Η βυζαντινή πόλη, όπως έγραψε κλείνοντας ένα πρόσφατο άρθρο της μια γνωστή βυζαντινολόγος, είναι ένα παράξενο φαινόμενο, του οποίου οι ιδιομορ­φίες ανάγονται στα χρόνια της Αρχαιότητας. Θα μπορούσε κανείς να συμφωνή­σει ή όχι με το δεύτερο μέρος της φράσης, αλλά οπωσδήποτε θα συμφωνήσει με το πρώτο. Η βυζαντινή πόλη είναι όντως ένα παράξενο φαινόμενο, αναμφίβολα διαφορετικό από τις σύγχρονες της πόλεις της Δύσης.
Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση θα γίνει μια προσπάθεια να επισημανθούν ορισμένα χαρακτηριστικά του μεσοβυζαντινού οικισμού της Κέρκυρας, αυτά τουλάχιστον που είναι δυνατόν να συναγάγουμε από τις μαρτυρίες των σύγχρο­νων κυρίως πηγών. Σπεύδω να δηλώσω προκαταβολικά ότι οι μαρτυρίες αυτές, δηλ. της μεσοβυζαντινής εποχής, είναι ελάχιστες – ωστόσο οι ίδιες πηγές, κάτω από διαφορετική σκοπιά, είναι δυνατό πολλές φορές να μας δώσουν κάποια καινούρια προοπτική. Εκείνο που ενδιαφέρει να εξετάσουμε, ως υπόθεση εργα­σίας, είναι κατά πόσο η εξέλιξη της πόλης της Κέρκυρας έτσι όπως διαμορφώθη­κε όταν πέρασε στα χέρια των Λατίνων (Ανδεγαβών και Βενετών) προοιωνιζό­ταν ή όχι από το χαρακτήρα της πόλης στα βυζαντινά χρόνια.
Θα εξετάσω πρώτα τις πληροφορίες εκείνες που αφορούν τη φυσική μορφή της πόλης, έπειτα όσα γνωρίζουμε για τη διοικητική της θέση και στη συνέχεια τις πληροφορίες που αφορούν τους κατοίκους της και τις δραστηριότητες τους.


Θα περιγράψω πολύ σύντομα το πλαίσιο της εξέλιξης των πόλεων της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς τον 7ο και 8ο βυζαντινό αιώνα, αλλά πριν απ’ όλα θα ήθελα να υπενθυμίσω το νόημα της λέξης “πόλις” στα υστερορωμαϊκά χρόνια. Η “πόλις” λοιπόν, ή μάλλον η ζωή σε μιά πόλη έχει για τους ανθρώπους της εποχής θεμελιώδεις διαφορές από τη ζωή σε ένα οποιοδήποτε οι­κισμό της υπαίθρου. Η ζωή στην πόλη είναι συνδεδεμένη με λειτουργίες όπως του Βουλευτηρίου και των δικαστηρίων, με ανέσεις όπως τα λουτρά, που αποτελούν βασικό στοιχείο της αστικής ζωής, με διασκεδάσεις όπως το θέατρο και ο Ιππόδρομος, καθώς και με οικονομικές δραστηριότητες στην αγορά που στηρί­ζονται σε μια εκχρηματισμένη οικονομία. Τον 5ο και κυρίως τον 6ο αι. οι πό­λεις στην πλειονότητα τους καταρρέουν, για μια σειρά λόγους (μόνο ένας από τους οποίους ήταν οι βαρβαρικές επιδρομές) και μαζί μ’ αυτές εξαφανίζεται και ο συγκεκριμένος αστικός τρόπος ζωής. Πολλές πόλεις εγκαταλείπονται σταδια­κά (είτε διότι ο πληθυσμός των μικρότερων από αυτές διαρρέει προς την ύπαι­θρο είτε διότι καταφεύγει σε τοποθεσίες οχυρές που παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια), ενώ οι περισσότερες συρρικνώνονται (και από την άποψη του πλη­θυσμού και φυσικά από την άποψη των οικονομικών και άλλων δραστηριοτή­των) και επίσης αποσύρονται σε οχυρές τοποθεσίες. Οι περισσότερες από αυτές τις πόλεις είχαν τη δυνατότητα να αποτραβηχτούν σε μια προϋπάρχουσα ακρό­πολη, όπως για παράδειγμα οι γνωστές περιπτώσεις της Αθήνας, της Κορίνθου καί άλλων, ενώ όσων πόλεων οι κάτοικοι δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα μετακι­νήθηκαν σιγά σιγά αλλού, σε κατάλληλες τοποθεσίες. Έτσι δημιουργούνται τα “κάστρα” της μεσοβυζαντινής περιόδου. Σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία ανή­κει η περίπτωση της Κέρκυρας.
Το “κάστρον” ως οικισμός έχει διαφορετικό χαρακτήρα και λειτουργίες από την “πόλη”. Εν πρώτοις λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως χώρος άμυνας και προστασίας όχι μόνο των δικών του κατοίκων, αλλά και των κατοίκων της γει­τονικής υπαίθρου που καταφεύγουν εκεί σε ώρες κινδύνου. Η ζωή μέσα στο κά­στρο έχει αποβάλει τον προηγούμενο αστικό χαρακτήρα και από ανοικτή και δημόσια έχει γίνει κλειστή και ιδιωτική. Οι μόνες σχεδόν συγκεντρώσεις των κα­τοίκων γίνονται στην εκκλησία. Λόγω του περιορισμένου χώρου τα σπίτια είναι στριμωγμένα μεταξύ τους και οι δρόμοι στενοί, χωρίς κανένα προφανές σχέδιο. Οι οικονομικές δραστηριότητες περιορίζονται σημαντικά καθώς και οι επικοι­νωνίες γίνονται πολύ δύσκολες ή και ορισμένες εποχές διακόπτονται. Η αλλα­γή στις συνθήκες αυτές, που επικράτησαν από τον 6ο και 7ο αι., προς την κατεύ­θυνση μιας μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης των πόλεων πρωτοεμφανίζεται προς το τέλος του 10ου και κυρίως τον 11ο αι.

