω από τον ουρανό για να τον γδύσουν από τα άμφια καί να του φορέσουν το ράσο. Κι’ άμα θα τέλειωνε ή δεξίωση, ο αρχιεπίσκοπος, στά δεξιά του Γενικού Καπιτάνου, θα τον συνόδευε ώς την είσοδο του Ντόμου.
Έτσι λοιπόν την άλλη μέρα, 1η Ιουλίου, ο Γεν. Καπι¬τάνος αποβιβάστηκε σύμφωνα με τον κανονισμόν αυτό της εθιμοτυπίας, μόλο πού οι σύνδικοι ζήτησαν αναβολή της εισόδου στην πόλη, γιατί το παλάτι πού είχε προσδιοριστεί για κατοικία του στο παλαιό φρούριο δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Ό Μοροζίνης δεν δέχτηκε την αναβολή, γιατί βιάζονταν να έτοιμάσει το στόλο καί το στρατό για την εκστρατεία. Πριν αποβιβαστεί, συνεννοήθηκε με τους ξένους ναυάρχους των συμμάχων για να παρευρεθούν στην τελετή. Ήταν ο ναύαρχος του Πάπα Αιμίλιος Μαλασπίνα ΄Ασκολη με έξι κάτεργα και χίλιους άντρες, ο ναύαρχος του Μέγα Δούκα της Τοσκάνας Κόμιτας Γουίντη Βολτέρρα με τέσσερα κάτεργα, καί ό ναύαρχος των ιπποτών της Μάλτας Μπρανγκάτση με εξι κάτεργα.
Ή διαμονή του Μοροζίνη στην Κέρκυρα έδωσε μεγάλη ζωή στον τόπο. Χιλιάδες στρατός διασκέδαζε, όπως συνήθιζαν τον καιρό εκείνο όταν σταματούσαν σε πολιτείες, γιατί στα καράβια ήταν πολύ στενοχωρημένοι. Ο Μόροζίνης και τα επιτελεία σε όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσαν με δραστηριότητα να συμπληρώσουν το γρηγορώτερο τις ελλείψεις του στόλου και να ταχτοποιήσουν το στρατό πού κάθε μέρα πλήθαινε, γιατί η στρατολογία εξακολουθούσε.
Οί Κερκυραίοι ευγενείς παρακαλούσαν το Μοροζίνη να βγαίνει στην πόλη να τον χαιρέτα ο λαός, καί να πηγαίνει στις προσκλήσεις πού τού’καναν, δεν τα κατάφεραν όμως, γιατί ο Μοροζίνης δεν το κουνούσε από το φρούριο.
Στις 12 Ιουλίου έγινε πολεμικό συμβούλιο και αποφασίστηκε ή πολιορκία της Λευκάδας. Ετοίμασαν τον αποβατικό στρατό, πού μαζί με τους άλλους ξένους αξιωματικούς, Ιταλούς, Γάλλους καί Γερμανούς, είχε και ‘Ελληνες. Άπ’ αυτούς αναφέρομε τον Ιωάννη Βαπτιστή Μεταξά, συνταγματάρχη, και τον ‘Αγγελο Δελλαδέτσιμα, πού βρίσκονταν σε μεγάλη έχτρα μεταξύ τους. Οι τελευταίοι αυτοί έλαβαν διαταγή να στρατολογήσουν στην Ίθάκη.
Ή ανάγκη της στρατολογίας ήταν μεγαλύτερη τότε, γιατί μια μεγάλη επιδημία, ελονοσίας φαίνεται, επρόσβαλε το στρατό, κι’ έριξε κάτω εφτακόσιους άνδρες.
Στις 18 ‘Ιουλίου έγινε επιθεώρηση του στρατού στη μεγάλη πλατεία της Κέρκυρας, από τον ίδιο το Μοροζίνη, γιατί την άλλη μέρα 19 του μηνός είχε αποφασιστεί η αναχώρηση.
Από βραδής, αφού τελείωσε ή επιθεώρηση, άρχισε ο στρατός να επιβιβάζεται στον έτοιμο στόλο, που τον ακολουθούσαν καί τα τέσσερα κάτεργα των νησιών, Κέρκυρας με πρωτοκόμιτο το Γεώργιο Κόκκινη, Ζακύνθου με πρωτοκόμιτο τον Αγησίλαο Σίγουρο καί δύο της Κεφαλληνίας με πρωτοκόμιτες το Γεράσιμο Μεταξά καί τον Νικόλαο Πινιατώρο.

