Ανάμεσα στις διάφορες αμφίβιες επιχειρήσεις που είχαν σχεδιαστεί από τα ιταλικά επιτελεία πριν την έναρξη του πολέμου ήταν και αυτή της κατάληψης της Κέρκυρας, προγραμματισμένη για τη πρώτη μέρα του πολέμου. Ένα ανάλογο σχέδιο στα πλαίσια τους ελληνοϊταλικού πολέμου που και αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ήταν η απόβαση στον Κόλπο της Άρτας (Αμβρακικό) σε επίπεδο Σώματος, δύναμης 3 μεραρχιών.
Βέβαια οι Ιταλοί είχαν σχεδιάσει και άλλες αποβάσεις, όπως στη Τυνησία, στη Κορσική και βέβαια τη πιο σημαντική απ’ όλες, την απόβαση στη Μάλτα, η οποία, όπως και όλες οι άλλες, δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.  Η ματαίωση της θα έχει δραματικές συνέπειες για την έκβαση του πολέμου στη Μεσόγειο και τη Β. Αφρική.

Όλα αυτά τα σχέδια έπαιρναν το κοινό όνομα ESIGENZA (αναγκαιότητα), ακολουθούμενο – συνήθως – από το C με έναν αριθμό που προσδιόριζε το συγκεκριμένο σχέδιο. Έτσι,  η Esigenza C2 αναφέρεται στη Κορσική,  η Esigenza C3 στη Μάλτα,  η Esigenza C4 στη Τυνησία κοκ. Η απόβαση στα Ιόνια (αρχικά συμπεριλαμβάνονταν και η Κεφαλλονιά) θα πάρει τον κωδικό ESIGENZA 4B.

Δόγμα και δυνατότητες

Το πολεμικό δόγμα της Regia Marina δεν απέκλειε τις αμφίβιες επιχειρήσεις, αλλά η αυτογνωσία για τις περιορισμένες βιομηχανικές δυνατότητες της χώρας τις καθιστούσε προβληματικές. Η αλήθεια είναι πως καμία χώρα πλην των ΗΠΑ δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Και αυτό το ίδιο το Royal Navy κατά τον Β’ Π.Π., χωρίς τα πλοία και τα αποβατικά που του χορηγήθηκαν από τους Αμερικάνους, δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει και να αποβιβάσει περισσότερους από περίπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, δηλαδή όσο περίπου και η θεωρητική δυνατότητα της Regia Marina (αν και οι Άγγλοι ήταν ικανοί να μεταφέρουν σε μεγαλύτερες αποστάσεις). Για αυτό το λόγο το δόγμα των αμφίβιων επιχειρήσεων για τους Ιταλούς περιορίζονταν σε επιχειρήσεις τύπου επιδρομής στο στυλ Διέπης, με δύναμη τάξης ταξιαρχίας/συντάγματος ή το πολύ μεραρχίας, η οποία θα πρόσβαλε αμέσως ένα λιμάνι και μόνο μετά τη κατάκτησή του θα μπορούσε να γίνει η αποβίβαση ενός σημαντικού εκστρατευτικού σώματος που θα χρησιμοποιούσε την αποβάθρα.

Οι Ιταλοί δεν είχαν ουδεμία αποβατική πείρα σε εμπόλεμη κατάσταση και μέχρι τη κήρυξη του πολέμου δεν είχαν ειδικά σώματα. Η τελευταία εμπειρία τους ήταν η απόβαση στην Αλβανία το ΄39 αλλά και εκεί δεν είχαν συναντήσει αντίσταση. Η τεχνική της απόβασης του πρώτου κύματος ήταν συμβατική και παρέμεινε ίδια για δεκαετίες. Προέβλεπε την χρήση ξύλινων πλοιαρίων (bragozzi) τυπικών της Αδριατικής αλλά και τη ρυμούλκηση μικρότερων ξύλινων λεμβών από άκατο, οι οποίες θα ελευθερώνονταν γύρω στα 400μ από την ακτή και θα προχωρούσαν μόνες τους. Τη δεκαετία του ’30 θα κατασκευαστούν δύο σκάφη πολλαπλού ρόλου κλάσης Sesia, ουσιαστικά δεξαμενόποια με αμφίβιες ικανότητες και πρόσθια ανοίγματα-θύρες. Παρά την ανάγκη εφοδιασμού των λόχων απόβασης με μοντέρνα αυτόματα τυφέκια και πολυβόλα, ο οπλισμός τους θα παραμείνει ίδιος και παλαιός με αυτού του υπόλοιπου στρατού.

