Η κατασκευή των λαξευτών μνημειακών πυλών της πόλης της Κέρκυρας και ειδικά της Πόρτα Ρεάλα (Μεγαλοπρεπής Πύλη), σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Ferrante Vitelli, υποδηλώνει τη βούληση της Βενετικής Δημοκρατίας να σφραγίσει το έργο της ανανέωσης μέσω του ρητορικού σχήματος του “ισχυρού και ωραίου”, το οποίο εμφανίζεται ως επιστροφή στο μεγαλείο και τις αρετές της Ελληνικής αρχαιότητας, πάνω σε Ελληνική γη.
Η Πόρτα Ρεάλα ήταν η ωραιότερη και η σημαντικότερη από τις πύλες της πόλεως αφού ήταν η κύρια πύλη εισόδου στην πόλη από την εξοχή και βρισκόταν τοποθετημένη μεταξύ προμαχώνα Σαραντάρη και πλατφόρμας Αγίου Αθανασίου. Ο θολωτός χώρος της είχε μήκος περίπου 26μ και στην πρόσοψή του υπήρχαν δύο μικρές συμμετρικές θολωτές αίθουσες, ίσως φυλάκια, ενώ από φωτογραφίες πιστοποιείται ότι και οι δύο όψεις της ήταν συμμετρικές.

Η μεσημβρινή όψη υπερείχε γιατί ήταν ολόκληρη από “κερκυραϊκό λαξευτό λίθο” όπως αναφέρει ο Α. Μάρμορας, και η επιφάνιά της χωριζόταν με τέσσερις ογκώδεις πεσσούς σε τρία τμήματα, ένα φαρδύτερο κεντρικό και δύο στενότερα πλαϊνά. Στο κεντρικό τμήμα υπήρχε υψηλό τοξωτό άνοιγμα και στα πλαϊνά τμήματα δύο μικρότερα ανοίγματα (παραπυλίδες). Οι πεσσοί εξωτερικά είχαν όψη παραστάδας πάνω σε βάθρο και κατέληγαν σε επίκρανο Τοσκανικού ρυθμού. Ένας οριζόντιος θριγκός υποχωρούσε στο κεντρικό τμήμα και αναλογικά η στρώση του επιστηλίου και της ζωφόρου υπήρχε μόνο στα πλαϊνά τμήματα. Η ζωφόρος στα μεν πλαϊνά τμήματα είχε μια εναλλαγή τριγλύφων και μετοπών με διακόσμηση ροδάκων και βουκράνων, το δε κεντρικό τμήμα της κατελάμβανε μια μεγαλοπρεπή σύνθεση με κεντρικό θέμα τον Λέοντα του Αγίου Μάρκου.
Ένα οριζόντιο γείσο έστεφε όλη τη σύνθεση ακολουθώντας τη διαμόρφωση των κατωτέρω τμημάτων. Η όλη μεταχείριση του θριγκού ήταν εντελώς μανιεριστική με έντονη διακοσμητική διάθεση απομακρυσμένη από κλασσικούς κανόνες. Μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα στο κεντρικό τμήμα της σύνθεσης μεταξύ θριγκού και τοξωτού ανοίγματος μνημόνευε τα ονόματα του Γενικού Προβλεπτή και του Αρχιτέκτονα του έργου. Συμμετρικά στα δύο πλαϊνά διαμερίσματα υπήρχαν τέσσερις ακόμη πλάκες με ανάγλυφη διακόσμηση. Δύο στο ύψος της κεντρικής επιγραφής με ανάγλυφα οικόσημα των οικογενειών Pisani και Contarini (Προβλεπτού και Στρατιωτικού Διοικητού αντίστοιχα, κατά την εποχή περιτείχισης της πόλης), και δύο πάνω ακριβώς από τις παραπυλίδες με οικόσημα που δεν έχουν εξακριβωθεί.

Η επιγραφή της μαρμάρινης πλάκας στην πρόσοψη της πύλης είχε ως εξής:
D.O.M. ET. NEM. SEMP.
IOANNES CONTARENO THOMA ÆQVITIS IOPPISQ
OMITIS FILIVS PRÆSES MILITIÆO PRÆFECTVS
CIVITATEM PRÆTERITIS BELLIS TVM PLVRIMIS
AFFLICTAM INCENDIIS TVM RVINIS DEFORMATAM
FORTISS: PROPVGNACVLIS ATO AMPLISSIMIS
MOENIBVS VIRTVTE FERDINANDIS VITELLIIS
INVENTIS PERPETVO TVTISS: ET ORNATISS:
REDDIDIT PIENTISS: VENETI SENAT. CONSVLTO
NICOLAI DE PONTE PRINCIPATV PETRO PISANO PRÆTORE
ANNO SALVT. M. D. L X X V III

