Στην Επτάνησο, στα χρόνια που η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν υπόδουλη στους Τούρκους,δημιουργήθηκε κάτω από ιστορικές και κλιματολογικές συγκυρίες ένα ιδιότυπο φολκλορικό τραγούδι με μελωδικότατη και αρμονική πολυφωνική επένδυση, στηριγμένη κυρίως στον αυτοσχεδιασμό των επτανήσιων τροβαδούρων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από την αρχαιότητα λαϊκό όργανο στην Επτάνησο ήταν η Κιθάρα (κιθάρα κλασσικών χρόνων), όπως ο Λυροφοίνικας, το σημερινό μαντολίνο, που είναι κατεξοχήν όργανα αρμονίας , η οποία εμφανίζεται στα Ιόνια νησιά πολλούς αιώνες πριν αναπτυχθεί στην Δύση.

 

Η μακραίωνη αυτή παράδοση και αίσθηση της αρμονίας υπέστη θετική επίδραση από το βενετσιάνικο μουσικό πολιτισμό, λόγω της επικυριαρχίας των Ενετών επί πέντε περίπου αιώνες. Τις επιδράσεις όμως αυτές, ο επτανησιακός λαός με το έμφυτο αισθητήριο και τον έμφυτο αυτοσχεδιασμό που είχε αποκτήσει από τα αρχαία χρόνια, τις επεξεργάστηκε και δημιούργησε το δικό του πολυφωνικό τραγούδι, την λαϊκή καντάδα και την αρέκια στις πόλεις και τα τραγούδια των χωριών. Τα είδη αυτά του λαϊκού επτανησιακού πρέπει να μην συγχέονται με την λόγια μουσική, που άνθισε στα Επτάνησα στα προεπαναστατικά χρόνια που την έγραφαν επτανήσιος μουσικοί με σπουδές στην Ευρώπη, αλλά και από τα πολυφωνικά τραγούδια που συνέθεταν επτανήσιοι επαγγελματίες μουσουργοί.
Η λαϊκή καντάδα, που δεν έχει καμία σχέση με την ευρωπαϊκή “καντάδα”, τραγουδιόνταν στην SOL ή SI majore συνήθως από έναν οξύφωνο, που τραγουδούσε την κύρια μελωδία,έναν άλλο τενόρο που συνόδευε απαλά την μελωδία σε διάστημα τρίτης και από τέσσερις ή πέντε βαθύφωνους που κρατούσαν σε ομοφωνία τους βασικούς φθόγγους.
Στην αρέκια, που έλαβε πιθανόν την ονομασία της από το ιταλικό a orecchio (με το αυτί) παρουσιάζεται ένας ακουστικός αυτοσχεδιασμός έντονος και πλουσιότερος σε μελωδικά ποικίλματα από την καντάδα. Ο τραγουδιστής της αρέκιας τραγουδούσε την αυτοσχέδια μελωδία του μόνος (a’ solo) με το αυτί ( a’orecchio) και με το αυτί οι σύντροφοι του επαναλάμβαναν την μελωδία του τενόρου προσαρμόζοντας σ’αυτήν τα σεκόντα, τα μπάσα και τις σουλτάνες (δηλαδή τις αρμονικές θέσεις του βαρύτονου μια πέμπτη του τόνου ψηλότερα).

Τα τραγούδια των χωριών είναι χορευτικά, ερωτικά, αποκριάτικα, της δουλειάς κλπ , έχουν ύφος απαλό και κάπως εύθυμο, έχουν ζωντάνια, λόγω δε της επαφής της Επτανήσου με την Ιταλία και τις άλλες χώρες της Μεσογείου ήταν φυσικό να έχουν υποστεί σχετική επίδραση.

Το επτανησιακό λαϊκό τραγούδι ενώ στην αρχή, μετά την απελευθέρωση,πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου εκεί κάτω από την σκλαβιά του Οθωμανικού ζυγού είχε σταματήσει κάθε μουσική εξέλιξη επί 400 χρόνια και σκόρπισε το γεμάτο ευφροσύνη και φως τραγούδι των Νησιών μας, στην συνέχεια, μαζί με την επτανησιακή πολυφωνική εκκλησιαστική μουσική, υπέστη μεγάλες επιθέσεις που έφτασαν μέχρι τον διωγμό ως δυτικότροπο, από τους εκπροσώπους της λεγόμενης “εθνικής σχολής“, αλλά και από φανατικούς της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως αυτή αλλοιωμένη και πολλές φορές παρεφθαρμένη στον ρυθμό και στην μελωδία, από την μακροχρόνια σκλαβιά και τις ανατολικές επιδράσεις ψάλλονταν μετά την απελευθέρωση. Δυστυχώς η αίσθηση των επτανησίων είναι ότι ο διωγμός αυτός εξακολουθεί και σήμερα παρά το ότι φωτισμένοι μουσικολόγοι έχουν καταρρίψει τους παραπάνω άδικους χαρακτηρισμούς. Απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι ότι σπανιότατα ακούγονται, στις λίγες πράγματι εκπομπές παραδοσιακής μουσικής, τραγούδια από τα Επτάνησα.

ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 Η Κέρκυρα, όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα, εξ αιτίας της γεωγραφικής θέσης της, υπέστησαν πολλές επιδρομές και υποδουλώσεις κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, από τον 5ο μ.χ. αιώνα. Τα τέλη του 12ου αιώνα αποσπάστηκε από τον κορμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφού για λίγα χρόνια αποτέλεσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου στην συνέχεια κάτω από την Βενετσιάνικη κυριαρχία αποτέλεσε μαζί με τα άλλα νησιά ενιαίο διοικητικό διαμέρισμα. Με την μορφή αυτή θα παραμείνει υποτελής και σε άλλους κατακτητές μέχρι το 1864, οπότε ενώθηκε με την Ελλάδα.

Η ξενοκρατία αυτή άφησε όμως άθικτο τον πληθυσμό της υπαίθρου που ήταν πάντοτε αμιγώς ελληνικός. Άθικτα παρέμειναν και όσα συγκροτούν τον εθνικό πολιτιστικό σύμπλεγμα. Τούτο οφείλεται αφενός μεν στο ότι μόνο η αριστοκρατική τάξη (απαρτιζόμενη από ντόπιους και ξένους)έρχονταν σε επαφή με τους κατακτητές, αφετέρου δε στο ότι οι τελευταίοι απέβλεπαν μόνο στην διακατοχή των νησιών και όχι στην εθνολογική τους αλλοίωση. Αλλά και η κατά καιρούς εισροή Ελλήνων από τουρκοκρατούμενες (Μωραϊτες, Παργινούς, Σουλιώτες) ή βενετοκρατούμενες (Κρητικοί) περιοχές στην Κέρκυρα συνετέλεσε όχι μόνο στην διατήρηση του αμιγώς ελληνικού πληθυσμού της υπαίθρου, αλλά και στον εμπλουτισμό των ηθών, των εθίμων και των τραγουδιών από τις μετακινήσεις αυτές. Για τους παραπάνω λόγους ο κοινωνικός βίος στην Κέρκυρα, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα , που ξεκινούσε από το Βυζάντιο, συνεχίζονταν ομαλά. Δεν ήταν βέβαια δυνατό να αποφευχθεί μια κάποια επίδραση του βενετσιάνικου πολιτισμού. Ο λαός όμως, σε όσες περιπτώσεις δεν απέβαλε τις επιδράσεις αυτές, τις αφομοίωσε, όπως αφομοίωσε και τα στοιχεία που εισέφεραν οι έποικοι από τις άλλες περιοχές και έτσι δημιουργήθηκε μια ντόπια και κοινή σε γενικές γραμμές, σε όλα τα νησιά, πολιτιστική ιδιορρυθμία.

Η Κέρκυρα την εποχή των Αδηγαυών χωρίστηκε διοικητικά σε τέσσερις περιοχές (α) Γύρου, (β) Όρους, (γ) Μέσης και (δ) Λευκίμμης. Οι τέσσερις περιοχές αυτές στα χρόνια που ακολούθησαν απέκτησαν, πέραν της διοικητικής και γεωγραφικής, οικονομική και πολιτιστική ιδιαιτερότητα. Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια και οι χοροί των περιοχών Γύρου και Όρους είναι σχεδόν όμοιοι. Το ίδιο συμβαίνει και στις περιοχές Μέσης και Λευκίμμης, ενώ μεγαλύτερες διαφορές υπάρχουν μεταξύ Βόρειας Κέρκυρας και της Μέσης – Νότιας Κέρκυρας.