Marco Antonio Barbarigo

Τή στιγμή πού ο Βενετικός στόλος μαζί με τους συμμαχικούς σαλπάρισαν σημαιοστόλιστοι από το λιμάνι της Κέρκυρας, μία κατανυχτική συνοδεία φάνηκε να περνά στα τειχόκαστρα απάνω, τά λεγόμενα Μουράγια. Ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μαρκ’ Αντώνιος Βαρβαρήγος, ακολουθούμενος από τον κλήρο του και πλήθος λαού, κρατώντας στα χέρια του την ‘Αγια Μετάληψη. Ή θέα της συνοδείας αυτής, που’μοιζε με λιτανεία, ενθουσίασε τα πληρώματα, πού ανεβασμένα στα ξάρτια ζητωκραύγαζαν για τη νίκη, Με μιας ή συνοδεία στάθηκε, όλοι σώπασαν, καιί ο δεσπότης βγαίνοντας από τον ουρανό που τον σκέπαζε, ευλόγησε το στόλο, κάνοντας παράκληση για τη νίκη.
‘Οταν τέλειωσε ή παράκληση, ο στόλος ξεκίνησε. Στις Μπενίτσες στάθηκε να πάρει νερό και το ίδιο βράδυ ξεκίνησε πάλι, βάνοντας πλώρη για τη Λευκάδα.
Δεν θα ακολουθήσουμε το Μοροζίνη στο νικηφόρο ταξίδι του, πού οι τόσες μεγάλες νίκες του λάμπρυναν τη μακρινή αγωνία της Βενετικής πολιτείας. Θα ξαναγυρίσουμε στην Κέρκυρα περιμένοντας το Μοροζίνη, πού ξανάρθε τις άποκριές του 1685. Τότε συνέβηκε το επεισόδιο, πού θα διηγηθούμε.
‘Οταν, όπως είδαμε, ο Μοροζίνης βρίσκονταν στην Κέρκυρα από την 1η ως τις 19 Ιουλίου δέχτηκε σε ακρόαση τις εξουσίες του τόπου, πολιτικές, στρατιωτικές καί εκκλησιαστικές. Μαζί μ’ αυτές πήγε και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Βαρβαρήγος, και κάθισε στην προσδιορισμένη θέση του, όπως και οι άλλοι επίσημοι. Μα του δεσπότη του φάνηκε, πώς ή θέση πού του δόθηκε δεν ήταν ανάλογη με το βαθμό του. Χωρίς να πεί τίποτα συμμορφώθηκε, όταν όμως χαιρέτησε για να φύγει, πήρε την καθέδρα του και την έβαλε στη θέση πού αυτός νόμιζε πού του άρμοζε. Ό Μοροζίνης δεν είπε τίποτα, και έκαμε πώς δεν κατάλαβε το κίνημα του δεσπότη, το σημείωσε όμως καλά. Όταν λοιπόν ξαναγύρισε στην Κέρκυρα έπειτα από τόσες νίκες στην Πελοπόννησο, μη μπορώντας να εξακολουθήσει τον πόλεμο εξ’ αίτιας της πανούκλας, πού θέριζε το στρατό του, θυμήθηκε και την προσβολή του δεσπότη.
Όπως είπαμε, ήταν Αποκριές πού ξαναγύρισε. Την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής οι Λατίνοι γιορτάζουν και τό απόγευμα, εκθέτουν τη Θεία Μετάληψη στην ‘Αγία Τράπεζα. Τό πρωί λοιπόν πήγε στη λειτουργία με όλους τους ναυάρχους καί τους καπετανέους κρατώντας το κανονισμένο τυπικό της έθιμοτυπίας. Στη διδαχή επάνου, ο Ιεροκήρυκας κάλεσε τους επίσημους για την τελετή της Θείας Μετάληψης. Ό Μοροζίνης δήλωσε πώς θα πήγαινε, καί διάταξε να τοποθετήσουν το γονατιστήρι του πολύ σιμά στην ‘Αγια Τράπεζα, για να μη μπορεί βα μπεί μπροστά του ο θρόνος του αρχιεπισκόπου.
0 αρχιεπίσκοπος όμως δε θέλησε να συμμορφωθεί με τη διαταγή αυτή του Μοροζίνη, γιατί το θεώρησε προσβολή στο αξίωμα του και γιατί, καθώς είπε, θα τον εμπόδιζε στα καθήκοντα του, και μήνυσε με τον τελετάρχη του τό φλάρο τις αντιρρήσεις του αύτές.
