Στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Στην εποχή μας, εποχή παγκοσμιοποίησης, οικονομικής κρίσης και μνημονίων η σκληρή καθημερινότητα δυσκολεύει όλο και πιο πολύ τη διατήρηση εθίμων και συνηθειών που επέζησαν για αιώνες. Παράλληλα οι νέες συνθήκες δημιουργούν και νέες συνήθειες που με τη σειρά τους εντάσσονται σταδιακά στις παραδόσεις.

Τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και αρκετές δεκάδες χρόνια πίσω η εικόνα της πόλης και της κοινωνίας της ήταν πολύ διαφορετική.

 Παραμονές στα μαγαζιά

 Τότε όλη η ευκαιριακή εμπορική κίνηση ήταν στο δρόμο της Πόρτα Ριάλας και στα βόλτα του Αγίου Αντωνίου. Όταν έπιανε δυνατή βροχή η πιάτσα ερήμωνε και οι ευκαιριακοί μαγαζάτορες ενώνονταν σε πρόχειρα κόρα ψάλλοντας  «Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών», στο ντόπιο ιδίωμα.

Τον ιδιαίτερο τόνο της γιορτής έδινε η πολυκοσμία που, το βράδυ, κατέληγε στην πιάτσα. Εκεί δυσκολευόταν κανείς να περπατήσει και πιο πολύ να μιλήσει, μια και οι φωνές των πουλητάδων, οι ανταλλαγές των ευχών και οι χαρμόσυνες καμπανοκρουσίες –  ειδικά από τον Άγιο – κατέληγαν σε μια δυνατή βοή.

Οι παρέες που έψαλλαν τα κάλαντα κατά το κορφιάτικο μέλος, με τη συνοδεία βιολιού, κιθάρας και μαντολίνου, είχαν ιδιαίτερη συμβολή στη γιορτή, όπως και οι μικρές ομάδες μουσικών των Φιλαρμονικών που περνούσαν από μαγαζί σε μαγαζί και από σπίτι σε σπίτι για να παίξουν το καθιερωμένο μικρό μουσικό κομμάτι, σε δύο μέρη,  σύντομο και αργό, και να ευχηθούν.

Η γενική αίσθηση αυτής της οπτικοακουστικής  γιορτής πρόσφερε μια ιδιαίτερη διασκέδαση από την οποία δύσκολα ξεκολλούσαν οι Κορφιάτες για να γυρίσουν στην πραγματικότητα ενός κρύου συνήθως σπιτιού, όπου δεν υπήρχε τηλεόραση ή υπολογιστής.

Η ντόπια κουζίνα

Η ντόπια κουζίνα δεν είχε ιδιαίτερη ποικιλία. Οι Koρφιάτες διατηρούσαν  – και σε μεγάλο βαθμό διατηρούν ως σήμερα -τη συνήθεια του αυγολέμονου σαν κύριο πιάτο για την πρώτης μέρας. Ο γάλος είχε την τιμητική του την  δεύτερη μέρα. Ψηνόταν στο φoύρνo, παραγεμισμένος με κάστανα και κουκουνάρια κ.ά., γεμίζοντας το σπίτι με την μοσχοβόλια του, και προκαλώντας τη γενική ανυπομονησία. Τα γεύματα βέβαια συμπλήρωναν τα αλαντικά, το νούμπουλο και το σαλάδο κυρίως και τα τυριά: φέτα και ξερό (κεφαλοτύρι) ενώ δεν έλειπε από το τραπέζι η μoυστάρδα. Ακολουθούσαν τα φρούτα της εποχής και τα συκοκάρυδα, τα λεφτοκάρυα, τα τάταλα και οι συκομαϊδες που συντρόφευαν ως αργά το απόγευμα, το ντόπιο αρετσίνωτο κρασί άσπρο ή μαύρο. Όσο για γλυκά, κυριαρχούσαν το μαντολάτο και οι κουραμπιέδες, κατασκευασμένοι συνήθως στο σπίτι. Ιδιαίτερος  διάκοσμος τoυ σπιτιού δεν υπήρχε εκτός από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που στολιζόταν κυρίως με καρύδια χρυσωμένα, φρούτα, πάρα πολύ μπαμπάκι σε τούφες, μάρτυρα της βόρειας καταγωγής  του. Για δώρα. ούτε λόγος, αφού αυτά αποτελούσαν αποκλειστικότητα της Πρωτοχρονιάς.

Η Πίνια στο Μεσοπόλεμο. Κέντρο κοινωνικών συναναστροφών σε κάθε εποχή

 Η «γέννηση» μιας παράδοσης

Η συνήθεια της απόδοσης των Καλάντων και Χριστουγεννιάτικων Ύμνων από καλλιτεχνικά σωματεία στην πόλη μας ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων του 1972. Τότε  ο αρχιμουσικός  της «Μαντζάρου», αείμνηστος  Στέφανος Δολιανίτης συγκέντρωσε μια ομάδα νεαρών μουσικών της Εταιρείας και αργά το βράδυ έψαλαν την «Άγια Νύχτα» σε διάφορα σημεία. Ελάχιστα χρόνια αργότερα την μικρή ομάδα αντικατέστησε η μπάντα και σύντομα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα σωματεία, ώστε σήμερα να γίνεται  η εκδήλωση που παρακολουθούμε.

Κάλαντα Χριστουγέννων

Τα παρακάτω χριστουγεννιάτικα κάλαντα διέσωσε ο Ιωάννης Μπουνιάς στα «Κερκυραϊκά» (1958)  και προέρχονται από τη βόρεια Κέρκυρα:

«Χριστούγεννα, πρωτόγεννα, πρώτη γιορτή του κόσµου,
πού εγεννήθηκε ό Χριστός ο βασιλεύς του κόσµου.
Χριστος γεννάται σήµερον εις Βηθλεέµ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λέγη ώρα.
Και ό Ηρώδης της βουλης τους τρεις τους μάγους κράζει
Μάγοι, που θέλ’ να πάτε σεις, Μάγοι, πού θέλ’ να πάτε;
Εις το βουνό στο σπήλαιον στη πόλη την αγία,
που κει γεννάει το Χριστό η Δέσποινα η Μαρία.
Δια Χριστόν ως ηκουσε ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχτηκε κι’ έγινε θηριώδης.

Δια πολλά φoβήθηκε και για τη βασιλεία,
μην του την πάρη ο Χριστός  και χάση την  αξία.
Σύρτε να προσκυνήσετε και πάλι γύρτε πίσω,
να μου το πήτε και εμέ να τόνε προσκυνήσω..
Φθάσανε εις το σπήλαιο βρισκουν τη Θεοτόκο,
κι’ εκράτα στας  αγκάλας της τον άγιό της τόκο.
Μη βλέποντας ο βασιλεύς τους μάγους να γυρίσουν,
στη Βηθλεέμ  εδιάταξε παιδί να μην αφίσουν.
Και έπληρώθη το ρηθέν προφήτου  Ησαΐου
Μετα των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.
Χιλιάδες εφώνάξανε, τραβούσαν  τα μαλλιά τους,
Mανάδες πoυ τους πήρανε παιδιά απ’ την αγκαλιά τους,
Χιλιάδες δεκατέσσαρες εσφάξαν μιαν ημέρα,
θρήνο κλαυθμό και oδυρμό είχε κάθε  μητέρα».

Χρόνια πολλά, και εις έτη πολλά …

 

Γιώργος Ζούμπος

Όπως δημοσιεύτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 23/12/2017

 

* * *