Πρότυπο ιταλικής πολεμικής σημαίας

Κυκλοφορούν αρκετοί μύθοι και ιστορίες, πολλές φορές με μια δόση υπερβολικού μυστηρίου, σχετικά με την τύχη που είχαν οι σημαίες των ιταλικών στρατιωτικών μονάδων στα Επτάνησα, ειδικά κατά τις τελευταίες δραματικές ώρες της ιταλικής κατοχής 1941-1943. Αυτοί οι μύθοι γεννήθηκαν και μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα είτε από τους ντόπιους, είτε από Ιταλούς παλαίμαχους της  Άκουι, χωρίς όμως, στη συντριπτική πλειοψηφία, να υπάρχουν πραγματικοί αυτόπτες μάρτυρες.

Η ιταλική στρατιωτική κατοχή των Επτανήσων είχε ανατεθεί στην μεραρχία Πεζικού Άκουι (Acqui), η οποία με μικρά ή με μεγάλα τμήματά της κάλυπτε όλα τα Επτάνησα. Οι δυνάμεις της στα νησιά του Ιονίου αναδιοργανώθηκαν και αναδιανεμήθηκαν αρκετές φορές κατά τους 29 μήνες της ιταλικής κατοχής σύμφωνα με τις αμυντικές απαιτήσεις της κάθε στιγμής, αλλά εδώ θα σταθούμε στην κατάσταση των μεγάλων μονάδων της (συντάγματα), τον Σεπτέμβριο του 1943.
Η μεραρχία, στην τελική της μορφή, αποτελούνταν από τα εξής συντάγματα:

  • 17° Σύνταγμα Πεζικού
  • 18° Σύνταγμα Πεζικού
  • 317° Σύνταγμα Πεζικού
  • 33° Σύνταγμα Πυροβολικού

Το 17° και το 18° αποτελούσαν τον ιστορικό πυρήνα, την παράδοση της Άκουι. Δημιουργήθηκαν και τα δύο τον 18° αιώνα και δέχτηκαν την τελική διαμόρφωση και ονομασία με τον Κανονισμό του Στρατού του 1926.
Το 33° Σύνταγμα Πυροβολικού ήταν πιο πρόσφατο. Δημιουργήθηκε το 1915 κατά τον Α’ Π.Π. και το 1920 διαλύθηκε. Ανασυγκροτήθηκε το Νοέμβριο του 1939 και έλαβε την πολεμική του σημαία τον επόμενο μήνα.
Το 317° ήταν το πιο νέο και το πιο άγουρο. Δημιουργήθηκε εν μέσω του πολέμου για τις ανάγκες της Άκουι λόγω της αιμορραγίας σε έμψυχο και άψυχο υλικό που είχε υποστεί η μεραρχία αλλά και λόγω της αναδιοργάνωσης της ιταλικής αμυντικής βίβλου, σχετικά με την δύναμη των μεραρχιών. Δεν ήταν ετοιμοπόλεμο, αντίθετα απαρτίζονταν από πρώην σμηνίτες με ένα μήνα εκπαίδευσης, κατά την οποία είχαν ρίξει συνολικά 6 βολές ντουφεκιού. Το σύνταγμα δημιουργήθηκε το Νοέμβριο του 1941 και έφτασε στα Επτάνησα το 1942.

Οι πολεμικές σημαίες

Το 317° Σύνταγμα Πεζικού επάνδρωνε αρχικά την Ζάκυνθο αλλά κατά τα μέσα του ’43 άρχισε να μετακινείται προς την Κεφαλονιά, όπου και διαλύθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1943. Η τύχη της πολεμικής του σημαίας είναι άγνωστη.

To 33° Σύνταγμα Πυροβολικού τον Σεπτέμβριο του 1943 βρίσκονταν με τις κύριες δυνάμεις του στην Κέρκυρα. Η τύχη της πολεμικής του σημαίας είναι άγνωστη.

Το 17° Σύνταγμα Πεζικού βρίσκονταν στην Κεφαλλονιά και ένας λόχος του στην Ιθάκη. Αρχικά δεν υπήρχαν στοιχεία για την τύχη της σημαίας του. Όμως, στις αρχές του 1954, ο απόστρατος στρατιώτης Cirillo Baltieri, που την εποχή των γεγονότων ανήκε στον λόχο διοίκησης του συντάγματος, έστειλε μια σειρά επιστολών στο ιταλικό Υπουργείο Αμύνης, κατά τις οποίες ισχυριζόταν ότι γνώριζε τον τόπο όπου στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 είχε θαφτεί ένα ξύλινο κουτί με επένδυση από ψευδάργυρο, το οποίο περιείχε το μισό ύφασμα της πολεμικής σημαίας, το κοντάρι πριονισμένο στη μέση, τη μεταλλική άκρη του κονταριού σε σχήμα βέλους και τα μετάλλια της σημαίας του συντάγματος. Ο μόνος όρος που έθεσε ο Baltieri ήταν να επωμισθεί το Υπουργείο το κόστος για το ταξίδι του στην Ελλάδα μέχρι το σημείο όπου είχε θαφτεί η σημαία, ώστε να μπορέσει να ανακτήσει προσωπικά το περιεχόμενο του κουτιού. Ωστόσο, δεν δόθηκε συνέχεια στο αίτημα επειδή το υπουργείο υποψιάστηκε ότι σκοπός του Baltieri ήταν να ανακτήσει άλλα αντικείμενα που δεν είχαν σχέση με την σημαία.
Πάντα εκείνη τη χρονιά του 1943,  χάρη στον Ιταλό στρατιωτικό ακόλουθο στην Ελλάδα αντισυνταγματάρχη Ντι Λέο, βρέθηκε στην Κεφαλλονιά το κοντάρι της πολεμικής σημαίας του 17ου, χωρίς όμως το ύφασμα της σημαίας.