Στον τελετάρχη απάντησε ξερά ο ανιψιός του Μοροζίνη ανθυποπλοίαρχος καί υπασπιστής του, πώς ο δεσπότης μπορεί να βάλει το θρόνο του όπου του άρεσε, φτάνει μόνον να κρατούσε τη θέση που προσδιόρισε ο Γενικός Καπιτάνος για τόν εαυτό του, και τούτο για να μη γίνουν παρεξηγήσεις.
‘Ο αρχιεπίσκοπος, άκούγοντας την απάντηση αυτη του τελετάρχη του, τον ξανάστειλε, με τήν παράκληση να μην τόν βάζουν σε δύσκολη θέση, γιατί βρίσκονταν σε τόπο που ο λαός είναι σχισματικός και αφορμή ήθελε νά χαίρεται βλέποντας να περιφρονιέται ο καθολικός αρχιεπίσκοπος.
Ό υπασπιστής νιώθοντας τότε πώς η απάντηση του αρχιεπισκόπου δεν ήταν παρά ένα από τα συνηθισμένα του πείσματα, τον ξεγέλασε λέγοντας του πώς ο Γενικός Καπιτάνος δε θα πήγαινε στην άπογευματινή τελετή.
Ό αρχιεπίσκοπος μέ την απάντηση αυτήν ησύχασε και αφού τά κανόνισε όπως ήθελε, πήγε στην εκκλησία.
Έκεί όμως τον περίμενε μία μεγάλη έκπληξη. ‘Ανθρωπος σταλμένος από το Μοροζίνη διέταξε να βγάλουν το θρόνο του αρχιεπισκόπου από τη θέση πού βρίσκονταν και να βάλουν το γονατιστήρι του Γενικού Καπιτάνου. Μα η διαταγή αργούσε να εκτελεστεί και τότε δύο υπηρέτες του Γενικού Καπιτανου ανέβηκαν στο μεγάλο αλτάρι, στο ‘Αγιο Βήμα, καί έκαμαν την αλλαγή σύμφωνα με τη διαταγή πού έλαβαν, δηλαδή έβαλαν το γονατιστήρι, του Γενικού Καπιτάνου τόσο κοντά στην ‘Αγία Τράπεζα, πού ήταν αδύνατο να χωρέσει άλλο κάθισμα μπρος του.
Ό τελετάρχης στην περίσταση αυτήν έκαμε την παρατήρηση στους υπηρέτες, πώς αυτό πού έκαμαν δεν έστεκε καί γιατί το’καμαν. Αυτοί απάντησαν πώς τέτοια ήταν ή διαταγή του Γενικού Καπιτάνου.
Ό αρχιεπίσκοπος θύμωσε καί έδωσε διαταγή να σβύ-σουν όλα τα φώτα, κεριά καί καντήλια, και να μη γίνει ή τελετή, και έφυγε μαζί μ’ όλο του τον κλήρο.
Σε λίγο να σου κ’έρχεται ο Μοροζίνης με τη λαμπρότητα της στολής του και έχοντας μεγάλη ακολουθία επισήμων πολιτικών και στρατιωτικών και πλήθος λαού. Πήγε κατ’ ευθείαν στο γονατιστήρι του και γονάτισε μπρος στην “Αγία Τράπεζα κάνοντας την προσευχή του. Δεν είχε φαίνεται προσέξει πώς τα φώτα είχαν σβηστεί. ‘Οταν το κατάλαβε, διάταξε τους υπηρέτες του ν’ ανάψουν τά φώτα καί το σακριστάνο (σκευοφύλακα) να βγάλει την Θεία Μετάληψη, που ήταν κλειδωμένη στο αρτοφόριο, στην αγία Τράπεζα απάνω. Ό σακριστάνος για να μην ύττακούσει στη διαταγή του Μοροζίνη δικαιολογήθηκε πώς δεν είχε τά κλειδιά, μη θέλοντας να φανερώσει πού ήταν πίσω από την κάρτα γλόρια. Ό Μοροζίνης θύμωσε τότε και φοβέρισε με κρεμάλα το σακριστάνο κι όλους τους κανονικούς, και έφυγε από την εκκλησία βρίζοντας. Αμέσως έστειλε στο δεσπότη τον ταγματάρχη Μανιανίνη με δυο στρατιώτες να πάρει τά κλειδιά. Μπήκαν στο Δεσποτικό με θόρυβο καί θέλησαν να σπάσουν την πόρτα του δωματίου πού φοβισμένος είχε κλειδωθεί ο δεσπότης.
