«… Είναι μια λατρεία άσχετη προς το θρησκευτικό αίσθημα»

 

Από τις 7 Δεκέμβρη αρχίζει τακτικά η αλάρμα

 

Το σκήνωμα του Αγίου δεν ήταν πάντα στην εκκλησία όπου βρίσκεται σήμερα. Από τα μέσα του 15ου αιώνα φυλάχθηκε διαδοχικά σε έξι εκκλησίες και από τα τέλη του 16ου αιώνα φιλοξενείται στη σημερινή, στο κέντρο της Παλιάς Πόλης. Ο πρώην επίσκοπος Τριμυθούντος δεν άργησε να ανακηρυχθεί προστάτης της πόλης και να καταλάβει θέση αντίστοιχη με αυτή του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, ειδικά μετά την πολιορκία του 1537.

Ημέρα γιορτής (1976)

Μέσα περασμένου αιώνα

Φωτοστολισμένο το καμπαναριό στα 1960

«Μα την κάσα τ’ Αγιού»

Όρκος απαράβατος και αδιάσειστος είναι για τον Κερκυραίο η αναφορά στη λάρνακα του Αγίου: «Μα την κάσα τ’ Άγιού» ή «Μα τ’ Άγιο Λείψανο πούναι στη μέση της χώρας».

Μαρτυρία για τη σοβαρότητα που πάντοτε δίδονταν στον όρκο επ’ ονόματι του Αγίου μας διασώζει ο Σαμαρτζής. Στις 10 Μάρτη 1857:

«Θαύμα του Αγίου και Θαυματουργού Σπυρίδωνος παρουσιάσθη σήμερον εις τους οφθαλμούς μας, ημέρα Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, όπου άνθρωπός τις, Σπυρίδων Δούκας, επονομαζόμενος Καρδάμης, γέρων, έκαμε προ ημερών άδικον όρκον εμπρός εις την Λάρνακα του Αγίου, ότι δεν τον είχε πληρώσει νέος τις 42 τάλληρα δια τι εμπόριον όπου έκαμαν και ο νέος ορκίζεται αληθώς ότι τον επλήρωσε, ο δε γέρων ηρνήθη ότι έλαβε τίποτα και ούτω έκραξε δια Κριτηρίου όπως τον πληρώση. Αλλά ο Κριτής εξετάσας την υπόθεσιν και ιδών την αθωότητα του νέου δεν ήξερε τι να αποφασίση. Τέλος απεφάσισε να του δοθή ο όρκος επί της Λάρνακος του Αγίου. Και τη 2 Μαρτίου έπρεπε να γίνη ο όρκος όπου εσυνάχθησαν όλοι και ήτο πλήθος λαός και ο Ιερεύς του ωμίλησε: “Κοίταξε να ορκισθής δικαίως διότικαι ο Δούκας ωρκίσθη ότι δεν έλαβε τίποτα”. Τότε γονατιστός ο νέος εξ όλης της ψυχής εδεήθη: “Άγιε Θαυματουργέ Σπυρίδωνα, αν ούτος ωρκίσθη δικαίως να τα πληρώσω διπλά ή δε αδίκως να υπάγη ωσάν τον Ζαγορίτην”. Και εσηκώθη κλαίων εκ βάθους ψυχής και διανοίας… Και τη 10 τρέχ. προς τας 9 π.μ. εσυνάχθησαν όλοι εις το γραφείον του Κυρίου Δελβινιώτη όστις άρχισε να κάνη το ομόλογον. Ο νέος έφερε τα χρήματα και κάμνων ο Δούκας να τα λάβη∙ “αχ μ’ έκαψαν, μ’ έκαψαν, μ’ έκαψαν” φωνάξας τρεις φορές, έμεινε άπνους … Θεός σχωρές τον, πλην ήτο πλούσιος και φιλάργυρος ».

