Στις 26 Γενάρη του 1699, στο χωριό Κάρλοβιτς της Σλοβενίας, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βενετία υπόγραψαν την ομώνυμη Συνθήκη ειρήνης με την οποία ο Σουλτάνος αναγνώρισε τη Βενετική κυριαρχία στη Δαλματία, Πελοπόννησο, Λευκάδα και Αίγινα και παραιτήθηκε από κάθε φόρο επί της Ζακύνθου. Ταυτόχρονα η Βενετία αναγνώρισε την τουρκική κυριαρχία στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου και εκκένωσε το φρούριο της Ναυπάκτου.
Εκείνη την εποχή η Βενετία και η Οθωμανική αυτοκρατορία είχαν εισέλθει πια σε τροχιά παρακμής. Αιτία, η πτώση του εμπορίου μετά τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου και του Βάσκο Ντα Γκάμα που άνοιξαν καινούργιους εμπορικούς δρόμους. Οι περιοχές της Μαύρης Θάλασσας, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου βρέθηκαν σε εμπόλεμες ζώνες που εμπόδιζαν τη ναυτιλία και παρέλυαν τις μεγάλες συγκοινωνιακές αρτηρίες. Συνάμα η Οθωμανική ισχύς ήταν ήδη μειωμένη από τα μεγάλα έξοδα και τις σημαντικές ζημίες που είχαν προκαλέσει οι διαδοχικοί πόλεμοι με τη Βενετία. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έκανε την τελευταία προσπάθεια ν’ αλλάξει τη ροή της ιστορίας.

Εναρξη πολεμικών επιχειρήσεων – Η κατάσταση στην Κέρκυρα

‘Έπειτα από τη συνθήκη του Προύθου (1711) που τερμάτισε το Ρωσοτουρκικό πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία στράφηκε ενάντια στη Βενετία για την οποία ισχυριζόταν ότι υποκινούσε σε επανάσταση τους Μαυροβούνιους και συλλάμβανε πλοία της στη Μεσόγειο. ‘Όλα αυτά θεωρήθηκαν παραβιάσεις της συνθήκης του Κάρλοβιτς.
Στις 7 Δεκέμβρη του 1714 η Πύλη κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, μέσω του Πρεσβευτή της στην Κωνσταντινούπολη. Το Μάη του 1715, ο Μέγας Βεζίρης Αλής άνδρες εισέβαλε στην Πελοπόννησο ( που είχε καταλάβει από το 1684 ο Μοροζίνι ), ενώ ο Τζανούμ Μεχμέτ Χότζας πολιόρκησε από τη θάλασσα το Ναύπλιο, τη Μονεμβασιά, τη Κορώνη, τη Μεθώνη, την Πάτρα και τα Κύθηρα. Σύντομα οι Οθωμανοί ήταν κύριοι της Πελοποννήσου και των Κυθήρων. Ο κίνδυνος διαγραφόταν άμεσος για την Κέρκυρα, τελευταίο προμαχώνα της Δύσης.
Την Κέρκυρα φρουρούσαν 2.500 άντρες. ‘Όμως, οι οχυρώσεις ήταν σε κακή κατάσταση και υπήρχε μεγάλη έλλειψη εφοδίων. Ήταν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην οποία είχε πέσει η Βενετία μετά τον πόλεμο της Κρήτης.
Όταν τα νέα έφτασαν στην Βενετία, άρχισε αμέσως η στρατολογία Ιταλών και Γερμανών. Τη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ανατολή κλήθηκε ν’ αναλάβει ο Σάξονας στρατηγός Ματθίας φον Σούλεμπουργκ, που έφτασε στη Βενετία τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του 1715 και στάλθηκε στην Κέρκυρα το Φλεβάρη του 1716 όπου βρήκε την άμυνα στην κατάσταση που προαναφέραμε. Μαζί ήταν ο υπασπιστής του Κερκυραίος αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Στρατηγός.
‘Ήδη η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κηρύξει τον πόλεμο και στην Αυστρία και ο τουρκικός στρατός αφού διάβηκε το Δούναβη κατευθυνόταν στο Σεμλίνο. Ο Πρίγκιπας της Σαβοΐας Ευγένιος που διεύθυνε την αυστριακή άμυνα, έγραφε στις 8 Απρίλη προς το Σούλεμπουργκ πως ήταν βέβαιος ότι οι Οθωμανοί θα κινούνταν με στόχο την Κέρκυρα, γι’ αυτό συγκέντρωναν δυνάμεις στη Σαγιάδα και στο Βουθρωτό. Η άποψη που επικράτησε όμως από την πλευρά του Γενικού Προνοητή Ανδρέα Πιζάνη, ήταν ότι οι Οθωμανοί δε θα τολμούσαν επίθεση στην Κέρκυρα.
Ο Σούλεμπουργκ όμως έδωσε λεπτομερείς οδηγίες στο Γενικό Καπετάνο Ντολφίν για τα έργα που έπρεπε να γίνουν ώστε να βελτιωθεί η άμυνα και έφυγε με το “βαρύ στόλο” για να επιθεωρήσει την άμυνα της Πάργας και της Ζακύνθου όπου έφθασε στις 15 Ιούνη. Εκεί έμαθε ότι ο Οθωμανικός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Σαπιέντζας. Από τη Ζάκυνθο αναχώρησε στις 23 και έφθασε στην Κέρκυρα στις 30 όπου με μεγάλη απογοήτευση είδε ότι οι διαταγές του δεν είχαν εκτελεστεί και επικρατούσε κλίμα απαισιοδοξίας. Εν τω μεταξύ ο Ντολφίν αντικαταστάθηκε από το Γενικό Προνοητή Αντρέα Πιζάνη ο οποίος είχε τη διοίκηση του “ελαφρού στόλου” με 15 γαλέρες, 2 γαλεάσες και μερικά μικρότερα πλοία.

