Η Πανώλη είναι ο τρόμος των μεσαιωνικών πληθυσμών και μόλις το 1894 εντοπίζεται το βακτήριο το οποίο την προκαλεί. Ο ελληνικός χώρος πληρώνει κατά καιρούς βαρύ φόρο ανθρώπινων ζωών  στην ασθένεια με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις:  Την επιδημία του 430 π.Χ. στην Αττική (ο «μέγας λοιμός του Θουκυδίδη)», την επιδημία του 749 μ.Χ. που έπληξε την Πελοπόνησο και τη Στερεά και την επιδημία που έπληξε στα τέλη του 11ου αιώνα τη Μακεδονία.

Στα 1346 Ευρώπη και Ασία πλήττονται από τη φοβερότερη επιδημία όλων των εποχών η οποία κρατά εφτά χρόνια και κοστίζει 48 εκατομμύρια ψυχές. Ο ελληνικός χώρος αποδεκατίζεται. Από τότε, και μέχρι το 1827, η πανώλη εμφανίζεται στην Ελλάδα τακτικά προσβάλλοντας  εκ περιτροπής και κατ’ επανάληψη όλα τα διαμερίσματα της χώρας, χερσαία και νησιωτικά, δίνοντας την εικόνα ενδημικής νόσου. Η Πανώλης του 1827 προκαλεί μικρές απώλειες καθώς ο πληθυσμός έχει ανοσοποιηθεί από την Πανώλη του 1819.[1]

Στην Κέρκυρα

   Μετά από επιδημία στα 1423 η Βενετία, η οποία έχει υπό την κυριαρχία της την Κέρκυρα από το 1386, ιδρύει το πρώτο λοιμοκαθαρτήριο σ’ ένα από τα νησάκια της λιμνοθάλασσας. Σε αντίθεση με τον ενετοκρατούμενο χώρο, όπου ιδρύονται λοιμοκαθαρτήρια (Λαζαρέτα), στον υπό οθωμανική κυριαρχία χώρο δεν υπάρχει αντίστοιχη υγειονομική πρόβλεψη και διαδικασία καραντίνας, οπότε η Πανώλης συνεχίζει τα επιδημικά της ξεσπάσματα μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα.

     Στα επόμενα χρόνια το νησί της Κέρκυρας και ιδιαίτερα η πόλη είναι ιδιαίτερα ευάλωτο λόγω της συνεχούς διέλευσης ταξιδιωτών και της εμπορικής κίνησης. Η Βενετία εφαρμόζει και στην Κέρκυρα ότι ισχύει σε όλα τα λιμάνια της για να εμποδιστεί η εξάπλωση επιδημικών ασθενειών.

Το Γενάρη του 1611 οι βενετικές αρχές του νησιού πληροφορούνται ότι η Παραμυθιά πλήττεται από λοιμό και ότι πανικόβλητες ομάδες του πληθυσμού μετακινούνται[2].  Φρουρές τοποθετούνται αμέσως  σε όλε στις ακτές, ενώ οι υγειονομικές υπηρεσίες του νησιού βρίσκονται σε επιφυλακή. Παρά τα αυστηρά μέτρα, το λαθρεμπόριο και η παράνομη διακίνηση αγαθών αποτελούσαν ένα συνεχή κίνδυνο. Τα πρώτα κρούσματα παρουσιάζονται  αρχές του Γενάρη προκαλώντας την άμεση επέμβαση των υπευθύνων. Ο μηχανισμός λειτουργεί ικανοποιητικά και τα θύματα είναι ολιγάριθμα, αποκλειστικά οι ιδιοκτήτες των πέντε πρώτων πανωλόβλητων οικιών, χωρίς να υπάρξει περαιτέρω μετάδοση.