 

Η «Μαρία» στο καμπαναριό του Αγίου

Ρυθμίζοντας το χρόνο

Η εκκλησία του Αγίου στο κέντρο της Παλιάς Πόλης έχει συνδεθεί με την κερκυραϊκή καθημερινότητα σε βαθμό που δεν συναντιέται αλλού. Τα σημεία χρονικής αναφοράς  για εργασίες και κοινωνικές συναναστροφές και σε επίπεδο ημερολογιακής χρονιάς και σε επίπεδο 24ώρου είναι άμεσα συνδεδεμένα μαζί της και φυσικά με τον Άγιο, η λατρεία του οποίου ήταν κοινωνικά ενοποιητικός παράγοντας και όπως σημειώνει ο Παύλος Παλαιολόγος «… Είναι μια λατρεία άσχετη προς το θρησκευτικό αίσθημα

Ο ετήσιος επαγγελματικός και κοινωνικός προγραμματισμός αναφέρεται κατά κύριο λόγο στις τέσσερις Λιτανείες – με πρώτη αυτή της Κυριακής των Βαΐων – και στην ημέρα του Αγίου στις 12 Δεκέμβρη, εκδηλώσεις οι οποίες συνιστούν τον ετήσιο λατρευτικό κύκλο Του.

Από τις λιτανείες, αυτή των Βαΐων είναι η μεγαλύτερη και ακολουθεί την περίμετρο των βενετικών τειχών εξαιρώντας την περιοχή της εβραϊκής συνοικίας. Οι άλλες τρεις αρχικά ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή, ενώ η λιτανεία της 11ης Αυγούστου άρχισε να ακολουθεί τη σημερινή διαδρομή λίγο μετά το 1950 επί αρχιερατείας Μεθοδίου Κοντοστάνου.

Το ξεκίνημα κάθε λιτανείας σημαίνεται από τις καμπάνες του ναού, ενώ παλιότερα 21 κανονιοβολισμοί αντηχούσαν από το Παλιό Φρούριο. Η δέηση στην είσοδο του Παλιού Φρουρίου έχει το συμβολικό χαρακτήρα της απλόχερης βοήθειας του Αγίου στους εκάστοτε υπερασπιστές της πόλης Του. Ενώ η πομπή πλησιάζει στο ναό, πλήθος πιστών γονατίζει ή ξαπλώνει στην πορεία του λειψάνου προκειμένου να λάβει την ευλογία του. Όμως και το πρωί της Κυριακής του Πάσχα, η λιτάνευση της εικόνας της Αναστάσεως του Αγίου σημαίνει το τέλος των πασχαλινών εκδηλώσεων στο κέντρο της πόλης.

Η καθημερινότητα στην Παλιά Πόλη ρυθμίζεται από την καμπάνα του Αγίου η οποία βρίσκεται στην κορυφή του τρούλου, σημαίνοντας όλες τις ώρες και τα μισάωρα.

Επισημαίνουμε ότι το σημερινό ρολόι τοποθετήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ταυτόχρονα με τρία πανομοιότυπα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ως τότε, η καμπάνα του Αγίου ρύθμιζε την καθημερινότητα με τρία σημάματα: Το πρωί, όταν άνοιγε ο ναός, το μεσημέρι ακριβώς στις 12 και το βράδυ, την ώρα του Εσπερινού.

Η μέτρηση του χρόνου από την μεγάλη καμπάνα του Αγίου ήταν σημαντική καθώς πρόκειται για μια εποχή που τα ρολόγια ήταν σπάνια. Στη θέση της καμπάνας του Αγίου που σήμαινε τότε, βρίσκεται η «Αγγελική», κατασκευασμένη στην Κέρκυρα το 1896.

Αντικρίζοντας την Παλιά Πόλη από το καμπαναριό

Το καντούνι του Αγίου και το Παλιό Φρούριο

Πλησιάζοντας «του Αγιού»

Πλησιάζει το τριήμερο του Αγίου και από τις 7 Δεκέμβρη αρχίζει τακτικά η χαρμόσυνη καμπανοκρουσία, η αλάρμα, από όλες τις καμπάνες του ναού καλώντας τους πιστούς σε προσκύνημα του ιερού Σκηνώματος του Ιεράρχη που στέκεται – όπως σημειώνει ο αείμνηστος Α.Χ. Τσίτσας – τρεις μέρες και τρεις νύχτες όρθιος στο κρουστάλλι του και το θρονί του, ακοίμητος και ολοζώντανος βοηθός και σκεπαστής του λαού Του.

 

Γιώργος Ζούμπος

 

Όπως δημοσιεύτηκε στη «ΚΑΘΗΜΕΡIΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ»,  9/12/2017

 

* * *