«Διδασκαλίαι Στρατιωτικαί»

Ένας πρώιμος κανονισμός στρατευμάτων της Επτανήσου Πολιτείας (1804)

  Ο τακτικός στρατός της Επτανήσου Πολιτείας, σε αντίθεση με το στρατό της «Ελληνικής Πολιτείας» και του «Βασιλείου της Ελλάδος», οργανωτικά ακολούθησε το παραδοσιακό ευρωπαϊκό σχήμα μεταξύ ρωσικού και αυστριακού τύπου. Οι υπεύθυνοι γι’ αυτόν δεν φαίνεται να είχαν επηρεαστεί από την αποτελεσματικότητα των αλλαγών του Βοναπάρτη στο γαλλικό επαναστατικό στρατό και του Φρειδερίκου Β’, του ονομαζόμενου «Μεγάλου», στο πρωσικό, όπου κυριαρχούσαν τα ισχυρού πυρός ευέλικτα σχήματα.

Αυτοτελείς σχηματισμοί, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναλάβουν επιχειρήσεις, δεν υπήρξαν. Το στρατό συγκροτούσαν μονάδες πεζικού, με διοίκηση στοιχείων πυροβολικού, επιπέδου ενισχυμένου τάγματος παραδοσιακών δομών, με τα εξής χαρακτηριστικά: ισχυρή παρέμβαση της πολιτικής εξουσίας στα τακτικά θέματα, χαλαρή αφ’ υψηλού διοίκηση με την ευθύνη μεταφερόμενη στα κατώτερα κλιμάκια, αποσπασματική εκπαίδευση καθοριζόμενη από τους τοπικούς διοικητές, άτολμες προσπάθειες εισαγωγής των νέων μεθόδων, ατελή επιμελητεία, εκτελούμενη από τα τμήματα επιπέδου λόχου, μισθοφορικό χαρακτήρα, άρα με έλλειψη συμμετοχής στη στρατολογία (καθολικώς ή μερικώς) του πληθυσμού, γεγονός που επέτρεπε τον έλεγχο σε στρατιωτικές ελίτ και τέλος με πολυσυλλεκτικότητα. Είναι διαπιστωμένο πως η «Επτάνησος Πολιτεία» επέλεγε το στρατιωτικό προσωπικό της από τους επαγγελματίες ενόπλους της ευρύτερης περιοχής με κριτήριο τον επαγγελματισμό και τη χριστιανική πίστη, σε αντίθεση με τους ενεργούντες στρατολογία ιδιώτες, οι οποίοι δεν λάμβαναν πάντοτε υπ’ όψη αυτή τη δεύτερη ιδιότητα.

Τα χαρακτηριστικά του Επτανησιακού τακτικού στρατεύματος διαμορφώθηκαν κυρίως από τις πολιτικές τοποθετήσεις των διοικούντων την Πολιτεία. Η αριστοκρατική νοοτροπία και η επιθυμία διατήρησης των δομών του βενετικού παρελθόντος, βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με τις ταχύτατα εξελισσόμενες, εξαιτίας των πολέμων της γαλλικής δημοκρατίας, τακτικές, αλλά και τις νέες θεωρίες για την κοινωνία, το στρατό και τον πόλεμο. Δευτερεύοντα, επίσης, αίτια πρέπει να αναζητηθούν στη δραστηριότητα τοπικών στρατιωτικών ηγετών, οι οποίοι έχοντας αποκτήσει στρατιωτική και πολιτική δύναμη με τη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις για την έξωση των επαναστατικών γαλλικών φρουρών και την καταστολή των αποσχιστικών κινημάτων, επιθυμούσαν να διατηρήσουν την αυθεντία τους στα στρατιωτικά και να ενισχύσουν την πολιτική τους ισχύ. Επιθυμούσαν, δηλαδή η (συνήθως νεόκοπη) στρατιωτική ιδιότητά τους να λειτουργήσει ως πολλαπλασιαστής της πολιτικής τους ισχύος.
Παράγοντες αντίρροπους σ’αυτή την κατάσταση δημιούργησαν επαγγελματίες στρατιωτικοί, οι οποίοι κατατάχθηκαν στον επτανησιακό Στρατό αποσπασμένοι στα νησιά από ρωσικές μονάδες, ή προσκεκλημένοι των επτανησιακών αρχών από μονάδες άλλων ευρωπαϊκών στρατών, όπως τα «Μακεδονικά Συντάγματα» του Βασιλείου της Νεαπόλεως. Αν και τα αποτελέσματα των προσπαθειών αυτών των στοιχείων δεν ήταν τελικά τα αναμενόμενα, η συμβολή χους στην εισαγωγή και τη διαμόρφωση κάποιων θεσμών σύμφωνα με τις τοπικές συνθήκες, υπήρξε καθοριστική.