Η πόλη της Κέρκυρας φαίνεται να ακολουθεί την περιγραφή που προηγή­θηκε κατά γράμμα. Η παλαιοχριστιανική Παλαιόπολη παρακμάζει και εγκατα­λείπεται σε εποχή που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια και ο πληθυσμός μεταφέρεται στη φυσικά οχυρή θέση του Παλαιού Φρουρίου. Είναι νομίζω απο­δεκτό ότι η μετακίνηση αυτή έγινε σταδιακά και όχι ως αποτέλεσμα μιας συγκε­κριμένης καταστροφής που υπέστη η πόλη. Περιγράφοντας την επιδρομή των Γότθων του Τωτίλα το 551 ο Προκόπιος απλώς αναφέρει ότι ό γοτθικός στόλος, όταν έφτασε στην Κέρκυρα “αυτήν τε ήγον και εφερον εξ επιδρομής καί ΄΄οσαι άλλαι αυτή νήσοι επίκεινται, αι Συβόται καλούνται» , χωρίς να κάνει λόγο για συγκεκριμένη καταστροφή. Εξάλλου δεν είναι σαφές αν εκείνη την εποχή είχε πραγματοποιηθεί ή αν είχε αρχίσει να πραγματοποιείται η μετακίνηση στη νέα θέση ή όχι. Πάντως τα νεότερα νομίσματα που έχουν φέρει στο φως οι ανασκα­φές στην Παλαιόπολη, από όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, είναι δύο του 5ου αι. που χρησιμεύουν και ως terminus post quem για την εγκατάλειψη. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο terminus αυτός αφορά το ρωμαϊκό λουτρό (ή ένα από τα λουτρά) της πόλης, που είναι ένα από τα στοιχεία της αστικής ζωής που σιγά σι­γά εγκαταλείπονται. Οι ανασκαφές ειδικά της παλαιοχριστιανικής βασιλικής της Παλαιόπολης έχουν φέρει στο φως ένα πολύ πρώιμο στρώμα καταστροφής, ίσως τον 5ο αι., αλλά αμέσως μετά η βασιλική ανοικοδομείται σε πιο περιορι­σμένη μορφή και συνεχίζει να βρίσκεται εν χρήσει. Το μνημείο φαίνεται να στέ­κεται όρθιο μέχρι τον 11ο και 12ο αι., όταν υφίσταται ριζικές μετασκευές, μετά από κάποια καταστροφή του 11ου αι., κατά τους ανασκαφείς. Είναι συνεπώς πιθανό ότι έχουμε να κάνουμε με μια σταδιακή εγκατάλειψη της θέσης του παλαιού οικισμού προς όφελος της νέας θέσης, από τα μέσα του 5ου αι. και μετά, με ταυτόχρονη διατήρηση σε χρήση του παλιού κέντρου λατρείας που προφανώς αποτελούσε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Είναι αυτονόητο ότι η μετακίνηση του οικισμού πρέπει να συνοδεύτηκε ή να ακολούθησε κάποιες εργασίες οχύρω­σης της (ανατολικής) ακρόπολης ή/και ολόκληρης της χερσονήσου. Ωστόσο δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη στις φιλολογικές πηγές σχετικά με την πιθανή χρονο­λόγηση κάποιων τέτοιων κατασκευών. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ακρόπολη οχυρώθηκε την εποχή του Ιουστινιανού, στα πλαίσια του μεγάλου οι­κοδομικού προγράμματος του αυτοκράτορα αυτού, εντούτοις ο Προκόπιος στο “Περί κτισμάτων” του δεν αναφέρει τίποτε. Στην πραγματικότητα η πρώτη (και μάλιστα έμμεση) αναφορά για την ύπαρξη ισχυρών τειχών στην πόλη προέρχε­ται από τα μέσα του 10ου αι., πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον να υποστηρίξει την άποψη ότι η μετακίνηση της πόλης της Κέρκυρας στη θέση αυτή μπορεί να είχε πραγματοποιηθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στον 5ο και τον 10ο αι.

Μετά την επιδρομή των Γότθων στα μέσα του 6ου αι., η μοναδική μνεία της Κέρκυρας στις πηγές, από όσο γνωρίζω, χρονολογείται στα τέλη του 9ου αι. και βρίσκεται στο Βίο του αγίου Ηλία του Νέου. Ο Βίος του γράφτηκε από ένα μα­θητή του αγίου, συνεπώς δεν απέχει χρονολογικά πολύ από τα γεγονότα που πε­ριγράφει και ως εκ τούτου έχει ένα επιπλέον τεκμήριο αξιοπιστίας . Ο άγιος Ηλίας, γύρω στο 882, έφυγε από το Βουθρωτό μαζί με το συνοδό του και, όπως λέει ο βιογράφος του, “διέβησαν εις την Κέρκυραν. Καταλύσαντες δέ εν τώ έπισκοπείω, ήσαν εν ένί των έκείσε μελάθρων κρυπτόμενοι” . Αν πρόκειται για κυριολεξία και όχι για σχήμα λόγου (πράγμα που είναι επίσης πολύ πιθανό), η Κέρκυρα την εποχή αυτή φαίνεται να διαθέτει ένα επισκοπείο το οποίο περι­λαμβάνει ένα συγκρότημα κτιρίων, και μάλιστα αρκετά πολυτελών ή επιβλητι­κών ώστε να δικαιούνται να ονομαστούν “μέλαθρα”.