 Τα Κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια διακρίνονται στις εξής κατηγορίες :

  •  Ακριτικά: Τραγούδια αρκετά μεγάλα που περιγράφουν τους ηρωισμούς του Διγενή και των άλλων ακριτών της βυζαντινής περιόδου.
  • Παραλογές ή διηγηματικά: Μεγάλα ποιήματα με φανταστική υπόθεση, διάλογο,αναφέρονται πολλές φορές σε προσωπικές περιπέτειες , στην ξενιτιά και στις επιπτώσεις της και την νοσταλγία της πατρικής γης.
  • Θρησκευτικά – Λατρευτικά: Είναι τα κάλαντα και άλλα θρησκευτικά τραγούδια. Την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τραγουδούσαν σόλα τα χωριά το μόνο επιτρεπόμενο θρησκευτικό τραγούδι “Καλό είναι τ’ Άγιο ο Θεός “.
  • Τραγούδια της αγάπης
  • Τραγούδια του γάμου
  • Τραγούδια της τάβλας και Τραγούδια του χορού
  • Τα νανουρίσματα
  • Τα περιπαικτικά. Είναι αστεία και άσεμνα. Περιγελούν κάποιο πρόσωπο ή επάγγελμα ή σατιρίζουν κάποιο γεγονός του χωριού ή κάποιου γειτονικού. Πολλά από αυτά τα τραγουδούν στις αποκριές μαζί με τα ακριτικά .
  • Τα μοιρολόγια. Στην Κέρκυρα δεν υπάρχουν μεγάλα μοιρολόγια και στα περισσότερα χωριά δεν έλεγαν μοιρολόγια. Σε όσα έλεγαν ήταν μικρά, δίστιχα μέχρι οκτάστιχα.

Πριν προχωρήσουμε, είναι σκόπιμο να σκιαγραφηθούν με αδρές γραμμές οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες τα προπολεμικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην ύπαιθρο της Κέρκυρας, για να κατανοηθεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο επιβίωσε η μακραίωνη μουσική και όχι μόνο παράδοση της. Ο πληθυσμός της υπαίθρου ασχολιόταν με την γεωργία και ελάχιστοι με την κτηνοτροφία. Βέβαια όλα σχεδόν τα νοικοκυριά είχαν και μερικά ζώα. Η γεωργική ενασχόληση των κατοίκων αναφέρονταν κυρίως στην εκμετάλλευση του κερκυραϊκού ελαιώνα, ο οποίος πέραν από την παραγωγή του ελαιόλαδου για τις διατροφικές ανάγκες ήταν ίσως και η κυριότερη πηγή εισοδήματος.

Συγχρόνως οι Κερκυραίοι αγρότες καλλιεργούσαν χειρωνακτικά ή με “ζευγάρια” (ζεύγη με αλέτρι) το μικρό γεωργικό τους κλήρο για την παραγωγή άλλων αναγκαίων προϊόντων (πατάτες, καλαμπόκι κλπ). Γενικά η οικονομική κατάσταση στην ύπαιθρο, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, βρίσκονταν σε άθλια θα μπορούσε να πει κανείς κατάσταση. Η κοινωνική ζωή των κατοίκων περιορίζονταν στην συμμετοχή τους στους γάμους των συγγενών ή φίλων, στα πανηγύρια με την ευκαιρία θρησκευτικών εορτών στα χωριά και στα γλέντια στις αποκριές. Παρά την ανέχεια όμως, υπήρχε στον κόσμο ,ως γενική εικόνα, ένα αισιόδοξο πνεύμα, παντελής έλλειψη άγχους, περιπαικτικές διαθέσεις και μια καθολική σχεδόν τάση για τραγούδι με την κάθε ευκαιρία. Έτσι οι γυναίκες τραγουδούσαν ατελείωτα σε όλη την διαδικασία του γάμου, στα διαλείμματα από το μάζωμα των ελιών, στον τρύγο, τις αποκριές, τις καλοκαιρινές νύχτες στα πεζούλια των σπιτιών τους όπου μαζεύονταν και άλλες γειτόνισσες κλπ.
Οι άντρες από την άλλη πλευρά, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και έβγαιναν από το σπίτι, είχαν σαν βασικό στέκι για το τραγούδι τα μαγαζιά των χωριών. Όταν δε λέμε μαγαζί (αργαστήρι), εννοούμε κατάστημα που πουλούσε τα βασικά είδη διατροφής, αλλά σερβίριζε και κρασί που ήταν απαραίτητο συνοδευτικό ποτό της “ εξόδου” του κάθε άντρα στο μαγαζί.
Εκείνα λοιπόν τα μαγαζιά ήταν τα ιδιότυπα “ωδεία” της κερκυραϊκής υπαίθρου ,που κάποιοι μάθαιναν στους άλλους ένα τραγούδι που άκουσαν στην “χώρα” ή σε κάποιο άλλο χωριό και που κάποιοι παλαιότεροι τραγουδιστές μάθαιναν στους νεώτερους την τεχνική της πολυφωνίας, με το αυτί , όπως την είχαν μάθει και αυτοί από τους άλλους . Αντίστοιχοι χώροι “εκπαίδευσης” των γυναικών στην πολυφωνία των τραγουδιών που αυτές τραγουδούσαν ήταν οι χώροι της δουλειάς και τα σπίτια τους, όπου μαζεύονταν οι γειτόνισσες.

