«… Στον ελλαδικό χώρο αποτελεί κερκυραϊκό παράδοξο το γεγονός ότι ένα μέρος μιας όπερας (η οποία ως είδος ήταν πάντοτε στο στόχαστρο των εκκλησιαστικών κύκλων) και μάλιστα με μια υπόθεση όπως του Amleto, καθιερώθηκε ως αναπόσπαστο μέρος μιας από τις σημαντικότερες θρησκευτικές τελετές του νησιού…»
Άμεσα συνυφασμένη με την κερκυραϊκή ζωή, η μουσική δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει από τις εκδηλώσεις του Μεγαλοβδόμαδου. Η συμμετοχή μουσικών συνόλων σε θρησκευτικές εκδηλώσεις εντοπίζεται ήδη στα χρόνια της Βενετοκρατίας, ωστόσο η συμμετοχή στρατιωτικής μπάντας με την σημερινή περίπου μορφή ανάγεται στις αρχές της Αγγλοκρατίας. Το 1841 εμφανίζεται για πρώτη φορά η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας (Παλιά). Πενήντα χρόνια αργότερα, το 1890, δημιουργείται η μπάντα της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος». Μεσολαβούν μερικές βραχύβιες μπάντες («Σαμάρας», «Ρομποτή») και το 1980 προστίθεται στην πόλη εκείνη της Φιλαρμονικής «Καποδίστριας». Ενδιάμεσα, πολλές μπάντες δημιουργούνται στην ύπαιθρο καθιστάμενες εστίες πολιτιστικής ανάπτυξης και οι οποίες συνεχίζουν το έργο τους μέσα από δυσκολίες που πολλές φορές φαντάζουν ανυπέρβλητες.
Τα χρόνια που πέρασαν διαμόρφωσαν κάποια έθιμα των οποίων τις απαρχές είναι εξαιρετικά δύσκολο σήμερα να ανιχνεύσουμε. Έτσι, για όλους Κερκυραίους είναι αυτονόητο ότι το Μ. Σάββατο η «Παλιά» θα «παίξει Amleto» και η «Μάντζαρος» Calde Lacrimae, αλλά από τις ως τώρα έρευνες δεν έγινε δυνατόν να μάθουμε πως τα μουσικά αυτά τεμάχια ήλθαν στην Κέρκυρα και από πότε καθιερώθηκαν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εκτελούνται από τις αρχές του 20ου αιώνα και ίσως τα έφερε κάποιος ιταλός αρχιμουσικός που εργαζόταν στην Κέρκυρα ή Κερκυραίος μουσικός που σπούδαζε ή ταξίδεψε στην Ιταλία ή ακόμα να αποτέλεσαν μέρος κάποιας παραγγελίας μουσικών τεμαχίων κάποιας φιλαρμονικής.
Ας δούμε όμως μερικά για τα πένθιμα εμβατήρια που εκτελούνται στον επιτάφιο της Μητρόπολης και στη λιτανεία του Μ. Σαββάτου και τους συνθέτες τους.
Φιλαρμονική Ένωση ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Τα πένθιμα εμβατήρια που αποδίδει η Φ.Ε. «Καποδίστριας» είναι η Sventura (Συμφορά) στον επιτάφιο της Μητρόπολης και η «Marcia Funebre» από την Ηρωική Συμφωνία του Μπετόβεν στη λιτανεία του Μ. Σαββάτου σε διασκευή και ενοργάνωση του αείμνηστου αρχιμουσικού Σπύρου Δουκάκη, κύριου εισηγητή των μπετοβενικών ακουσμάτων στο ρεπερτόριο των κερκυραϊκών μπαντών. Μερικές φορές, το βράδυ της Μ. Παρασκευής αποδίδει και την πασίγνωστη Marcia Funebre του Fr. Chopin, έργο που αποτελούσε μέρος του ρεπερτορίου και των ελληνικών στρατιωτικών μουσικών σωμάτων των αρχών του 20ου αιώνα.
