Πρόλογος

Αν και η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές, και κυρίως υπεύθυνη για τη «μεγάλη» Ιστορία, ήταν η τάξη των αριστοκρατών, η ιστορία της εξέλιξης των πόλεων, αλλά και της επαφής τους με τους κατοίκους της υπαίθρου έχει να κάνει κυρίως με τους αστούς. Μπορεί οι αριστοκράτες να κρατούσαν στα χέρια τους εν πολλοίς την επαφή, πολιτική και πολιτιστική, του Λεβάντε με τη βενετική μητρόπολη, όμως η διάχυση των παραπάνω στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα οφειλόταν στους δραστήριους και αεικίνητους αστούς.
Η σύνδεση, άλλωστε, της μεσαίας με την ανώτερη τάξη, κάλυψε το κενό επικοινωνίας μεταξύ κορυφής και βάσης της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της εποχής, η οποία είχε ταξικά εφαλτήρια. Δεν είναι τυχαίο ότι η ουσιαστική και έντονη επαφή των χωρικών της Κέρκυρας (και, κατά πολλούς η αλλοίωση της αρχαίας και βυζαντινής κουλτούρας τους) επήλθε όταν οι αστοί άρχισαν να κυριαρχούν στα πράγματα του νησιού.
Η παρούσα εργασία, βέβαια, δεν έχει ως αντικείμενο τις πολιτιστικές πτυχές της επαφής αστών και χωρικών, ούτε στοχεύει στην πλήρη κάλυψη των επαφών τους. Εστιάζει απλώς στην αντιπαραβολή των δύο τάξεων και την εξέταση των προφανών οικονομικών σχέσεων μεταξύ τους, επιχειρώντας μία πρώτη προσέγγιση μιας σχέσης μίσους και αγάπης, με απαρχές που χάνονται στον ύστερο μεσαίωνα, αν όχι πιο πίσω, και λήγει (;) στο κοινωνικό χωνευτήρι των τελών του 20ου αιώνα, οπότε η αστικοποίηση αφορά πλέον και τους κατοίκους της κερκυραϊκής υπαίθρου.
Πέραν της βιβλιογραφικής έρευνας (και χρησιμοποιώντας την ως συνδετικό υλικό), επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις των «κεφαλαιούχων» αστών με τους καλλιεργητές της γης της κερκυραϊκής υπαίθρου μέσω των τεκμηρίων που ανασύραμε από τα Α. Ν. Κ., αξιοποιώντας νοταριακές πράξεις ενδεικτικές των συναλλαγών τους.