Το  18° Σύνταγμα Πεζικού τον Σεπτέμβριο του 1943 επάνδρωνε την Κέρκυρα με τη διοίκησή του να βρίσκεται στο Παλαιό Φρούριο. Αφού αρνήθηκε την παράδοση, πολέμησε κατά των Γερμανών μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, οπότε και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Τότε, ο υποδιοικητής ταγματάρχης Alessandro Fiorone έδωσε εντολή στον υπολοχαγό Dell’Olmo να προστατεύσει την πολεμική σημαία ώστε να μη πέσει στα χέρια των Γερμανών. Ο υπολοχαγός έκαψε τη σημαία, έκοψε το κοντάρι σε κομμάτια και τα έκλεισε σε δύο τσίγκινα κουτιά, μαζί με το μεταλλικό βέλος της αιχμής του κονταριού, το κορδόνι, την μπλε κορδέλα και τα μετάλλια της σημαίας. Τα κουτιά εντοιχίστηκαν στη δεξιά και αριστερή πλευρά μιας στοάς του Παλαιού Φρουρίου. Ακολούθως, έχοντας λάβει διαβεβαιώσεις από τους Γερμανούς ότι οι αιχμάλωτοι θα μεταφέρονταν στην Ιταλία, ο υπολοχαγός Dell’Olmo και ο ταγματάρχης Fiorone ανάκτησαν τα δύο κουτιά, τα έκρυψαν στις προσωπικές τους αποσκευές, καταφέρνοντας να ξεπεράσουν τις έρευνες που έκαναν οι Γερμανοί, σώζοντας με αυτό τον τρόπο το περιεχόμενο από κατάσχεση. Τα κουτιά επέστρεψαν μαζί τους στην Ιταλία και από το 1947 το περιεχόμενο εκτίθεται στο Κεντρικό Μουσείο της Ιταλικής Ενοποίησης (Risorgimento) στη Ρώμη.

Ωστόσο, στην Κέρκυρα, εκείνες τις δραματικές μέρες του 1943 βρίσκονταν ακόμα μία πολεμική σημαία.

Το 49° Σύνταγμα Πεζικού «Parma», τμήμα της ομώνυμης μεραρχίας, τον Σεπτέμβριο του 1943 βρίσκονταν στην Νότιο Αλβανία – ήδη από τα τέλη του ελληνοϊταλικού πολέμου- με καθήκοντα κατοχής και οργάνωσης επιχειρήσεων κατά των ανταρτών. Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση η διοίκηση του και ένα τάγμα του κατευθύνονται προς τους Άγιους Σαράντα και από εκεί περνούν στην Κέρκυρα, μεταφέροντας μαζί τους την πολεμική σημαία του συντάγματος. Αυτό το τμήμα του 49ου Συντάγματος θα πολεμήσει μέχρι την 25η Σεπτεμβρίου, τελευταία μέρα των εχθροπραξιών. Εκείνη την ημέρα ο συνταγματάρχης Bettini, διοικητής του συντάγματος (ο οποίος λίγο αργότερα θα εκτελεστεί από τους Γερμανούς), παρουσία του υπολοχαγού Arturo Bertolini, του ανθυπολοχαγού Dante Frezza και του αντισυνταγματάρχη Enrico Pasquinelli, έθαψε κοντά σε μια μικρή εκκλησία, δύο χιλιόμετρα μακριά από το Τεμπλόνι, τη σημαία του συντάγματος, συμπεριλαμβανομένων όλων των εξαρτημάτων και των μεταλλίων της, καθώς και της γαλάζιας κορδέλας που έφερε ο βασιλιάς Ουμβέρτος Α’ το 1866, τότε πρίγκιπας διάδοχος, όταν ήταν διοικητής του συντάγματος στην καθοριστική μάχη της Villafranca, την περίοδο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Παρά τις έρευνες που έγιναν μετά τον πόλεμο, εξαιτίας των αλλαγών που υπέστη η περιοχή του τόπου που θάφτηκε, η σημαία δεν θα εντοπιστεί ποτέ.

Παραμένει λοιπόν άγνωστη η τύχη τριών από τις πέντε ιταλικές πολεμικές σημαίες συνταγμάτων που βρίσκονταν στα Επτάνησα τον Σεπτέμβρη του 1943 ενώ κανένα από τα υφασμάτινα τρίχρωμα (tricolore) όλων των σημαιών δεν βρέθηκε μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό τον λόγο ίσως το πέπλο του μυστηρίου που καλύπτει αυτές τις ιστορίες να είναι δικαιολογημένο. Το σίγουρο είναι πως φαντάζει απίθανη μια νέα εύρεση, ειδικά λόγω της επίδρασης του χρόνου πάνω στα ευαίσθητα αυτά υλικά αλλά και λόγω του θανάτου των πρωταγωνιστών, οι οποίοι γνώριζαν την τοποθεσία που κρύφτηκαν, αν πραγματικά κρύφτηκαν, αυτές οι σημαίες.
Η τύχη των πολεμικών σημαιών του 317ου Συντάγματος Πεζικού, του 49ου Συντάγματος Πεζικού και του 33ου Συντάγματος Πυροβολικού θα παραμείνει ένα καλά φυλαγμένο μυστικό, ένα από τα πολλά που κρύβει το Ιόνιο.

 

Σπύρος Ιωνάς

πηγή: Γενικό Επιτελείο Ιταλικού Στρατού – Διεύθυνση Ιστορίας Ιταλικού Στρατού

 

* * *