Ο γνωστός αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας άγιος Αρσένιος, που ποίμανε το νησί από το 933 και για 20 περίπου χρόνια, μας προσφέρει την πρώτη άμεση πληρο­φορία για τη μορφή της πόλης τον 10ο αι. Στο Εγκώμιο του Αρσενίου στον άγ. Θερίνο, διαβάζουμε: “Ποία γαρ εκ τούτον ήμίν σεμνότης προσγίνεται, ει ή πόλις ημών τείχεσι μακροίς περιείληπται εκ λίθου τετραπέδου καί Θαυμαστού καί εις τρίχα συνηρμοσμένον, ει ναών μεγέθει καί κάλλει κεκοσμημένων λεμπρύνεται, άλλα και παντοίοις δένδροις φντών ώς παράδεισος ώραΐζεται…”. Βρισκόμαστε στα μέσα περίπου του 10ου αι. και είναι η πρώτη φορά που η Κέρκυρα αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές ως “πόλις”, και είναι επίσης η πρώτη φορά, από όσο γνωρίζω, που γίνεται ρητή αναφορά στα τείχη της. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η περιγραφή της πόλης από τον άγιο Αρσέ­νιο είναι καθαρά υποθετική και ότι ο άγιος μιλάει μεταφορικά, κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται πιθανό: από τα συμφραζόμενα του αποσπάσματος είναι βέβαιο ότι έχουμε να κάνουμε με μια ρεαλιστική αναφορά στην πόλη. Τα στοιχεία που μας παρέχει αυτή η αναφορά είναι τα εξής: πρώτον,όπως είδαμε, αναφέρεται η πό-λις, η οποία “περιείληπται τείχεσι μακροίς”, με άλλα λόγια είναι ολόκληρη πε­ριτριγυρισμένη από τείχη. Δεύτερον, τα τείχη είναι από τετράγωνες λαξευτές πέ­τρες, συναρμοσμένες με θαυμαστό τρόπο. Τρίτον, έχει εκκλησίες μεγάλες και ωραία διακοσμημένες. Και τέταρτον, είναι κατάφυτη από δέντρα και φυτά ενώ τη δροσίζουν “πηγαί πολλαί… καί άείρρυτοι διειδεστάτων ναμάτων καί μάλα ψυχρών”. Το τελευταίο αυτό δεν έχουμε καμιά δυσκολία να το φανταστούμε. ‘ Οσο για τις εκκλησίες, είδαμε ήδη στο Βίο του αγίου Ηλία του Νέου ότι πρέπει να διέθετε ένα μεγαλοπρεπές επισκοπείο. Ας δούμε τώρα τα σχετικά με τα τείχη. Είναι σημαντικό, νομίζω, ότι η πόλη περιγράφεται ως περιτριγυρισμένη ολόκλη­ρη από τείχη: άρα δεν έχουμε απλώς αναφορά στο τείχος ή στην οχύρωση της μιας ακρόπολης, που ξέρουμε από μεταγενέστερες αναφορές ότι επίσης υπήρχε, αλλά για το τείχος ολόκληρης ή ενός μεγάλου τμήματος της χερσονήσου πάνω στην οποία βρισκόταν η πόλη και από το οποίο περιβαλλόταν πλήρως. Στο ση­μείο αυτό θα επανέλθουμε. Το δεύτερο αξιοπρόσεχτο στοιχείο που αφορά τα τεί­χη είναι ο τρόπος κατασκευής τους: μεγάλες τετράγωνες λαξευτές πέτρες συναρ­μοσμένες έντεχνα μεταξύ τους. Έχω την εντύπωση ότι μια τέτοια περιγραφή ανταποκρίνεται καλλίτερα σε κατασκευή πρωτοβυζαντινής εποχής. Επομένως τα τείχη πρέπει να είχαν κατασκευαστεί σε μια εποχή παλιότερη του Αρσενίου, ίσως τον 6ο ή τον 7ο αι., πιθανότατα χρησιμοποιώντας υλικό από τα κτίρια της αρχαίας πόλης, αν και τίποτε δεν αποκλείει να κατασκευάστηκαν ή να ανακατα­σκευάστηκαν σε εποχές νεότερες: γνωρίζουμε π.χ. ότι ο Μιχαήλ Γ’ επισκεύασε και ενίσχυσε τα τείχη της Αγκυρας στα μέσα του 9ου αι., εποχή κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν και άλλες παρόμοιες ενισχύσεις οχυρώσεων σε περιοχές που κινδύνευαν από τους Αραβες. Καθώς η Κέρκυρα ήταν επίσης μια τέτοια περιοχή την εποχή αυτή και λίγο αργότερα, δεν αποκλείεται να επωφελήθηκε και αυτή από μια τέτοια αμυντική ενίσχυση. Οι ενδείξεις, πάντως, από τη φράση του Αρσενίου μας παραπέμπουν σε παλιότερες εποχές. Επιβεβαιώνει, τέλος, ο Βίος την ύπαρξη μέσα στην πόλη της Κέρκυρας μητροπολιτικού ναού, στον οποίο θά­φτηκε ο άγιος Αρσένιος.

Αφήνοντας μια επιδρομή των Αράβων, κατά πάσα πιθανότητα προερχόμε­νων από τη Σικελία, που το 1033 “την παράλιον καχαδραμόντες του Ιλλυρι­κού μέχρι Κερκύρας, και αυτήν πυρπολήσαντες… άπήμονες κακών οΐκαδε ύπενόστησαν”, ας έρθουμε στην πρώτη νορμανδική εισβολή στο Βυζάντιο το 1081. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η φρασεολο­γία που χρησιμοποιεί η Αννα Κομνηνή. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, λέει η Αννα, “Μεταξύ του προς το Δυρράχιον κατάπλου την τε Κορυφώ πάλιν όχυρωτά-την καί άλλα τά ημέτερα φρούρια έξ αποστολής κατέσχε”. Αν δεν κάνω λά­θος, είναι η πρώτη φορά που η Κέρκυρα ονομάζεται Κορυφώ σε ελληνική πηγή. Μέχρι τώρα πάντα αναφερόταν με το όνομα Κέρκυρα. Ο Λιουτπράνδος, όμως, στην Legatiο του το 968 την αναφέρει Coriphus, πράγμα που σημαίνει ότι αυτή ήταν ήδη η ονομασία της σε καθημερινή χρήση τουλάχιστον από τον 10ο αι. Επι­πλέον, αν θέλουμε να είμαστε μεθοδολογικά αυστηροί και δεδομένης της ταυτό­τητας του ονόματος του νησιού με την πόλη, μόνο η χρήση του όρου Κορυφώ  μας διαβεβαιώνει ότι έχουμε να κάνουμε με τον οικισμό της χερσονή­σου, διαφορετικά η απλή αναφορά του ονόματος Κέρκυρα θα μπορούσε να ανα­φέρεται, εκτός από το νησί, στη θέση της Παλαιόπολης. Την ίδια εποχή με την Αννα Κομνηνή ο Γουλιέλμος της Απουλίας, στο επικό του ποίημα για τα κατορ­θώματα του Γυισκάρδου, την αναφέρει και αυτός “Corifi urbs”.