Περίπτωση δάνειας πρακτικής από ξένο στρατό αποτελεί ο δίγλωσσος (ελληνικά-ιταλικά) κανονισμός στρατευμάτων, ο οποίος συντάχθηκε από το Συνταγματάρχη Εμμανουήλ Παπαδόπουλο και τυπώθηκε το 1804 από το Διονύσιο Σαραντόπουλο στο εργολαβικά παραχωρημένο σ’ αυτόν κρατικό τυπογραφείο στην Κέρκυρα με τίτλο:

«Διδασκαλίαι Στρατιωτικοί Συντεθείσαι παρά του Γενναίου Κυρίου Χιλιάρχου Εμανουήλ (sic) Παπαδόπουλου Οργανιστού των Τακτικών Στρατευμάτων της Επτανήσου Πολιτείας. Επικυρωθείσαι παρά της Γερουσίας και δια προσταγής Αυτής δημοσευθείσαι δια του Τύπου. Εν Κερκύρα. Εις την του Γένους Τυπογραφίαν δια Διονυσίου Σαραντοπούλου Διευθυντού».

«Istruzioni Militari compilate dallo strenuo Signor Colonello Emanuel Papadopulo organizzatore delle truppe regolari della Repubblica Settinsulare Sandite dal Senato e d’ ordine suo pubblicate colla stampa. In Corfu. Nella Stamperia Nationale per Dionisio Sarandopulo Direttore».

 Ο Εμμανουήλ Παπαδόπουλος (174; – 1810), ελληνικής καταγωγής αξιωματικός του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού, σπούδασε μηχανικός στην Πετρούπολη με υποτροφία του Τσάρου και κατατάχθηκε στο ρωσικό πεζικό. Υπηρέτησε στο Σύνταγμα «Αικατερίνη Β’», στο οποίο οι Έλληνες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία, και ακολούθησε το ναύαρχο Ουσακώφ (Fyodor Fyodorovich Uchacow) στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε τη διοργάνωση των τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων της Πολιτείας. Ο Χιώτης αναφέρει ότι «συνεργάσθη εις εναπάστασιν Ελλάδος»• η πληροφορία, όμως, δεν έχει διευκρινισθεί. Βέβαιο, πάντως, είναι ότι συνέταξε και άλλο κανονισμό για τις δύο μονάδες Σουλιωτών και Χιμαριωτών που συγκρότησαν οι Ρώσοι στα Επτάνησα, συνεργάσθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια στην άμυνα της Λευκάδας, καθώς αυτός τον αναφέρει στην αναφορά του της 20ης Ιουλίου 1807 (π.η) προς τη Γερουσία με¬ταξύ των προσώπων που έλαβαν μέρος στο συμπόσιο στη θέση «Μαγεμένο», ενώ γνωστή είναι και η σύγκρουσή του με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και εξ αυτής, η παραίτηση του τελευταίου από τον επτανησιακό Στρατό την 20η Ιουλίου 1807 (π.η.)
Ο Παπαδόπουλος ενεργώντας κατά τη στρατιωτική νοοτροπία της εποχής, συνέταξε γενικό κανονισμό καθηκόντων, έχοντας ως οδηγό αντίστοιχο ρωσικού συντάγματος, ίσως του «Αικατερίνη Β’», στη δύναμη του οποίου ανήκε. Η πρακτική αντιγραφής κανονισμών, μεθόδων αλλά και θεωριών μεταξύ των στρατευμάτων είναι παλαιά, γνωστή, διαχρονική και πλήρως αποδεκτή. Κατά τη συνήθεια και πάλι της εποχής ήταν δυνατό να λειτουργεί ως βοήθημα της διοίκησης χωρίς ιδιαίτερη ισχύ ή να έχει εγκριθεί από τους πολιτικούς προϊσταμένους. Η Επτανησιακή Γερουσία στις 12 Αυγούστου 1804 (π.η) δίδοντας εξαι¬ρετική σημασία σ’ αυτόν τον κανονισμό τον περιέβαλε με την ισχύ θεσπίσματος το οποίο και τυπώθηκε αμέσως μετά το κείμενο του Παπαδόπουλου (ελληνικά και ιταλικά αντικριστά στις σελίδες 66-71):