Μετά την αντιμετώπιση των επιδημιών στα 1629 και 1673, ιδρύεται στο νησάκι του Αγίου Δημητρίου λοιμοκαθαρτήριο το οποίο  από τότε γίνεται γνωστό με την ιδιότητά του: Λαζαρέτο.[3]

    Στα επόμενα χρόνια, μέχρι την Ένωση, οι εκάστοτε κρατούντες δίνουν μεγάλη σημασία στα υγειονομικά θέματα και τα μέτρα γίνονταν πραγματικά δρακόντεια σε περίπτωση επιδημίας ή απειλής από επιδημίες που μάστιζαν τότε  τη Μεσόγειο και την Ανατολή.

Φθινόπωρο του 1815

   Στο χωριό Μαραθιάς[4] της Λευκίμμης εκδηλώνεται στις 30 Νοέμβρη 1815 μολυσματική αρρώστια, η οποία μεταφέρθηκε μάλλον με μολυσμένα εμπορεύματα από την απέναντι Ήπειρο και για την οποία υπάρχει η υποψία ότι είναι πανώλης[5]. Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο εντολοδόχος των συμμάχων, στρατηγός James Campbell, μόλις τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ανακοινώνει την ύπαρξη επιδημίας. Ταυτόχρονα ανακοινώνει τη λήψη αυστηρών μέτρων εις τα οποία η ανυπακοή θα τιμωρούνταν ακόμα και με θάνατο και στις 27 Δεκέμβρη ορίζεται, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της επιδημίας, Επιτροπή της Δημόσιας Υγείας. Μέχρι τη λήξη της θητείας του Campbell, στα μέσα Φλεβάρη του 1816, εκδίδονται είκοσι διαταγές με τα απαραίτητα μέτρα και πληροφορίες για την αντιμετώπιση και την πορεία του λοιμού.

Από τα  πρώτα μέτρα που λαμβάνονται είναι η πυρπόληση του Μαραθιά και η απαγόρευση της επικοινωνίας των κατοίκων της μολυσμένης περιοχής με άλλα τμήματα του νησιού. Όσοι παραβιάζουν την απαγόρευση αντιμετωπιζουν την ποινή της πυρπόλησης του σπιτιού τους ή του μαγαζιού ή και ολοκλήρου του χωριού των παραβατών. Στις 27 Δεκέμβρη ο Μαραθιάς μετράει ήδη 3 νεκρούς και ο Χλωμός 2, καθώς η αρρώστια εμφανίζεται  εκεί από τις 26.

Η προκήρυξη του Campbell στις 27 Δεκέμβρη αναφέρει[6]:

«Επειδή το κολλητικόν Πάθος, το οποίον με το χθεσινόν μας Προκήρυγμα εδημοσιεύσαμεν, και το οποίον επρωτοφάνη εις το Χωρίον Μαραθιά, το εις την περιοχή του Λευκίμου … δια τούτο η Τελεσιουργός Διοίκησις, επειδή εγνώρισε πολλά αναγκαία εις τούτο μια προφύλαξιν της Κοινής Υγείας, επρόσταξεν αμέσως να καύσωσι το αυτό Χωρίον».

Η πόλη διαιρείται σε 7 τμήματα για να ελέγχεται καλύτερα από ισάριθμες υγειονομικές επιτροπές. Γιατρός και χειρούργος επισκέπτονται καθημερινά όλα τα σπίτια και αναφέρουνν τις περιπτώσεις ασθενείας. Οι αρχηγοί των οικογενειών είναι υποχρεωμένοι να έχουν στην πόρτα του σπιτιού ονομαστική κατάσταση των μελών της οικογένειας και σε περίπτωση ασθένειας να αναφέρουν την περίπτωση στην Επιτροπή εντός ημιώρου. Η Υψηλή Αστυνομία αριθμεί όλα τα σπίτια ώστε να διευκολυνθεί το έργο της Επιτροπής. Για τα προάστεια, οι αναφορές παραδίνονται στην Πόρτα Ριάλα και απολυμαίνονται πριν προωθηθούν στην Επιτροπή.

Στις 28 Δεκέμβρη η μολυσμένη περιοχή κυκλώνεται από στρατιωτική δύναμη ώστε να γίνει αποτελεσματικότερη η απαγόρευση της ελευθεροκοινωνίας, ενώ γίνεται σύσταση για συνέχιση των εργασιών σε πόλη και εξοχή. Διπλή σειρά στρατιωτών τοποθετείται στις όχθες του ποταμού της Λευκίμμης.

