Μπορεί να φαίνεται παράξενος ο τίτλος «Δε πουγιέται» και ο αναγνώστης να ανοίξει το βιβλίο με κάποιο σκεπτικισμό, αλλά μετά από την ανάγνωση μερικών σελίδων γίνεται  εμφανής ο λόγος για τον οποίο «Δε πουγιέται».

Ο Γιώργος Καγκουρίδης καταγράφει την καθημερινότητα στις γειτονιές της πόλης από τη δεκαετία του ’50 ως τις μέρες μας. Μεταφέρει τις προσωπικές του αναμνήσεις και τις «αναμνήσεις της ίδιας της πόλης μας» σε μια προσπάθεια να μην ξεχαστούν από τους παλιότερους και να μοιραστούν όσο γίνεται – και αν γίνεται, στους νεότερους.

Ο τόμος μετρά σχεδόν τριακόσιες σελίδες περιλαμβάνοντας δεκάδες κείμενα το καθένα  από τα οποία είναι κομμάτι της ζωής της πόλης μας. Η διήγηση είναι γλαφυρή και οι διάλογοι δοσμένοι στο τοπικό ιδίωμα από το οποίο λίγες λέξεις έχουν μείνει στην ομιλούμενη. Οι συμπολίτες που βρίσκονται σήμερα στην έκτη δεκαετία της ζωής τους και μετά, γνώρισαν τη ντοπιολαλιά στα ξεκέντια της, όταν η επέλαση του τουρισμού άρχισε να αλλάζει την οικονομία του νησιού, στη συνέχεια την κοινωνία και όλο το πολιτιστικό πλαίσιο.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί πως κυλούσε ζωή στο Αβράμη, τη γειτονιά των παιδικών χρόνων του συγγραφέα, στα στενοσόκκακα του Καμπιέλου, στη Κοντραφόσσα  κι αλλού, σε μια εποχή που η πόλη ήταν «μικρή», το Σαρόκο «πολύ μακριά» και το κάθε παιδί ήξερε κυρίως τη γειτονιά του και την παρέα του. Εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση και κινητό, τα παιδιά ασχολούνταν με ομαδικά παιγνίδια και όπου μπορούσαν έπαιζαν ανάμεσα σε άλλα: «τύχες», «βόλους», «κουτσό» και «πατώ το παλατάκι σου».

Ο Γιώργος Καγκουρίδης δεν αγνοεί την Κέρκυρα του σήμερα, ούτε το πώς αυτή έφτασε στη σημερινή κατάσταση. Μας δίνει περιγραφές και διαλόγους  εφάμιλλους αυτών που δίνει ο Νίκος Τσιφόρος στα βιβλία του και τον οποίο μας θυμίζει σε πολλά σημεία. Τα κείμενα διαπερνά  η νοσταλγία μιας κοινωνίας  που χάθηκε μέσα στις οικονομικές αλλαγές, αλλά και η  πίκρα  για το σημερινό χάλι. Όλα  μέσα από ένα καλοδοσμένο χιούμορ.

«Δε πουγιέται» λοιπόν για έναν απλούστατο λόγο: Οι αναμνήσεις της ζωής σου είναι η ίδια η ζωή σου και ένα κομμάτι στης ιστορίας του τόπου σου. Πώς να τις πουλήσεις; Και ας ζούμε μια εποχή που σχεδόν τα πάντα πουλιούνται, σχεδόν τα πάντα αγοράζονται και οι ανθρώπινες σχέσεις υπολογίζονται κυρίως ανταποδοτικά σε ευρώ.

Η επιλογή μερικών γραμμών από το βιβλίο για μια παρουσίαση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Είναι τέτοιο το γράψιμο των δεκάδων κειμένων που δεν μπορείς να διαλέξεις  αποσπάσματα παρά στην τύχη.

«Από παγιά πολλοί τήνε θαγμάζανε τη Κέρκυρα. Ερχόντανε οι περιηγητάδες, εγλέπανε τη πόλη από το καράβι, ανάμεσα στα δύο μεγάλα Φρούργια, ανοίγανε τα βιβλία τους κι εδιαβάζανε περί της νήσου των Φαιάκων, για τον Αλκίνοο και τη Ναυσικά και του δίνανε με τα λοντόνια ν’ ανακαλύψουνε που εβγήκε ο Οδυσσέας  και που αράξανε οι τούρκοι να πάρουνε το νησί και μετά όπου φύγει-φύγει. Είχανε βγει και οι φωτογραφικές μηχανές, αυτές με τον τρίποδα, και βγάνανε φωτογραφίες τα τοπία και τσου χωργιάτες, τα μπαλώματα και τη ξυπολησιά τους, κάτι ελέγανε για κουλέρ λοκάλ και σήμερα τσι φωτογραφίες τους τσι βλέπουμε στο fb και λέμε τι ωραίες που είναι και κάνουμε  like…».

Και ένα περιστατικό σε μια μακρυνή πια κοινωνία:

«… Λίγο ηθέλανε να μπούνε στη μπούκα τση Κόντρα Φόσσας, να τεγειώνουνε. Τσου πίτυχε στη μπάντα το αντιμάμαλο. Οι δύο βάρκες ασκωθήκανε ταψήλου κι επέσανε ολομεμιάς στο λάκκο. Το ρεμούκιο τεντώθηκε σα στρίκα, εκόπηκε. Η γαέτα του Γίγαντα εμπήκε στη Κόντρα Φόσσα. Το μπατέλο του Μπονόρα ετσακίστηκε κάτου από τη Μαντρακίνα.

Αράξανε, εδέσανε.

Ρίξανε ξύλα στη θράκα, έγινε φωτιά μεγάλη. Ο Μπονόρας εστέγνωνε κι έκλαιε το μπατέλο του. Ξεδόλωνε και τα κορωνάτα. Του δώκανε τσιγάρο και ρετσίνα. Μετά έφαε και σαρδέλες κι από το ψωμί οπούφερε ο Σπύρος.

  • Αυτό το μπατέλο είχα για να ζιώ. Ετώρα;

Εσυνεννοηθήκανε με τα μάτγια.Εβγάλανε από τη τσέπη τους ό,τι είχε ο καθένας. Εφωνάξανε το μάστρο Καβουρέλη και του τα δώκανε μπροστάντζα για το καινούργιο μπατέλο του Μπονόρα. Ο μάστρο Καβουρέλης είπε:

  • Καλά είναι, δε θέλω άλλα.

Την άλλη μέρα ο Μπονόρας έφυγε με ταπόδια από τη χώρα να πάει να προσκυνήσει τον Υψηλόνε. Το Παντοκράτορα.»

Αν και «Δε πουγιέται», βρείτε το.

 

Γιώργος Ζούμπος

Όπως δημοσιεύτηκε στη «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 19/8/2000