«Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση»

 

Εισαγωγή (του Γ.Ζ.)

Ο Δ. Υψηλάντης, αγνή μορφή αλλά από τους αδύνατους χαρακτήρες του Αγώνα. Ήλθε σε αντιπαράθεση με τα «τζάκια» του Μοριά και των τριών νησιών

Σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, κατά την εξέλιξη μιας Επανάστασης, και ενώ ξεκινά η μάχη για την εξουσία, εμφανίζονται Εμφύλιοι πόλεμοι που διασπούν την ομάδα των επαναστατικών δυνάμεων.

Για τον Εθνικοαπελευθερωτικό  Αγώνα του ΄21, η αστική ιστοριογραφία ανάγει τους Εμφύλιους στην «κατάρα της φυλής». Και  όμως, οι δύο Εμφύλιοι στην επαναστατική διαδικασία του ΄21 δεν εκφράζουν τίποτα άλλο παρά τις αντιπαραθέσεις των κοινωνικών ομάδων (πρόκριτοι και εφοπλιστές, στρατιωτικοί, αγρότες) στην πάλη για την εξουσία, ενώ διαμορφώνεται εθνικό κράτος.

Η «Ενημέρωση»  παρουσιάζει σήμερα τμήμα (λόγω χώρου) της μελέτης «1821: Οι εμφύλιες συγκρούσεις» του πρόωρα χαμένου  Θανάση Παπαρήγα.  Η μελέτη αυτή σε πλήρη μορφή δημοσιεύτηκε στο τ. 1/2001 της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» και παραμένει μια σημαντική  προσφορά στη μαρξιστική ιστοριογραφία για τον Αγώνα. Σε πολλά σημεία της μελέτης γίνεται αναφορά στο βιβλίο του Γιάννη Ζεύγου «Σύντομη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας» που κυκλοφόρησε στο Μπούλκες το 1948, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη (20/3/1947).

Να σημειώσουμε ότι ο πρώτος εμφύλιος εξελίσσεται από το Φθινόπωρο του 1823 ως το καλοκαίρι του 1824 και ο δεύτερος  ακολουθεί από  τον Ιούλη του 1824 ως το Γενάρη του 1825.

Βασικό χαρακτηριστικό

‘Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων, (στη διάρκεια του Αγώνα του 1821)  είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής – διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 88) και, από την άλλη, το ερώτημα του πώς έγινε αυτό.

Το πρόβλημα της γης

Για οποιαδήποτε απάντηση ή προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό, απαιτείται εξέταση του προβλήματος που απασχολούσε και ήταν φυσικό να απασχολεί σαν κύριο θέμα την αγροτιά της εποχής, δηλαδή, του προβλήματος της γης.

Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση.

Από την άποψη του γενικού χαρακτήρα της δεδομένης κοινωνίας, που παραμένει, με όλες του τις αλλαγές, βασικά αγροτικός, αλλά και των γενικών όρων της εποχής, δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύουσα θέση. Η ίδια η γη, κατά κανόνα ανήκει στο Σουλτάνο. Η κρίση της Αυτοκρατορίας, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, η αποικιακή μεταστροφή του Οθωμανικού οικονομικού χώρου έφερε και σοβαρές ή και επικίνδυνες αλλαγές στις αγροτικές σχέσεις, οξύνοντας την οικονομική κρίση και σπρώχνοντας στην Επανάσταση.

Η γη είναι από τους σημαντικούς άξονες συμμετοχής ή και αποδοχής της Επανάστασης. Για τον αγρότη, η Επανάσταση προσφέρει τη διέξοδο από τη φορολογική απληστία του Οθωμανικού κράτους αλλά και από μια τάση αποξένωσής του από τη γη, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα πλαίσια της βαθιάς και πολυπλόκαμης κρίσης της Αυτοκρατορίας. Για τον πάσης φύσεως «επιχειρηματία» της εποχής και, ακόμη περισσότερο για τον εμποροναυτικό, η Επανάσταση του άνοιγε τη δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων του και στη γη. Μια τέτοια ωστόσο, τοποθέτηση, όσο υπάρχει η Οθωμανική κυριαρχία, θα είναι πάντα επισφαλής αν όχι ζημιογόνα εκ των προτέρων.

Ένας δευτερεύων ρόλος

Παράλληλα, η γη (πιο σωστά, η προβληματική για τη γη) στην Επανάσταση φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η γη δε φαίνεται να αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαραθέσεων και δεν καταλαμβάνει το επίκεντρο στους εμφυλίους πολέμους. Βλέπουμε επίσης ότι και η αγροτιά δεν κατορθώνει να διαμορφώσει δικό της ρόλο αλλά ακολουθεί τους μεν ή τους δε αρχηγούς στη βάση διαφόρων πελατειακών ή άλλων σχέσεων νομιμοφροσύνης.