Στις 30 Δεκέμβρη συγκροτείται ειδικό 8μελές στρατοδικείο  που εγκαθίσταται στη Μεσογγή για  να εκδικάζει παραβάσεις σχετικές με το λοιμό. Οι στρατιώτες διατάσσονται να τουφεκίζουν επί τόπου τους παραβάτες των περιορισμών ή να τους προσάγουν στο στρατοδικείο.

Αρχές του 1816

 Στις 8 Γενάρη αποφασίζεται η δημιουργία δύο λοιμοκαθαρτηρίων στην Αγία Τριάδα Αργυράδων και στο Χλωμό. Σημειώνεται ότι τα υγειονομικά μέτρα της εποχής είναι τα χρησιμοποιούμενα ήδη επί αιώνες.

Σύντομα το θανατικό απλώνεται στο Περιβόλι, Ρουμανάδες και Αργυράδες, όπου δημιουργούνται λαζαρέττα. Πρόκειται για μια περιοχή με έκταση 6 τετραγωνικών μιλίων και πληθυσμό 2.300 κατοίκων. Τότε αναφέρεται για πρώτη φορά η νόσος ως Πανώλης.

Με νέες διαταγές λαμβάνονται στα χωριά μέτρα ελέγχου παρόμοια με τη πόλης, κλείνουν ναοί και κοινόχρηστοι χώροι, ελέγχονται τα αποθέματα τροφίμων και λαμβάνεται φροντίδα ώστε κάθε οικογένεια να έχει τα απαραίτητα. Επί ποινή θανάτου έπρεπε να αναφέρεται η παραμικρή αδιαθεσία κατοίκων και να μεταφέρονται στα λοιμοκαθαρτήρια. Διατάσσεται η θανάτωση όλων των μικρών ζώων και τα μεγάλα να απομακρυνθούν από τις κατοικημένες περιοχές. Στις 16 Γενάρη το λοιμοκαθαρτήριο της Αγίας Τριάδας είναι έτοιμο ενώ απαγορεύονται όλες οι αποκριάτικες εκδηλώσεις.

Στις 17 Γενάρη λαμβάνονται αυστηρότερα μέτρα ελέγχου, ώστε να μην υπάρξουν κρούσματα στην πόλη, με κύρια αναφορά στην Πόρτα Ριάλα που εκείνη την εποχή είναι το βασικό σημείο αγοράς αγροτικών προϊόντων.[7]  Οι υγειονομικές αρχές αφήνουν ανοικτές μόνο δύο από τις πύλες της πόλης κατασκευάζοντας μπροστά τους περιφράγματα με σειρές πασάλων. Το εμπόριο και οι αγοραπωλησίες ανάμεσα στους κατοίκους των προαστείων και των χωριών από τη μία πλευρά  και της πόλης από την άλλη, γίνονται πάνω από τη σειρά των περιφραγμάτων, χωρίς να επιτρέπεται στους κατοίκους της πόλης να περάσουν προς την έξω πλευρά και στους κατοίκους της εξοχής το αντίθετο.

Τα είδη που πουλούν οι χωρικοί προέρχονται από τις περιοχές του νησιού που δεν είναι μολυσμένες και το εμπόριο διεξάγεται υπό την επίβλεψη των υγειονομικών αρχών  όλη την ημέρα, κοντά στα περιφράγματα. Κρέας, ψάρι, κρασί, λάδι, χόρτα και οπωρικά που προέρχονται από την εξοχή, καθαρίζονται με βρέξιμο με νερό. Οι ανταλλαγές αρχίζουν στις 8 το πρωί με την ύψωση μιας κίτρινης σημαίας και σταματούν με τη δύση του Ήλιου και την υποστολή της σημαίας. Πολίτες που πλησιάζουν τα περιφράγματα και δεν σταματούν στην εντολή της φρουράς, τουφεκίζονται.[8]

Αμοιβή 20 ταλλήρων θεσπίζεται για όποιον καταγγέλει οποιονδήποτε παραβάτη και 1000 για όποιον αποκαλύψει τον τρόπο διάδοσης του λοιμού προσωπικά στον αρχηγό της Αστυνομίας. Οι υπεύθυνοι για τη διάδοση θα θανατώνονταν και η περιουσία τους θα δημεύονταν υπέρ των παθόντων  Τα μέτρα δείχνουν ότι η ασθένεια ήταν σε έξαρση, παρά τις επίσημες ανακοινώσεις για το αντίθετο.

