1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Κέρκυρας, στην είσοδο της Αδριατικής θάλασσας, προσδιόρισε από πολύ νωρίς τον ιδιαίτερο ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει το νησί στην πλοκή της ιστορίας της Μεσογείου. Η Κέρκυρα, στο δρόμο των καραβιών και των μετακινήσεων, υπήρξε διαχρονικά αντικείμενο συνεχών διεκδικήσεων από όλους τους κατά καιρούς κυρίαρχους, πρωταγωνιστώντας σε όλα τα μεγάλα γεγονότα της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης.
Κατά μοναδικό τρόπο η πόλη των Κορινθίων εποίκων του 8ου αιώνα, έγινε μακεδονική, ρωμαϊκή, βυζαντινή, ανδηγαυική, βενετική, γαλλική, βρετανική και ελληνική, αφήνοντας και διατηρώντας, πάνω στη γη ή λίγα μέτρα κάτω από αυτήν, όλα της τα ίχνη.
Στο πέρασμα των αιώνων, η πόλη της Κέρκυρας διατηρήθηκε ζωντανή. Η εικόνα της σήμερα
ουσιαστικά αποτελεί μία χαρτογράφηση της ιστορίας των διαφορετικών φάσεων της ανάπτυξής της και της δημιουργικής συνύπαρξης των πολιτισμών, που εναλλακτικά αυτή φιλοξένησε. Σε όλες τις ιστορικές φάσεις που γνώρισε η πόλη, το παρελθόν και οι σύγχρονες ανάγκες βρίσκονταν σε διαρκή διάλογο, την μεταμόρφωναν, την επέκτειναν, την προσάρμοζαν στις εκάστοτε αντιλήψεις.

Σήμερα, η παλιά πόλη της Κέρκυρας φιλοξενώντας 7.200 κατοίκους αποτελεί το «ιστορικό κέντρο» μιας ευρύτερης πόλης, των 28.185 κατοίκων, που αναπτύσσεται στην ενδοχώρα, νότια και δυτικά της και επίσης είναι το διοικητικό, κοινωνικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής της, με σημασία για όλη την νησιώτικη Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, αλλά και την στερεωτική δυτική Ήπειρο. Συγχρόνως είναι διεθνής τουριστικός προορισμός, προσελκύοντας περίπου 1.100.000 επισκέπτες τον χρόνο, κυρίως τους θερινούς μήνες. Τοποθετημένη ακριβώς απέναντι από το σημείο απόληξης της Εγνατίας και της Ιόνιας οδού, σε άμεση ακτοπλοϊκή σύνδεση με τη Ιταλία και αεροπορική με τις περισσότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, αντιπροσωπεύει και σήμερα ό,τι αντιπροσώπευε πάντα
στην ιστορία της. Μία πόλη στο σταυροδρόμι της Ανατολής και Δύσης, του Βορρά και του Νότου, που εξακολουθεί να αναμειγνύει πολιτισμούς, να αφομοιώνει διαφορετικότητες χωρίς συγκρούσεις,να συνθέτει έναν ιδιαίτερο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, με έντονο ευρωπαϊκό συμβολισμό.