Εισαγωγή

Η ιστορική αναδρομή φαντάζει συχνά ως η εύκολη λύση για την εισαγωγή μιας εργασίας. Όταν όμως η εργασία αφορά σε ιστορικά φαινόμενα, των οποίων η απαρχές είναι απαραίτητο να εντοπιστούν, ή έστω να προσεγγιστούν, η αναδρομή στην ιστορία ενός τόπου γίνεται απαραίτητη.
Προσπαθώντας, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τις απαρχές των κοινωνικών δομών της νήσου της Κέρκυρας κατά τους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας, βρισκόμαστε μπροστά στο ζήτημα του γαιοκτητικού καθεστώτος με βάση το οποίο οργανώθηκαν οι κοινωνικές τάξεις. Το ζήτημα που προκύπτει σχετικά είναι αυτό της εκκίνησης της ιστορικής μας αναδρομής: ο Α. Ιδρωμένος (όπως και άλλοι, μεταγενέστεροι ιστορικοί), θεωρεί πως κάποιας μορφής τιμαριωτική οργάνωση προϋπήρχε της Ανδεγαυικής κατάκτησης, αναφερόμενος κυρίως σε επιστολή του Καρόλου του Ανδεγαυού (Charles d’ Anjoux), ο οποίος κατά το 1277 είχε ζητήσει από τον διοικητή της Κέρκυρας να του αποστείλει κατάλογο των τιμαρίων του νησιού και να του γνωστοποιήσει ποια από αυτά ανάγονται «στους αρχαιότατους χρόνους», δηλ. κατά τον συγγραφέα στους βυζαντινούς. Η αναφορά αυτή εντάσσεται στη συζήτηση σχετικά με το αν οι βυζαντινές πρόνοιες συνιστούν τιμάρια ή όχι. Ανεξάρτητα, πάντως από το αν οι πρόνοιες είχαν τιμαριωτικό χαρακτήρα, γεγονός είναι πως ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους ένα από τα συστατικά στοιχεία της οργάνωσης των επαρχιών ήταν ο καταμερισμός μέρους της υπαίθρου σε στρατιωτικού χαρακτήρα γεωγραφικές και πληθυσμιακές ενότητες υπό έναν κύριο – πολεμιστή.
Κρατώντας αυτή τη διαπίστωση ως χαρακτηριστικό της απώτερης ιστορίας της κοινωνικής και διοικητικής οργάνωσης της νήσου, και με γνώμονα την εστίαση της εργασίας στην περίοδο μετά τη μόνιμη εγκατάσταση δυτικών κυριάρχων στην περιοχή, θα χρησιμοποιήσουμε ως ορόσημο το έτος 1204, με τις γνωστές επιπτώσεις που είχαν τα γεγονότα αυτής της χρονιάς στη μετέπειτα πορεία του ελληνισμού εν γένει και της Κέρκυρας συγκεκριμένα.
Με την partitio terrarum imperii Romaniae, η νήσος της Κέρκυρας εντάχθηκε στο μερίδιο του ανεπίσημου πρωταγωνιστή της Δ΄ Σταυροφορίας, ο οποίος συνέβαλε τα μάλλα στη διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: τη Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου. Εξ αιτίας της σθεναρής αντίστασης των Κερκυραίων, οι Βενετοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη νήσο παρά το 1206. Αλλά και μετά την κατάκτηση, ως συνέπεια της δημογραφικής και στρατιωτικής ανωριμότητας του ναυτικού κράτους, αλλά και της ανάγκης να καταλάβει ταυτόχρονα άλλες, ευρύτερες περιοχές (π.χ. την Κρήτη), η Βενετική δημοκρατία δεν κατόρθωσε να επιβάλει άμεση κυριαρχία της επί της νήσου, παρά την παραχώρησε σε δέκα τιμαριούχους, κρατώντας την ψιλή κυριότητα. Για τη διοίκηση ή μάλλον το καθεστώς που διήπε την Κέρκυρα, οι Βενετοί χρησιμοποίησαν τις λεγόμενες «Ασσίζες της Ρωμανίας», τον διαμορφωμένο, δηλαδή για τις ελληνικές χώρες φεουδαλικού κώδικα που είχε βασιστεί σε αυτόν της Ιερουσαλήμ μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους.
Η πρώτη αυτή βενετοκρατία για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω διήρκεσε μόνο μέχρι το 1214, οπότε την Κέρκυρα κατέλαβε ο Δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Α΄ Άγγελος. Αν και για την περίοδο της κυριαρχίας των Δεσποτών της Ηπείρου τα πράγματα δεν είναι σαφή, οι νέοι, βυζαντινής προέλευσης, ηγεμόνες, φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν αρκετές φεουδαλικές πρακτικές για τη διοίκηση της νήσου, παραχωρώντας, ταυτόχρονα, σημαντικά προνόμια και ατέλειες στους κατοίκους της. Ούτε, όμως και αυτό το καθεστώς κράτησε για πολύ. Στο πλαίσιο της γενικής πολιτικής ρευστότητας της εποχής και της αγωνιώδους προσπάθειας των βυζαντινών κρατιδίων να επιβιώσουν, στα 1259 ο Μιχαήλ Β΄ παραχώρησε την Κέρκυρα στον Μανφρέδο, βασιλιά της Σικελίας. Έπειτα από συγκρούσεις και αλλαγές στην εξουσία στη Νότιο Ιταλία, κύριος της ευρύτερης περιοχής, και της Κέρκυρας, γίνεται ο Κάρολος του οίκου των Anjoux (1267).
Οι Ανδεγαυοί ηγεμόνες, ως Γάλλοι, επέβαλαν στην Κέρκυρα το αυστηρό φεουδαλικό καθεστώς που ίσχυε στη μητρόπολή τους, με την εξαίρεση κάποιων ειδικών περιπτώσεων που ο Δεσπότης της Ηπείρου είχε ζητήσει να διατηρηθούν ως είχαν. Ως πιστοί Καθολικοί και σύμμαχοι του Πάπα, κατήργησαν την ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσαν Λατινική Αρχιεπισκοπή. Ταυτόχρονα, διαίρεσαν τη νήσο σε τέσσερα βαϊλίκια (επαρχίες): του Γύρου, του Όρους, της Μέσης και της Λευκίμης, ενώ ο ανώτατος διοικητής ήταν ένας Καπιτάνος, ο οποίος αναφερόταν απ’ ευθείας στον βασιλέα. Τα υπάρχοντα τιμάρια αφαιρέθηκαν από τους προηγούμενους κατόχους τους και αποδόθηκαν σε νέους, Ιταλούς και Προβηγκιανούς, ενώ απονεμήθηκαν και πολλά νέα.
Η περίοδος της Ανδεγαυικής κυριαρχίας ήταν γεμάτη ταραχές και πόλεμο, αφού η γενικότερη πολιτική κατάσταση στη Ν. Ιταλία και τα Βαλκάνια εξακολουθούσε να είναι ρευστή. Δυναστικές έριδες, πόλεμοι μεταξύ Ανδεγαυών, Σικελών, Ναβαραίων και Δεσποτών της Ηπείρου, καθώς και επιδρομές κουρσάρων και μισθοφορικών στρατών, ταλάνισαν την περιοχή και ταλαιπώρησαν το νησί με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση. Η δύσκολη αυτή κατάσταση, πάντως, οδήγησε τους αριστοκράτες και τους κατοίκους εν γένει της Κέρκυρας (του μπόργου και της υπαίθρου) στο να αποκτήσουν μια ιδιαίτερη αίσθηση της πατρίδας και του κοινού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, στα 1386, οι Κερκυραίοι (Ιταλοί, Γάλλοι και Έλληνες) αριστοκράτες, Λατίνοι, Εβραίοι και Έλληνες αστοί και οι κάτοικοι της υπαίθρου, αποφασίζουν από κοινού να θέσουν τη νήσο υπό την προστασία της Βενετίας.
Το Χρυσόβουλο (Bolla d’ oro) του 1387 που τελικά όρισε το νέο καθεστώς της Κέρκυρας υπό τη Βενετική κυριαρχία, αποτελεί ένα σημαντικότατο ορόσημο, αφού καθιέρωσε τους κανόνες λειτουργίας της κερκυραϊκής πολιτείας, καθώς και της εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας από τούδε και μέχρι το 1797, αν όχι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Με το Χρυσόβουλο αυτό, η Βενετική Δημοκρατία κατόρθωσε να ικανοποιήσει τόσο τους ντόπιους αριστοκράτες, των οποίων ο ρόλος στην πράξη υποταγής είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, όσο και τις δικές της επιδιώξεις ως κράτος εμπορικό και συγκεντρωτικό. Βασικά σημεία της συνθήκης ήταν το δικαίωμα των Κερκυραίων να αποστέλλουν πρεσβείες στη Βενετία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των προνομίων των Κερκυραίων, η διατήρηση του Συμβουλίου των Πολιτών (Consilium Communitatis Corphiensis), η σύσταση κρατικών δικαστηρίων με συμμετοχή των Κερκυραίων, καθώς και ανάληψη της ευθύνης επιβολής των ποινών από τον Βενετό κυβερνήτη του νησιού, αντί από τους τιμαριούχους, όπως ίσχυε μέχρι τότε.
Με βάση τα παραπάνω, η Κέρκυρα, αν και υπό την άμεση βενετική κυριαρχία, διατήρησε κάποιας μορφής ιδιαίτερης διοίκησης και απέκτησε επικοινωνία με τον πρωτοποριακό για την εποχή χώρο της Β. Ιταλίας, επωφελούμενη από τις εκεί πολιτιστικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Γαιοκτησία και κοινωνία

Όπως προαναφέραμε στην Εισαγωγή, το γαιοκτητικό σύστημα της Κέρκυρας έχει ποικίλες καταβολές και ιδιαιτερότητες. Αποτελεί στην ουσία ένα κρεολικό καθεστώς που εμπλέκει την αρχαιοελληνική και τη ρωμαιοβυζαντινή παράδοση, παντρεμένη με το φεουδαλικό καθεστώς των Ασσίζων της Ρωμανίας· και όλα αυτά με επιστέγασμα τη βενετική διοικητική πρακτική όπως αυτή συνδυάστηκε με τα παραπάνω με το Χρυσόβουλο του 1387.
Παρά ταύτα, το οργανόγραμμα του γαιοκτητικού συστήματος είχε πυραμιδική δομή, όπως και αυτό της κοινωνικής οργάνωσης που θα εξετάσουμε παρακάτω. Στην κορυφή τοποθετούνται οι δημόσιες γαίες, έπειτα τα απ’ ευθείας τιμάρια (ιδιωτικά και εκκλησιαστικά) και οι δημόσιες βαρωνείες, και τέλος, οι εκτός τιμαριωτικού συστήματος γαίες των ιδιωτών.