Τα διαδραματισθέντα πριν την πολιορκία

Από τις 24-25 Ιούνη παρατηρήθηκε πολεμική προετοιμασία του Οθωμανικού στρατού στις περιοχές του Βουθρωτού και της Σαγιάδας. Ο Σούλεμπουργκ, επιστρέφοντας από τη Ζάκυνθο κατένειμε τις δυνάμεις που είχε όσο καλύτερα μπορούσε στα τείχη, τα οποία ασφάλισε με πυροβόλα, δοκάρια και πέτρες. Γνώριζε ότι κάθε μέρα που θα κρατούσε περισσότερο τα φρούρια, σήμαινε αποφασιστικό κέρδος για την προέλαση του Πρίγκηπα Ευγένιου στην Ουγγαρία, ενάντια στον εκεί κύριο όγκο των Τούρκων.
Τελικά, το απόγευμα της 5ης Ιούλη ο Οθωμανικός στόλος διέπλευσε το βόρειο στενό του νησιού και παρατάχθηκε κατά ένα μέρος από το Βουθρωτό μέχρι την ηπειρωτική παραλία, ενώ το κύριο μέρος του από το Βουθρωτό ως το νησί, έτοιμο να αποβιβάσει 33.000 εμπειροπόλεμους άντρες. Μετά την είσοδο του Οθωμανικού στόλου στο στενό, ο βενετικός έπλευσε σε τάξη μάχης μέχρι το Βίδο για αναγνώριση και επανήλθε στη θέση του.
Τη νύχτα 5 προς 6 Ιούλη ο υπό τον Πιζάνη “ελαφρός” στόλος απέπλευσε για να συναντήσει τη μοίρα του Κορνάρου που επέστρεφε από τη Ζάκυνθο και τη νηοπομπή με το πλοίο “Λέων” που μετέφερε στρατό και εφόδια. Η αναχώρηση του στόλου ερήμωσε το Μαντράκι προκαλώντας μεγαλύτερο φόβο στους κατοίκους. Τα πλοία έπλευσαν προς τη Λευκίμμη με τελικό προορισμό την περιοχή της Ερείκουσας.
Τις πρωινές ώρες της 8ης Ιούλη οι Οθωμανοί άρχισαν να αποβιβάζονται στα Γουβιά και τον ‘Υψο. Αψιμαχίες έγιναν τότε με Κερκυραίους, ενώ πλήθη αμάχων ζήτησαν καταφύγιο στο Π. Φρούριο. Ταυτόχρονα ο Καπουδάν Πασάς Τζανούμ Μεχμέτ Χότζας ζήτησε την παράδοση της πόλης για να λάβει άμεση αρνητική απάντηση.
Αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας η μοίρα του Κορνάρου διέπλεε το βόρειο στενό και κατά το έθιμο χαιρέτησε με κανονιές το ναό της Υ.Θ. στο Κασσώπη. Οι Οθωμανοί τον αντιλήφθηκαν και κινήθηκαν εναντίον του. Οι δύο στόλοι συνεπλάκησαν σε ναυμαχία που διάρκεσε δύο ώρες. Τα βενετικά καράβια κατάφεραν να διασπάσουν τον Οθωμανικό κλοιό και να φθάσουν στην Κέρκυρα αφαιρώντας πλέον τον έλεγχο της θάλασσας από τους Οθωμανούς. Η ενέργεια αυτή έδωσε θάρρος στη φρουρά και σε πολλούς Κερκυραίους που έσπευσαν να τη βοηθήσουν με δικά τους έξοδα και να διακριθούν μάλιστα στη διάρκεια της πολιορκίας.