Τα χρόνια που προαναφέρθηκαν εμφανίστηκαν στην Κέρκυρα αξιόλογοι μουσικοδιδάσκαλοι (Μοναστηριώτης, Δενάρδος, Μποτετζάγιας, Γκρεκ, Μανέττας, Σγούρος κλπ), οι οποίοι οργάνωσαν σε πολλά χωριά χορωδίες, τόσο εκκλησιαστικής μουσικής όσο και έντεχνου πολυφωνικού τραγουδιού (καντάδων) κυρίως επτανησίων συνθετών. Έτσι πράγματι μέχρι και την δεκαετία του 1950 υπήρχε σε πολλά χωριά ένας θα μπορούσαμε να πούμε, μουσικός οργασμός που δημιούργησε και μια κάποια τοπική παράδοση.
Εννοούμε ότι η τραγουδιστική αυτή δραστηριότητα των τότε ενήλικων κατοίκων άφησε τα σπέρματα της στην ψυχή των νέων ή και των παιδιών (ανδρών και γυναικών) τα χρόνια εκείνα , οι οποίοι ενήλικες πλέον μετά την 10ετία του 1980 και αφού μεσολάβησε ένα διάστημα κυριολεκτικά μουσικής νεκρώσεως της κερκυραϊκής υπαίθρου (1965–1980 χονδρικά), άρχισαν να επαναδραστηριοποιούνται στην καλλιέργεια της χορωδιακής μουσικής.
Οι άθλιες οικονομικές συνθήκες και η εσωτερική (προς την Αθήνα κυρίως) και η εξωτερική ανάστευση (Γερμανία, Βέλγιο, Σκανδιναβία κλπ) που ήλθε σαν λύτρωση για τους πενομένους κερκυραίους αγρότες, σε συνδυασμό πλημμυρίδα του τουρισμού που άρχισε τις αρχές τις 10ετίας του 1970, προκάλεσαν την ραγδαία μεταβολή της κερκυραϊκής υπαίθρου, που συνεπέφερε και την εγκατάλειψη των παραδοσιακών τρόπων ζωής. Το τελειωτικό χτύπημα επέφερε και η χρήση της τηλεόρασης που έκλεισε τον κόσμο στα σπίτια του. Σιγά σιγά κλείσανε τα “μαγαζιά”, σταμάτησαν τα τραγούδια ακόμα και τα πολλά πανηγύρια και χοροί κατά τις μεγάλες γιορτές και ο κόσμος υποδύθηκε σε ένα αγώνα βιοπορισμού, γιατί για πρώτη φορά μπορούσε να γεμίσει τις τσέπες του με ρευστό χρήμα. Ευτυχώς η κατάσταση κάπως αναστράφηκε από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά, οπότε με πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων που άρχισαν να ιδρύονται σε όλα σχεδόν τα χωριά επιχειρήθηκε να σταματήσει ο κατήφορος προς την λήθη και να αναζωογονηθεί η κερκυραϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου. Οι προσπάθειες που έγιναν και γίνονται παρά τα κάποια λάθη, είναι αξιέπαινες και αλίμονο αν δεν είχαν γίνει.

Ολοκληρώνοντας, θα ήταν λάθος να μην αναφερθούμε και σε κάποιους λαϊκούς οργανοπαίχτες, που πρόσφεραν την αυθεντική τέχνη τους, που σφραγιζόταν από το προσωπικό στοιχείο του καθενός. Οι περισσότεροι απολυτούς έχουν φύγει από τον κόσμο ( Γιάννης Χονδρογιάννης-Μπεζερής, Γιάννης Γισδάκης-Στραβόγιαννος, Χριστόφορος Νικολούζος, Αντώνης Μπανάρας), ενώ ελάχιστοι ζουν ακόμη όπως ο Χρήστος Μέξας, Θανάσης Σπίνουλας, Θωμάς Γισδάκης, Γιώργος Χονδρογιάννης-Μπεζερής, Σπύρος Μεταλληνός και Λέανδρος Αρμένης.