«Εις τας 12 Αυγούστου 1804

ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΕΡΟΥΣΙΑΝ

Αναγνώσασα την είδησιν του Γενναίου Χιλιάρχου Παπαδόπουλου, οργανιστού του Τακτικού Τάγματος της Πολιτείας, γεγραμμένη εις τας 2 Αυγούστου. Αναγνώσασα την πρότασιν των διδασκαλιών την παρ’ αυτού συντεθείσαν και ευνοϊκώς πεμφθείσαν εις την Γερουσία, εις την οποίαν ακριβολογούνται τα χρέη των στρατευομένων απάντων, αρχομένων παρά του απλού στρατιώτου έως του Χιλιάρχου και ευρίσκουσα τας διδασκαλίας ταύτας δια τους στρατευομένους, συμφώνως με τας εννοίας και σκοπούς της Διοικήσεως, διευθυνομένας προσφυώς και επαινέτως, ίνα σχηματίσωσι το πνεύμα, την καρδίαν και την αγωγήν, την στρατιωτικήν των πολιτών των αφιερουμένων εις την ζηλότυπον ταύτην υπηρεσίαν.
Η Γερουσία κατάδηλον ποιούσα την του Γένους ευγνωμοσύνην προς τον Γενναίον Χιλίαρχον, όστις μετά θερμού ζήλου και βαθύτατης γνώσεως εσύνθεσε το δοκίμιον τούτο, εκ του οποίου απαστάπτει απόσον αυτός έτι οίδε να ποιήσει δια την διδασκαλίαν την στερεάν και τακτικήν του στρατού της Πολιτείας.
Θεσπίζει
Πρώτον
: Ότι αι ρηθείσαι διδασκαλίαι να μεταφρασθώσιν Ιταλιστί και να δημοσιευθώσι μετά ταύτα και να πολλαπλασιασθώσι δια του τύπου, εις αμφοτέρας τας διαλέκτους.
Δεύτερον: Ότι ένας αρκετός αριθμός αντιγράφων των διδασκαλιών τούτων, να ήθελε δοθή προς τον Αρχηγόν του Τακτικού Τάγματος, δια να λαβώσιν ούτως όλοι οι Στρατευόμενοι, εις τους οποίους ανήκουσι.
Τρίτον: Ότι αυτός ο Αρχηγός του Τακτικού Τάγματος να ήναι [….] να επαγρυπνή, δια να ήθελαν […..] οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί [….] και δια μέσω αυτών όλοι οι στρατιώται, τελεσφορήση και δώκη εκείνον τον καρπόν και ωφέλειαν, εις την οποίαν το αξιόχρεον σύγγραμμα του Χιλιάρχου Παπαδόπουλου είναι διωρισμένον. Θέλουσι διωρισθή εις το εξής αι μέθοδοι δια των οποίων η Διοίκησης να μένη βεβαιωμένη δια την προκοπήν, την οποίαν η προσοχή και ο ζήλος των Αξιωματικών της Πολιτείας, θέλει λαμβάνει από τούτας και από τας άλλας παιδείας της αγωγής, εις τας οποίας είναι υποκείμενοι.
Ο εξ Απορρήτων της Επικρατείας θέλει λάβη το βάρος της εκτελέσεως του θεσπίσματος τούτου
Δια Αντίγραφον ομοιόσχημον Ο εξ Απορρήτων της Επικρατείας Κόμης Καποδίστριας»

Ο κανονισμός είναι διαρθρωμένος στα εξής κεφάλαια:

• Περί διαφορών χρεών εκάστου πολεμικού από απλού στρατιώτου έως Χιλιάρχου (σελ. 5, 6)
Intorno ai differenti doveri di ciascun Militare, comimciando dal semplice Soldato, sino al Colonello (σελ. 7, 8 )
• Χρέος του απλού στρατιώτου (σελ. 2-6) Dovere del Semplice Soldato
• Περί Εφρεϊτόρου (σελ. 8-10) Doveri del Quartiere (σελ. 9-11)
• Περί Υπαξιωματικού (σελ. 12-16) Doveri dei Bassi-Uffiziali (σελ. 13-17)
• Περί Φουριέρε (σελ. 18) Doveri del Foriere (σελ. 19)
• Περί Καπτενάρμουσου (σελ. 20-22)
Doveri del Caporale Custode degli Effetti (σελ. 21-23)
• Περί Πατπραπόρτζικου (σελ. 24) Doveri del Porta Bandiere (σελ. 25)
• Περί Φελτφέβελου (σελ. 26-30) Doveri del Sergente Maggiore (σελ. 27-31)
• Περί Αξιωματικών από σημαιοφόρου έως Χιλιάρχου (σελ. 32-36) Dei Doveri Degli Uffiziali, dall’ Alfiere sino al Colonello (σελ. 33-37)
• Περί Σημαιοφόρου ήτε Αλφιέρου (σελ. 38-40) Dei Doveri dell’ Alfiere (σελ. 39-41)
• Περί Σοτοτενέντου (σελ. 42)
Dei Doveri dell Sottotenente (σελ. 43)
• Περί Υπεκατοντάρχου, ήτε Τενέντου (σελ. 44) Dei Doveri del Tenente (σελ. 45)
• Περί Αδιουτάντου (σελ. 46-48)
Dei Doveri dell’ Ajutante (σελ. 47-49)
• Περί Εκατοντάρχου ήτε Καπιτάνου (σελ. 50-54) Doveri de Capitano (σελ. 51-55)
• Περί Ταξιάρχου, ήτε Μαϊόρου (σελ. 56-58) Doveri del Maggiore (σελ. 57-59)
Περί Χιλιάρχου (σελ. 60-64) Doveri del Colonello (σελ. 59-63)

Ο Κανονισμός καθόριζε ότι τον τακτικό στρατό της Πολιτείας τον αποτελούσαν στρατιωτικές μονάδες των ομόσπονδων κρατών-νησιών με την εξής συγκρότηση: «Χιλιαρχία» (Reggimento), αποτελούμενη από μια έως τέσσερις εκατονταρχίες και διοικούμενη από «Χιλίαρχο» (colonello), με υποδιοικητή «Ταξίαρχο ή Μαϊόρο» (Maggiore) και διαγγελέα «αγιουτάντε» ( ajutante), που ήταν δυνατό να έχει τον βαθμό του «σημαιοφόρου» (alfiere), του «σοτοτεντέντε» (sottotenente) ή του «υπεκατόνταρχου» (tenente). Κάθε εκατονταρχία είχε τέσσερα τμήματα (ατσίονες, καποράλστβα) των τριών ομάδων (στίχων) των δέκα ανδρών (περίπολοι, πατρούλια). Σε κάθε τμήμα επικεφαλής ήταν ένας κατώτερος αξιωματικός (σημαιοφόρος, σοτοτενέντε, υπεκατόνταρχος) με βοηθό έναν υπαξιωματικό (σερτζέντες, ποδ-πραπόρτζικος, φουριέρης, καπτενάρμουσος).

Ένας υπαξιωματικός προερχόμενος από τους ευγενείς ήταν ο σημαιοφόρος, ένας άλλος υπαξιωματικός, απαλλαγμένος από κάθε άλλη υποχρέωση, εκτελούσε καθήκοντα οικονομικού και εφοδιαστή, ένας τρίτος καθήκοντα διαγγελέα-συνδέσμου του εκατόνταρχου, ενώ, τέλος, ένας τέταρτος ήταν «φελτφέβελος». Πρόκειται για τον ανώτερο υπαξιωματικό ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «η δεξιά χειρ του εκατοντάρχου, η ψυχή της εσωτερικής ευταξίας της εκατονταρχίας». Για λόγους οικονομίας ο κανονισμός προέβλεπε να υπάρχουν 8 υπαξιωματικοί αντί των 10 που απαιτούσε η ρωσική οργάνωση. Μεταξύ στρατιωτών και υπαξιωματικών και από ένας σε κάθε στίχο (δώδεκα σε κάθε εκατονταρχία) παρεμβάλονταν οι εφρεϊτόροι (quartieri). Αυτοί επιλέγονταν από τους «πλέον άξιους, πρόθυμους, γεγυμνασμένους και χρηστοήθεις στρατιώτας» και ήταν οι βοηθοί των υπαξιωματικών. Από τους καλύτερους «εφρεϊτόρους» επελέγονταν οι υπαξιωματικοί, εκτός εάν ήταν ευγενείς, οπότε μετά από τρίμηνη θητεία ως απλοί στρατιώτες με «χρηστή πολιτεία» καταλάμβαναν μια από τις θέσεις των υπαξιωματικών.