Ωστόσο ο Μοροζίνης κάλεσε το πολεμικό του συμβούλιο το ίδιο βράδυ και στις δύο την νύχτα έστειλε στο δεσπότη το άκόλουθο μαντάτο.

(Μετάφραση)
Έγω Φραγκίσκος Μοραζίνης, ίππότης, επίτροπος της Βενετικής πολιτείας κ.τ.λ. Γενικός καπιτάνος.
Σκάνδαλο καί αυθάδεια μεγάλη ήταν η πράξη σου, σεβασμιότατε αρχιεπίσκοπε Βαρβαρήγε, το άπόγευμα στη Μητρόπολη, την ώρα πού εγώ μαζί με όλους τους αντιπρόσωπους του Δημοσίου καί τους αρχηγούς του ναυτικού καί με όλο σχεδόν το λαό της πολι¬τείας πού ακολουθούσε, ήρθαμε να προσκυνήσωμε τη Θεία Μετάληψη, καλεσμένοι από τον ιεροκήρυκα, πού το ίδιο πρωί εμίλησε από τον άμβωνα. Γιατί ποτέ δεν έπρεπε αντίθετα από την κανονισμένη εθιμοτυπία καί χωρίς δικαιολογία να κλειδώσεις τη Θεία Μετάληψη, να πάρεις τά κλειδιά και να σβύσεις τα φώτα, την ώρα πού μπαίναμε στη Μητρόπολη.Αν και ξανάναψα τά φώτα καί σου έστειλα επίτηδες άνθρωπο να δώσεις τα κλειδιά, όμως δεν το έκανες και με ανάγκασες να υποχωρήσω εξ αίτιας της ιερότητας του μέρους, για μεγάλο σκάνδαλο καί έκπληξη του κόσμου. Είναι φανερό όμως που με τη διαγωγή σου αυτή περιφρόνησες καί άνυπόφερτα πρόσβαλες την υπέρτατη θέση μου. Για τούτο και για έπανόρθωση της βαρύτατης ύπερβασίας σου, αποφασιστικά σε διατάζω, φοβερίζοντας σε με την αγανάχτηση της Κυβέρνησης μου, ν’ αναχώρησεις με πρώτη ευκαιρία για την πρωτεύουσα, και άμα φτάσεις εκεί να παρουσιαστείς στην είσοδο του έξοχώτατου Κολλέγιου καί να λογοδοτήσεις σε ο,τι ερωτηθείς.
Ιn quosum κ. τ. λ.
Κέρκυρα 18 Mαρτίου 1685. (θ. Σ.) Φραγκίσκος Μοροζίνης Επίτροπος Γεν. Καπιτάνος

Το μαντάτο όπως φαίνεται ήταν βαρύ καί ταπεινωτικό γιά ένα δεσπότη, μα ο Μοροζίνης δεν περιορίστηκε σε αυτό, γιατί και αναφορά έκαμε και αντίγραφο εσώκλεισε.

Ή αναφορά, σε μετάφραση, έγραφε:

Γαληνότατε Πρίγκηπα,
Aυτό πού σας γράφω σήμερα είναι φοβερό, και θαρρώ πώς δε συνέβηκε άλλη φορά και πρώτη φορά θα το ακούσει η εκλαμπρότατη Γερουσία.
Προχτές πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής πήγα στον Ντόμο ν’ ακούσω τη λειτουργία. Στη λειτουργία επάνω, την ώρα που ο ιεροκήρυκας μιλούσε, κάλεσε εμέ και την ακολουθία μου για το άπόγευμα πού γίνεται ή συνηθισμένη τελετή της Θείας Μετάληψης. Ό Χριστιανικός μου ζήλος, το παράδειγμα που πρέπει να δίνω, με ανάγκασαν να βρίσκομαι την καθορισμένη ώρα στον Ντόμο.
Την ώρα όμως πού έπρεπε να βγω από την κατοικία μου, για να πάω στην εκκλησιά έρχεται ο τελετάρχης να με πληροφορήσει, πώς ο δεσπότης έβαλε το γονατιστήρι μου πίσω από το θρόνο του. Επειδή θεώρησα την ιδιοτροπία αύτή αδιάκριτη καί αυθάδικη, ζήτησα να εφαρμοστεί ο κανονισμός της εθιμοτυπίας, πού καί αυτός ο ίδιος ηθέλησε να εφαρμόσει τον καιρό πού πρωτοήρθα στην Κέρκυρα, γιατί ήταν φανερό πώς αν ενεργούσα διαφορετικά 0ά ήταν εναντίον της αξιοπρέπειας του αντιπροσώπου της Πολιτείας. Μα ούτε μπορούσα να δείξω πως είμαι σύμφωνος σε μια περιφρόνηση με βαρύτατη παράλειψη. Διάταξα λοιπόν να βάλουν το γονατιστήρι μου στη πρωτητερινή θέση μπρος τήν Αγία Τράπεζα, όπως ολοκάθαρα το γράφει ο κανονισμός των τελετών, και κίνησα για το Ντόμο.