Θεωρώ χαρακτηριστική, και δεν νομίζω ότι είναι τυχαία, τη διάκριση που κάνει η Αννα ανάμεσα στην “Κορυφώ πόλιν όχυρωτάτην” και τα “άλλα…φρούρια”. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, το 1105, φτάνει στην Κέρκυρα το πλοίο που μετέφερε τον υποτιθέμενο νεκρό Βοημούνδο από την Αντιόχεια. Ο γιος του Γυισκάρδου, μόλις έφτασε, λέει η Αννα, “άνήγερτό τε από των εν δόξη νε­κρών…. καί περιενόστει την πόλιν την Κορυφώ”. Είναι προφανές ότι για την Αννα η Κέρκυρα είναι πόλη κι όχι φρούριο. Είναι όμως και κάστρο; Αν εξετά­σουμε τους όρους που χρησιμοποιεί για να περιγράψει τους διάφορους οικι­σμούς, θα διαπιστώσουμε ότι στην Αλεξιάδα γίνεται αδιακρίτως χρήση των όρων πόλις και κάστρον για τους ίδιους οικισμούς. Υπάρχουν όμως μόνο δύο περιπτώσεις στις οποίες ένας οικισμός που έχει χαρακτηριστεί ως πόλη ή κά­στρο ονομάζεται και φρούριο: η Λάρισα (κάστρο-φρούριο) και το Ακε (φρούριο-πόλη). Συνεπώς για την Αννα Κομνηνή τον 12ο αι. δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε μια πόλη κι ένα κάστρο, ενώ αντίθετα αυτά τα διαχωρίζει σαφώς από τα φρούρια, τα καστέλλια, τους πύργους, τις ακροπόλεις, τα πολίχνια και τις κωμοπόλεις.

Η τελευταία σχετικά εκτενής αναφορά στην πόλη της Κέρκυρας που έχουμε σε βυζαντινές ιστοριογραφικές πηγές γίνεται με την ευκαιρία της κατάληψης της από τους Νορμανδούς του Ρογήρου Β’ της Σικελίας το 1147-1149. Έχει προηγη­θεί μια εξάμηνη πολιορκία της Curpho από τον βενετικό στόλο το 1122-1123, χω­ρίς όμως να γίνει δυνατή η κατάληψη της οχυρής πόλης. Η κατάληψη της από τον Ρογήρο 25 χρόνια αργότερα έγινε, σύμφωνα με τον Νικήτα Χωνιάτη, μετά από προδοσία. Η ιστορία είναι γνωστή: ο φορολόγος της Κέρκυρας (πράγμα που είναι πολύ πιθανό να σημαίνει, κατά την άποψη μου, ο διοικητής του νησι­ού) ήταν “βαρύς καί δυσύποιστος” και οι κάτοικοι σκέφτηκαν να αποστατήσουν επειδή δεν άντεχαν πια “τάς εκ τούτου παροινίας“. Μόνοι τους όμως δεν μπο­ρούσαν να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους κι έτσι βρήκαν ευκαιρία την εκ­στρατεία του Ρογήρου, προς τον οποίο ήρθαν σε συνεννοήσεις, του παρέδωσαν την πόλη και “εϊσω δέχονται Σικελιώτιν φρουράν, εις χίλιους άριθμουμένην φρακτούς“. Ποια είναι η εξωτερική εικόνα αυτής της πόλης στα μέσα του 12ου αι.; Πρώτα πρώτα οι Νορμανδοί ενίσχυσαν τις οχυρώσεις του φρουρίου και το έκαναν κατά τον Χωνιάτη “δυσαλωτότερον καί οίον άπροσμαχώτερον”. Ο Χωνιάτης κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στην “πόλιν”, που είναι ολόκληρος ο οικισμός, και το “φρούριον” ή “άκραν” με τα οποία εννοεί την ακρόπολη. Στην περίφημη περιγραφή της πόλης και της ακρόπολης της Κέρκυρας που δίνει ο ιστορικός αυτός, από τη μιά θαυμάζει το ύψος της ακρόπολης της (“Εστί δε ή Κερκυραίων άκρα αίγίλιψ πάσα και άγχινεφής, ελικοειδής την θέσιν καί υψικόρυμβος…), από την άλλη λέει το εξής για την πόλη: “Τείχη δε αρραγή την πόλιν περιείληφε πάααν καί πύργων περιεστάσιν ύψώματα, α καί ποιουσι την ταύτης παραλογωτέραν άλωσιν». Προσέχουμε ότι τα τείχη περιβάλλουν όλη την πόλη, πράγμα που κατά την άπο­ψη μου σημαίνει ότι στα μέσα περίπου του 12ου αι. δεν υπάρχει ακόμη το ξωπόλι. Αντίθετα η ακρόπολη έχει το δικό της ξεχωριστό φρούριο, που σε συνδυασμό με το ύψος της και το απόκρημνο του τόπου, την καθιστούν κυριολεκτικά απόρ­θητη. Ο γερμανός ιστορικός του 12ου αι. Otho Frising, μολονότι δίνει μια μάλ­λον απίθανη εκδοχή του τρόπου με τον οποίο οι Νορμανδοί κυρίευσαν την Κέρ­κυρα, ωστόσο μιλάει και αυτός για ένα fortissimum castrum το οποίο έχει οχυρή ακρόπολη, με άλλα λόγια έχουμε διάκριση ανάμεσα στην οχυρωμένη πόλη και την επίσης οχυρωμένη ακρόπολη της. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή που δίνει ο Κίνναμος, που χρονικά βρίσκεται πιο κοντά στα γεγονότα απ’ ό,τι ο Χωνιάτης: ο Μανουήλ Κομνηνός κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πέρασε τα τείχη και μπήκε μέσα στην πόλη, αλλά οι Νορμανδοί αποσύρθηκαν γρήγορα στην ακρόπολη και από εκεί αμύνονταν. “Επί τοσούτον γαρ ύψος ένέρπει το φρου­ρών, λέει ο Κίνναμος, ώς μηδ’ όφθαλμω ραδίως έξεϊναι την οίκοδομίαν έναταθέντι περιαθρείν”. Έμπρακτη απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι όλες οι έφοδοι των Βυζαντινών απέβησαν μάταιες και το φρούριο παραδόθηκε με συμφωνία μετά από πολύμηνη πολιορκία.