Η απόβαση του κύριου όγκου των Οθωμανικών δυνάμεων διάρκεσε ως τις 18. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο Σούλεμπουργκ ενίσχυσε όλα τα αδύνατα σημεία των οχυρώσεων ενώ τα πλοία προσορμίστηκαν κοντά στο Π. Φρούριο επιτρέποντας έτσι τη διάθεση περισσοτέρων δυνάμεων στην άμυνα προς την εξοχή.
Στις 15 επέστρεψε ο υπό τον Πιζάνη στόλος που δεν είχε καταφέρει να ενωθεί με τη μοίρα του Κορνάρου αλλά συνόδευε το έμφορτο εφοδίων πλοίο “Λέων”, το οποίο διαφορετικά θα είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Στις 18 έφτασαν τρία πλοία με ενισχύσεις 1.000 ανδρών, χρήματα και μπισκότο.
Στις 19 οι Οθωμανικές προφυλακές έφτασαν κοντά στα υψώματα του Αβραμίου και του Σωτήρα προκαλώντας την καταστροφή όπου περνούσαν. Καταστροφές προκάλεσαν και στην περιοχή του Γύρου, όπου οι κάτοικοι έντρομοι αναζήτησαν προστασία στο Αγγελόκαστρο. Στις 20 έστησαν πυροβολοστάσια στο λόφο των Ελαιών στο Μαντούκι (σημερινή θέση “Ελιές”).
Την ίδια μέρα έφθασαν ενισχύσεις από 4 μαλτέζικα καράβια. Στις 23 έφθασαν 4 παπικές γαλέρες, 2 γενοβέζικες, 3 της Τοσκάνης και 5 ισπανικά κάτεργα (προς το τέλος της πολιορκίας έφτασαν και πορτογαλικά πλοία). Η παρουσία των πλοίων εμπόδιζε την προσέγγιση των Οθωμανών από τα Βορειοανατολικά του φρουρίου και κρατούσε διαρκώς ανοιχτό το δρόμο για τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό από τη θάλασσα των πολιορκημένων.
Ο Σούλεμπουργκ κατάφερε να τελειώσουν όλες οι ανακαινιστικές εργασίες των οχυρώσεων μέχρι τις 25 Ιούλη. Αν οι Οθωμανοί ήταν ενεργητικότεροι και καλά οργανωμένοι για την πολιορκία, θα είχαν πετύχει το σκοπό τους. ‘Όμως, οι ετοιμασίες για την πολιορκία κράτησαν 17 μέρες και μόλις την 25η ήταν έτοιμα τα ορύγματα για την εξόρμηση.