Τα απεθείας φέουδα

Τα τιμάρια διαιρούνταν σε απ’ ευθείας φέουδα (Feudi diretti e Legali) και τις δημόσιες βαρωνείες. Το καθεστώς των απ’ ευθείας φέουδων οριζόταν από το θεσμικό πλαίσιο του Ναυπλίου (Statuti di Napoli di Romania), το οποίο καταρτίστηκε από τον ερανισμό των παλαιότερων φεουδαλικών εθίμων που ίσχυαν στις ελληνικές περιοχές και τις Ασσίζες της Ρωμανίας.
Δομικό στοιχείο του καθεστώτος των απ’ ευθείας τιμαρίων ήταν η ψιλή κυριότητα του βενετικού Δημοσίου επ’ αυτών, αφού, σύμφωνα με το φεουδαλικό τυπικό, τα φέουδα απορρέουν από την ανώτατη αρχή του κράτους, η οποία τα έχει παραχωρήσει στους δικαιούχους έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας ή και χρηματικής ή υλικής προσόδου. Ως εκ τούτου, οι Κερκυραίοι δικαιούχοι των απ’ ευθείας φέουδων, ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν οι ίδιοι στρατιωτική υπηρεσία προς τη Βενετία, ή και να εξοπλίζουν στρατεύματα και πολεμικά σκάφη με δικά τους έξοδα. Ακόμη, ήταν υπόχρεοι μίας, τυπικής έστω, προσόδου προς τη βενετική Διοίκηση, ανεξάρτητα από την πραγματική αξία και το είδος της.
Ως απόρροια των παραπάνω, τα απ’ ευθείας φέουδα ήταν αναπαλλοτρίωτα. Οι κάτοχοί τους δεν είχαν δικαίωμα να εκποιήσουν το σύνολο ή μέρος από αυτά, χωρίς την προηγούμενη και υπό προϋποθέσεις άδεια της βενετικής Διοίκησης της νήσου. Η σημαντικότερη προϋπόθεση ήταν να αναπληρώσουν τις εκποιούμενες εκτάσεις με άλλες, αντίστοιχου εμβαδού και ανάλογης ποιότητας.
Σημαντική για την ιστορία των απ’ ευθείας φέουδων και της πορείας των κατόχων τους στο πέρασμα του χρόνου ήταν η αρχή των πρωτοτοκίων που διήπε την κληρονομική διαδοχή σε αυτά. Πέραν του α΄ βαθμού συγγένειας, δικαιούχος κληρονομίας του φέουδου ήταν ο πρωτότοκος άρρενας της αμέσως επόμενης γενιάς του εκλιπόντος τιμαριούχου, ανεξάρτητα από τον βαθμό της μεταξύ τους συγγένειας. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε προϋποθέσεις κοινωνικής κινητικότητας για τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της οικογένειας, τα οποία έπρεπε να βρουν άλλους τρόπους προσπορισμού των αναγκαίων για τη διατήρηση των οικείων τους συνθηκών ζωής και την αναβάθμιση του κοινωνικού τους status. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε πως το παραπάνω τυπικό ουσιαστικά υποβοήθησε την αύξηση της δύναμης της μεσαίας τάξης, μέχρι την τελική επικράτησή της κατά τον 19ο αιώνα, αφού με τη δημογραφική ανάπτυξη και τη γενεαλογική εξάπλωση των οικογενειών της ανώτερης τάξης, αυξήθηκαν τα άτομα με αριστοκρατικές καταβολές που δεν είχαν πλέον μερίδιο στην εξουσία, και, αποζητώντας το, συντάχθηκαν με τους αστούς, ενισχύοντάς τους.
Ο μη αποκλεισμός, ακόμη, των γυναικών από τα κληρονομικά δικαιώματα επί των απ’ ευθείας φέουδων, συνέβαλλε στην κοινωνική κινητικότητα, αφού, ειδικά στους τελευταίους χρόνους της βενετοκρατίας, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γάμων γυναικών κληρονόμων φέουδων με οικονομικά ισχυρούς αστούς, οι οποίοι αναβάθμιζαν με τον τρόπο αυτόν το κοινωνικό τους status.
Σε περίπτωση, τέλος, απουσίας απογόνων, η πλήρης κυριότητα του φέουδου επέστρεφε στο Δημόσιο, το οποίο το παραχωρούσε σε νέο ιδιοκτήτη, συνήθως σε μέλος της μεσαίας τάξης που πληρούσε τα κριτήρια ανόδου στην τάξη των αριστοκρατών. Η αρχέγονη, όμως, ανάγκη των τελευταίων δικαιούχων «να μη χαθεί το όνομα», οδηγούσε πολλούς στην υιοθεσία ατόμων που μπορούσαν να εγγραφούν στην ανώτερη τάξη, άρα και να κληρονομήσουν το φέουδο.
Στην κατηγορία των άμεσων φέουδων υπάγονταν και τα λεγόμενα εισηγμένα φέουδα, τα οποία συνίστατο σε μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις, τις οποίες ο ιδιοκτήτης τους επιθυμούσε να εγγράψει ως φέουδα, σε αναζήτηση κάποιου τίτλου. Προϋποθέσεις για την εγγραφή ως φέουδου μιας τέτοιας έκτασης, ήταν αφενός η αξία των γαιών να ανέρχεται σε τουλάχιστον 4000 δουκάτα, και αφετέρου ο υποψήφιος τιμαριούχος να καταβάλει στο Δημόσιο ταμείο εισφορά ύψους 500 δουκάτων, ποσά που διπλασιάζονταν στην περίπτωση που ο τελευταίος δεν ανήκε στην τάξη των αριστοκρατών.

Οι δημόσιες βαρωνίες

Στο πλαίσιο της τιμαριωτικής οργάνωσης της Κέρκυρας εντάσσονται και οι δημόσιες βαρωνείες, δηλαδή εκείνες οι φεουδαλικού χαρακτήρα γαιοπρόσοδοι (ως επί το πλείστον) που παρείχε το δημόσιο σε δικαιούχους, τους βαρώνους, ή εμπαρούνους όπως απαντούν στα έγγραφα της εποχής. Ως προς τα άμεσα φέουδα διέφεραν στα εξής: α) οι δικαιούχοι μπορούσε να μην ανήκουν στην ανώτερη τάξη των αριστοκρατών, β) οι δικαιούχοι έφεραν μεν τίτλο, αλλά δεν είχαν πλήρη φεουδαρχικά δικαιώματα επί του φέουδου και των υποτελών του.
Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι των δημόσιων βαρωνειών, δεν είχαν τις δικαστικές και τις άλλες εξουσίες των φεουδαρχών της προηγούμενης κατηγορίας. Θα λέγαμε πως οι λειτουργίες της κούρτης[19] τους εξαντλούνταν στην καταμέτρηση των σε είδος αποδόσεων των εξαρτημένων από αυτούς καλλιεργητών.
Αν και η θέση των βαρώνων αυτού του είδους στο κοινωνικό σύστημα της εποχής ήταν προφανώς αναβαθμισμένη, αυτοί δεν έπαυαν να βρίσκονται στο περιθώριο της ανώτερης τάξης. Αυτό συνέβαινε γιατί η κατοχή μίας τέτοιας βαρωνείας δεν έδινε αυτόχρημα στον δικαιούχο της το δικαίωμα συμμετοχής στο Συμβούλιο της πόλης, ούτε της εγγραφής στη Χρυσόβιβλο (Libro d’ oro) της νήσου.