Στα τέλη του Γενάρη φθάνει στην Κέρκυρα η είδηση για εμφάνιση λοιμού στο γειτονικό Bari με αποτέλεσμα να ενταθούν τα προστατευτικά μέτρα. Στις 21, στο λαζαρέττο της Αγίας Τριάδας υπάρχουν 25 ασθενείς με βεβαιωμένη τη νόσο και 33 ύποπτοι, ενώ στο λαζαρέττο του Χλωμού 7 και 24 άτομα αντίστοιχα. Δεν αναφέρεται αριθμός νεκρών, τακτική που ακολουθήθηκε σε όλη τη θητεία του Campbell. Η αλληλογραφία παραδίνεται κάθε Πέμπτη και Κυριακή στο Ποτάμι, στην Υγειονομική Επιτροπή όπου και απολυμαίνεται με υποκαπνισμό.

Στις 25 η νόσος απλώνεται στους Αναπλάδες και τους Αγίους Θεοδώρους και στις 27 στον Άγιο Δημήτριο ο οποίος κυκλώθηκε αμέσως από στρατό και οι προσβληθέντες μεταφέρονται στο λοιμοκαθαρτήριο του Χλωμού. Πρόσθετα μέτρα λαμβάνονται στις 5 Φλεβάρη. Σύμφωνα με αυτά, τα μεγάλα ζώα που πεθαίνουν πρέπει να θάβονται σε βάθος 2 οργυιών και τα μικρά και τα πουλιά σε μία οργυιά, ενώ απαγορεύεται να πυροβολούν ενάντια στα γεράκια ή τα κοράκια ή ακόμα και να έχουν σπίτι φτερά των πουλιών αυτών.

Ένας άγγλος στρατιώτης εκτελέστηκε για καταστρατήγηση των υγειονομικών διατάξεων, ενώ ο Θεόδωρος  Καλογερόπουλος από τους Αναπλάδες καταδικάστηκε αλλά απέφυγε το θάνατο την τελευταία στιγμή.

Άφιξη του Μαίτλαντ – Νέα φάση της επιδημίας

      Στις 17 Φλεβάρη 1816 τη διοίκηση των νησιών αναλαμβάνει ο αρμοστής Θωμάς Μαίτλαντ, ο οποίος ενημερώνεται για την κατάσταση και στις 26 ανακοινώνει ότι:

1)     Η αρρώστεια είναι οπωσδήποτε πανώλη και θα αντιμετωπιστεί με διαφορετικές μεθόδους από τις παραδοσιακές.

2)     Μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι φανερό ότι παρά τις προσπάθειες το κακό αυξήθηκε.

3)     Η διπλή περίφραξη της μολυσμένης περιοχής δεν είναι απόλυτα ασφαλής.

Τότε ανακοινώνεται για πρώτη φορά ότι οι νεκροί φτάνουν τους 257, οι μολυσμένοι στα λοιμοκαθαρτήρια τους 59 και οι ύποπτοι μόλυνσης τους 269. Οι νεκροί θάβονται σε ομαδικούς τάφους με την στερεότυπη επιγραφή «Τάφος πανουκλιασμένων. Απέχεσθε», κάποιοι από τους οποίους σώζονται ως σήμερα: Στο Χλωμό (ι.ν. Παντοκράτορα), Αργυράδες (ι.ν. αγίου Σπυρίδωνος Παλαιοχωρίτη και Νεοχωρίτη) και στο Περιβόλι. Προτροπές προς τους κατοίκους να συμμορφώνονται με τις υγειονομικές διατάξεις έκανε επανειλημμένα και η Εκκλησία.