Η πολιορκία

Στις 16 Ιούλη μικρή Οθωμανική μονάδα προχώρησε μέχρι τον Ποταμό καίγοντας σπίτια και λεηλατώντας. Στις 19 έγινε επιδρομή στους λόφους και στο πεδίο μπροστά από τα υψώματα Αβράμη και Σωτήρα.
Αφού πλησίασε το Μαντούκι και τη Γαρίτσα, ο Σερασκέρης στρατοπέδευσε στον Ποταμό, ενώ η παράλληλη των προφυλακών αναπτύχθηκε στο Κεφαλομάντουκο όπου και τοποθετήθηκαν πέντε μεγάλα πυροβόλα. Οι βολές τους απείλησαν τα βενετικά σκάφη που περιπολούσαν μεταξύ Βίδο και Νέου Φρουρίου αναγκάζοντάς τα να αποσυρθούν. Σημαντικές ζημίες προκλήθηκαν στα οχυρώματα της Κορακοφωλιάς, στην Πούντα Περπέτουα και στο Σκάρπωνα.
Την αυγή της 28ης ο βενετικός στόλος εμφανίστηκε μπροστά στον όρμο των Γουβιών. Τρία κάτεργα εισέπλευσαν στον όρμο, αλλά αναγκάστηκαν να βγουν λόγω των πυκνών τουρκικών πυρών που δέχτηκαν.
Στις 29 Ιούλη οι πολιορκητές εισέβαλαν στο Μαντούκι, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από αντεπίθεση των βενετών. Νεότερη επίθεση την ίδια μέρα αποκρούστηκε στους πρόποδες του Αβραμίου από μονάδα ντόπιων και 400 Σκλαβούνων. Οι επιθέσεις στρέφονταν τώρα κυρία προς το Νέο Φρούριο.
Η επόμενη κίνηση του Σούλεμπουργκ ήταν να τοποθετήσει τέσσερα πυροβόλα στο ύψωμα του Αβραμίου και δύο στο ύψωμα του Σωτήρα, έφραξε τις προσβάσεις προς αυτά και έφτιαξε υπονόμους. Στη συνέχεια κατέλαβε την κορυφή του Σαρόκκο και τοποθέτησε δύο πυροβόλα. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να δημιουργήσει μια νέα αμυντική ζώνη από τη θάλασσα της Γαρίτσας μέχρι το σημερινό νέο λιμάνι καλύπτοντας τα εξωτερικά έργα των οχυρώσεων.