2. ΑΡΧΑΙΑ ΠΟΛΗ  

Τα πρώτα σημάδια ζωής στην Κέρκυρα χρονολογούνται στην παλαιολιθική εποχή και συγκεκριμένα στη Μέση Παλαιολιθική (50.000-40.000π.χ), όπως μαρτυρούν ανευρεθέντα ίχνη σε σπήλαια του νησιού. Τα πρώτα ίχνη εγκατάστασης και κατασκευής μικρών οικοδομημάτων ανέρχονται στο τέλος της Νεολιθικής και στην αρχή της εποχής του χαλκού.
Η πρώτη γνωστή εγκατάσταση στο νησί xρονολογείται από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Άποικοι από την Εύβοια αρχικά (τους οποίους πολλοί ταυτίζουν με τους Φαίακες της Οδύσσειας του Ομήρου) και στην συνέχεια δεύτερο κύμα αποίκων από την Κόρινθο, εγκαταστάθηκαν σε παραθαλάσσια περιοχή, ήδη κατοικημένη από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως ένας μεγάλος αριθμός ευρημάτων μαρτυρά.
Η αρχαία παραθαλάσσια πόλη, που σύντομα αναδείχτηκε σε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη, αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δύο φυσικά λιμάνια, ήταν περιτειχισμένη με ισχυρά τείχη και αμυντικούς πύργους, είχε εντυπωσιακό πολεοδομικό ιστό κατά το ισοδομικό σύστημα, είχε κεντρική Αγορά με πλακόστρωτο, στοές για την παραμονή πολιτών και για εμπορικές συναλλαγές, σημαντικά δημόσια κτήρια, εργαστήρια κεραμικής και σιδηρουργίας, νεώρια με νεώσοικους, επιβλητικούς ναούς, ιερά άλση και τεμένη.
Σημαντική μαρτυρία του υψηλού πολιτιστικού επιπέδου της αρχαίας πόλης, αποτελεί ο μεγάλος δωρικός ναός της Αρτέμιδος (διαστάσεων 47,50 Χ 22 μ.) κατασκευασμένος από πωρόλιθο στις αρχές του 6ου αιώνα (590-80 π.Χ), του οποίου το ανάγλυφο δυτικό αέτωμα καταλογίζεται ως ένα από τα μοναδικά έργα τέχνης της υστερο-αρχαϊκής περιόδου.
Στην ίδια θέση διατηρήθηκε η πόλη κατά τους κλασσικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο η περιοχή της αρχαίας πόλης μετατράπηκε σε μια τεράστια ρωμαϊκή συνοικία, με πολυτελείς λουτρικές εγκαταστάσεις.
Η χερσόνησος του Κανονιού, που είναι σήμερα προάστιο της σημερινής πόλης,αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονης πόλης πάνω από αρχαία. Οι σωστικές ανασκαφές φανέρωσαν ότι μια ολόκληρη πόλη κοιμόταν κάτω από τη γη.

3. ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΟΛΗ

Μετά από καταστροφική επιδρομή Γότθων στα μέσα του 6ου μ.Χ αιώνα και έχοντας πλέον αλλάξει παντελώς οι συνθήκες ανάπτυξης των πόλεων, το κέντρο της πόλης της Κέρκυρας μεταφέρεται σε γειτονική και φυσικά οχυρή θέση, στο σημερινό Παλαιό Φρούριο, με την χαρακτηριστική μορφολογία των δύο επιβλητικών βράχων, στοιχείο που προσδιόρισε την ονομασία της νέας πόλης. Με την ονομασία “Κορυφώ”, “Κορφοί”, που στην δύση επικράτησε ως “Corfu”, αναπτύχθηκε η μεσαιωνική πόλη, ακολουθώντας τις τύχες και τις αγωνίες του Βυζαντινού Κράτους ανά τους αιώνες.
Οι Βυζαντινοί και στη συνέχεια οι Δεσπότες της Ηπείρου και οι Ανδηγαυοί οχύρωσαν την ακρόπολη και τις κορυφές της, χτίζοντας δύο πύργους (τον πύργο της Θάλασσας και τον Πύργο της Ξηράς).
Ο μεσαιωνικός οικισμός δεν διέφερε από τις τυπικές οχυρωμένες μικρές πόλεις της εποχής, με τα χαρακτηριστικά μορφολογικά στοιχεία των λεπτών τειχών, με επάλξεις που διακόπτονται από ψηλούς τετραγωνικούς και κυκλικούς πύργους.
Παράλληλα με την οχυρωμένη μεσαιωνική πόλη, από το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, διαμορφώθηκε στην αμέσως εκτός των τειχών περιοχή ένας μικρός, αλλά διαρκώς αναπτυσσόμενος οικισμός, το «ξωπόλι» (borgo),.
Η θέση της αρχαίας Κέρκυρας δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ ολοκληρωτικά, μαρτυρούν για αυτό :