Τραγούδια του γάμου

Όταν καθορίζονταν η ημερομηνία του στεφανώματος, η οικογένεια της νύφης έπλενε το αποθηκευμένο μαλλί που είχε από τα οικόσιτα πρόβατα της , για να φτιαχτούν τα στρώματα και τα μαξιλάρια του κρεβατιού. Για το πλύσιμο και το “ανάγραμα” (ξάσιμο του μαλλιού) προσκαλούνται κορίτσια από το χωριό (φίλες και συγγενείς της νύφης) όπου κατά την διαδικασία αυτή τραγουδούσαν. Την προηγούμενη από το στεφάνωμα Πέμπτη γίνονταν η μεταφορά του του προικώου ρουχισμού της νύφης, με πομπή μέσα από τους δρόμους του χωριού. Στο σπίτι του γαμπρού έστρωναν το νυφικό κρεβάτι και σκόρπιζαν επάνω κουφέτα και ρύζι και τραγουδούσαν τραγούδια σχετικά με το γεγονός. Την ημέρα του στεφανώματος ( Κυριακή πάντοτε, μετά την Θ. Λειτουργία) η διαδικασία άρχιζε από το στόλισμα της νύφης στο σπίτι της από γυναίκες, όπου πάλι τραγουδούσαν τραγούδια και παίνευαν την νύφη, τον γαμπρό και το συμπεθεριό, που τις έδιναν συμβουλές για την νέα της ζωή κλπ. Όταν ντύνονταν η νύφη ‘έρχονταν τα όργανα για να την συνοδεύσουν στην εκκλησία, όπου ήδη περίμενε ο γαμπρός, παίζοντας ένα χαρακτηριστικό μουσικό κομμάτι. Όταν τελείωνε το μυστήριο οι νεόνυμφοι, οι συμπεθέροι και οι προσκεκλημένοι έβγαιναν από τον ναό στην πλατεία του χωριού (φόρος). Εκεί χόρευαν. Ο πρώτος χορός που τον έσερνε ο πατέρας της νύφης αναφέρονταν στο γεγονός του γάμου και με τα λόγια του παινεύονταν οι νεόνυμφοι. Όταν τελείωνε αυτή η πρώτη χορευτική φάση, οι νεόνυμφοι, το συμπεθεριό και οι καλεσμένοι αποσύρονταν στο σπίτι του γαμπρού για το μεσημεριανό φαγητό, όπου και εκεί τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια του γάμου και όχι μόνο. Το απόγευμα πάλι, όλοι πήγαιναν στο “φόρο” όπου και πάλι χόρευαν, ενώ το βράδυ γίνονταν το δείπνο στο σπίτι του γαμπρού και μεταξύ των άλλων τραγουδούσαν και το τραγούδι του αποχαιρετισμού της νύφης.

Κάλαντα

Τραγουδιόνταν το βράδυ της παραμονής των αντίστοιχων εορτών από παρέες αντρών με συνοδεία οργάνων.

Αποκριάτικα

Την περίοδο των Απόκρεω ο κόσμος μαζεύονταν στα σπίτια και εκεί μαζί με το απαραίτητο φαγοπότι τραγουδούσαν και χόρευαν. Επειδή συνήθως δεν είχαν όργανα για να συνοδεύουν τον χορό, οι χορευτές γυναίκες και άντρες, τραγουδούσαν σκοπούς τους οποίους χόρευαν κιόλας. Την περίοδο αυτή τραγουδιόταν με αργό ρυθμό είτε ακριτικά είτε παραλλαγές, αλλά και άλλα ερωτικά τραγούδια ή περιπαικτικά. Η πρώτη ή ο πρώτος του χορού τραγουδούσαν μόνο τον πρώτο στίχο. Τον στίχο επαναλάμβαναν στην συνέχεια οι υπόλοιποι χορευτές. Το απόγευμα της Τυρινής στην πλατεία του χωριού χόρευαν μέχρι την ώρα που θα άρχιζε η ακολουθία του Απόδειπνου μεταμφιεσμένοι κάτοικοι, κυρίως άντρες, με την συνοδεία μικρής ορχήστρας. Ακολουθούσε το Απόδειπνο και η “συγχώρεση” (ζητούσε ο ένας συγχώρεση από τον άλλον επειδή άρχιζε η Σαρακοστή ) και ο “χορός των παπάδων”.