Φυσικά, δεν είναι παράξενο που η αγροτιά δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει δική της πολιτική παρουσία, καθώς αυτό βρίσκεται έξω από τις ιστορικές δυνατότητες της μεσαιωνικής και μισομεσαιωνικής αγροτιάς. Πώς, όμως, είναι δυνατό η αγροτιά να μην κατορθώνει να προβάλει το πρόβλημα της γης στις συνθήκες μιας κοινωνίας, πάντως, αγροτικής και διάλυσης του φεουδαρχικού κράτους;

Η παθητικότητα του μεσαιωνικού και μισομεσαιωνικού αγρότη δεν τα εξηγεί όλα. Στο κάτω – κάτω, η γαλλική αγροτιά ήταν όχι λιγότερο παθητική, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεσηκωθεί σε μια εξέγερση που απείλησε να σαρώσει τα πάντα, οδηγώντας στη Νύχτα της Κατάργησης των Προνομίων (4–5 Αυγούστου 1789), όπου, στα πλαίσια μιας τελετής, όπως φαίνεται, μεγαλόπρεπα σκηνοθετημένης, οι κορυφές της μεγαλοαστικής τάξης και της αριστοκρατίας προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να γεφυρώσουν τις αντιθέσεις τους σε βάρος της εντελώς μεσαιωνικής αριστοκρατικής μερίδας.

Αν τέτοια φαινόμενα δε συνέβησαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος.

΄Ενας τέτοιος λόγος θα πρέπει να ήταν η απουσία μιας κληρονομικής έγγειας αριστοκρατίας βαθιά ριζωμένης σε συνδυασμό με την εικόνα της αντεπανάστασης. Ο αντεπαναστατικός αντίπαλος εδώ είναι ο Οθωμανός, με τον οποίο το περιβάλλον του αγρότη δεν αισθάνεται να συνδέεται με κανένα δεσμό εθνικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, εκκλησιαστικοθρησκευτικό κλπ. και γι’ αυτό η κυριαρχία του καταστρέφεται αμέσως, πράγμα που επιδρά στη συμπεριφορά του αγρότη.

΄Ενας άλλος παράγων μπορεί να ήταν η σχετικά εύκολη επικράτηση στην Ελλάδα των αστικών θεσμών (έστω και, καμιά φορά, γελοιογραφικοποιημένων), πράγμα που καλμάρει τον αγρότη σαν παράγοντα της αστικής κοινωνίας. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πολλά θέματα, που, σε άλλες χώρες, χρειάστηκαν σκληρούς ή και αιματηρούς αγώνες, στην Ελλάδα επικράτησαν χωρίς συγκρούσεις και, συνήθως, χωρίς καν σοβαρή συζήτηση.

΄Ενας άλλος παράγων, τέλος, μπορεί να ήταν ο «μειωμένα αγροτικός» χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας.

Οι οθωμανικές περιουσίες

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, αρχικά οπλαρχηγός στα Άγραφα και αργότερα επικεφαλής των στρατευμάτων της Στερεάς στην εμφυλιοπολεμική περίοδο. Αναδείχτηκε στα 1826-1827 σε μια από τις επιφανέστερες στρατιωτικές φυσιογνωμίες του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα

Ωστόσο, μόνα τα παραπάνω δεν αρκούν για εξήγηση. ΄Οσο μειωμένος και αν ήταν ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, δεν έπαυε να είναι κυρίαρχος και είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι η αγροτιά θα ικανοποιούνταν με όλα αυτά, αν αισθανόταν τα κύρια συμφέροντά της υπό απειλήν στο κύριο γι αυτήν θέμα, δηλαδή το θέμα τη γης.

Γιατί, κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς συνέβη: Η αγροτιά κρατά παθητική στάση γιατί δεν αισθάνεται τα συμφέροντά της να απειλούνται.

Για να δούμε πώς αυτό εξηγείται, πρέπει να δούμε τι έγινε με τη γη.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, οι Οθωμανικές περιουσίες δημεύονται και γίνονται κρατική ιδιοκτησία. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία ότι, στην κοινή συνείδηση, το μέτρο αυτό θεωρήθηκε σαν μέτρο «που συνιστούσε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς». Εξ άλλου το γεγονός ότι οι αγρότες ήσαν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι αποτελούσε ένα είδος «εγγύησης» για την κατάληξη αυτή. Οπωσδήποτε η επίδραση της συγκεκριμένης επίλυσης του προβλήματος της γης στην παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νεοσύστατο κράτος είναι ένα μεγάλο και ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο καταγράφονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση επί του θέματος εκφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.