Τα εκκλησιαστικά τιμάρια

Η προσχώρηση της Κέρκυρας στη Βενετική Δημοκρατία δεν επέφερε ιδιαίτερες αλλαγές στα της εκκλησιαστικής περιουσίας ζητήματα. Όσον αφορά στα εκκλησιαστικά πράγματα και τα γαιοκτήματα των Ορθοδόξων και των Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιών και μονών, το καθεστώς είχε κατά βάση διαμορφωθεί επί της ανδεγαυικής κυριαρχίας.
Όπως προαναφέραμε, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός, ως πιστός Καθολικός και σύμμαχος του Πάπα, κατέλυσε την Ορθόδοξη Μητρόπολη και εγκαθίδρυσε στη θέση της μία Λατινική Αρχιεπισκοπή, θεσπίζοντας συγχρόνως τη μεταφορά μεγάλου μέρους της περιουσίας της. Ταυτοχρόνως, απέσπασε Ορθόδοξες εκκλησίες από τους προηγούμενους κατόχους τους και τις απέδωσε, συμπεριλαμβανομένης της έγγειας περιουσίας τους, στους Λατίνους.
Η κατάσταση αυτή εισήγαγε στη νήσο, πέρα από το μέχρι τότε γνωστό καθεστώς των εκκλησιαστικών κτημάτων, και αυτό των εκκλησιαστικών (της Καθολικής εκκλησίας) τιμαρίων.

Σχέση γαιοκτησίας και κοινωνικής οργάνωσης με την διοικητική οργάνωση της Κέρκυρας

Σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της λειτουργίας των τάξεων στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, αλλά και των «πολιτικών» εκδηλώσεων των μελών τους, αποτελεί το κατεστημένο διοικητικό σύστημα της νήσου, και πιο συγκεκριμένα, οι κανόνες που διήπαν τη διαμόρφωση και την απάρτιση του Συμβουλίου της Κοινότητας της Κέρκυρας.
Το Συμβούλιο της Κοινότητας (Communitá) της Κέρκυρας, ο σημαντικότερος θεσμός της εγχώριας διοίκησης, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα του διορισμού ενός αριθμού τοπικών αξιωματούχων, αποτελούταν αρχικά, και κατά το καθεστώς των ρωμαιο-βυζαντινών άστεων, από πενήντα έως εξήντα Κερκυραίοι, ευγενείς (zentilhomeni) και απλοί πολίτες (popolari). Η κατάχρηση, όμως, των όρων περί της συγκρότησης του Συμβουλίου δημιούργησε προβλήματα, καθώς, καθ’ ομολογίαν των Κερκυραίων στην Πρεσβεία του 1440, εκλέγονταν σε αυτό άτομα ξένης καταγωγής και αμφιβόλου αξίας. Στην πρεσβεία αυτή, όμως, ίσως με υποκίνηση των cittadini, ζητείται από τους Κερκυραίους, να είναι ο Βάιλος εκείνος που θα αποφασίζει για τη συγκρότηση του Συμβουλίου, του οποίου ο αριθμός των μελών θα οριζόταν σε εξήντα με εβδομήντα «από τους καλύτερους και χρησιμότερους», με τη συμβουλή «παλαιών Κερκυραίων».
Στηριζόμενοι στο αίτημα αυτό, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό από τη Βενετική Σύγκλητο, οι cittadini κατάφεραν να πετύχουν πλέον τη συγκρότηση του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα άτομα, προερχόμενα από την τάξη τους, μέσω μιας σειράς πρεσβειών του 15ου και 16ου αιώνων. Ταυτόχρονα, πέτυχαν τη θέσπιση πολύ αυστηρότερων όρων για την απόκτηση της cittadinanza (ιδιότητα και προνόμιο του πολίτη), με αποτέλεσμα να αποκλείονται από αυτήν όσοι εξασκούσαν «βάναυση» τέχνη, καθώς και άτομα προερχόμενα από τον «άξεστο και φύρδην μίγδην όχλο». Με τους όρους αυτούς, ουσιαστικά, οι μόνοι που μπορούσαν να ενταχθούν στο συμβούλιο και να αποκτήσουν την cittadinanza, ήταν οι εισοδηματίες, στοιχείο σημαντικό, όπως θα δούμε στη συνέχεια, για την κατανόηση των πρακτικών που ακολούθησαν οι αστοί προσπαθώντας να ανέλθουν κοινωνικά.
Είναι βέβαιο πως οι αποκλειόμενοι από τη cittadinanza αστοί θα είχαν προβεί σε δυναμικές κινητοποιήσεις με σκοπό την ανατροπή της διαμορφούμενης κατάστασης, αν κατά την εποχή εκείνη δεν είχαν πληγεί τόσο βαριά από τις Οθωμανικές επιθέσεις (1537 – 1571), και αν δεν είχαν την ανάγκη των cittadini για την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους. Όταν άρχισαν να ανανήπτουν, πάντως, στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, δεν προχώρησαν σε οργανωμένες κινήσεις, αλλά σε μαζικές αιτήσεις για την ένταξη στο σώμα των cittadini. Οι τελευταίοι, μάλιστα, στην πρεσβεία του 1610, χαρακτήρισαν το φαινόμενο ως «επικίνδυνη συνωμοσία», στοιχείο ενδεικτικό της αντιπαλότητας των δύο τάξεων.