Για την Sventura, δεν υπάρχουν ειδήσεις. Γνωρίζουμε ότι συνθέτης της είναι ο Mariani, χωρίς όμως να μπορούμε να δώσουμε ακριβή στοιχεία για αυτόν. Γνωρίζουμε μόνο, από προφορική παράδοση, ότι γράφτηκε για την κηδεία του βασιλιά της Ιταλίας Ουμβέρτου Α’ ο οποίος δολοφονήθηκε στις 29 Ιούλη 1900 έξω από το στάδιο της Monza στην περιοχή που Μιλάνου. Κατά άλλη εκδοχή, πρωτοπαίχτηκε στην κηδεία του βασιλιά Βίκτορα Εμμανουήλ Β’ το 1878 και πιθανόν συνθέτης της είναι ο ιταλός συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας Angelo Mariani (Ravena 1821 – Genova 1873), συνθέτης συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου και έξοχος ερμηνευτής των έργων του Verdi. Να σημειωθεί ότι ο μαθητής του Μάντζαρου Διονύσιος Ροδοθεάτος ορμώμενος από το ίδιο γεγονός συνέθεσε επίσης ένα πένθιμο εμβατήριο (Α Vittorio Emmanuele II, Re d’ Italia), η πρωτότυπη παρτιτούρα του οποίου βρίσκεται στο αρχείο της Φιλαρμονικής «Μάντζαρος».
Η «Marcia Funebre» που αποτελεί το δεύτερο μέρος της 3ης Συμφωνίας του L.van Beethoven, της λεγόμενης και «Ηρωϊκής», είναι βέβαια γνωστή. Γράφτηκε το 1803 και αγαπήθηκε από το συνθέτη περισσότερο από όλα του τα έργα. Φαίνεται ότι προοριζόταν ν’ απεικονίσει τον Ναπολέοντα που «τα χρόνια εκείνα έδινε στον Beethoven την εντύπωση ενός αρχαίου ήρωα, …». Όμως, η αφιέρωση στον Ναπολέοντα αποσύρθηκε με οργή, όταν ο συνθέτης έμαθε ότι ο ήρωάς του είχε ανακηρύξει τον εαυτό του αυτοκράτορα των Γάλλων. «Ως και αυτός λοιπόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας κοινός θνητός; Τώρα θα τσαλαπατήσει τα δικαιώματα του ανθρώπου και θα γίνει τύραννος!». Αλλά ο Beethoven μοιάζει να συγχώρεσε τον Ναπολέοντα, γιατί στα 1810 είχε την πρόθεση να του αφιερώσει τη Λειτουργία σε Ντο Μείζονα. Όπως είναι αναμενόμενο, για τις ανάγκες της απόδοσης του έργου από ένα σύνολο πνευστών, το δεύτερο μέρος της μπετοβενικής 3ης Συμφωνίας έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές.
Φιλαρμονική Εταιρεία ΜΑΝΤΖΑΡΟΣ
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής η «Μάντζαρος» αποδίδει την Marcia Funebre του G. Verdi (η οποία έχει συμπεριληφθεί στο ρεπερτόριό της από εικοσαετίας περίπου) και την Marcia Funebre No 2. Στη μνήμη του υπαρχιμουσικού Χρήστου Δαπέργολα, την οποία έχει συνθέσει ο Αρχιμουσικός της Στέφανος Δολιανίτης.
Στη λιτανεία του Μ. Σαββάτου εκτελεί το πένθιμο εμβατήριο Calde Lacrimae (Καυτά Δάκρυα) του Cesare De Michelis και τη Marcia Funebre του Δημητρίου Ανδρώνη. Για τον Cesare De Michelis δεν υπάρχουν ως τώρα ειδήσεις. Μόνο στην προφορική παράδοση της «Μαντζάρου» αναφέρεται ότι ήταν μοναχός.
O Δημήτριος Ανδρώνης γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1866 και σπούδασε σύνθεση και πιάνο στο Βασιλικό Κονσερβατόριο της Νάπολης της Ιταλίας (όπως και όλοι σχεδόν οι επτανήσιοι μουσουργοί) από όπου πήρε το δίπλωμά του με άριστα. Στη συνέχεια σπούδασε και στη Γερμανία. Έγινε μέλος της Βασιλικής Φιλαρμονικής Ακαδημίας της Bologna, όπου και έκανε την πρώτη του πετυχημένη εμφάνιση στο ιταλικό κοινό, ενώ δίδαξε πιάνο και σύνθεση στη Νάπολη και στην Bologna. Το 1890 προσκλήθηκε από την Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (Παλιά) να επιστρέψει από την Ιταλία και να αναλάβει τη διεύθυνση των μουσικών της Σχολών. Ο Ανδρώνης αναδιοργάνωσε στις Σχολές και παράλληλα δίδασκε ανώτερα θεωρητικά και πιάνο ενώ ήταν και «Πρόεδρος της Μουσικής», δηλαδή καλλιτεχνικός διευθυντής της. Αναγκάστηκε όμως να παραιτηθεί από την θέση του λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε αφήνοντας, όμως, πίσω του ένα σπουδαίο συνθετικό έργο, το οποίο περιελάμβανε και μια σειρά πένθιμων εμβατηρίων για μπάντα, πολλά από τα οποία εντοπίστηκαν πρόσφατα στο αρχείο της ΦΕΚ.