Αποβατικό πολλαπλού ρόλου Sesia. Θα έπαιρνε μέρος στην απόβαση της Κέρκυρας. Κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο είχε ήδη αναγνωριστεί πως αποβατικά τετοιου είδους (όπως τα LST) ήταν ευάλωτα και πως έπρεπε να προηγηθούν από κύμα μικροτέρων και λιγότερα ευαίσθητων αποβατικών σκαφών.

Μηχανοκίνητο «bragozzo»: Ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Ιταλία σε θέματα αμφίβιων επιχειρήσεων…

Συμβατική αποβατική λέμβος. Φέρει σαν οπλισμό ενα Breda mod.37 των 8mm με θωράκιση για τη προστασία του χειριστή.

Σχεδίαση

Η σχεδίαση της απόβασης στη Κέρκυρα μπήκε στα σκαριά στις 31 Αυγούστου 1940, όταν το Γενικό Επιτελείο ανέθεσε στο Πολεμικό Ναυτικό μια μελέτη για μια απόβαση στη Κέρκυρα που θα πραγματοποιούνταν ταυτόχρονα με την κήρυξη του πολέμου. Το σχέδιο προϋπήρχε ήδη από το 1939 αλλά τελειοποιήθηκε με τη σύσταση μιας ειδικής ναυτικής δύναμης.

Δεν δόθηκε μεγάλη σημασία στην επιχείρηση ή μάλλον υποτιμήθηκε η άμυνα του νησιού, καθώς η εγγύς ναυτική υποστήριξη θα αποτελούνταν από δύο παλιά αυστριακά καταδρομικά – αποζημιώσεις του Α’ Π.Π -, δύο αντιτορπιλικά και 3  τορπιλοβόλα ίδιας ηλικίας  και μόνο 4 τορπιλοβόλα θα ήταν νεότερης ναυπήγησης αλλά με περιορισμένη δύναμη πυρός.  Βέβαια, αυτή η ναυτική δύναμη θα υποστήριζε μόνο την απόβαση, ισχυρότερες ναυτικές δυνάμεις θα παρείχαν περαιτέρω προστασία.

Η επιχείρηση  Esigenza 4B προέβλεπε απόβαση στρατευμάτων τα οποία θα μεταφέρονταν από την Ειδική Ναυτική Δύναμη [Forza Speciale Navale (FSN)] που είχε σχηματιστεί στον Τάραντα στις 21 Οκτωβρίου του 1940 υπό τις διαταγές του ναυάρχου Vittorio Tur, ο οποίος επιβιβάζονταν στο παλιό καταδρομικό Bari.
Η Ειδική Ναυτική Δύναμη αποτελούνταν από τα καταδρομικά Bari και Taranto, από τα παλιά αντιτορπιλικά Carlo Mirabello και Augusto Riboty, από τα τορπιλοβόλα Altair, Antares, Andromeda, Aretusa, Nicola Fabrizi, Angelo Bassini και Giacomo Medici, από την IX μοίρα MAS (τορπιλάκατοι), από τα δεξαμενόπλοια και αποβατικά Tirso, Sesia και Garigliano, από 30 μηχανοκίνητα ιστιοφόρα, 3 ατμόπλοια και 4 μότορσιπ. Θα έπρεπε να υποστηρίξουν την απόβαση της 47ης Μεραρχίας πεζικού «Bari» (στρατηγός Zaccone) και ενός τάγματος του συντάγματος πεζοναυτών San Marco. Ουσιαστικά η FSN ήταν μια ομάδα με ηλικιωμένα πλοία, γι’αυτό το λόγο πήρε από τα πληρώματα το παρατσούκλι Divisione “ruggine” (Ομάδα «Σκουριά»)
Η Ειδική Ναυτική Δύναμη θα προστατεύονταν από απόσταση από την VII Ομάδα (καταδρομικά Eugenio di Savoia και Montecuccoli), από την I Ομάδα (4 καταδρομικά κλάσης Colleoni) και από την 14η και 15η μοίρα αντιτορπιλικών, καθεμία με 4 αντιτορπιλικά κλάσης Navigatori.