Ας έρθουμε τώρα σε ορισμένες πληροφορίες που αφορούν τα διοικητικά. Από τον Βίο του αγίου Ηλία του Νέου επιτρέπεται να συναγάγουμε κάποια έμ­μεσα συμπεράσματα σχετικά με τη στρατηγική σπουδαιότητα της Κέρκυρας την εποχή των μεγάλων αραβοβυζαντινών συγκρούσεων. Στο τέλος του 9ου και τις αρχές του 10ου αι. η πρόοδος των Αράβων στη Σικελία και η προσπάθεια των Βυζαντινών να τους ανακόψουν είχαν κάνει τη δυτική Ελλάδα και την Κέρκυρα σημαντικό σταθμό των στρατιωτικών -ναυτικών κυρίως- δυνάμεων. Η πτώση της Ταορμίνας το 902, πρέπει να προκάλεσε κάποια φυγή των κατοίκων, ορισμέ­νοι από τους οποίους, αν μπορούμε να στηριχτούμε σε έμμεση πληροφορία του Βίου, κατέφυγαν στην Κέρκυρα προκειμένου να περιμένουν εκεί την ανακατά­ληψη της πατρίδας τους από τις βυζαντινές δυνάμεις. Αν πραγματικά συνέβη κάτι τέτοιο, τότε αυτό θα αποτέλεσε μια ενίσχυση του πληθυσμού της Κέρκυρας. Μέσα στο πλαίσιο του ενισχυμένου ρόλου της Κέρκυρας στα χρόνια αυτά θα πρέπει ίσιος να τοποθετηθεί και η εκκλησιαστική της αναβάθμιση. Η πληροφορία του Βίου του αγίου Ηλία ότι το 887 χειροτονείται κάποιος Δημήτριος επίσκο­πος Κέρκυρας απευθείας από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ενδεχο­μένως υποδηλώνει την αρχή ενός καθεστώτος αυτοκέφαλης επισκοπής ή αρχιε­πισκοπής την εποχή αυτή. Ίσως δηλ. αυτός ο Δημήτριος να ήταν ο πρώτος αρχιε­πίσκοπος Κέρκυρας και όχι ο Αρσένιος, όπως θεωρείται μέχρι σήμερα.

Εκτός από το Εγκώμιο στον άγιο Θερίνο, ο Βίος του ίδιου του Αρσενίου μας προσφέρει ένα ή δύο ακόμη χρήσιμα στοιχεία για την πόλη της Κέρκυρας τον 10ο αι. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής “Σκυθών” για λαφυραγωγία στην Κέρκυρα, ο Βίος αναφέρει ότι οι “Κερκυραίοι” μπήκαν στα πλοία, κατα­δίωξαν και κατανίκησαν τους επιδρομείς. Από τη διατύπωση του Βίου φαίνε­ται εκ πρώτης όψεως ότι αυτοί οι “Κερκυραίοι” ήταν οι κάτοικοι της πόλης ή ακόμη και οι κάτοικοι του νησιού εν γένει, αλλά το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με πολεμικές ναυτικές δυνάμεις που στάθμευαν στο νησί και κατα­δίωξαν τους ληστές, αφού μάλιστα γίνεται λόγος για συμπλοκές που έγιναν και στη θάλασσα και στην ξηρά. Σχετική με τη διοικητική κατάσταση είναι και η επό­μενη πληροφορία του Βίου. Επικεφαλής της διοίκησης της Κέρκυρας (προφα­νώς ολόκληρου του νησιού κι όχι μόνο της πόλης) ήταν κάποιος αξιωματούχος ο οποίος περιγράφεται απλώς ως “ό την άρχην Κερκύρας παρά τον Βασιλέως δεξάμενος”. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για έναν στρατηγό ή άλλο στρατιωτικό αξιωματούχο, πράγμα που μπορεί να συνδυαστεί με την πληροφο­ρία του Λιουτπράνδου που, λίγα χρόνια αργότερα, το 968, μας πληροφορεί ότι επικεφαλής της Κέρκυρας ήταν ένας στρατηγός, ο Μιχαήλ Χερσωνίτης. Ακόμη λοιπόν κι αν η Κέρκυρα δεν αποτέλεσε έδρα ξεχωριστού θέματος, όπως υποστή­ριξε η Η. Ahrweiller, πράγμα που δεν μπορεί να αποκλειστεί, το βέβαιο είναι ότι θα αποτελούσε τούρμα κάποιου άλλου θέματος. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέν­νητος αναφέρει ότι η Κέρκυρα ήταν αρχικά τούρμα του θέματος Λογγοβαρδίας, πληροφορία που έχουν απορρίψει όλοι οι μελετητές. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας την πληροφορία του Βίου του Ηλία του Νέου, ότι την εποχή ακριβώς που δημιουργείται το θέμα Λογγοβαρδίας, δηλ. περί το 884 (το θέμα θεωρείται ότι δημιουργήθηκε το 891/2) ο “δεύτερος” του στρατηγού Σικελίας βρισκόταν για υπηρεσιακούς λόγους στο Βουθρωτό της Ηπείρου, τότε ίσως θα πρέπει να εξετάσουμε εκ νέου τη διοικητική σχέση της Κέρκυρας με τη Σικελία και τη Ν. Ιταλία πριν από την πτώση της βυζαντινής Σικελίας στους Αραβες. Αργότερα πάντως η Κέρκυρα μπορεί να αποτέλεσε τούρμα είτε του θέματος Κεφαλληνίας είτε του θέματος Νικοπόλεως. Σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια δραστήρια και ίσως αρκετά σημαντική στρατιωτική/ναυτική βάση.