(Μετάφραση)
Με την βοήθεια του Κρατίστου και Μεγίστου θεού πάντοτε
Ο Ιωάννης Κονταρίνης του Ιππότη Θωμά
αφοσιωμένος υιός, εξέχων Στρατιωτικός Διοικητής
την πόλη που άλλοτε από προηγούμενους πάρα πολλούς πολέμους
υπέφερε, άλλοτε από εμπρησμούς ερειπώθηκε χάνοντας την μορφή της,
με ισχυρότατους προμαχώνες αλλά και μεγαλοπρεπέστατα
τείχη, χάρη στην αξιοσύνη του Φερδινάνδου Βιτέλλι,
με οχυρά που την ασφαλίζουν για πάντα και πάρα πολύ διακοσμημένα
απέδωσε, με απόφαση του ευσεβούς Βενετικού Συμβουλίου
Νικολάου Δαπόντε ηγεμονεύοντος Πέτρου Πιζάνι Προβλεπτού
Σωτήριον Έτος 1578

Ενετικός Φτερωτός Λέων και Λατινική επιγραφή υπήρχε και στην πίσω όψη της Πύλης, αλλά σφυρηλατήθηκε και δε σώθηκε κανένα ίχνος ούτε κάποια αναφορά στο κείμενο της επιγραφής. Οικόσημα υπήρχαν και πάνω από τις παραπυλίδες της πίσω όψης αλλά και αυτά είχαν σφυρηλατηθεί και εξαφανίστηκαν.
Η Πόρτα Ρεάλα ήταν προστατευμένη από ένα ημικυκλικού σχήματος οχυρό χτισμένο μπροστά της, που στρατιωτικά ονομαζόταν RIVELLINO. Ανάμεσα στο Ριβελλίνο και την Πύλη υπήρχε τάφρος 6μ πάνω στην οποία υπήρχε κινητή γέφυρα που σηκωνόταν με αλυσίδες ώστε να καλύπτει εξωτερικά τα μεγάλα πορτόφυλλα σαν πρόσθετη προστασία.
Η Πύλη άνοιγε με την ανατολή του ηλίου και έκλεινε με την δύση. Τα κλειδιά παραδίνονταν στο Βαΐλο από τον ειδικό φρουρό της Πύλης τον Contestabile. Αυτό διατηρήθηκε μέχρι την Αγγλική Προστασία με την διαφορά ότι η Πύλη φυλασσόταν από στρατιωτική φρουρά με αρχιφύλακα υπαξιωματικό. Μετά τη δύση δεν επιτρεπόταν σε κανέναν η είσοδος παρά μόνο κατόπιν σχετικής αδείας. Ο Λ. Βροκίνης μας πληροφορεί ότι στο σημείο που κτίστηκε η Πόρτα Ρεάλα υπήρχε παλαιότερα ο ναός της Αγίας μάρτυρος Νίκης. Μετά την κατεδάφιση του ναού η εικόνα της Θεοτόκου τοποθετήθηκε μέσα στο θόλο της Πύλης σε ανάμνηση του παλιού ναού.
Λόγω της καταλληλότητας της θέσης της, η Πύλη χρησίμευσε στην πολιορκία του 1716 σαν βάση-στρατηγείο του υπερασπιστή της πόλης Στρατάρχη J. M. von Schulenburg από όπου έδινε τις εντολές κατά τις κρίσιμες εκείνες μέρες.
Παρότι η κεντρική επιγραφή της Πύλης δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τον αρχιτέκτονα του έργου μια λεπτομερής εξέταση φανερώνει μια συγγένεια με έργα του μεγάλου Βερονέζου αρχιτέκτονα Michele Sanmicheli από τα οποία φαίνεται να επηρεάστηκε ο Vitelli.Τα μορφολογικά στοιχεία της εξωτερικής όψης ομοιάζουν με εκείνα της πύλης S. Zeno της Βερόνας, όπως επίσης και με εκείνα της πύλης της Ζάρας, και τα δύο έργα του Michele Sanmicheli. Ομοιότητες παρουσίαζε η Πόρτα Ρεάλα με μια άλλη Βενετσιάνικη Πύλη του ελλαδικού χώρου την Πύλη του Ιησού των οχυρώσεων του Χάνδακα, έργο και αυτό του Michele Sanmicheli, με αποτέλεσμα να είναι προφανής ο “Σανμικελικός” χαρακτήρας της Πόρτα Ρεάλας.