Από τα μέσα Μάρτη ο λοιμός αρχίζει να υποχωρεί και στις 24 Απρίλη, προκήρυξη του Αρμοστή αναφέρει ότι για 40 μέρες δεν υπάρχει νέο κρούσμα και αρχίζει σταδιακή χαλάρωση των μέτρων.

Στις 18 Μάη νέα ανακοίνωση του Μαίτλαντ αναφέρει εξάλειψη της νόσου και έναρξη ελευθεροκοινωνίας μεταξύ των χωριών της περιοχής, αφού όσοι γύρισαν από τα λοιμοκαθαρτήρια είχαν συμπληρώσει 15νθήμερο περιορισμό. Αναφέρει επίσης ολοκλήρωση της απολύμανσης μαγαζιών, σπιτιών, εκκλησιών και κοινοχρήστων χώρων και των αντικειμένων που είχαν μεταφερθεί στο λοιμοκαθαρτήριο του Κάμπου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι επειδή ο Μαίτλαντ δεν βρίσκει προθυμία στους ντόπιους για την απολύμανση των σπιτιών των πασχόντων, απευθύνεται στη Μάλτα, από όπου του στέλνουν εθελοντές βαρυποινίτες. Αυτοί αναλαμβάνουν την απολύμανση με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή τους αν επιβιώσουν. Από τους 64 κατάδικους που βοήθησαν στο έργο αυτό, τελικά μόνο 14 επέζησαν[9].

Στις 25 επιτρέπεται η μετάβαση λευκιμιωτών στην πόλη αφού εφοδιαστούν με ειδική άδεια από την Υψηλή Αστυνομία.

Στις 8 Ιούνη ανακοινώνεται ότι επί 80 μέρες δεν υπάρχουν κρούσματα και η Αστυνομία επιτρέπει την εισαγωγή αγροτικών προϊόντων από την εξοχή στην πόλη.

Η κατάπαυση της επιδημίας γιορτάζεται στις 17 με δοξολογίες σε όλες τις εκκλησίες και πραγματοποίηση Giostra στη Σπιανάδα, ενώ η Γερουσία αποφασίζει λιτανεία του Αγίου κάθε χρόνο στις 27 Ιούλη. Η λιτανεία τελέστηκε και τα δύο επόμενα χρόνια 1817, 1818 και μετά συγχωνεύτηκε με αυτή της 11ης Αυγούστου. Αργότερα, στη μνήμη του γεγονότος γίνεται «δέηση» στον προμαχώνα του Αγίου Αθανασίου κατά τη λιτανεία της Κυριακής των Βαϊων, οπότε το ιερό λείψανο στρέφεται προς τα μέρη της Λευκίμμης.

Στο μοναστήρι της Αγίας Τριάδας[10]

             Δύο χρόνια μετά το θανατικό, τα έγγραφα του μοναστηριού της Αγίας Τριάδας μας διηγούνται την άσχημη κατάσταση στην οποία βρέθηκε το μοναστήρι. Αναφέρει χαρακτηριστικά έγγραφο του Ηγούμενου προς τον πρόεδρο της Γερουσίας στις 30 Μάρτη του 1818 (έ.π.):

«Παλαιότατον και σεβάσμιον Μοναστήριον να’ ναι τιμώμενον εν ονόματι της Αγίας Τριάδος. Εις αυτό υψηλότατε αυθέντα, όσοι ξένοι έτυχον ελάμβανον ανάπαυσιν. Μα τώρα όχι μόνον όπου δεν ευρίσκεται τίποτας εις την οικίαν, αμή φθορά μεγάλη και εις την εκκλησίαν, από ιερά σκεύη, ιερά άμφια εικονίσματα ολίγον χρυσάφιον και ασήμι όπου (ήσαν) εις το θείον Ναόν. Όλα εκάησαν, όλα εφθάρησαν εις την παρελθούσαν περίστασιν της πανώλης, επειδή και εκεί έγινε Νοσοκομείον. Αφήνω την φθοράν εις κρασί και λάδι και … μελίσσια όπου έκαψαν. …»