Το πρώτο κύμα αποτελούνταν από ένα τάγμα του San Marco και από ένα σύνταγμα της Bari. Όπως είχε καθοριστεί από το Επιτελείο ήδη από τις 24 Οκτωβρίου, η απόβαση θα γίνοταν σε τρία σημεία: στα δυτικά (Λιαπάδες), στα βόρεια (Σιδάρι) και στα ανατολικά (πλησίον της πόλης). Το τάγμα του San Marco μόλις πατούσε στη στεριά θα κινούνταν προς τη πόλη, έχοντας σαν στόχο τη κατάληψη του λιμανιού στο οποίο στη συνέχεια θα αποβιβάζονταν το υπόλοιπο της μεραρχίας. Μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, συνολικά 4.670 άντρες, θα αποβιβάζονταν 16 ελαφρά άρματα L3/33, 6 μεσαία άρματα Μ13/40, 9 μηχανοκίνητα πυροβόλα επί φορτηγού, 1080 τόνοι πυρομαχικών και προμηθειών, 240 μουλάρια, 48 αυτοκίνητα, 4 φορτηγά, και 11 τροχοφόρα μεταφοράς προσωπικού.

Ελαφρύ άρμα (τανκέτα) L3/33 εξέρχεται από αποβατικό σε στρατιωτικά γυμνάσια.

Αναβολή και ματαίωση

Η απόβαση θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί στις 28 Οκτωβρίου αλλά λόγω αντίξοων καιρικών συνθηκών αναβλήθηκε πρώτα για τις 30 και στη συνέχεια για τις 31 Οκτωβρίου. Εν τω μεταξύ τα καταδρομικά Bari και Taranto είχαν μετακινηθεί στο Μπρίντιζι, όπου είχε συγκεντρωθεί η μεραρχία «Μπάρι» και όπου είχε φτάσει η μοίρα MAS και μέρος των τορπιλοβόλων. Η επιχείρηση ωστόσο ματαιώθηκε ξανά για τις 2 Νοεμβρίου και τελικά ακυρώθηκε μετά την απογοητευτική πορεία των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Ηπείρου. Η οριστική ματαίωση θα ανακοινωθεί με ιδιόχειρο μήνυμα του Μουσολίνι στον εμβρόντητο Visconti-Prasca: «Αγαπητέ Visconti […] είμαι ικανοποιημένος από την πορεία των επιχειρήσεων σε αυτή την πρώτη φάση […] Προς ενίσχυση της διάταξής σας, η μεραρχία «Μπάρι» που έπρεπε να καταλάβει την Κέρκυρα, θα αποβιβαστεί αύριο στον Αυλώνα».  Στον Αυλώνα η μεραρχία «Μπάρι» θα διανεμηθεί και τα συντάγματά της θα καλύψουν κενά σε άλλες μεραρχίες. Απροετοίμαστα και χωρίς εφόδια και ρουχισμό για ορεινό πόλεμο θα υποστούν μεγάλες απώλειες και θα αναγκαστούν να αποσυρθούν δύο φορές στα μετόπισθεν για ανασύνταξη. Με το τέλος των επιχειρήσεων η Μπάρι θα επιστρέψει στην Ιταλία.  (Στην Αλβανία η «Μπάρι»θα πάρει το παρατσούκλι «μεραρχία φύγει-φύγει» αλλά 5 μήνες αργότερα θα εξιλεωθεί  υπομένοντας βαρύτατες απώλειες στο ύψωμα 731).

Πεζοναύτες του «San Marco»

Μια φωτογραφία ενδεικτική της ανοησίας κάποιων στρατηγών: για να επιβληθεί απόλυτη σιγή από τους πεζοναύτες κατά την διάρκεια μιας απόβασης, ήταν υποχρεωμένοι να κρατούν στο στόμα τους ένα φελλό, τον οποίο κρεμούσαν με σπάγκο από το λαιμό. Ο ίδιος ο Μουσολίνι έμεινε χωρίς λόγια, όταν το έμαθε.