  • Βασιλική Παλαιοπόλεως
  • Ιάσονας και Σωσίπατρος
  • Μονή Αγίων Θεοδώρων, κλπ

    4. ΕΝΕΤΙΚΗ ΚΕΡΚΥΡΑ

    Οι τέσσερις αιώνες (1386-1797) κατά τους οποίους η Κέρκυρα στην συνέχεια διοικήθηκε από την Βενετία, αναγνωρίζοντάς την ως “άρχοντα-προστάτη”, προσδιόρισαν κατά κύριο λόγο την
    ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών του νησιού, εφ΄ όσον σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες
    ελληνικές περιοχές, αυτό δεν γνώρισε ποτέ τον Οθωμανικό ζυγό. Η μεγάλη σημασία που
    απέδιδαν οι Βενετοί στην γεωγραφική θέση της Κέρκυρας για την ανάπτυξη του εμπορίου, είχε σαν αποτέλεσμα την υλοποίηση ενός σημαντικού μεγέθους εξελισσόμενου προγράμματος
    οχυρωματικών έργων, που θα την εξασφάλιζε από τις τουρκικές κυρίως επιθέσεις.
    Τα οχυρωματικά έργα της πόλης υλοποιήθηκαν σε 4 κατασκευαστικές φάσεις και καθόρισαν την ανάπτυξη και δομή της πόλης, αυτήν που διατηρείται ουσιαστικά αναλλοίωτη έως σήμερα. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, στην εντός των τειχών πόλη έχει ήδη εξαντληθεί κάθε δυνατή εκμετάλλευση του εδάφους.
    Τα δύο Φρούρια της Κέρκυρας είναι σημαντικότατα μνημεία στρατιωτικής αρχιτεκτονικής,
    που περικλείουν όλες τις βασικές εξελίξεις της αμυντικής τέχνης από τον 15ο έως τον 19ο αι.
    Είναι έργα κορυφαίων αρχιτεκτόνων και μηχανικών της εποχής, από τα τελειότερα συγκροτήματα που κατασκευάστηκαν στην Μεσόγειο, αποδεικνύοντας την μοναδικότητά τους κατά την ίδια την αμυντική τους χρήση. Είναι γνωστό ότι το οχυρωματικό έργο της Κέρκυρας άντεξε πέντε Οθωμανικές πολιορκίες (1430, 1537, 1571, 1573 και 1716), και δεν κυριεύτηκε ποτέ. Για περισσότερο από 120 χρόνια (1669-1797) η Κέρκυρα παραμένει η πρωτεύουσα της Βενετικής Δημοκρατίας στην Ανατολή, ως τελευταίο ευρωπαϊκό
    προπύργιο, μαζί με την Βιέννη, απέναντι στις οθωμανικές επεκτάσεις του 17ου και 18ου
    αιώνα.

    Το οικιστικό σύνολο της Κέρκυρας, που αναπτύχθηκε περιορισμένο από γη και θάλασσα,
    οριοθετημένο με σαφήνεια από τις περιμετρικές οχυρώσεις του, συγκεντρώνει όλα τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά των περιτειχισμένων πόλεων της δύσης, αποτελώντας σήμερα ένα ζωντανό και ιδιαίτερο δείγμα πολεοδομικής οργάνωσης πόλης σε σχέση με την άμυνα :
    • Διαμόρφωση μεγάλης πλατείας (οχυρωματικού κενού -Spianata-) μεταξύ Παλαιού Φρουρίου και πόλης,
    • ακτινωτή διάταξη των δρόμων των πρώτων οικοδομικών τετραγώνων σε σχέση με το κέντρο του Φρουρίου,
    • συσχετισμός των κυρίων δρόμων με τις πύλες του περιτειχίσματος,
    • διακριτοί οικιστικοί πυρήνες που πύκνωσαν σταδιακά με σχεδιασμένο ή δυναμικό σύστημα δόμησης αξιοποιώντας τις βασικές διαδρομές και την μορφολογία του εδάφους,
    • δαιδαλώδες πλέγμα στενών δρόμων στο εσωτερικό των πυρήνων.
    Οι ελεύθεροι χώροι και οι πλατείες συμπληρώνουν με ιδιαίτερα αρμονικό τρόπο τον δομημένο χώρο της πόλης, διαμορφώνοντας μια χαρακτηριστική εύθραυστη μικροκλίμακα.
    Είτε πρόκειται για τον ελεύθερο χώρο της Σπιανάδας μεταξύ Παλαιού Φρουρίου και Πόλης, που καταλαμβάνει το ένα τρίτο της επιφάνειας της παληάς πόλης, είτε για τις μικρές πλατείες ή ακανόνιστα πλατώματα στο εσωτερικό του οικιστικού συνόλου, που προέρχονται από την
    μεσαιωνική οργάνωση της πόλης, θυμίζοντας τα βενετσιάνικα Campielli, αποτελούν μοναδικά χαρακτηριστικά της Κέρκυρας και της ιστορικής της πορείας. Για περισσότερο από 120 χρόνια (1669-1797)η Κέρκυρα παραμένει η πρωτεύουσα της Βενετικής Δημοκρατίας στην Ανατολή, ως τελευταίο ευρωπαϊκό προπύργιο, μαζί με την Βιέννη, απέναντι στις οθωμανικές επεκτάσεις του 17ου και 18ου
    αιώνα.