Οι αστοί

Στο πλαίσιο της μεσαιωνικής, φεουδαλικής αντίληψης περί κοινωνίας, ήταν κοινά αναγνωρίσιμες τρεις τάξεις: 1) οι ευγενείς-αριστοκράτες (πολεμιστές – υπερασπιστές της κοινωνίας), 2) οι κληρικοί (πνευματικοί εργάτες – μεσολαβητές της κοινωνίας με τον Θεό) και 3) η Τρίτη τάξη που εργαζόταν για τη συντήρηση των δύο άλλων τάξεων. Το ιδιαίτερο γνώρισμα της Βενετικής Δημοκρατίας σε σχέση με την παραπάνω αντίληψη ήταν πως ο συγκεντρωτισμός τους κράτους και ο εμπορικός του προσανατολισμός δεν άφησε κανένα περιθώριο στην τάξη των κληρικών να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία, κάτι που συνέβη σε όλη την Ρωμαιοκαθολική Ευρώπη.
Ως απόλυτα κυρίαρχη, λοιπόν, τάξη για τους Βενετούς ήταν αυτή των αριστοκρατών, οι οποίοι, όμως, χωρίς ποτέ να απεμπολήσουν το στρατιωτικό περιεχόμενο του ρόλου τους, ενεδύθησαν και άλλων, διοικητικής φύσεως, καθηκόντων, εξισώνοντας λίγο ως πολύ την αξία τους με τις ανδραγαθίες στο πεδίο της μάχης. Η πραγματικότητα αυτή, καθώς και η ενασχόληση πολλών μελών της βενετικής αριστοκρατίας με το εμπόριο, εμπόδισε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη συγκρότηση μιας συμπαγούς αστικής τάξης που θα μπορούσε να αποτελείται από κρατικούς υπαλλήλους (όπως στη Γαλλία) ή εμπόρους και τεχνίτες (όπως στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες).
Ανάλογη πορεία ακολούθησαν τα πράγματα και στην Κέρκυρα, όπου οι αστοί, εκτός του ότι αντιμετώπισαν την ξαφνική υποβάθμιση του ρόλου τους στο πλαίσιο της Κοινότητας (βλ. παραπάνω σχετικά με τη μεταβολή της σύνθεσης του Συμβουλίου), υπέστησαν διαδοχικές οικονομικές και δημογραφικές αφαιμάξεις με τις πολυάριθμες στρατιωτικές επιχειρήσεις και δηώσεις από τους Οθωμανούς και κάθε είδους επιδρομέων κατά τον 15ο, αλλά κυρίως κατά τον 16ο αιώνα. Για όσο καιρό οι αστοί εξαρτούνταν από τους cittadini (κατοίκους της τειχισμένης πόλης – σημ. Παλαιό Φρούριο) αριστοκράτες για την ασφάλειά τους, ήταν ευάλωτοι στις διαθέσεις των τελευταίων. Από τη στιγμή, όμως, που πέτυχαν την αναγνώριση της ανάγκης προστασίας του εμπορείου (μπόργκου) της Κέρκυρας και μετά την τείχισή του (τέλη του 16ου αιώνα), η ανάπτυξη της τάξης τους ήταν προδιαγεγραμμένη και βέβαιη.
Από αυτό το χρονικό σημείο κι έπειτα, και στο πλαίσιο της νέας τροπής του εμπορικού ανταγωνισμού στην Ευρώπη, οι αστοί αρχίζουν να διατυπώνουν με έμφαση τα αιτήματά τους με προεξέχον αυτό της αναγνώρισης της τάξης τους και του δικαιώματος απ’ ευθείας αναφοράς τους προς τις Αρχές της Μητρόπολης, ενώ κατά περιόδους ενισχύονται από αστικούς πληθυσμούς προσφύγων από τις πρώην βενετικές κτήσεις στην Ανατολή ή πρόσφυγες που αναπτύσσουν «αστικές» δραστηριότητες μετά την εγκατάστασή τους στην Κέρκυρα. Από τον 17ο, αλλά κυρίως τον 18ο αιώνα φαίνεται να προσεταιρίζονται αρκετά επιτυχημένα τους χωρικούς, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική τους ανεπάρκεια, και, ίσως, χρησιμοποιώντας τους για την αποδυνάμωση της τάξης των αριστοκρατών – αν και κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί-, κάποια εμπλοκή των αστών στις εξεγέρσεις των χωρικών υποφώσκει.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, σημαντικό μέρος της προσπάθειας των αστών για την αναβάθμιση της θέσης τους αναλώθηκε στην επιδίωξη πολλών από αυτούς να ενταχθούν στην τάξη των cittadini, κατά τον 17ο αιώνα. Η κατάσταση φαίνεται πως εκτονώθηκε για ένα διάστημα στα μέσα του αιώνα, με την αποδοχή πολλών αστών στο Συμβούλιο με την καταβολή χρηματικών ποσών, λόγω της ανάγκης του Ταμείου εξ αιτίας του Κρητικού πολέμου. Με αφετηρία, όμως, τις αυθαιρεσίες των cittadini και την επιβολή δυσβάσταχτων οικονομικών επιβαρύνσεων από το Βενετικό Δημόσιο έναντι των popolari, η κατάσταση άρχισε να οξύνεται ξανά, με μια μερίδα αστών να συγκροτούν ένα συμπαγές σύνολο, το οποίο διατύπωνε σαφή και ριζοσπαστικά για τα δεδομένα του Βενετικού κράτους αιτήματα.
Η όξυνση εντάθηκε κατά τον 18ο αιώνα, όταν πλέον πολλοί αστοί είχαν αποκτήσει ιδιαίτερα σημαντική οικονομική επιφάνεια (με ταυτόχρονη έκπτωση εκείνης πολλών, αντίστοιχα, cittadini), ή/και μόρφωση έπειτα από σπουδές, κυρίως στην Ιταλία, και είχαν έρθει σε επαφή με τις ιδέες του Διαφωτισμού. Κύρια επιδίωξή τους ήταν τώρα όχι η ένταξή τους στην αριστοκρατία, αλλά η αναγνώριση της τάξης τους και το δικαίωμα της ανεξάρτητης εκπροσώπησής τους.
Τα αιτήματα αυτά υπέβαλαν στον Έκτακτο Προβλεπτή της Ανατολής, Nicolò Erizzo[28], ο οποίος είχε σταλεί από τη Βενετία στα 1786 για την αντιμετώπιση του προβλήματος και κάποιες απαραίτητες αλλαγές στην τοπική διοίκηση των νησιών και των ηπειρωτικών κτήσεων. Ο Erizzo εισήγαγε μία σειρά από μέτρα, με τα οποία μειωνόταν ο αριθμός των μελών του Συμβουλίου από εκατόν πενήντα σε εξήντα, με την ταυτόχρονη είσοδο σε αυτό δώδεκα οικογενειών αστών (civili), απέρριψε, όμως, τα παραπάνω αιτήματα των αστών, κατόπιν υπομνήματος που υπέβαλαν σε αυτόν οι cittadini.
Η εξέλιξη αυτή, δεν ικανοποίησε τους αστούς, οι οποίοι είχαν πλέον πλήρη συνείδηση της κοινωνικής τους υπεροχής έναντι των υπολοίπων popolari και των χωρικών, καθώς και της οικονομικής και, ίσως πνευματικής, έναντι των cittadini. Δεν γνωρίζουμε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα, αν δεν καταλυόταν η Βενετική Δημοκρατία στα 1797, θεωρούμε, όμως, βέβαιο, πως η απαραίτητη για την εκτόνωση της κατάστασης σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη.