Τραγούδια ερωτικά

Η πλειονότητα των τραγουδιών που τραγουδούσαν τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, σε όλες τις εκδηλώσεις είχαν μέσα τους το ερωτικό στοιχείο. Το προβάδισμα βέβαια σε αριθμό, αλλά και σε συχνότητα εκτελέσεων είχαν τα ερωτικά τραγούδια που τραγουδιόνταν από άντρες, είτε με συνοδεία κιθάρας συνήθως ( και βιολιού ορισμένες φορές ), είτε χωρίς συνοδεία (a capella).
Τα τραγούδια αυτά τραγουδιόνταν τον χειμώνα μέσα στα μαγαζιά (αργαστήρια) των χωριών και τους καλοκαιρινούς μήνες έξω, είτε στις αυλές των μαγαζιών είτε κάνοντας η παρέα βόλτα μέσα στο χωριό ή κοντά σε κάποιο σπίτι της αγαπημένης μέλους της παρέας. Βέβαια στις παρέες αυτές των αντρών αλλά και στις αντίστοιχες των γυναικών που μαζεύονταν το καλοκαίρι στα πεζούλια των σπιτιών, κατά γειτονιά, η ψυχαγωγία και η διασκέδαση δεν περιορίζονταν μόνο στο τραγούδι, αλλά και στα γεμάτα χιούμορ και λεπτή ειρωνεία αλληλοπειράγματα, το κουτσομπολιό και την αφήγηση παλαιών ιστοριών για πρόσωπα και γεγονότα που είχαν συμβεί στο χωριό ( κυρίως στις παρέες των γυναικών) .

Τραγούδια χορευτικά

Στην Κέρκυρα είναι όπως και οι άλλοι νησιωτικοί χοροί γρήγοροι, ελαφροί, με ζωηράδα και χάρη . Η ονομασία τους προέρχεται ή από τους οικισμούς της περιφέρειας που συνήθως ορεύονται (Αγυριώτικος, Γαστουριώτικος, Μεσιώτικος, Κατωμερίτικος, Κορακιανίτικος κλπ) ή απο τους στίχους που τους συνόδευαν (Αη- Γιώργης κλπ). Οι χοροί συνοδεύονται από αρμονική μουσική, παιγνιδιάρα, με πολλά ποικίλματα. Ευκαιρίες για χορό παρουσιάζονταν είτε στα υπαίθρια πανηγύρια, με την ευκαιρία της εορτής κάποιου αγίου τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε στους αρραβώνες και τους γάμους. Σε όσους χορούς υπήρχαν και στίχοι, αυτοί τραγουδιόνταν από τους ίδιους τους οργανοπαίχτες. Στα πανηγύρια δημιουργούνταν “κομπανίες” οργανοπαιχτών ( δύο βιολιά, μία ή δύο κιθάρες και τα τελευταία χρόνια ένα ακορντεόν) συνήθως περισσότερες από μία, στα δε πιο μεγάλα πανηγύρια (Πεντηκοστής – Καστελλάνοι Μέσης, Προφήτη Ηλία – Βελονάδες, Μυρτιώτισσας – Πέλεκας κλπ) συμμετείχαν πολλές τέτοιες “κομπανίες” που έκαναν μάλιστα φωνητικό συναγωνισμό για να τραβήξουν την προσοχή των πανηγυριωτών, από τους οποίους πληρωνόντουσαν όταν παράγγελναν χορό. Ιδιαίτεροι επιδέξιοι βιολιτζήδες θεωρούνταν αυτοί που προέρχονταν από την βόρεια Κέρκυρα. Στα πανηγύρια προσφέρονταν κρασί, αρνί σουβλιστό, ενώ οι φτωχότεροι αρκούνταν μόνο στις “χορδές”, σε κανένα κουλούρι ή “κούτσουλο” πιπεράτο. Μετά τον πόλεμο, στα πανηγύρια ( και στους γάμους) χόρευαν εκτός από τους Κερκυραϊκούς και ευρωπαϊκούς χορούς ( βαλς, ταγκό).

κείμενο και φώτο απο το CD : ” Η Κέρκυρα τραγουδάει , παραδοσιακά κερκυραικά τραγούδια ” απο το φωνητικό συγκρότημα Τ’ΑΡΓΑΣΤΗΡΙ

* * *