    ΚΕΡΚΥΡΑ 19ου αιώνα 

    Στα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση των Ενετών (1797) επαναλήφτηκε για μια ακόμη φορά στην ιστορία της Κέρκυρας ένα σενάριο επάλληλων διεκδικήσεων και αντίστοιχων εναλλαγών στην εξουσία των κυρίαρχων δυνάμεων της πολιτικής ιστορίας της Ευρώπης:
    Δημοκρατικοί Γάλλοι (1797-1799), Ρωσοτουρκική κατοχή και Επτάνησος Πολιτεία (1799-1807),
    Αυτοκρατορικοί Γάλλοι (1807-1814). Η πτώση του Ναπολέοντα (1814) ήταν η αιτία που οδήγησε στην εύκολη απομάκρυνση των Γαλλικών στρατευμάτων και την ανακήρυξη, με την συνθήκη των Παρισίων (1815), των «Ενωμένων κρατών των Ιονίων νήσων» σαν ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος, κάτω από την άμεση και αποκλειστική προστασία της Μ. Βρετανίας.
    Κατά τον 19ο αιώνα, οι μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου προκύπτουν κυρίως από τις επεμβάσεις των Άγγλων (1814-1864) στο αμυντικό σύστημα, που αφορούσαν σποραδικές κατεδαφίσεις τειχών και οχυρώσεων και καθαιρέσεις αρκετών προσκτισμάτων στους σημαντικούς δρόμους και ελεύθερους χώρους.
    Ο πολεοδομικός ιστός όμως παραμένει ανέπαφος και παραπέμπει (μέχρι σήμερα) στη μακρινή μεσαιωνική τάξη πραγμάτων.
    Το αστικό τοπίο καθορίστηκε κυρίως από την αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα της περιόδου αυτής, έτσι ώστε η γενική αίσθηση του τρισδιάστατου χώρου της Παλιάς Πόλης σήμερα αποπνέει μεταγενέστερες της μεσαιωνικής εποχές εκφράζοντας, ανάλογα με το αρχιτεκτονικό ύφος των οικοδομών που κυριαρχούν, ένα λιτό μανιερισμό με στοιχεία αναγεννησιακά και μπαρόκ ή ένα κλασικισμό με νεοπαλλαδιανά και νεοκλασικά χαρακτηριστικά.

    Από το 1830 περίπου, μια σειρά ελλήνων τεχνικών παίρνει στα χέρια της και την επίσημη αρχιτεκτονική, αναλαμβάνοντας παράλληλα την επάνδρωση της τεχνικής υπηρεσίας.
    Ο αρχιτέκτονας που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα είναι ο κερκυραίος αρχιτέκτονας Ιωάννης Χρόνης (1800-1879), με σπουδές στην Κέρκυρα, Βενετία και την περίφημη Ακαδημία του Σαν Λούκα της Ρώμης, από τους πρώτους τεχνικούς επιστήμονες του Ελληνικού χώρου γενικότερα. Όλα τα μεγάλα, με κοινωνική σκοπιμότητα, κτίρια της πόλης, που δείχνουν και την ιδιαίτερη πολιτιστική ακμή του τόπου τον 19ο αιώνα, είναι δεμένα με το όνομα του προικισμένου κερκυραίου αρχιτέκτονα.
    Σε αυτόν οφείλονται τα νεοκλασικού χαρακτήρα κτίρια της Ιονικής Τράπεζας, της Ιονίου Βουλής και το Χρηματιστήριο, αλλά και πολλές σημαντικές ή και απλούστερες κατοικίες και κυρίως το μέγαρο της οικογένειας του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια, που στέγασε για ένα διάστημα τη Νομαρχία. Με τη μαρμάρινή του πρόσοψη, με τις κομψές Κορινθιακές παραστάδες, θεωρείται από τα ωραιότερα μνημεία της νεότερης Ελλάδας.
    Το 1864 πραγματοποιείται η ενσωμάτωση της Κέρκυρας στο Ελληνικό κράτος. Η Κέρκυρα θα πάψει να είναι πρωτεύουσα του Ιονίου κράτους και θα δει το Πανεπιστήμιό της και την Βουλή της να κλείνουν μέσα στον ενθουσιασμό της Ενώσεως.
    Στο εξής θα αποτελεί μία Νομαρχία του Ελληνικού Κράτους.

     

    Μαίρη Μητροπία, αρχιτέκτων, συντονίστρια Γραφείου Παλιάς Πόλης Κέρκυρας, Ελλάδα.


    *  *  *