Η επιχειρούμενη με τον κανονισμό διοργάνωση των τακτικών στρατιωτικών μονάδων της Επτανήσου Πολιτείας από ελληνικής καταγωγής ρώσο αξιωματικό, εκτός της μετάγγισης ρωσικού στρατιωτικού πνεύματος, νοοτροπίας και αντιλήψεων, υποχρεωτικά συνεπάγεται μεταφορά των σχετικών στρατιωτικών θεωριών τακτικής και στρατηγικής, όπως άλλωστε και εξοπλισμού και εξαρτήσεως. Εάν αυτό τελικά ολοκληρωνόταν, τα αποτελέσματα για τον επτανησιακό στρατό, που αποτελεί σε πολλά προπομπό του νέου ελληνικού στρατού, όπως αυτός οργανώθηκε κατά την καποδιστριακή περίοδο, θα ήταν καθοριστικά και δύσκολα ανατρεπτά. Ο αυτοκρατορικός ρωσικός στρατός ήταν οργανωμένος και εκπαιδευμένος για ανεπτυγμένα πεδία, για μεγάλους χώρους συγκρούσεων και είχε αναλόγως αναπτύξει και εφαρμόσει τις θεωρίες και το στρατιωτικό του δόγμα. Αυτό, όμως, δεν ήταν δυνατό να προσαρμοσθεί πρώτα απ’ όλα στον κατατμημένο επτανησιακό χώρο και ύστερα στον υπόλοιπο ελληνικό, με το ιδιότυπο γεωγραφικό ανάγλυφο.

Ύστερα, οι προμήθειες σε στρατιωτικά υλικά ιδιαίτερα σε βαρύ οπλισμό και πυρομαχικά, θα έπρεπε να εξαρτηθούν από τα ρωσικά εργοστάσια, τα οποία και μακριά ήταν κα τα δρομολόγια για αυτά εύκολα απαγορεύονταν, όποτε οι απώλειες σε υλικό κατά τη διάρκεια ενός αγώνα δεν ήταν εύκολα και άμεσα αναπληρώσιμες. Επίσης, ο αυτοκρατορικός ρωσικός στρατός εξ αιτίας των καινοτομιών που εισήγαγε ο τσάρος Αλέξανδρος Β’, πέρασε βαθύτατη κρίση επηρεάζοντας τις δομές του, γεγονός που δεν άφησε ανεπηρέαστους τους στρατούς που τον ακολουθούσαν. Τέλος, θα χανόταν η μεγάλη ευκαιρία να εφαρμοσθούν οι γαλλικές στρατιωτικές θεωρίες για τον ταχύ και ευπροσάρμοστο ελιγμό, οι οποίες είχαν ανατρέψει τις μέχρι τότε στρατιωτικές αντιλήψεις, και που με τόση επιτυχία εφάρμοσαν μεγάλοι πολέμαρχοι της ελληνικής επανάστασης, που είχαν την τύχη να εκπαιδευτούν σε τακτικές μονάδες ευρωπαϊκών στρατευμάτων.
Παρόλα αυτά, η αξία του κειμένου του κολονέλου Παπαδόπουλου είναι μεγάλη και ως πρώιμος κανονισμός ελληνικών στρατευμάτων πρέπει να καταλάβει τη πραγματική του θέση στην ιστορία της εκπαίδευσης και της οργάνωσης του νέου ελληνικού στρατού.

Η «Επτάνησος Πολιτεία» (Repubblica Settinsulare, 1800-1807), το πρώτο νέο ελληνικό κράτος στον εθνικό χώρο, αναγνωρίσθηκε ως ομοσπονδιακή δημοκρατία με τη ρωσοτουρκική συνθήκη της 9/21 Μαρτίου 1800, με την εγγύηση του Τσάρου και την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Ήταν φόρου υποτελής στον δεύτερο και είχε σύνταγμα, στρατό, σημαία και διπλωματική εκπροσώπηση. Με τη συνθήκη της 5ης Νοεμβρίου 1815 (ν.η.) μετονομάστηκε σε «Ενωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων» (Stati Uniti Delle Isole Jonie,1816-1864) και τοποθετήθηκε υπό την προστασία των Βρετανών Βασιλέων. Το προτεκτοράτο ενώθηκε με την ελεύθερη Ελλάδα στις 21 Μαίου 1864.

Ταξχος Νικόλαος Κ. Κουρκουμέλης, διδάκτωρ ιστορίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Όπως δημοσιεύτηκε στην «Στρατιωτική Επιθεώρηση, Τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2006, http://www.army.gr

 

* * *