Η κρατικοποίηση της γης επιζεί σαν προσωρινό σχήμα. Η τάση κερματισμένης αγροτικής ιδιοκτησίας είναι πολύ ισχυρή και τα ανάλογα σχέδια δε λείπουν από την εποχή της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, μεγάλος γαιοκτήμων ο ίδιος, το σκέπτεται στα σοβαρά, όπως δείχνει το ψήφισμα της 29ης Ιούλη 1829. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι το μόνο σχέδιο που μόνιμα αποκλείεται είναι η εκποίηση της γης, που θα σήμαινε ιδιοποίησή της από τους οικονομικά ισχυρούς σε βάρος των αγροτών και των κατωτέρων στρωμάτων των κυριάρχων τάξεων. Και, ίσως, εδώ να έχουμε και μια ευκαιρία για την καλλίτερη αποτίμηση της περίφημης αδράνειας της αγροτιάς. ΄ν

«… ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής…»

΄Οταν, στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, κυκλοφορούν (βάσιμες) φήμες για σχέδια εκποίησης της γης, αρχίζουν μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις, που θα πρέπει να ήταν αρκετά απειλητικές αν κρίνουμε από το ότι οι ενδιαφερόμενοι θάβουν φρόνιμα – φρόνιμα τα σχετικά προγράμματα. ΄Αλλωστε, το ότι η Επανάσταση του 1821 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία που δεν αρνιόταν κατ’ αρχήν τα δικαιώματα της αγροτιάς στη γη και δεν την αποξένωνε από αυτή δε φάνηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και του ελευθέρου κράτους. Αυτό εξηγεί και το ότι η αγροτιά ούτε στο ελεύθερο κράτος κατόρθωσε να προβάλει σαν αυτόνομη δύναμη με δικά της αιτήματα.

Μιλώντας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται μετά το 1871, ο Ζεύγος δίνει μια εικόνα της αγροτιάς, την ακρίβεια της οποίας δε θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε γιατί ο καθένας μας μπορεί να τη διαπιστώσει από την καθημερινή του εμπειρία. «Αυτή η λύση (σ.σ. του 1871) δυνάμωσε πιο πολύ την ανομοιογένεια και τα βάρη της αγροτιάς, όμως βοήθησε στην ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών, όπως θα δούμε. Πλάι στους σταφιδοπαραγωγούς, υπάρχουν αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, σιτοπαραγωγοί, άλλοι που παράγουν άλλα είδη ή λίγο απ’ όλα. Οι ακτήμονες είναι ανακατωμένοι με μικροϊδιοκτήτες κάθε βαθμού, μικροτσιφλικάδες, μεγάλους τσιφλικάδες. Υπάρχουν καλλιέργειες με μισακάρικο, τριτάρικο, αποκοπή, εμφυτευτικές σχέσεις και η δεκάτη βαραίνει τα σιτηρά, ενώ οι εμπορευματικές καλλιέργειες πληρώνουν πραγματικά δεκάτη στα τελωνεία εξαγωγής. ΄Ετσι, την αγροτιά, που βρίσκεται απ’ όλες τις μεριές στα νύχια της εκμετάλλευσης, δεν τη συγκινεί ένα πρόβλημα ομοιογενές, χτυπητό, επιβλητικό. Οι αντιθέσεις της με την κυρίαρχη τάξη περιπλέκονται και αυτό το πράγμα στάθηκε ένας ακόμη λόγος που δυσκόλευε την αγροτιά στην ενιαία κινητοποίηση και πάλη της».

Η εικόνα αυτή – αναμφισβήτητη, το επαναλαμβάνουμε, και που αρχίζει να επικρατεί πολύ πριν το 1871 – συχνά έχει χρησιμοποιηθεί για να δείξει την καθυστέρηση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου. Στην πραγματικότητα, δείχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την από νωρίς επικράτηση συγχρόνων μορφών οργάνωσης. Διότι, στις συνθήκες της εξουσίας του κεφαλαίου, το «κανονικό» είναι ακριβώς αυτό: Μια αγροτιά διασπασμένη, ανίκανη για αυτοτελή δράση, με ασφάλεια υποταγμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, που εργάζεται για την αγορά. Το χαμηλό ή σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η κακή κατάσταση της αγροτιάς δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη αστικού μετασχηματισμού. Πολύ περισσότερο, ο αστικός αυτός μετασχηματισμός δεν προϋποθέτει τη χαλάρωση της εκμετάλλευσης της αγροτιάς από το κεφάλαιο. Προϋποθέτει το ακριβώς αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση ή ακόμη και η σκληρή εκμετάλλευση δεν αρκεί ώστε μια δύναμη να προβάλει και να παίξει κάποιο αυτόνομο ρόλο. Γι’ αυτό, απαιτούνται μια σειρά όρων που, από τη μια μεριά, δεν εμφανίσθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής αγροτιάς στο 19ο αιώνα και, από την άλλη, δεν ανήκουν στη σφαίρα της αγροτιάς γενικά. ΄Ετσι, η αγροτιά στην Επανάσταση και στο ελεύθερο κράτος, που νοιώθει τις ελάχιστες και απαράβατες απαιτήσεις της, στο βαθμό που μπορεί και η ίδια να τις αντιληφθεί, να ικανοποιούνται, δεν ωθείται να εμφανιστεί άμεσα το προσκήνιο και ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής, την αστική τάξη ή, σωστότερα, τις διάφορες πλευρές της.

 

Όπως δημοσιεύτηκε στη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, 24/3/2016

 

*  *  *