Το επεισόδιο με τον Βοημούνδο είναι ενδιαφέρον και από την άποψη της στρατιωτικής δύναμης που διέθετε η Κέρκυρα στις αρχές του 12ου αι., και μάλι­στα σε μια εποχή συνεχών συγκρούσεων με τους Νορμανδούς. Ο Βοημούνδος, μόλις σηκώθηκε από το φέρετρο, λέει η Αννα, “άνεζήτει τον δούκα της πόλεως. ΊΗν δέ άρα οντος “Αλέξιος τις θέματος Άρμενιακού γενόμενος”. Όταν βρήκε ο Βοημούνδος τον δούκα της Κέρκυρας, με μεγάλο θράσος του παρήγγειλε να μεταφέρει στον αυτοκράτορα μια ολόκληρη σειρά απειλές για τα δεινά που επρόκειτο να συσσωρεύσει στο Βυζάντιο, απειλές που, ευτυχώς, δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Όμως γεννιέται ένα ερώτημα. Ο Βοημούνδος, ένας επικίν­δυνος και ορκισμένος εχθρός του Βυζαντίου, διέσχισε όλη την ανατολική Μεσό­γειο και έφτασε μέχρι την Κέρκυρα κρυφά, παριστάνοντας τον νεκρό, με μια μι­κρή συνοδεία ενός ή δύο πλοίων, ακριβώς για να αποφύγει πιθανή σύλληψη του από τις δυνάμεις του αυτοκράτορα. Τι εμπόδιζε τον δούκα της Κέρκυρας να συλλάβει αυτόν τον εχθρό του κράτους, τη στιγμή μάλιστα που ο Βοημούνδος ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστος; Τι να υποθέσουμε γι’ αυτή τη στάση του δού­κα της Κέρκυρας; Αφήνω αυτό το ερώτημα ανοιχτό, καθώς μπορούν να διατυ­πωθούν πολλές και διαφορετικές υποθέσεις. Πάντως η εικόνα της Κέρκυρας που προβάλλει από τις πληροφορίες των πηγών, έστω και εντελώς ελλειπτικά, είναι μιας πόλης την οποία, παρά την προφανή σημασία της γεωγραφικής της θέ­σης και παρά το γεγονός ότι επανειλημμένα έχει γίνει αντικείμενο επιδρομών και καταλήψεων, η αυτοκρατορία δεν φαίνεται να μπορεί να υπερασπιστεί στρα­τιωτικά με αποτελεσματικό τρόπο.

Ας έρθουμε τώρα στα σχετικά με τους κατοίκους της Κέρκυρας. Αυτός “ό την αρχήν Κερκύρας παρά του Βασιλέως δεξάμενος” του Βίου του αγίου Αρσενίου ήρθε σε σύγκρουση με τους “λογάδες” της Κέρκυρας. Κατά τον Βίο ο διοικητής, όντας φιλοχρήματος, διέβαλε με ψευτιές τους “λογάδες” στον Κων­σταντίνο Πορφυρογέννητο, πράγμα που προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα, ο οποίος τους κάλεσε όλους στην Κωνσταντινούπολη με απειλητικές διαθέσεις. Στον αυτοκράτορα τελικά πήγε ο Αρσένιος, τον καταπράυνε και έφυγε έχοντας πάρει “συμπαθείας γραμμάτων” από τον Κωνσταντίνο Ζ. Τι πρέπει να κατα­λάβουμε από αυτό το επεισόδιο; Πρώτα πρώτα, ποιοί ήταν αυτοί οι “λογάδες”; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τη φράση πρέπει να εννοήσουμε τους ευγενείς ή γενικά τους οικονομικά ισχυρούς, αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν εννοούνται όλου του νησιού ή μόνο της πόλης της Κέρκυρας. Η τελευταία περίπτώση θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον για το θέμα μας, γιατί ενδεχομένως θα έδει­χνε ότι υπήρχε μια συγκροτημένη κοινωνική ομάδα οικονομικά ισχυρών πολιτών μέσα στην πόλη. Οπωσδήποτε το αντικείμενο της διαμάχης ήταν οικονομικής φύ­σεως και κατά την άποψη μου είχε να κάνει με κάποια επιβολή φόρου, ίσως έκτα­κτη, για την οποία οι κάτοικοι δυσφόρησαν ή την οποία αρνήθηκαν να πληρώσουν, πράγμα που προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα. Νομίζω ότι το “συμπαθείας γραμμάτιον” που έλαβε ο Αρσένιος από τον Κωνσταντίνο Ζ’ δεν ήταν, όπως έχει υποτεθεί μέχρι τώρα, επιστολή συγχωρήσεως και συγγνώμης του αυτοκράτορα προς τους κατοίκους της Κέρκυρας για όσα τους είχαν κατηγορήσει38, αλλά επι­στολή φορολογικής απαλλαγής, με την οποία τους χαρίζονταν τα φορολογικά χρέη, όπως δείχνει η χρησιμοποίηση του τεχνικού όρου “συμπάθεια”. Το επεισό­διο πάντως έχει ομοιότητες με άλλο του 12ου αι., στο οποίο έρχομαι αμέσως.