Στις 2 Αυγούστου οι Οθωμανοί επέκτειναν την παράλληλο από το άκρο του Μαντουκιού ως τις αλυκές της Γαρίτσας και στις δύο το πρωί επιτέθηκαν χωρίς επιτυχία στο Αβράμη, στο Σωτήρα και στο Σαρόκκο. Παρά τη γενναία άμυνα όμως των Βενετών και τις ενισχύσεις που ήλθαν από τα πλοία, οι Οθωμανοί κατέλαβαν στις 3 Αυγούστου τη Γαρίτσα, το Σαρόκκο και το Μαντούκι. Την ίδια μέρα σπαχήδες και γενίτσαροι επετέθησαν στα υψώματα Αβράμη και Σωτήρα καταλαμβάνοντάς τα μέσα σε μισή ώρα (του Σωτήρα επειδή το εγκατέλειψαν οι Γερμανοί υπερασπιστές του). Οι αμυνόμενοι έχασαν 60 άνδρες, ενώ οι Οθωμανοί υπέστησαν μεγάλες ζημίες κυρίως από την ανάφλεξη υπονόμων.
Οι Οθωμανοί οχύρωσαν τις κυριευθείσες θέσεις και αφού σχημάτισαν διπλή παράλληλο ανάμεσα στα δύο υψώματα, ετοιμάζονταν για την κύρια επίθεση προς το Νέο Φρούριο. Ο Σούλεμπουργκ εξασφάλισε τα αδύνατα σημεία και ενίσχυσε επίσης με 200 Κερκυραίους τη φρουρά του Σκάρπωνα.
Στις 6 Αυγούστου ο Σερασκέρης ζήτησε την παράδοση των φρουρίων για να πάρει και πάλι αρνητική απάντηση. ήδη οι Οθωμανοί είχαν υπερκεράσει την Αγία Ιουστίνα, είχαν σχηματίσει νέα παράλληλο και είχαν καταλάβει όλα τα οικήματα κοντά στην Πόρτα Ρεάλε που με διαταγή του Σούλεμπουργκ είχαν πυρποληθεί. Έριξαν επίσης γρανάτες που άναψαν δύο βενετσιάνικους υπονόμους εκτινάσσοντας βροχή από πέτρες. Προσέγγισαν πλέον τα τείχη στην Κορακοφωλιά και από το μέχρι το κερατοειδές οχύρωμα του Αγίου Αντωνίου.
Στις 14 Αυγούστου τα βενετικά καράβια προσπάθησαν να προσβάλλουν τον τουρκικό στόλο, αλλά δεν τα κατάφεραν εξ αιτίας του ενάντιου ανέμου. Την ίδια μέρα και την επόμενη έφθασαν στην Κέρκυρα ενισχύσεις από 1.500 στρατιώτες και 50 παργινούς εθελοντές. Ο Σούλεμπουργκ αποφάσισε να διατάξει γενική έφοδο κατά των πολιορκητών μέσα στις επόμενες μέρες.
Στη 1 τα ξημερώματα της Τετάρτης 19 Αυγούστου, βγήκαν από την πύλη του Σκάρπωνα 200 Γερμανοί και 200 Σκλαβούνοι ενώ από την Πόρτα Ρεάλε και την Πόρτα Ραϊμόντα άλλοι 400. Με γενναιότητα επιτέθηκαν στις Οθωμανικές θέσεις και απώθησαν τους πολιορκητές μέχρι τους πρόποδες του υψώματος Αβράμη. Η επίθεση υποστηρίχτηκε από τα πυροβόλα του Νέου Φρουρίου, του Βίδο και των κάτεργων που ναυλοχούσαν στο Μαντούκι και τη Γαρίτσα. Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια της επίθεσης, οι Γερμανοί που ακολουθούσαν σαν επικουρικό σώμα επιτέθηκαν από λάθος στους Σκλαβούνους σκοτώνοντας 200, ενώ άλλοι 60 σκοτώθηκαν κατά την επίθεση. Οι Οθωμανοί έπαθαν μικρότερες ζημίες και ετοιμάστηκαν για την αποφασιστική έφοδο.
Λίγο πριν ξημερώσει, εκμεταλλευόμενοι το βαθύ σκοτάδι της ασέληνης εκείνης βραδιάς, οι Οθωμανοί επιτέθηκαν αλαλάζοντας στα εξωτερικά έργα των οχυρώσεων και παρ’ όλο το χριστιανικό πυρ έτρεψαν σε φυγή τους Γερμανούς, απώθησαν τους Βενετσιάνους και τους Σκλαβούνους από την Πούντα Περπέτουα, την Κορακοφωλιά και το Σκάρπωνα, πέρασαν την τάφρο και κυρίευσαν το προμεσοτοίχισμα μπροστά από το κερατοειδές οχύρωμα του Αγίου Αντωνίου. Η άνοδος στο Σκάρπωνα πραγματοποιήθηκε εύκολα από την κορτίνα του και σύντομα 50 σημαίες κυμάτιζαν στην κορυφή. Το Νέο Φρούριο είχε μείνει μόνο με 60 μαχητές και κινδύνευε άμεσα. Από όλα τα οχυρά που δεν διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο, επικουρίες έσπευδαν στο Νέο Φρούριο. Όμως οι Οθωμανοί ανάγκασαν τους αμυνόμενους στη Σκεπαστή Οδό να υποχωρήσουν στην κύρια τάφρο ανατινάζοντας πίσω τους τους υπονόμους.
Η ορμή της επίθεσης ανακόπηκε όταν διαπιστώθηκε ότι οι κλίμακες εφόδου των Τούρκων δεν ήταν αρκετά ψηλές για ν’ αναρριχηθούν στο ίδιο το Νέο Φρούριο. Κατάφεραν όμως να κυριεύσουν τον εξωτερικό περίβολο μπροστά από τον Αγ. Αθανάσιο.