Μόλις έφτασα κι όλα ήταν έτοιμα για ν’ αρχίσει η τελετή, ο δεσπότης, άφού διάταξε να σβύσουν τά φώτα, άρχισε να καταριέται εκείνον από τους φλάρους πού ήθελε βάλει χέρι στην Αγία Τράπεζα, καί παίρνοντας το κλειδί του αρτοφορίου πού ήταν κλειδωμένη ή Θεία Μετάληψη πήγε στο Παλάτι του, όπου μανταλώθηκε σ’ ενα δωμάτιο.
Ή σκηνή αύτη με βρήκε μέσα στην εκκλησιά μαζί με όλους τους αρχηγούς της ξηράς και της θαλάσσης, με τους πολλούς ευγενείς πού έχουν θέση μέσα στα καράβια, με τους μεγάλους βαθμοφόρους του στρατού και με μεγάλη ακολουθία Κερκυραϊκού λαού. Για τούτο η απόφαση αυτή του δεσπότη η τόσον απότομη μ’ έκαμε να θυμώσω και να λυπηθώ.
Με την υπόθεση που ο δεσπότης θα μετάνιωσε, θέλοντας όμως να δώσω και ένα μάθημα, διάταξα να ξανανάψουν τά φώτα και έστειλα άνθρωπο να τον πείσει να μη ματαιωθεί ή τελετή του προσκυνήματος της Θείας Μετάληψης, αυτός όμως πείσμωσε περισσότερο και δεν άφησε να του μιλήσουν.
‘Ετσι για το πείσμα, αφού περίμενα μισήν ώρα, αναγκάστηκα να φύγω, σαστισμένος όπως μπορούν να νιώσουν οι έκλαμπρότητές σας. Για αυτό την πρώτη στιγμή του θυμού μου διάταξα να τον φέρουν στο φρούριο, μα αμέσως την ανακάλεσα, προτιμώντας να συζητήσω το ζήτημα με το πολεμικό μου συμβούλιο.
Με την ενέργεια μου αύτη έδωσα τη βαρύτητα που έπρεπε σ’ ένα τόσο σπουδαίο ζήτημα, και μπόρεσα και να συζητήσω με τους συμβούλους μου, πού ήταν κιόλας μάρτυρες άπ’ όσα συνέβηκαν στον Ντόμο μπρος στα μάτια αμέτρητου λαού.
Χωρίς ν’ αποφασίσουμε τίποτε εναντίον του, λάβαμε το μέτρο νά τον απελάσαμε με πρώτη ευκαιρία, στέλνοντας τον στην πρωτεύουσα για να παρουσιαστεί μόλις έφτανε στις πόρτες του έξοχώτατου Κολέγιου και να λογοδοτήσει για το αδίκημα του, που είναι χωρίς προηγούμενο. Σύμφωνα με την απόφασην αυτή στάλθηκε το έγγραφο, που αντίγραφο έσωκλείω. Δύο ώρες αργότερα πού έλαβε τη διαταγή παράδωσε την υπηρεσία του στο καγκελλάριο του Δεσποτικού καί αυτός μανταλώθηκε στο δωμάτιο του.
Δε μπορώ να βεβαιώσω αν ο δεσπότης θα ύπακούσει στη διαταγή της απέλασης, γιατί από φυσικό του είναι απότομος καί πεισματάρης καί πάντα γυρεύει αφορμές.
Όσο για με τώρα πού ανάφερα το ζήτημα στη Κυβέρνηση μου, δεν θα δώσω αφορμή καμμία και θα συχνάζω σε άλλες εκκλησιές καί όχι στον Ντόμο.