Οι δραστηριότητες των αστών

Η Ιστορία έχει αποδείξει πως οι λόγοι που οδήγησαν πληθυσμούς της υπαίθρου να μετοικήσουν στις πόλεις και να διαμορφώσουν τον αστικό πληθυσμό στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα, σηματοδότησαν και την εξέλιξη των αστικών αυτών οικισμών στη συνέχεια. Τα προνόμια που απολάμβαναν οι πόλεις ήδη από την ύστερη αρχαιότητα στις υπό ρωμαϊκό έλεγχο περιοχές και στη συνέχεια στο Βυζάντιο, προσέλκυσαν μετά τον 7ο – 8ο αιώνα τα πιο ανήσυχα πνεύματα της υπαίθρου, δηλαδή ανθρώπους που αποζητούσαν οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξέλιξη που η ύπαιθρος με τις φεουδαλικές, ή τέλος πάντων αγροτικές τις δομές, δεν μπορούσε να καλύψει, ή κάποιους που απλά αισθάνονταν την ανάγκη να αποδεσμευτούν από τους αυστηρούς δεσμούς εξάρτησης που διήπαν την ευρωπαϊκή ύπαιθρο.
Ως εκ τούτου, συνυπολογιζόμενης της απουσίας καλλιεργήσιμων γαιών στο περιβάλλον της πόλης, οι επαγγελματικές δραστηριότητες των αστικών πληθυσμών δεν μπορούσε παρά να είναι ευρηματικές και πρωτότυπες για τα δεδομένα της εποχής, προσανατολισμένες στους τομείς των τεχνών και του εμπορίου. Στις πόλεις υπήρχαν ανέκαθεν, βέβαια, τεχνίτες και έμποροι, όμως οι νέοι κάτοικοι των πόλεων έπρεπε να βρουν νέες τεχνικές και νέα εμπορεύσιμα προϊόντα προκειμένου να εξασφαλίσουν όσα ζητούσαν από την εγκατάστασή τους στον αστικό χώρο. Στην κατεύθυνση αυτή βοήθησε εξ άλλου και η γενικότερη οικονομική ανάπτυξη του ύστερου μεσαίωνα, καθώς και το “άνοιγμα” νέων εμπορικών διαύλων με την Ανατολή.
Η συντεχνιακή, εξάλλου οργάνωση των επαγγελματιών, καθώς και (όσον αφορά στην Κέρκυρα) της δραστηριότητας των εκκλησιαστικών αδελφοτήτων, βοήθησαν στην ομογενοποίηση των στόχων και των ενεργειών των επαγγελματιών της πόλης, εφοδιάζοντάς τους με εργαλεία για την επίτευξη και ευόδωσή τους.
Η ουσιαστική, πάντως, ανάπτυξη της νέας τάξης ξεκίνησε από τη στιγμή που οι επαγγελματικές ενασχολήσεις των αστών άρχισαν να αποφέρουν πλεόνασμα, το οποίο οι αστοί ζητούσαν να επενδύσουν σε πεδία πρόσφορα για τη μεγέθυνσή του, με στόχο τη μετατροπή τους σε εισοδηματίες, στοιχείο που τους έδινε τη δυνατότητα να εισέλθουν στην τάξη των cittadini. Από τη στιγμή που οι εκκλησιαστικοί και κρατικοί νόμοι απαγόρευαν κάθε είδους δανειοδοτικής δραστηριότητας με τόκο στους χριστιανούς, οι αστοί προσανατολίστηκαν στη χρηματοδότηση εμπορικών συντροφιών, επιχειρήσεων λαθρεμπορίας, την αγορά γαιών, καθώς και στην ενασχόλησή τους με μια δραστηριότητα που συνδύαζε τις δανειακές συναλλαγές και την εμπορική εκμετάλλευση αγροτικών προϊόντων: το περίφημο στην Κέρκυρα της εποχής προστύχιον.
Το προστύχιον ήταν ένας έμμεσος τρόπος δανεισμού με τόκο, καλυπτόμενος, όμως, υπό τον μανδύα της προαγοράς αγροτικών προϊόντων. Η λογική της συναλλαγής αυτής ήταν απλή: ο γεωργός, ο οποίος είχε ανάγκη ρευστού (συνήθως λόγω κακής σοδειάς) για να θρέψει την οικογένειά του ή για άλλους λόγους, εισέπραττε ένα ποσό από τον δανειστή του, δεσμευόμενος να του αποδώσει προϊόντα πολλαπλάσιας αξίας με την επόμενη σοδειά. Ειδικά πριν από την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου, η μόνη πηγή δανειακού κεφαλαίου, εκτός, φυσικά των Εβραίων, ήταν είτε οι cittadini γαιοκτήμονες, είτε οι αστοί. Καθώς, όπως προαναφέραμε, ο δανεισμός με τόκο απαγορευόταν για τους χριστιανούς, η συναλλαγή είχε τη μορφή της προαγοράς της επόμενης σοδειάς, συνήθως ελαιολάδου ή κρασιού, του γεωργού, σε τιμή πολύ χαμηλότερη αυτής της αγοράς. Με τον τρόπο αυτόν ο γεωργός εξασφάλιζε τα χρήματα που χρειαζόταν, αποδίδοντας, όμως, προϊόντα αξίας πολύ μεγαλύτερης του ποσού που είχε λάβει. Συχνά, πάντως, ο πιστωτής ανέβαλλε την είσπραξη των οφειλομένων για τη στιγμή που η αξία τους ήταν αυξημένη, πολλαπλασιάζοντας τη ζημία του οφειλέτη. Όταν, δε, λόγω ασοδείας, ο γεωργός δεν διέθετε την οφειλόμενη ποσότητα προϊόντος, ήταν αναγκασμένος να την προμηθευτεί από την αγορά σε εξωφρενικές τιμές.
Το πρόβλημα στην περίπτωση του προστυχίου ήταν ότι κατά την εποχή που ο γεωργός έπρεπε να αποδώσει στον δανειστή του τα οφειλόμενα προϊόντα, βρισκόταν πάλι σε δυσχερή οικονομική θέση, αδυνατώντας συχνά να εξασφαλίσει τα αναγκαία για την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί εκ νέου να καταφύγει στο προστύχιον. Τελικά, ο οφειλέτης κατέληγε σε πλήρη αδυναμία εξυπηρέτησης του δανείου, με αποτέλεσμα την κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων από τον πιστωτή. Με τον τρόπο αυτόν περιέρχονταν στα χέρια των πιστωτών, πέραν των όποιον κινητών αγαθών, οικήματα και γαίες, τα οποία επινοικίαζαν συχνά στον πρώην οφειλέτη, αυξάνοντας έτσι τα έσοδά τους και ισχυροποιούμενοι ως εισοδηματίες.
Αν και με την ίδρυση του δημόσιου ενεχυροδανειστηρίου τον 17ο αιώνα, η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται, τα πράγματα άρχισαν να ξαναπαίρνουν την προηγούμενη τροπή, λόγω των άσχημων συγκυριών, αλλά και της αδυναμίας του Ενεχυροδανειστηρίου να καλύψει τις ανάγκες των χωρικών, κυρίως λόγω κακής διαχείρισης και των προβλημάτων που επέφερε ο Κρητικός Πόλεμος.