Θέλοντας ν’ ανακαταλάβει το Σκάρωνα, ο Σούλεμπουργκ διέταξε την ενίσχυση της τάφρου από τη φρουρά του προμαχώνα Σαραντάρη που την αποτελούσαν ντόπιοι. Τρεις φορές επιτέθηκαν και άλλες τόσες αποκρούστηκαν οι Οθωμανοί. Πολλοί Κερκυραίοι διακρίθηκαν για τη γενναιότητά τους στις μάχες που έγιναν στην πλατφόρμα του Αγ. Αθανασίου, στον προμαχώνα Σαραντάρη και στη θέση Τρία Πηγάδια. Τη θέση Τρία Πηγάδια υπεράσπιζαν Εβραίοι εξοπλισμένοι με έξοδα της ίδιας της Ισραηλιτικής Κοινότητας και επικεφαλής το γιο του ραβίνου.
Η μάχη κρατούσε πάνω από έξι ώρες και οι εξαντλημένοι άντρες ήταν δύσκολο να κρατήσουν άλλο. Βλέποντας αυτό ο Σούλεμπουργκ, αποφάσισε γενική επίθεση για ν’ ανακαταλάβει το Σκάρπωνα. Η απόπειρα ανάβασης αποκρούστηκε πολλές φορές, μέχρι που βοηθούμενος από τα συνεχή πυρά των γειτονικών οχυρών και του Νέου Φρουρίου και κρυπτόμενος από τους καπνούς ανέβηκε στο Σκάρπωνα και κατατρόπωσε τους εχθρούς.
Οι φρουρές των άλλων οχυρών ενθαρρύνθηκαν από το γεγονός και μέσα σε λίγες ώρες ανακαταλήφθηκε το προμεσοτοίχισμα του Αγίου Αντωνίου, ο Αντίκρημνος , οι Σκεπαστές Κρύπτες και τα ορμητήρια Σαρόκκο, Γριμάνη και Κορνέρ. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων σκοτώθηκαν κάπου 5000 Οθωμανοί, πληγώθηκαν άλλοι τόσοι, ενώ σκοτώθηκαν κάπου 500 χριστιανοί και πληγώθηκαν πολλοί.
Οι Οθωμανοί αποσύρθηκαν στα χαρακώματά τους και άρχισαν νέα σφοδρά πυρά ενάντια κυρίως στην πλατφόρμα του Αγ. Αθανασίου και την Πόρτα Ραϊμόντα, δίνοντας την εντύπωση ότι ετοίμαζαν νέα έφοδο. Οι αμυνόμενοι προετοιμάστηκαν και περίμεναν.
Τη νύχτα 19 προς 20 Αυγούστου παρατηρήθηκαν κινήσεις του εχθρού προς τη Γαρίτσα, ενώ στα χαρακώματα επικρατούσε ησυχία. Την ημέρα της 20ης Αυγούστου φάνηκαν να ετοιμάζουν τις κανονιοστοιχίες. Όμως το μεσημέρι ξέσπασε δυνατή καταιγίδα με βροχή, κεραυνούς και άνεμο που διέλυσε τις σκηνές και τις αποθήκες. Τα νερά υψώθηκαν τόσο πολύ στην κύρια τάφρο, ώστε χρειάστηκε η κατασκευή πρόχειρης γέφυρας για την επικοινωνία με τα εξωτερικά έργα. Οι πολιορκητές βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία και έπρεπε να βγουν από τα χαρακώματα, διαφορετικά θα πνίγονταν.
Όταν ξέσπασε η θύελλα, ο Στρατάρχης γευμάτιζε. Βιαστικά έσπευσε στα εξωτερικά έργα, φοβούμενος ότι οι Οθωμανοί θα επωφελούνταν της περίστασης. Διέταξε αμέσως τη διανομή οπλισμού για μάχη εκ του συστάδην και τυφεκίων με θρυαλλίδα που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με βροχή. Όμως οι Οθωμανοί βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση και πολλοί πνίγηκαν στα χαρακώματα ενώ άλλοι κατέφυγαν στα προάστια.
Ο στόλος ο οποίος ετοιμαζόταν να προσβάλλει τον Οθωμανικό, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδιά του. Οι αμυνόμενοι είχαν μεγάλες ζημίες, καθώς το νερό όχι μόνο εισέδυσε στις υπονομεύσεις αλλά επί πλέον κατέστρεψε τα πολεμοφόδια που ήταν πάνω στα τείχη. Για την επόμενη μέρα που αναμενόταν νέα επίθεση, μοιράστηκε στους άνδρες ο απαραίτητος οπλισμός και έγιναν όσες επισκευές ήταν δυνατόν. Δύο ώρες πριν το χάραμα όλοι ήταν σε ετοιμότητα και περίμεναν.