Στην περιγραφή από τον Χωνιάτη της κατάληψης της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς το 1147 υπάρχουν τρία ενδιαφέροντα στοιχεία: κατά τον Χωνιά­τη, αίτιοι της αποστασίας ήταν “οι της χώρας οίκήτορες”, όχι της πόλεως -αλλά της χώρας. Φαντάζομαι ότι αυτό σημαίνει πως οι κάτοικοι της Κέρκυρας εν γέ­νει ήταν δυσαρεστημένοι με τον διοικητή του νησιού τους. Στην πράξη όμως το σχέδιο προφανώς πραγματοποιήθηκε από κατοίκους της πόλης, οι οποίοι δέχτη­καν μέσα τη νορμανδική φρουρά. Δεύτερον, κατά τον Χωνιάτη πάλι, υπήρχε κά­ποιος ή κάποιοι που πρωταγωνίστησαν στο σχέδιο. Εδώ έχουμε τρεις παραλλα­γές του κειμένου: α) ο πρωταγωνιστής ήταν ένα άτομο που λεγόταν Γυμνός, χω­ρίς άλλο προσδιορισμό, β) κάποιοι που λέγονταν Γυμνοί, και γ) “ό τούτους κε-φαλατικεύων, Γυμνός το όνομα”, δηλ. ο επικεφαλής των “οικητόρων της χώ­ρας”. Έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνική τάξη του νησιού ή της πόλης που, αν κρίνουμε από το όνομα, ήταν οι κοινωνικά και οικονομικά αδύναμοι; Έχουμε να κάνουμε με κάποιον που ήταν επικεφαλής αυτής της τάξης; Έχουμε, τέλος, να κάνουμε με μιά ισχυρή οικογένεια που έχει ηγετική θέση στην κοινωνία της πόλης ή του νησιού; Δεδομένης της απουσίας άλλων μαρτυριών και δεδομένου ότι μετά την ανακατάληψη της Κέρκυρας από τον Μανουήλ Κομνηνό δεν γίνε­ται λόγος για τιμωρία ενόχων και τα παρόμοια, δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα με βεβαιότητα. Από την περιγραφή όμως των γεγονότων στον Χωνιάτη είναι σα­φής η εντύπωση ότι η παράδοση της πόλης στους Νορμανδούς υπήρξε αποτέλε­σμα κάποιας ευρύτερης συμφωνίας ανάμεσα σε ένα μέρος των κατοίκων, οι οποίοι δέχτηκαν τους Νορμανδούς “επί ρηταίς όμολογίαις”, με άλλα λόγια μετά από συγκεκριμένες συμφωνίες που έκαναν μαζί τους. Οι άνθρωποι αυτοί, μάς λέει ο ιστορικός, απευθύνθηκαν στους Νορμανδούς διότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την αποστασία μόνοι τους. Γιατί όμως; Από πουθενά δεν φαίνεται ότι υπήρχε βυζαντινή φρουρά στην πόλη ή σε ολόκληρο το νησί. Μή­πως φοβόντουσαν αντίδραση από κάποιο άλλο μέρος των κατοίκων; Ή μήπως φοβόντουσαν την οργισμένη αντίδραση του αυτοκράτορα; Ενδεχομένως και τα δύο. Τρίτον, ο λόγος της αποστασίας παρουσιάζεται ως η υπερβολική φορολο­γία. Οι Κερκυραίοι φαίνεται ότι είχαν από παλιά πρόβλημα με τους φόρους. Στην πραγματικότητα οι πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες που μας έχουν διασω­θεί, έστω και έμμεσα, για τους κατοίκους της βυζαντινής Κέρκυρας αφορούν πα­ραχώρηση φορολογικών απαλλαγών προς τους κατοίκους και την εκκλησία. Μόλις αναφέραμε την πληροφορία στον Βίο του αγίου Αρσενίου, στα μέσα περί­που του 10ου αι., που όπως είδαμε πρέπει να ήταν επίσης φορολογικής φύσεως.

Η δεύτερη χρονολογικά πληροφορία για φορολογικές απαλλαγές αφορά τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό. Η αφορμή ενδεχομένως υπήρξε η κατάληψη του νησιού από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, μάλλον η ανακατά­ληψη της από τους Βυζαντινούς. Η αναβάθμιση της Εκκλησίας της Κέρκυρας σε μητρόπολη που έγινε την εποχή του Αλεξίου φαίνεται ότι συνοδεύτηκε και από οικονομικά προνόμια προς την Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επόμενη χρονολογικά πληροφορία για οικονομικά προνόμια και απαλλαγές έρχεται την εποχή του Μανουήλ Κομνηνού. Την ίδια εποχή είδαμε, από άλλη πηγή, τα φορο­λογικά προβλήματα που οδήγησαν στην παράδοση της στους Νορμανδούς. Ο Μανουήλ λοιπόν, εκτός του ότι επιβεβαιώνει τα προνόμια που παραχώρησε ο Αλέξιος Α’, επιπλέον απαλλάσσει τους γνωστούς 32 ιερείς της Κέρκυρας (που αναφέρονται τώρα για πρώτη φορά) από φόρους και αγγαρείες, ενώ τους απαλ­λάσσει και από τη δικαιοδοσία (προφανώς την οικονομική δικαιοδοσία) της μη­τρόπολης. Στη συνέχεια ο Ισαάκιος Β’ Άγγελος παραχωρεί μια ολόκληρη σειρά από οικονομικά προνόμια και φορολογικές απαλλαγές στους κατοίκους, οι οποίοι διακρίνονται τώρα για πρώτη φορά (αν και αυτό μπορεί να είναι ανα­χρονισμός της μεταγενέστερης πηγής που διασώζει την πληροφορία) σε κατοί­κους του κάστρου και εξωκαστρινούς. Είναι σημαντικό και ταυτόχρονα χαρα­κτηριστικό ότι τόσο οι κάτοικοι της Κέρκυρας όσο και η Εκκλησία κατορθώ­νουν και παίρνουν διαδοχικές επιβεβαιώσεις και επικυρώσεις των προνομίων τους από όλους τους εν συνεχεία κυρίους του νησιού: όλους τους Δεσπότες της Ηπείρου (από τους οποίους ο Μιχαήλ Β’ παραχωρεί το 1246 νέα προνόμια στους 33 ιερείς των δεκαρχιών), και τους Ανδεγαβούς ηγεμόνες, τον Κάρολο Β’ το 1294 και τον Φίλιππο Β’ του Τάραντος το 1365. Μάλιστα στον Κάρολο Β’ το 1294 είχε μεταβεί για την εξασφάλιση της ανανέωσης των προνομίων μια αντιπροσωπεία πολιτών που περιγράφονται ως sindici ac procuratores universitatis civitatis Corphoy. Θα ήταν ενδιαφέρον αν μπορούσε να διαπιστωθεί με πιο συγκεκριμένα στοιχεία ή ύπαρξη και στα βυζαντινά χρόνια οργανωμένης ομάδας πολιτών που έχουν ή ορίζουν τους εκπροσώπους τους. Πάντως μια τέ­τοια υποψία μας δημιουργεί η διήγηση του Χωνιάτη.