Οι χωρικοί

Αν στην περίπτωση των αστών και των cittadini παρατηρείται, ανεξαρτήτως ρυθμού, κάποια εξέλιξη, τα πράγματα για τους χωρικούς δεν άλλαξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας, ακόμη και ύστερα από αυτήν. Οι κάτοικοι της υπαίθρου, υποτελείς στην πλειοψηφία τους των αριστοκρατών και αστών γαιοκτημόνων, χρεωμένοι μονίμως σε τοκογλύφους υπό την ανοχή του κράτους, χρειάστηκε να περιμένουν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, οπότε άρχισαν να δρομολογούνται διαδικασίες για τη βελτίωση της θέσης τους. Όμως, κι αυτές οι διαδικασίες, εκτός του ότι χρειάστηκαν πολλούς αγώνες και χρόνο για να αποφέρουν καρπούς, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.
Η κατάσταση των χωρικών των τιμαρίων (villani) είναι γενικά γνωστή από τη βιβλιογραφία: ήταν πλήρεις υποχρεώσεων έναντι των κυρίων τους και του κράτους, με ελάχιστα δικαιώματα, τα οποία μάλιστα καταστρατηγούνταν συνεχώς. Ανάλογης, αν και όχι ίσης εκμετάλλευσης τύχαιναν και οι εκτός τιμαρίων χωρικοί, στοιχείο που διαγράφεται από την περιορισμένη, σχετικά, συμμετοχή τους στις εξεγέρσεις του 1652 και 1748. Και των δύο, πάντως, κατηγοριών χωρικών βασικό πρόβλημα αποτελούσε το προστύχιον, για τους λόγους που περιγράψαμε παραπάνω. Εκείνο που άλλαζε ήταν η προέλευση των πιστωτών τους: ενώ στις περιοχές του νησιού που ήταν συγκεντρωμένα τα τιμάρια η πλειοψηφία των πιστωτών φαίνεται να προέρχεται από την τάξη των cittadini, στις υπόλοιπες κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους πιστωτές από την τάξη των αστών.
Οι δύο αυτές κατηγορίες πιστωτών δεν διαφέρουν μεταξύ τους, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των χρεωστών, ακολουθούν, όμως αποκλίνουσες πρακτικές όσον αφορά στην αξιοποίηση του κέρδους που αποκομίζουν. Ενώ οι cittadini φαίνεται να το καταναλώνουν, οι αστοί το επενδύουν επωφελούμενοι διπλά.
Βέβαια, οι χωρικοί δεν δανείζονταν μόνο από cittadini και αστούς, αλλά και από ευκατάστατους χωρικούς. Η διαφορά σε αυτού του είδους τις συναλλαγές έγκειται στο ότι η μορφή των δανείων δεν αφορούσε σε προστύχιον, αλλά σε κανονική προαγορά γεωργικών προϊόντων, ή σε δάνεια με βλησίδι, δηλαδή ενέχυρο. Ο λόγος της απουσίας, γενικά, του προστυχίου στις μεταξύ χωρικών δανειακές συναλλαγές δεν είναι εύκολο να διευκρινιστεί, όμως, φαίνεται πως έπαιζε κάποιον ρόλο η κοινή καταγωγή, καθώς και η αποθάρρυνση τέτοιων συναλλαγών για τους μη έχοντες επιρροή στην τοπική διοίκηση.
Κάποια βελτίωση στην όλη κατάσταση φαίνεται πως επήλθε μετά την εξέγερση του 1748, όταν οι inquisitori με προκήρυξή τους στις 28 Μαρτίου εισήγαγαν εννέα διατάξεις για την κατοχύρωση του χρεώστη σε συναλλαγές προστυχίου, με σημαντικότερη αυτήν της απαγόρευση κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Έπειτα, όμως, από αντιδράσεις των cittadini και των εμπόρων, η εφαρμογή της προκήρυξης ανεβλήθη, και τελικά ακυρώθηκε. Οι Κερκυραίοι χωρικοί αναγκάστηκαν να ζήσουν υπό την εκμετάλλευση των ισχυροτέρων τους μέχρι το τέλος της βενετοκρατίας, ενώ τα πράγματα γι’ αυτούς επιδεινώθηκαν απί Αγγλικής Προστασίας, όταν εισήχθη ο νόμος περί προσωποκράτησης.

Πηγές

αφκδ΄ (1524) ημέρα κβ΄ (22) Φεβρουαρίου μηνός…………………………………
Τῃ αὐτῇ ἠμέρα εἰς το χ(ωρίον) τῶν Καλαφατιώνων, Στέφα(νος) ο Κουρέλης παρόν ὀμολόγησε ότι χρεωστή πρ(ος) τον παρό(ντα) μι(σέρ) Μάρκον τον Ρότζι(κον)/ κρασί κόκ(ινο) με(τρα) πέ(ντε) ὀποίον το επληρώθη εἰς το πα(ρόν) ενώ(πιον) ημῶν πρ(ος) άσπρα δέ(κα)/ το κά(θε) μέ(τρο), ὀποίον λέγει ὅτι τα λαμβάν(ει) διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη) ὀποίον κρασί/ υπόσχεται ο ρη(θής) Στέφα(νος) να το ἀφέρη και δώ(ση) τοῦ εἰρημένου μι(σέρ) Μάρκου εἰς τῆν οι(κίαν) αὐτοῦ κρασί/ καθαρόν την ἐρχομένην εσω(δείαν) του τρί(γου ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ)/ Ἰακώβου τοῦ Κακούρη. ο δε πα(πα) κ(υρ) Ζαχαρ(ίας) Πηλός συμβαί(νει) ἐγγυη(της) καὶ πληρω(της) διά τὸ ρη(θέν)/ κρα(σί). και ούτως ὀμολόγεισαν. Μάρτυρες Κυρ Φράγγος Αυλωνίτης και Ιωάννης Κάντηλας.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Σ. 147, σελ. 39v

Στην Πράξη αυτή του 1524 συναντάμε ένα κλασικό συμβόλαιο προστυχίου. Ο πιστωτής Μάρκος Ρότζικος, αστός, προαγοράζει πέντε μέτρα κόκκινο κρασί από τον Στέφανο Κουρέλη στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των δέκα άσπρων το κάθε μέτρο (=πενήντα άσπρα). Ο Στέφανος, βέβαια, επωφελείται της ευκαιρίας να δηλώσει πως το δάνειο συνάπτεται «διά ὅνομα τοῦ ἀδερφού αὐτ(οῦ) Ἰω(άννη)», χωρίς να πληρώσει ξεχωριστή πράξη γι’ αυτό. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί, ακόμη η υποχρέωση του χρεώστη να μεταφέρει το οφειλόμενο κρασί στο σπίτι του πιστωτή του όταν έρθει ο καιρός της πληρωμής, καθώς και ότι ο πιστωτής έχει διαλέξει ακόμη και από ποιον αμπελώνα θα προέρχεται το οφειλόμενο προϊόν (ἐκ τὰ ἀμπέ(λια)αυτ(οῦ) ὀπ(οία) πληρω(νουν) σολδ(ιάτικο) τοῦ μι(σέρ) Ἰακώβου τοῦ Κακούρη). Η τελευταία αυτή αναφορά είναι ενδεικτική της δύσκολης θέσης στην οποία θα περιερχόταν ο Στέφανος Κουρέλης όταν κατά την εποχή του τρύγου, εκτός από την πληρωμή του δανείου θα έπρεπε να αποδώσει και το σολδιάτικο στον ιδιοκτήτη του αμπελώνα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι εγγυητής του δανείου, και «πληρωτής» σε περίπτωση αδυναμίας του χρεώστη, εμφανίζεται ο ιερέας Ζαχαρίας Πηλός, ο οποίος μάλιστα, στην επόμενη πράξη του καταστίχου, εμφανίζεται να δανείζεται και αυτός από τον Μάρκο Ρότζικο ίσο ποσό με τους ίδιους όρους. Το τελευταίο αυτό στοιχείο μαρτυρά ότι ο τελευταίος ασχολούταν μάλλον «επαγγελματικά» με τη σύναψη τέτοιων δανείων, και πιθανόν να είχε «συνεργαστεί» και στο παρελθόν με τον συγκεκριμένο ιερέα.