Στις 19 Απρίλη 1896 έδωσε ένα επιτυχημένο ρεσιτάλ στην αίθουσα του αθηναϊκού συλλόγου «Παρνασσός» και μία «μεγαλοπρεπέστατη» συναυλία στην Κέρκυρα το 1907, χωρίς όμως να καταφέρει να ανανεώσει τη μουσική ζωή της πατρίδας του με την μέθεξη των πανευρωπαϊκών μουσικών εξελίξεων που ήταν σχεδόν άγνωστες σε αυτήν.
Συνέθεσε διάφορα πιανιστικά έργα και πρωτότυπα κομμάτια για ορχήστρα πνευστών, από τα οποία το γνωστότερο είναι το Ολυμπιακό Ποίημα που αφιέρωσε στην Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας και πρόσφατα δισκογραφήθηκε για λογαριασμό της Βουλής των Ελλήνων από τη Φιλαρμονική «Μάντζαρος».
Το 1918 ο Ανδρώνης αναχώρησε για την Ιταλία και εγκαταστάθηκε στην Francavilla κοντά στο Lecce. Εκεί, την ίδια χρονιά δέχτηκε δολοφονική επίθεση και υπέκυψε στο μοιραίο.
Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (ΠΑΛΙΑ)
Στον επιτάφιο της Μητρόπολης η «Παλιά» εκτελεί το Adagio του Tomaso Albinoni (Βενετία 1671-1751), σε διασκευή και ενοργάνωση Δημήτρη Κάφυρη και το Μεγάλο Σαββάτο το πένθιμο εμβατήριο Amleto του Franco Faccio.
Το Adagio είναι ουσιαστικά η εναρμόνιση μιας γραμμής μπάσου που εντόπισε ο μιλανέζος μουσικολόγος Remo Giazotto σε χειρόγραφο της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Δρέσδης λίγο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη την εποχή ο Giazotto συμπλήρωνε την βιογραφία του Albinoni και έναν κατάλογο των έργων του. Μόνο η γραμμή του μπάσου και έξι μέτρα του Adagio είχαν διασωθεί στο χειρόγραφο, προερχόμενα πιθανότατα από ένα αργό δεύτερο μέρος μιας Τριοσονάτας. Μέσα στο 1945 ο Giazotto είχε επανασυνθέσει το κομμάτι, και θεωρώντας (μάλλον εσφαλμένα) ότι προοριζόταν για εκκλησιαστική χρήση, πρόσθεσε και εκκλησιαστικό όργανο. Ουσιαστικά, λοιπόν, το πασίγνωστο αυτό έργο δεν είναι σύνθεση του Albinoni, αλλά μια από τις πολλές εκδοχές που θα μπορούσαν να προκύψουν, από την διαφορετική εναρμόνιση του σωζόμενου μπάσου του Ιταλού συνθέτη. Το Adagio είναι γραμμένο σε μέτρο ¾ και εκτελείται από την Παλιά με την κατάλληλη διασκευή σε τετραμερή ρυθμό.
Faccio, Amleto και Scapigliatura
Ο συνθέτης του Amleto, Franco Faccio, γεννήθηκε στην Verona στις 8 Μάρτη 1840 και διακρίθηκε στους αγώνες του ιταλικού Risorgimento μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, Arrigo Boito. Σπούδασε στο Ωδείο του Μιλάνου και μαζί με τον Boito (επίσης σπουδαστή του ίδιου ωδείου) έλαβαν κρατική υποτροφία για να γνωρίσουν την κεντροευρωπαϊκή μουσική προσέγγιση της εποχής τους. Ο Faccio διορίστηκε καθηγητής του μιλανέζικου ωδείου το 1868, ενώ ταυτόχρονα διεύθυνε τα θέατρα Carcano και Scala.