Από το αντίγραφο του κανονισμού της εθιμοτυπίας, πού έδώ έσωκλείω και που μου παρουσίασε ο ίδιος δεσπότης καί που μ’ αυτό ούτος δε θέλησε να συμμορφωθεί, όπως γινότονε πάντα με τους Γεν. Προνοητές, θα ίδήτε ποια θέση είναι προσδιορισμένη γι’ αυτούς, απέναντι και πολύ σιμά στην Άγια Τράπεζα. Αυτός όμως θέλησε με κάθε τρόπο να βρίσκεται μπρος μου και εγώ γονατίζοντας. στον περιορισμένο χώρο να βρίσκομαι πίσω του κολλημένος στο ράσο του. Μα έστω πού είχε καί κανένα δίκιο, είχε το καθήκον να άναβάλει γι’άλλη στιγμή το θυμό του και να βολέψει τά πράματα την ώρα εκείνη. Μπορούσε να αποτραβηχτεί στον ουρανό του άπο κάτω, πού ήταν καί ο θρόνος του. Εγώ, αν ήθελα, μπορούσα να παρατηρήσω καί άλλες παραλείψεις του δεσπότη από τον κανονισμό της εθιμοτυπίας, την ίδια μέρα το πρωί στη λειτουργία, πού αμέλησε να έλθει να με δεχτεί στην είσοδο του Ντόμου την ώρα πού έφθασα καί να με συνοδέψει βγαίνοντας. Δια μπορώ όμως να κρύψω πώς αρκετά στενοχωρήθηκα την ώραν εκείνη, γιατί οι προσβολές του στον άντιπρόσωπο σας αντιφεγγίζουν σέ σας. Λυπούμαι ακόμα για λογαριασμό του δεσπότη, γιατί με τούτους τους Γκραικούς ή διάδοση για τις ελαφρότητες του δεσπότη γίνεται παραμύθι καί χαίρονται, γιατί είναι πολύ κακοφανισμένοι μαζί του πού τους περιφρονεί κράζοντας τους σχισματικούς.
Το ζήτημα τούτο πρέπει να το θεωρήσετε σοβαρό, μάλιστα τώρα πού έχομε πόλεμο, γιατί ή Κέρκυρα είναι το προπύργιο τον Κράτους και το κλειδί της Χριστιανοσύνης. Γι’ αυτά όλοι έπρεπε να δείχνωμε παραδειγματική ευσέβεια καί μεγαλύτερη στενοχώρια για τις διαφορές του σχίσματος καί όχι να έρεθίζωμε τα πνεύματα γιατί μόνον έτσι μπορεί να λάμπει ή λατρεία της Καθολικής πίστης.
Ευχαριστώ κ. τ. λ.

Κέρκυρα 20 Μαρτίου 1685
Φραγκίσκος Μοροζίνης
Ίππότης, Επίτροπος Γεν. Καπιτάνος

Από τις δύο αυτές αναφορές του Μοροζίνη προς τη Βενετική Γερουσία, βλέπομε πώς εκτός από το επεισόδιο που συνέβηκε στον Ντόμο για τη θέση του Γεν. Καπιτάνου , υπήρχαν και προτητερινές αφορμές, που έκαναν όλους τους Γεν. Προνοητές να βρίσκονται σε διάσταση με τούς λατίνους αρχιεπισκόπους. Οι αφορμές ήταν πολιτικοθρησκευτικές. Ο λατίνος αρχιεπίσκοπος προσπαθούσε να προσηλυτίζει τους ορθοδόξους Κερκυραίους. Ό Βενετός Κυβερνήτης, βλέποντας την εξέγερση του λαού, προσπαθούσε να εμποδίζει τις ενέργειες του δεσπότη.
Η Βενετία, με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, απόκτησε μεγάλο μέρος της αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Είχε να κάνει τότε με λαούς ορθόδοξους, πού έπρεπε να τους κυβερνήσει χωρίς βία γιατί διαφορετικά δεν θα είχε αρκετές δυνάμεις. Για τούτο τους κολάκευε στη θρησκεία τους και στον εθνισμό τους, γιατί ένοιωσε πού τά δυο αυτά θεμέλια του Ελληνικού λαού ήταν απολέμητα. Περιορίστηκε λοιπόν στο οικονομικό μέρος και στη στρατολογία. Με τέχνη καί με τρόπο απομυζούσε όλη τους την ικμάδα, όπως ο σάρακας το ξύλο.
Με την ιδεολογία πώς πολεμάει τον προαιώνιο εχθρό της φυλής, κολάκευε την άσβυστη ελπίδα των Ελλήνων πώς πολεμούσε για να χαλάσει και να διώξει τον Τούρκο από την Εύρώπη, αποσιωπώντας που ή ανάγκη την έφερνε να αντιστέκεται στην ορμή της πολεμικής φυλής, πού θά την ξεμηδένιζε φτάνοντας ως τη πρωτεύουσα.