Και για να γυρίσουμε στο αρχικό ερώτημα. Τι μας λένε όλα αυτά για την Κορυφώ ως πόλη ή ως κάστρο; Αν αυτό που θα διακρίνει την πόλη από το κά­στρο, όχι ως απλή ορολογία αλλά ως ουσία, έτσι όπως την ορίσαμε στην αρχή, είναι κατά κύριο λόγο το είδος των οικονομικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της, τι μας λένε οι πληροφορίες αυτές για τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων της βυζαντινής Κέρκυρας, και πάνω απ’ όλα αυτές που μόλις αναφέ­ραμε για τα προνόμια και τις φορολογικές απαλλαγές; Εξετάζοντας τις πιο λε­πτομερειακά βλέπουμε ότι στην συντριπτική τους πλειονότητα αποτελούν είτε απαλλαγές από αγγαρείες είτε απαλλαγές των κτηματικών τους περιουσιών από φορολογικές επιβαρύνσεις. Σε μία μόνο περίπτωση έχουμε αναφορά σε απαλλα­γή από το κομμέρκιο, φόρο εισαγωγής ή εξαγωγής, που δείχνει εμπόριο προϊό­ντων, και μία επίσης φορά γίνεται μνεία τεχνιτών. Τα στοιχεία λοιπόν δείχνουν προς την κατεύθυνση μιας κατά κύριο λόγο αγροτικής οικονομικής απασχόλη­σης ακόμη και των κατοίκων του κάστρου, που σε μία περίπτωση φαίνονται να παρουσιάζονται ως ιδιοκτήτες κτημάτων ξεχωριστοί από τους προνοιαρίους. Ένα οχυρωμένο κάστρο λοιπόν, και τυπικά και ουσιαστικά; Χωρίς ιδιαίτερες οικονομικές σχέσεις με τον έξω από το νησί κόσμο, και με προνόμια που μάλλον στοχεύουν στην ενίσχυση και εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης των κατοίκων παρά στην οικονομική ανάπτυξη. Φαίνεται ότι η Κορυφώ δεν έχει μεγάλο οικο­νομικό ενδιαφέρον για την αυτοκρατορία, και η ίδια δεν έχει κάποια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, τέτοια που να ξεπερνάει κάπως τα τοπικά όρια43. Θα μπορούσε σε αυτό να υπάρξει ένας αντίλογος. Η Κέρκυρα βρέθηκε εξαρχής μέσα στις περιοχές στις οποίες παραχωρήθηκαν τα περίφημα εμπορικά προνόμια στους Βενετούς από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό το 1081 και συνέχισε να περιλαμ­βάνεται σε όλες τις κατά καιρούς ανανεώσεις των προνομίων αυτών. Θα γινό­ταν αυτό, μπορεί να ρωτήσει κάποιος, αν η πόλη δεν είχε οικονομικό ενδιαφέ­ρον; Νομίζω ότι εκείνο που ενδιέφερε τους Βενετούς, τόσο στο τέλος του Ι Ιου αι. όσο και αργότερα, όταν την κατέλαβαν, δεν ήταν το οικονομικό δυναμικό του νησιού, που εκείνη την εποχή μάλλον δεν υπήρχε, όσο κατά κύριο λόγο η γεωπο­λιτική της θέση σε σχέση με τα δικά τους, τα βενετικά, οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα.
Εν κατακλείδι: η μεσοβυζαντινή Κορυφώ φαίνεται να ήταν ένα κάστρο χω­ρίς μεγάλες προοπτικές να μετατραπεί σε μια οικονομικά ανεπτυγμένη πόλη μέ­σα στα πλαίσια της βυζαντινής αυτοκρατορίας και οικονομίας. Αυτό που την έκανε μια πόλη, και μάλιστα μια πόλη με πολλές ομοιότητες με τις ευρωπαϊκές πόλεις του Ύστερου Μεσαίωνα, ήταν η κατάκτηση της από του Βενετούς. Οι Βενετοί, όχι μόνο την έκαναν ένα “κάστρο” ακόμη πιο απόρθητο από ό,τι ήταν στα βυζαντινά χρόνια, αλλά τη μετέτρεψαν και σε πόλη με την αληθινή έννοια.

ΔΗΜ. ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗΣ
Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Κέρκυρα, 22 – 25 Μαϊου 1996

Πολιτιστικός Σύλλογος “Κόρκυρα”

* * *