 

Άμυνα της Κέρκυρας

Το νησί είχε μεγάλη στρατηγική σημασία και η κατάληψή του θα ήταν ίσως η πιο σωστή και λογική ιταλική κίνηση καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αλλά και η Ελλάδα γνώριζε τη σημασία της, όπως γνώριζε από το 1939 πως μόλις άρχιζαν οι εχθροπραξίες το νησί θα δέχονταν αμέσως επίθεση. Για αυτό το λόγο ο Μεταξάς, αμέσως μετά την αναχώρηση του Γκράτσι, ζήτησε από τον Άγγλο πρέσβυ την παράταξη του Αγγλικού Στόλου για να προστατεύσει τη Κέρκυρα και τη Πελοπόννησο.

Εκείνη την εποχή η Κέρκυρα επανδρώνονταν από το 10° Σ.Π. το οποίο είχε ήδη τεθεί σε επιφυλακή λόγω των γεγονότων και προετοιμάζονταν ήδη από το 1939. Στη πόλη δεν υπήρχε στρατός και είναι πιθανόν Ιταλοί να καταλάμβαναν το λιμάνι χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.
Το 10° Σύνταγμα με επικεφαλής τον Πετρόπουλο και δύναμη 4.000 άντρες είχε διανεμηθεί σε λόχους σε όλο το νησί για να είναι σε θέση να επέμβει καίρια όπου θα επιχειρούσαν απόβαση οι Ιταλοί.
Αναλυτικά το σύνταγμα ήταν ανεπτυγμένο βάσει του παρακάτω σχεδιαγράμματος:

1° ΤΑΓΜΑ (Παλαιολόγου) έδρα: Αλεπού
1ος Λόχος Στρογγυλή -κάλυψη Νότου
2ος Λόχος Κοντά στη πόλη – κάλυψη Κέντρου
2° ΤΑΓΜΑ (Κατσαρός) Κάλυψη παραλιών Γουβιά-Κασσιώπη
3° ΤΑΓΜΑ (Παπαθανασίου) περιοχή Γύρου και Βόρειο συγκρότημα

Υπήρχαν επίσης:

  • ένα τέταρτο τάγμα με εφεδρείες για κάλυψη κενών
  • μια Πυροβολαρχία Scoda 10.5 (Τζαλονίκος) στα Υψώματα Κουρκουμέλη
  • ένας ουλαμός όλμων (Στεφανουδάκης) προσαρτημένος στο 3° Τάγμα

Στο Παλαιό Φρούριο υπήρχαν:
– Λόχος Διοικήσεως
– Σταθμός Διοικήσεως (από 28/10 στην έπαυλη Κουτσουβέλη στο Κοκκίνη).

To ατμόπλοιο «Italia» φέροντας ακόμα τα διακριτικά αρίθμησης των σταθμών αποβίβασης για την απόβαση στη Κέρκυρα, φωτογραφημένο στο Αιγαίο, 1941

H ιταλική απόβαση δεν θα πραγματοποιηθεί και δεν θα μάθουμε ποτέ ποια θα ήταν η έκβαση της σε ένα νησί το οποίο δεν ήταν ανυπεράσπιστο. Όπως και σε άλλες περιτώσεις, η Ιταλία δεν στάθηκε ικανή να απαγκιστρωθεί από τις τακτικές του Α’ Π.Π. και να φανεί τολμηρή, εφαρμόζοντας μοντέρνες τακτικές. Τον Απρίλη του 1941 για την κατάκτηση του νησιού και για να αναγκάσουν τη φρουρά που είχε διαφύγει στο εσωτερικό να παραδοθεί, θα απειλήσουν την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης εξ ουρανού. Αλλά βέβαια οι συνθήκες και οι προοπτικές ήταν διαφορετικές, η Ελλάδα είχε καταρρεύσει και η επιλογή περιορίζονταν σε ποιόν εισβολέα από τους δύο θα γίνονταν η παράδοση.

 

Σπύρος Ιωνάς

 

Πηγές:

Pier Filippo Lupinacci, «Difesa del traffico con l’Albania, la Grecia e l’Egeo»
Mario Cervi, «Storia della guerra di Grecia»
Luigi Fulvi, «Sotto le insegne del leone alato»
Κώστας Δαφνής, «Χρόνια Πολέμου και Κατοχής»
«Storia Militare», τεύχη Δεκ. 1993 & Μαρτίου 2013

 

 

* * *