Σε αυτού του είδους τις συναλλαγές δεν επιδίδονταν μόνο άντρες, αλλά και γυναίκες μέλη της τάξης των αστών:

26/2/1559
κυρ Σταμάτης Φαγογένης υιός του Γιανούτζου από χωρίο του Κοθωνικίου κάτοικος εις το υποστατικό του Σουβλάκη παρών σωματικώς ελαβε από την παρούσα κυράτζα Μαρούλα Μαργελένα διά λάδι ξέστες τρεις προς άσπρα 25 την κάθε ξέστα και υπόσχεται να της το δώση την ερχομένην εσοδειάν του ελαίου άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών. Ομοίως έλαβε και ο παρών Μάνος Πασχάλης του ποτέ Ιωάννου από χωρίο του Κοθωνικίου εξάδελφος αυτού ένα τζεκίνι διά τις τρεις ξέστες από την άνωθεν κυράτζα Μαρούλα και υπόσχεται να το δώσει την ερχομένην εσοδειάν εις το οποίον χρέος να είναι ομού και ινσόλδουμ.
Κατενώπιον κυρ Αντωνίου Κινήγη και κυρ Θεοδώρου Μαρκούλη.
ΓΑΚ-ΑΝΚ, Συμβολαιογραφικά, Τόμος Π. 40, σελ. 56v.

Τα στοιχεία της παραπάνω πράξης που προσελκύουν την προσοχή μας είναι αφενός ότι ο πρώτος από τους χρεώστες είναι υποτελής του γαιοκτήμονα Σουβλάκη, και, αφετέρου ότι αναγνωρίζεται εμμέσως το γεγονός ότι οι όροι του δανείου δεν είναι ακριβώς σύννομοι, αφού υπάρχει η ρήτρα «άνευ τινός εναντιότητος και ενοχλήσεως εις θεσμόν των παντίων αυτής αγαθών». Όσον αφορά στο πρώτο, δεν είναι εύκολο να δώσουμε απαντήσεις σχετικά με το γιατί ο Σταμάτης Φαγογένης δεν δανείστηκε από τον κύριό του, ούτε για την προέλευση του οφειλόμενου προϊόντος. Όσον αφορά στο δεύτερο, γνωρίζουμε πως η βενετική διοίκηση δεν έβλεπε με καλό μάτι τη σύναψη τέτοιων δανείων, αφού δυσχέραιναν την κατάσταση των χωρικών, θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη του νησιού, όπως στις περιπτώσεις των εξεγέρσεων του 1652 και του 1748. Για τον λόγο αυτό προσπαθούσαν να θέσουν κάποιους κανόνες στη σύναψη των δανείων, αντιμετωπίζοντας συχνά τις αντιδράσεις των cittadini και αστών πιστωτών.

Συμπεράσματα

Δεν είναι εύκολο μέσα από μια εργασία τόσο μικρού εύρους να ερευνηθούν όλες οι πτυχές της παράλληλης διαδρομής αστών και χωρικών σε όλη την περίοδο της βενετοκρατίας. Κατέστη πάντως δυνατό να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους, αν και αυτό έγινε κυρίως από τη σκοπιά των αστών.
Ενώ αρχικά οι αστοί στήριζαν το εισόδημά τους στις αγορές που προέβαιναν κυρίως οι cittadini γαιοκτήμονες, άρχισαν σταδιακά να συναλλάσσονται όλο και περισσότερο με τους κατοίκους της υπαίθρου, είτε λόγω του εκχρηματισμού της κερκυραϊκής οικονομίας, είτε μέσω των δικών τους επενδύσεων εκτός των τειχών.
Η άνοδος του πνευματικού και οικονομικού επιπέδου των αστών, οδήγησε στη όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση κάποιου αριθμού χωρικών από αυτούς. Όπως, έχουμε δείξει σε άλλη εργασία[46], δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που οι χωρικοί, αντιμετωπίζοντας αντιδικίες με cittadini προσέφευγαν σε νομομαθείς αστούς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Από την άλλη, πολλοί ήταν οι αστοί που επένδυαν τα κέρδη από τις εργασίες τους σε γη στην ύπαιθρο, την οποία επινοικίαζαν σε χωρικούς, ή προέβαιναν σε δανειακές συναλλαγές με τους τελευταίους. Στις περιπτώσεις αυτές οι σχέσεις αστών και χωρικών δεν μπορούσαν παρά να είναι σχέσεις αντιπαλότητας. Παρά ταύτα, η ιστοριογραφία δεν μας έχει παρουσιάσει καμία περίπτωση γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των δύο αυτών τάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, οι σχέσεις με τις οποίες συνδέονταν αστοί και χωρικοί στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, φαίνεται να είναι απόρροια της προσπάθειας των πρώτων για κοινωνική ανέλιξη, είτε ατομική, είτε συλλογική. Για τον λόγο αυτό, και οι πρακτικές που ακολούθησαν είχαν δύο κατευθύνσεις. Ατομικά: πολλοί αστοί προσπαθούσαν να επιτύχουν την εισαγωγή τους στο Συμβούλιο της Κοινότητας της Κέρκυρας, αναβαθμίζοντας το κοινωνικό και οικονομικό τους status και εξελισσόμενοι σε εισοδηματίες. Συλλογικά: σταδιακά οι αστοί άρχισαν να μην ενδιαφέρονται τόσο για την εισαγωγή τους στην τάξη των cittadini, αλλά για την αναγνώριση της τάξης τους και την κατοχύρωση του δικαιώματός τους της εκπροσώπησης.
Οι κοινωνικές ζυμώσεις που περιγράψαμε δεν κατόρθωσαν να εκτονωθούν, λόγω εξωγενών παραγόντων, όπως η πολλαπλή εναλλαγή των κυριάρχων από το τέλος του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνων, με αποτέλεσμα ο απόηχος των προβλημάτων που αυτές συνεπαγόταν να είναι διακριτός μέχρι σήμερα.

πηγή : Ανδρέας Γραμμένος , http://corfuhistoryforum.blogspot.com/

* * *