Ο Λέων στην πρόσοψη της Πόρτα Ρεάλε

Η Πόρτα Ρεάλε, πραγματικό έργο τέχνης, χαρακτηρισμένο ως ένα από τα πλέον αξιόλογα μνημεία της Ευρώπης, είναι αλήθεια ότι από τον καιρό που άρχισε να κατεδαφίζεται ο περιτειχισμός της πόλης το 1837, με τον τεράστιο και μεγαλόπρεπο όγκο της, εμπόδιζε στο σημείο που βρισκόταν τον πιο σημαντικό δρόμο που οδηγούσε έξω από την πόλη. Η ιστορική αξία του μνημείου δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει την κατεδάφισή του γιατί μέσα στην πάλη των τάξεων περιλήφθηκε και η Πόρτα Ρεάλα. Η πρόταση κατεδάφισης έφθασε στο Δημοτικό Συμβούλιο και παρότι ο Δήμαρχος Μιχαήλ Θεοτόκης αντιτάχθηκε σε κάθε συζήτηση, με την επιμονή της αντιπολίτευσης, το θέμα συζητήθηκε και αποφασίσθηκε να ζητηθεί η γνώμη επιφανών Κερκυραίων. Παρόλες τις περί του αντιθέτου γνωματεύσεις των Ι. Ρωμανού, Μάρκου Θεοτόκη, Λ. Βροκίνη, Βίλλα, Παχή και Ι. Δούσμανη και τις προσπάθειες φωτισμένων Κερκυραίων όπως ο Τονίν Πιέρρης, να ξεχωρίσουν την τύχη του μνημείου από την πολιτική διαμάχη, η αντιπολίτευση με τον Κ. Βασιλάκη και την παράταξή του, φανάτισαν τις λαϊκές τάξεις και τον μαθητόκοσμο με ένα και συγκεκριμένο αίτημα: Να κατεδαφιστεί η Πόρτα Ρεάλα. Οι προσπάθειες του Νομάρχη και πολλών αρθρογράφων στον ελληνικό και ευρωπαϊκό τύπο δεν μπόρεσαν να πείσουν το Δημοτικό Συμβούλιο να ανακαλέσει την απόφασή του και λίγο μετά τα καρναβάλια του 1893 η Πόρτα Ρεάλα κατεδαφιζόταν με το σκαιότατο, όπως χαρακτηρίστηκε, βούλευμα, στερώντας την Κέρκυρα από το σπουδαιότερο ίσως ιστορικό της μνημείο, που έγινε θυσία στην κοματικοπολιτική αντιπαράθεση. Το μόνο κειμήλιο που διασώθηκε είναι η εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν μέσα στον θόλο της Πύλης. Σήμερα φυλάσσεται σε ειδικά διαμορφωμένο προσκυνητάρι εντοιχισμένο εξωτερικά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας για να θυμίζει την ιστορική Πόρτα Ρεάλα που κάποτε υπήρχε εκεί.

Michele Sanmicheli

« – Ἡ κατεδάφισις τῆς Βασιλικῆς Πύλης ἐν Κερκύρᾳ Porta Reale δηλ. προχωρεῖ μετὰ βραδύτητος γράφει ἡ «Φωνὴ» τῆς Κερκύρας, καθόσον τὸ κτίριον τοῦτο εἶνε στερεώτατον, καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ ἐργάται μετὰ μεγίστου κόπου ἐκτελοῦσι τὸ ἐπίπονον ἔργον. Ἡ βραδύτης αὕτη συντελεῖ ὅπως παραταθῇ ἡ ἀγωνία ἐκείνων οἵτινες θεωροῦντες τὴν Πύλην ὡς ἱστορικὸν κειμήλιον ὀδύρονται εἰσέτι διὰ τὴν κατεδάφισιν αὐτῆς».
Νέα Εφημερίς, αρ. φύλ. 14, 14.01.1893: 4

« Ἵνα ἰκανοποιηθῶσιν οἱ ἐπιμένοντες ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ μνημείου, ἀπεφασίσθη νὰ διατηρηθῶσιν αἱ δύο αὐτοῦ προσόψεις καὶ ἐγερθῶσιν ἐπὶ ἑτέρου μέρους καταφανοῦς ὡς εἶχον πρότερον. Ἀπὸ τῆς παντελοῦς καταστροφῆς τῆς Βασιλικῆς Πύλης, πάλιν καὶ αὐτὸ τὸ μέτρον εἶνε καλλίτερον. Οὕτω ἡ ὁδὸς ἡ ἄγουσα πέραν τῆς Βασιλικῆς Πύλης θὰ κληθῇ ὁδὸς «Βασιλικῆς Πύλης», τὸ αὐτὸ ὄνομα δὲ θὰ φέρῃ καὶ ἡ πλατεῖα, ἥτις ἀνοιχθήσεται ἐπὶ τοῦ χώρου ἔνθα ὑψοῦτο ἡ Porta reale».
Νέα Εφημερίς, αρ. φύλ. 19, 19.01.1893: 3

πηγή : Δήμος Κερκυραίων

* * *