Στα 1863 παρουσιάζει με επιτυχία την πρώτη του όπερα I profughi Fiamminghi (Οι Φλαμανδοί πρόσφυγες) και δύο χρόνια αργότερα την δεύτερη και τελευταία, τον Amleto, σε τέσσερις πράξεις και σε λιμπρέτο του Arrigo Βoito. Η πρεμιέρα του Amleto δόθηκε στο θέατρο Carlo Felice της Genova στις 30 Μάη του 1865. Από την όπερα αυτή προέρχεται και το πένθιμο εμβατήριο που αποδίδεται το πρωί του Μ. Σαββάτου. Ο Faccio συνέθεσε επίσης ορχηστρική μουσική και σε συνεργασία με τον Boito τις πατριωτικές καντάτες Il Quattro Giugno (1860) και Le sorelle d’ Italia (1861), ακριβώς πάνω στην κορύφωση του ιταλικού Risorgimento, κίνημα το οποίο μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με τον σύγχρονό του επτανησιακό ριζοσπαστισμό.
Ο Faccio, όμως, εγκατέλειψε γρήγορα τη σύνθεση για να αφιερωθεί στη διεύθυνση ορχήστρας. Εξελίχθηκε σε έξοχο μαέστρο και ερμηνευτή του Verdi, ο οποίος του εμπιστεύτηκε πολλές πρεμιέρες των έργων του (όπως και άλλοι συνθέτες), παρά την ψυχρότητα που υπήρχε στις σχέσεις τους κατά την περίοδο 1863–1869, εξαιτίας μιας ατυχούς παρεξήγησης, της οποία πρωταγωνιστής ήταν ο Boito. Στις 8 Φλεβάρη 1872 διεύθυνε με τεράστια επιτυχία στη Scala, την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της Aida και επιβλήθηκε πλέον οριστικά στο θέατρο αυτό. Στα 1876 διεύθυνε την πρεμιέρα της Gioconda του Α. Ponchielli και στα 1889 τον Edgard του τότε αναδυόμενου G. Puccini. Στις 5 Φλεβάρη του 1887 διεύθυνε, και πάλι στη Scala, την πρεμιέρα του Otello του Verdi. Διέδωσε το Βαγκνερικό έργο στην Ιταλία, ενώ ήταν επίσης πολύ δημοφιλής στη Γαλλία και στη Γερμανία. Πέθανε στο άσυλο φρενοβλαβών της Monza στις 21 Ιούλη του 1891, σε ηλικία 51 χρονών.
Η όπερα «Amleto»
H όπερα Amleto, σε λιμπρέτο του Boito βασισμένo στο ομότιτλο έργο του Σαίξπηρ, δεν επιβίωσε στο οπερατικό ρεπερτόριο της εποχής μας, κάτι που πρέπει να θεωρείται σχεδόν αναμενόμενο εξαιτίας της χλιαρής ως αρνητικής υποδοχής που είχε το έργο τόσο κατά την πρεμιέρα του το 1865 όσο, αν όχι κυρίως, και κατά την επαναπαρουσίασή του το 1871. Η αντιμετώπιση αυτή οφείλεται κυρίως στις μουσικοαισθητικές αντιλήψεις των Faccio και Boito. Πράγματι, οι δύο αυτοί δημιουργοί, αν και άκρατα Ιταλοί στις πολιτικές απόψεις τους, ήταν μουσικά επηρεασμένοι από τη γερμανική ορχηστρική μουσική, η οποία μέσω των έργων του Wagner προέβαλλε ένα εντελώς διαφορετικό μελοδραματικό ύφος, το οποίο θεωρήθηκε ότι χαρακτήριζε την όπερα Amleto. Το ενδιαφέρον αυτό των Faccio και Boito οφείλεται στην φοίτησή τους στο πλευρό του Alberto Mazzucatro στο Ωδείο του Μιλάνο και κορυφώθηκε με την επίσκεψή τους στην «πέρα τον Άλπεων» Ευρώπη μετά την αποφοίτησή τους. Ο Mazzucato ήταν από τους κύριους υποστηρικτές της εισαγωγής στην ιταλική μουσική ζωή στοιχείων εκτός της ιταλικής μουσικής παράδοσης. Μάλιστα, πίστευε ότι η μουσική της ενωμένης πλέον Ιταλίας δεν έπρεπε να μένει περιορισμένη σε έναν κακώς εννοούμενο εθνικισμό, αλλά να ανταλλάξει στοιχεία με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές μουσικές τεχνοτροπίες πάντοτε υπό το πρίσμα μιας