Το τέλος της πολιορκίας

Με ανταλλαγή πυροβολισμών κύλησαν και οι δύο επόμενες μέρες 21 και 22, φέρνοντας σε μεγάλη απορία το Σούλεμπουργκ και το επιτελείο του. Αναγνωριστικά αποσπάσματα που στάλθηκαν στα χαρακώματα και τα υψώματα το πρωί του Σαββάτου 22 Αυγούστου (11 με το παλιό ημερολόγιο), βρήκαν μόνο μερικούς τούρκους που είχαν εγκαταλειφθεί από τους συντρόφους τους. Ο Σούλεμπουργκ ανήγγειλε τα συμβάντα στους υπόλοιπους αξιωματούχους και το Γενικό Προνοητή. Ακολούθησε δοξολογία στην εκκλησία του Αγίου (σε θαυματουργή επέμβαση του οποίου αποδόθηκε από τον απλό λαό η σωτηρία της πόλης). Πέρα όμως από τις ζημιές και τις απώλειες από την κακοκαιρία και τη σθεναρή άμυνα της φρουράς, σημαντικό ρόλο στη λήξη της πολιορκίας έπαιξε η είδηση που έφτασε εκείνες τις μέρες ότι οι Οθωμανοί είχαν ηττηθεί από τον Πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας στο Πετροβαραντίν της Ουγγαρίας στις 5 Αυγούστου, χάνοντας οριστικά πια την ευκαιρία ν’ απλωθούν στην Ευρώπη. Εξ αιτίας αυτής της ήττας ο σερασκέρης διατάχτηκε να εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις στο Ιόνιο για να δώσει τη δυνατότητα στην Πύλη ν’ αναπληρώσει τα κενά στο Βαλκανικό μέτωπο και να ενισχύσει τη φρουρά του απειλούμενου ήδη από τον αυστριακό στρατό Βελιγραδίου.
Οι Οθωμανοί έμειναν στο νησί 48 μέρες και η πολιορκία κράτησε 22. Οι απώλειές τους έφτασαν τις 15.000 ψυχές, ενώ οι χριστιανοί που χάθηκαν έφτασαν τους 1.700. Υπό τη σημαία του Αγίου Μάρκου πολέμησαν 10.000 στρατιώτες, ναύτες και κερκυραίοι. Οι υλικές ζημίες που υπέστη η πόλη από τους βομβαρδισμούς είναι ανυπολόγιστες. Πολυάριθμα κτίρια ισοπεδώθηκαν, ενώ τεράστιες ήταν οι απώλειες μεταξύ των αμάχων.
Η Γερουσία της Γαληνοτάτης τίμησε το Στρατάρχη με ανδριάντα που σώζεται ως σήμερα στην είσοδο του Παλαιού Φρουρίου. Στη βάση του βρίσκεται λατινική επιγραφή που αναφέρει:

ΙΩΑΝΝΗ ΜΑΤΘΙΑ ΚΟΜΗΤΙ ΣΧΟΥΛΕΜΒΟΥΡΓ
ΣΤΡΑΤΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΤΑ ΓΗΝ ΣΤΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΩ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗ
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΖΩΝΤΙ
Η ΕΝΕΤΙΚΗ ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΤΗ ΙΒ’ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1716

Του απονεμήθηκε επίσης ισόβια σύνταξη, δώρο ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί και μετά θάνατον (1747) η προτομή του στήθηκε στην είσοδο των ναυπηγείων της Βενετίας. Επίσης, η Βενετία αντάμειψε όλους όσους διακρίθηκαν στη διάρκεια της πολιορκίας.
Με το τέλος της πολιορκίας, ο Σούλεμπουργκ εξασφάλισε την κτήση του Βουθρωτού και έφυγε για τη Βενετία. Στη Γερουσία ανέφερε τα σχετικά με τις επιχειρήσεις, τόνισε την αναγκαιότητα για ανακαίνιση των οχυρώσεων και την ανάγκη ν’ απομακρυνθούν από την Κέρκυρα το ταχύτερο τα μισθοφορικά στρατεύματα που είχαν δείξει μικρή αξία και πειθαρχία κατά την πολιορκία.
Με το τέλος της πολιορκίας, απομακρύνεται πλέον η τουρκική απειλή από την περιοχή του Ιονίου και όλη την Ευρώπη. Ο πόλεμος συνεχίστηκε μέχρι τη συνθήκη του Πασσάροβιτς οπότε κλείνει ο ματωμένος κύκλος των βενετοτουρκικών πολέμων. Με τη συνθήκη αυτή που υπογράφτηκε στη σερβική πόλη Πασσάροβιτς, στις 21 Ιούλη του 1718, επικυρώθηκαν τα εδαφικά όρια όπως διαμορφώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Αναγνωρίστηκε η προσάρτηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου. Για αντιστάθμισμα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχώρησε στους βενετούς ευνοϊκούς όρους για το εμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το υπόλοιπο του 18ου αιώνα κύλησε ήρεμα ως το 1797, οπότε ο ερχομός των Δημοκρατικών Γάλλων στα Νησιά προκάλεσε μια πρωτόγνωρη θύελλα κοινωνικών αναστατώσεων.

 

πηγή : περιοδικό ΕΧΙΤ

* * *