Για τούτο ή διαγωγή της Βενετίας προς τους ‘Έλληνες δεν ευχαριστούσε το Βατικανό, πού είχε την επιθυμία να δεί όλον τον ελληνισμό να πιστεύει στον Πάπα. Καί ή πολιτική αυτή της Βενετίας την έφερνε σε αντίθεση με το Βατικανό.
Αυτά ήταν τα αίτια καί στο μάλωμα Μοροζίνη – Βαρβαρήγου.
Ο Βαρβαρήγος ήρθε στην Κέρκυρα με αυστηρές διαταγές από τον Άγιο Πατέρα να πράξει ώστε όλοι οι Κερκυραίοι να πιστέψουν στον Πάπα. Για τούτο ήρθε σε διάσταση και με τον γενικό προνοητή Ιερώνυμο Κορνάρο, που καθώς φαίνεται έκαμε γνωστή στο Μοροζίνη την προσηλυτιστική πολιτική του.
Ό Βαρβαρήγος για να καταφέρει τους σκοπούς του σύστησε στην Κέρκυρα Σεμινάριο με σχολεία για τους ευγενείς καί το λαό, με δασκάλους όμως Ιησουίτες φερμένους από τη Ρώμη, για να φωτίσει όπως έλεγε τους σχισματικούς Γραικούς στα δόγματα του Καθολικισμού. Ή διαγωγή αυτή του Βαρβαρήγου, πού κάθε μέρα προκαλούσε σκάνδαλα και τσακώματα με τους ‘Ελληνες ορθόδοξους, γέννησε άσβηστο μίσος εναντίον του. Για τούτο καί όταν ο Μοροζίνης τσακώθηκε με τον δεσπότη, ο λαός με κάθε τρόπο έδειχνε τη χαρά του και έβριζε το δεσπότη με περιφρόνηση.
Ό Μοροζίνης ακολουθώντας την πολιτική της Βενετίας υποστήριζε το λαό, και του επέτρεψε να κάνει συλλαλητήριο, πράμα πολύ ασυνήθιστο για την εποχή, γιατί οι ελευ¬θερίες και τά δικαιώματα του λαού ήταν άγνωστες. Έδεχτηκε μάλιστα καλότροπα τις αναφορές τους πού του υπόβαλαν, πού ήταν γραμμένες με μεγάλο μίσος για το δεσπότη. Οι αναφορές αυτές μαζί με δυο υπομνήματα στάλθηκαν στη Βενετία και σώζονται ως σήμερα στο Αρχείο της Βενετίας.

Τά υπομνήματα αυτά καί τις αναφορές ο Μοροζίνης συνόδεψε με έγγραφο δικό του πού απάνω κάτω έγραφε:
« Με ευχαρίστηση έλαβα τά δουκικά γράμματα πού επιδοκιμάζουν τά μέτρα μου στο δυσάρεστο επεισόδιο με το δεσπότη. Ημουν βέβαιος, πώς αυτός δεν ήθελε να υπακούσει στη διαταγή να αναχωρήσει αμέσως. Μια κ’ έστειλε να παραλάβει το διαβατήριο του είναι αρκετό για με, και πρέπει να κάμω στραβά μάτια αν έφυγε η όχι. Ωστόσο με μεγάλη μου λύπη είδα να παρουσιάζονται νέες αταξίες, εξ αιτίας από τις ακολουθίες πού κάνουν οι ορθόδοξοι ‘Έλληνες το Μεγαλοβδόμαδο με επί κεφαλής τον αιδεσιμώτατο Προτοπαπά και τον κλήρο του. Αν καί δεν ήμουν παρών, γιατί πήγαινα σ’ άλλες εκκλησιές να λειτουργηθώ, από φόβο μη γίνουν ταραχές, για την εχθροπάθεα που έδειχνε ο δεσπότης στη θρη¬σκεία των Ελλήνων, πού αυτοί με τόσο πάθος αισθάνονται.
Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσω και μερικά προηγούμενα πού ο ίδιος δεσπότης προκάλεσε, περιφρονώντας τον κανονισμό της εθιμοτυπίας και τα προνόμια των Γραικών, που από πολλά χρόνια είχαν παραχωρηθεί στους ‘Ελληνας, και πού χωρίς διακοπή τα χαίρουνταν από τότε.
Οι ‘Ελληνες, με τη διαγωγήν αύτη του δεσπότη ήταν πολύ πικραμένοι και ακόμη περισσότερο με τις προσβολές πού έξακολουθούσε να τους κάνει. Γι’ αυτό αποφάσισα να προσκαλέσω το τοπικό μεγάλο συμβούλιο της Κέρκυρας να λάβει μέτρα. Το συμβούλιο αυτό αποφάσισε ομονώγνωμα, όσα σήμερα αναφέρω στην εξοχότητά σας και μου τα τα υπόβαλε μαζί με δυο υπομνήματα πού κι’ αυτά σας στέλνω.