δημιουργικής συναίρεσης. Η τέχνη κατά τον Mazzucato όφειλε να έχει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα χωρίς να χάνει την εθνική (σε αντιδιαστολή με την εθνικιστική) ταυτότητά της. Το Μιλάνο, ασφαλώς, ήταν ο ιδανικός χώρος σύνδεσης της Ιταλίας με τις κεντροευρωπαϊκές μουσικές εξελίξεις, αφού μέχρι και τις παραμονές τις ιταλικής ένωσης ως πολιτικό κέντρο της αυστροκρατούμενης Λομβαρδίας είχε άμεσες πολιτικές και καλλιτεχνικές σχέσεις με την Βιέννη και τον γερμανικό κόσμο εν γένει. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στο κλίμα αυτό σπούδασε και δημιούργησε σχεδόν ταυτόχρονα με το Faccio και ο πρώτος Έλληνας συμφωνιστής, ο Διονύσιος Ροδοθεάτος, μαθητής επίσης του Mazzucato στο μιλανέζικο ωδείο, θιασώτης της συμφωνικής μουσικής σε μια εποχή κατά την οποία στην Ιταλία ήταν ακόμα εν τη γενέσει της, συνθέτης κατά τη διαμονή του στο Μιλάνο δύο συμφωνικών ποιημάτων και μιας ραψωδίας (έργων μοναδικών για τη δημιουργική συναίρεση των τεχνοτροπιών του βορρά και του νότου), ο οποίος επίσης επισκέφθηκε την κεντρική Ευρώπη για να γνωρίσει από κοντά τα εκεί μουσικά αισθητικά ρεύματα.
«Scapigliatura»: Kαλλιτεχνικό κίνημα στα τέλη του 19ου αιώνα
Με ένα τέτοιο ιστορικό ο Faccio και ο Boito συνδέθηκαν άμεσα (και για μερικούς άδικα) με το καλλιτεχνικό κίνημα που ονομάστηκε, μάλλον υποτιμητικά «Scapigliatura» [οι αχτένιστοι] και το οποίο, εκφράζοντας ένα γενικότερο προβληματισμό των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα που ανδρώθηκε ιδιαίτερα στην Ιταλία των πρώτων μεθενωτικών ετών, πίστευε ότι η ρομαντική τέχνη της εποχής τους είχε χάσει την επαφή με τη σύγχρονή της πραγματικότητα. Το κίνημα αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά την πρόδρομη μορφή του ιταλικού λογοτεχνικού βερισμού, αλλά και της βεριστικής όπερας των Mascagni, Σαμάρα και Puccini. Οι συνθέτες αυτοί χαρακτηρίζονταν επίσης από τη δημιουργική συναίρεση στη μουσική τους ιταλικών με γερμανικών (και όχι μονοδιάστατα όπως θα έλεγαν κάποιοι βαγκνερικών) στοιχείων. Αλλά και από λογοτεχνικής πλευράς, τα λιμπρέτα των οπερών του βερισμού (όπως και της scapigliatura) χαρακτηρίζονται από την κατάργηση του οπερατικού παραδοσιακού μέτρου. Μάλιστα, η διασκευή του σαιξπηρικού Hamlet από τον Boito, χωρίς να προδίδει τη δραματικότητα και τις ακραίες καταστάσεις (παράνοια, ανθρώπινα πάθη, θάνατος) που περιγράφονται σε αυτό, επειδή ακριβώς καταργεί τα οπερατικά στιχουργικά στερεότυπα δίνει την δυνατότητα στη μουσική να αναπτυχθεί ελεύθερα, αλλά και την ευκαιρία για πάμπολλες επικρίσεις που φαίνεται ότι επικράτησαν και όρισαν την πορεία του έργου κατά τον 19ο αιώνα. Υπό το πρίσμα αυτό ο Amleto υπήρξε πρόδρομος της γραφής του Boito στον Falstaff και τον Otello, αλλά και της στιχουργίας του λιμπρετίστα του Σαμάρα και του Puccini, Luigi Illica. Ευτυχώς, επιστημονική ομάδα Ιταλών μουσικολόγων ετοιμάζεται να εκδώσει την παρτιτούρα του Amleto, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι στο άμεσο μέλλον θα έχουμε στη διάθεσή μας μια ολοκληρωμένη ηχογράφηση του έργου.