Ο αριθμός των νεκρών

   Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Gazzetta Jonia, οι νεκροί ήταν 385, κατά τον Τσίτσα 300, ενώ κατά τον Χιώτη 414 και οι μολυσμένοι 1031. Κατά τον Λασκαράτο προσβλήθηκαν 700 πολίτες από τους οποίους μόνο 70 θεραπεύτηκαν, ενώ από το στρατό προσβλήθηκαν 28 και ανέλαβαν 3.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια στατιστική προσέγγιση του μαθηματικού Οδυσσέα Πανδή[11], η οποία  βασισμένη στις απογραφές της περιοχής από το 1781 ως το 1907 ανεβάζει τους νεκρούς σε 1.400. Αν λάβουμε υπόψη τη μη ανακοίνωση των νεκρών κατά την περίοδο Campbell για ψυχολογικούς λόγους, και την καταστροφή πολλών αρχείων της περιοχής της Λευκίμμης την εποχή του θανατικού, πιστεύουμε ότι η άποψη αυτή είναι η πλέον ρεαλιστική.

 Ξεφεύγοντας από την Ιστορία, αναφέρουμε μερικές γραμμές από την Πανούκλα του A. Camus:

«… γνώριζε πως ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει ούτε χάνεται ποτέ και πως μπορεί να μείνει δεκάδες χρόνια ναρκωμένος στα έπιπλα και στα ρούχα, περιμένοντας υπομονετικά μέσα στα δωμάτια, τα υπόγεια, τα σεντούκια, τα μαντίλια, τα χαρτιά, και πως θα ‘ρχόταν  ίσως μία μέρα που η πανούκλα, για να βασανίσει ή για να διδάξει τους ανθρώπους, θα ξυπνούσε και πάλι …»

 


[1] Β.Σ., «Πανώλης στην Ελλάδα» (συμπλήρωμα ελληνικής έκδοσης), Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 26, Ακάδημος, Αθήνα, 1981

[2] Κατερίνα Κωνσταντινίδου, Οι επιδημίες της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ος-18ος αι.), Διδακτορική διατριβή, Αθήνα, 2003. σελ. 47

[3] Βάννα Πανδή-Αγαθοκλή, «Καραντίνες και λοιμοκαθαρτήρια στα Ιόνια Νησιά», Ιατρικά Χρονικά Βορειοδυτικής Ελλάδας, Περιοδικό της Ιατροχειρουργικής Εταιρείας Κέρκυρας, τόμ. 8 – τεύχ. 2, Κέρκυρα, 2012

[4] Την εποχή της επιδημίας το χωριό ήταν οικοδομημένο σε διαφορετική θέση.

[5] Α.Χ. Τσίτσας, Ο λοιμός του χειμώνα 1815-1816 στην Κέρκυρα (η πανούκλα του Μαραθιά), Κέρκυρα, 1990

[6] Ιωάννης Λασκαράτος, Πρόληψη της αρρώστιας και κοινωνική προστασία στα Επτάνησα επί Αγγλοκρατίας (1815-1864), Αθήνα, 1985, σελ. 156-179.

[7] Α.Χ. Τσίτσας, ό.π.

[8] Ι. Λασκαράτος, ό.π.

[9] Ιωάννης Λασκαράτος, ό.π. σελ. 163

[10] Πορφύριος Οδ. Πανδής, Νοταριακές πράξεις 1549-1772 από τον κώδικα της Αγίας Τριάδας Αργυράδων Κέρκυρας και πληθυσμιακά στοιχεία 1684-1991 του νομού Κέρκυρας, Αθήνα, 1992, σελ. 125-129.

[11] Πορφύριος Οδ. Πανδής, ό.π. σελ. 188-189

_________________________________________________

Γιώργος Ζούμπος
Κ.Π.Ε. Λευκίμμης, Κυριακή 4 Μάη 2014

* * *