Στα υπομνήματα αυτά παραπονούνται με ταπεινότητα και παρακαλούν να δοθεί τέλος στις απρέπειες αυτές που είναι αιτία να γίνονται ταραχές καί να δυσαρεστούνται όλοι.»

Τα υπομνήματα των Κερκυραίων μαζί με άλλα παράπονα έγραφαν και τα ακόλουθα : Πώς ο δεσπότης ακύρωσε πολλούς μικτούς γάμους ορθοδόξων και Λατίνων, κήρυξε παράνομα πολλά βαφτίσια καμωμένα από ορθόδοξους παπάδες, γάμους και άλλα μυστήρια των Γραικών. Ακόμη έδωσε διαταγή να μη προσκυνούν οι Λατίνοι τά άγια Μυστήρια, όταν τα κρατούσαν ορθόδοξοι παπάδες. Εμπόδιζε τους Λατίνους παπάδες ν’ ακολουθούν τις λιτανείες των ορθοδόξων, ενώ από τα παλιά χρόνια ήταν συνήθεια οι Λατίνοι να κρατούν δύο από τα έξι στηρίγματα του ουρανού του αγίου Σπυρίδωνος. Τη Μ. Παρασκευή που ο Επιτάφιος των Ορθοδόξων περνούσε από το Ντόμο, όταν πολλές κυρίες της αριστοκρατίας, όπως κάθε χρόνο, μπήκαν μέσα για νά ίδουν, διάταξεν ο δεσπότης να τις διώξουν και επειδή δεν ηθέλησαν να φύγουν, έσβυσε τά φώτα. Ανάφεραν ακόμα με πολλές λεπτομέρειες για το Σεμινάριο, πού ίδρυσε και όπου έδερναν και κακομεταχειρίζονταν τά παιδιά των Γραικών, όταν δεν ήθελαν να ακολουθούν τα θρησκευτικά συστήματα των Λατίνων, και πολλά άλλα, που απόδειχναν τους καταχθόνιους σκοπούς των καθολικών.
Στο μεταξύ αυτό, δηλαδή απ’ όταν συνέβηκε το επεισόδιο ως την ώρα που εφυγεν, ο Βαρβαρήγος έγραφε στο Βατικανό τά πράματα όπως τον σύμφερναν και πως όσα υπόφερε τά υπόφερε σαν μάρτυρας για την πίστη. Είναι περιττό να πούμε πώς το Βατικανό τον δικαίωνε πάντα και μάλιστα αργότερα τον προβίβασε σε καρδινάλιο, διορίζοντας τον αρχιεπίσκοπο Μοντεφιασκόνε και Κορνέτου. Μα δεν ήταν το ίδιο με τη Βενετική Κυβέρνηση πού τον πολέμησε αμείλιχτα. Ό Νούτσιος της Βενετίας στη Ρώμη Πέτρος Λάνδος, με δύναμη υπεράσπισε την πολιτική της Βενετίας και δικαίωσε τους Κερκυραίους για τη διαγωγή τους μπρος το Λατίνο αρχιεπίσκοπο. Ή αλληλογραφία του, πού σώζεται ατό Βενετικό αρχείο, είναι μεγάλη, Σ’ αυτήν αν θέλουμε μπορούμε να παρακολουθήσουμε το δεσπότη Βαρβαρήγο στη Ρώμη, τι έλεγε με τους καρδιναλίους του Βατικανού και μ’ αυτόν τον Πάπα ακόμα.
Η Βενετία τη διαγωγή αυτή του Βάρβαρηγου την κατάκρινε τόσο που και όταν προβιβάστηκε σε καρδινάλιο έδωσε διαταγή του Νούντσιου, να μη συγχαρεί ούτε αυτόν ούτε τους συγγενείς του, αν και ως γνωστό, ήταν Βενετός πατρίκιος. Από την ιστορία όμως ξέρομε πώς όταν Βενετός λάβαινε τόσο λαμπρό αξίωμα στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ή πρωτεύουσα γιόρταζε με ενθουσιασμό, όπως το έκανε με τον Οττομπόνη, πού προβιβάστηκε την ίδια μέρα με τον Βαρβαρήγο.

Σπυρίδων Μ. Θεοτόκης, Ανεκδοτική ιστορία

 

* * *