Ο «Αμλέτος» στην Κέρκυρα
Πράγματι, μέχρι στιγμής ο «Αμλέτος» στην Κέρκυρα είναι απλώς και μόνο γνωστός ως ένα ακόμα πένθιμο εμβατήριο, ενώ η ιστορία της όπερας από την οποία προέρχεται είναι παντελώς άγνωστη. Στον ελλαδικό χώρο αποτελεί πράγματι κερκυραϊκό παράδοξο το γεγονός ότι ένα μέρος μιας όπερας (η οποία ως είδος ήταν πάντοτε στο στόχαστρο των εκκλησιαστικών κύκλων) και μάλιστα με μια υπόθεση όπως του Amleto (η οποία περιελάμβανε ακραία και συχνά «ηθικώς επιλήψιμα» πάθη) καθιερώθηκε ως αναπόσπαστο μέρος μιας από τις σημαντικότερες θρησκευτικές τελετές του νησιού. Δύο είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτό, η πανανθρώπινη αίσθηση του πόνου που μέσω της μουσικής βρίσκει την αγνότερη και δραματικότερη έκφρασή της πέρα από θρησκευτικές ιδεοληψίες, και η εκλαϊκευτική δύναμη της μπάντας σε συνδυασμό με την εθιμική χρήση του έργου.
Το πένθιμο εμβατήριο του Amleto συνοδεύει τη σκηνή του θανάτου της Οφήλιας και μουσικά φέρει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που συνοπτικά κάποιοι θα ονόμαζαν «γερμανική τεχνοτροπία», αφού ουσιαστικά στηρίζεται στην συμφωνική ανάπτυξη ενός μουσικού θέματος, χωρίς όμως να προδίδει τη δημιουργική συναίρεση με τον λυρικό χαρακτήρα που αποτελεί «σήμα κατατεθέν» του ευρωπαϊκού νότου. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιεί και ο Ροδοθεάτος στα συμφωνικά ποιήματά του, όπως απέδειξε η πρόσφατη ηχογράφηση του Lo Cid (βλ. δισκογραφική έκδοση της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας Αντίς για όνειρο). Το συγκεκριμένο μέρος του Amleto ήταν το μοναδικό που παρέμεινε στο μουσικό προσκήνιο και απέκτησε δημοφιλή χαρακτήρα μετά την τελική αποδοκιμασία της όπερας, κυρίως μέσα από τις διασκευές του για μπάντα. Σε αυτό θα έπαιξε ρόλο και η ευκολία αυτονόμησής του από την όπερα, η πλοκή της οποίας ασφαλώς παρέμεινε από ένα σημείο και μετά παντελώς άγνωστη.
Οι εκδόσεις του «Amleto»
Για το πόσο δημοφιλές ήταν το συγκεκριμένο εμβατήριο είναι ενδεικτικό ότι ο μουσικός οίκος Ricordi εξέδωσε πάμπολλες μεταγραφές του για μπάντα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά και στις αρχές 20ου (π.χ. 1904, 1911) από σημαντικότατους μπαντίστες αρχιμουσικούς της Ιταλίας, όπως τον Giuseppe Mariani και τον Domenico Ascolese. H ύπαρξη στα αρχεία της ΦΕΚ και της ΦΕΜ πάμπολλων διασκευών, αλλά και πρωτότυπων έργων για μπάντα, τυπωμένων από τον Ricordi που φέρουν την υπογραφή των παραπάνω αρχιμουσικών ενισχύει την υπόθεση ότι και η διασκευή του συγκεκριμένου εμβατηρίου πιθανόν να έφτασε στην Κέρκυρα στα τέλη του 19ου αιώνα ή στις αρχές του 20ου. Σε κάθε περίπτωση γεγονός παραμένει ότι η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας απέδωσε το πένθιμο εμβατήριο από την όπερα Amleto στην κηδεία του Γεωργίου Α΄ το 1913. Σήμερα το άκουσμα του «Αμλέτου» είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ατμόσφαιρας του Μ. Σαββάτου και οι ήχοι του γεμίζουν την πένθιμη ατμόσφαιρα της πόλης καθώς αρχίζει η αρχαιότερη λιτανεία του Αγίου.
Γιώργος Ζούμπος
Κώστας Καρδάμης
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 16 Απρίλη 2006
Leave A Comment