«… τι θα φορέση η Μαρία, πως θα ντυθή ο Νικολάκης, πως θα στολισθή η εξέδρα…»

Στα 1949 κυκλοφορεί στην Αθήνα το βιβλίο του Εμμανουήλ Μαυρογιάννη «Κερκυραϊκοί τύποι και κορφιάτικα έθιμα» με χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την προπολεμική Κέρκυρα.

Ένα από τα κείμενα είναι εξαιρετικά επίκαιρο καθώς είναι αφιερωμένο  στις παλιές Απόκρηες, τις Απόκρηες μιας εποχής που δεν μπορεί ούτε να αντιγραφτεί, ούτε να αναστηθεί για έναν απλό λόγο: Είναι μια άλλη εποχή.

Η μόνη παρέμβαση στο κείμενο του Μαυρογιάννη  ήταν να χωριστεί σε ενότητες προς διευκόλυνση του αναγνώστη. Η γλωσσική ιδιομορφία και η ορθογραφία παρέμειναν.

Από την άφιξη του Καρνάβαλου στη Σπηλιά στη (δεκαετία ’50-’60)

Από την άφιξη του Καρνάβαλου στη Σπηλιά στη (δεκαετία ’50-’60)

Προετοιμασία

  Από μήνες ετοιµαζότανε η νεολαία για τις Αποκρηές. Αρσενικοί και θηλυκοί, νέοι, γέροι, πλούσιοι, φτωχοί, όλοι, την ίδια είχανε επιθυµία, να παρουσιάσουνε κάτι, να συντείνουνε και αυτοί µε την παρουσία τους εις την επιτυχία τών εορτών. Στα σπίτια, κάθε βράδυ, έδινε κι’ έπαιρνε η συζήτησις. Τι θα φορέση η Μαρία, πως , θα ντυθεί ο Νικολάκης, πώς θα στολισθή η εξέδρα, τι θα παρασταίνη, που θα χορέψουνε, εκάνανε το πρόγραµµα µε όλες τις λεπτοµέρειες, προϋπολογισµό και τα τέτοια. Εις τους διάφορους συλλόγους και φιλαρµονικές τα ίδια. Επιτροπές παντού αλλά όλες κάτω από τη µεγάλη επιτροπή που είχε τη γενική διεύθυνσι των εορτών, µε πρόεδρο το Δήµαρχο.

Δεν αφήνανε τίποτα στην τύχη. Από που θα έρθη ο Καρνάβαλος, ποιοί θα είναι η ακολουθία του, ο στρατός, οι επίσηµοι,  ποιους δρόµους  θα ακολουθήση η ποµπή, και τέλος κάθε σχετικό µε τη δίκη, καταδίκη και κάψιµο του Καρνάβαλου, την τελευταία βραδυά. Όλα αυτά τα αποφασίζανε εξετάζοντας και τις µικρότερες λεπτοµέρειες από καιρό και όταν εξηµέρωνε η πρώτη Κυριακή όλα ήτανε έτοιµα.

Στο δρόμο

Χιλιάδες λαός, οι φιλαρµονικές, όλοι, µικροί και µεγάλοι, επεριµένανε τον Καρνάβαλο που έφθανε αυτός και η ακολουθία του µε τις βάρκες, στολισµένες για την περίστασι – έβγαινε στη Βασιλική προκυµαία, ανέβαινε στα Μουράγια, περνώντας µέσα από διπλη σειρά στρατιώτες µε Μεσαιωνικές στολές του θεάτρου, λόγοι, προσφωνήµατα, χαιρετισµοί, γέλοια, χειροκροτήµατα και όταν ετελείωνε η παρέλασις αρχίζανε oι εορτές.

Αποκριάτικο στιγμιότυπο στο Λιστόν στα τέλη της Αγγλοκρατίας

Αποκριάτικο στιγμιότυπο στο Λιστόν στα τέλη της Αγγλοκρατίας

Ή Κάτω Πλατεία, στολισµένη µε σηµαίες, δάφνες, πρασινάδες, λουλούδια, µε µια σειρά απο µικρες εξέδρες- όλες οι πλούσιες οικογένειες εφιλοδοξούσανε να κάµουνε την καλλίτερη για τα παιδιά τους. Ένας έφτειανε µια βάρκα, άλλος ένα µεγάλο ψάρι, άλλος ελέφαντα, έναν εξώστη, ένα αερόστατο- όλες φορτωµένες άνθη, στεφάνια κ.τ.λ. Δεκάδες αµάξια µε µικρούς µασκαράδες ανεβαίνανε και εκατεβαίνανε στον Λιστόν. Ήτανε η µόνη περίστασι που επιτρέπανε στα τετράτροχα να περάσουνε από το ιερό αυτό των Κερκυραίων, εκεί όπου χτυπάει για πρώτη φορά όλων, αρσενικών και θηλυκών, η καρδούλα. Χαρτοπόλεµος, λουλούδια, χαρτάκια χρωµατιστά, φωνές, γέλοια, πηδήµατα, αστεία που δεν είχανε τελειωµό !

Ώσπου να νυχτώσει

Η µία κατόπι της άλλης επερνούσανε οι σάτυρες. Εσατυρίζανε όλους και όλα. Το Δήµαρχο, το δηµοτικό συµβούλιο, τους ιδιώτες, τους καλογέρους και οι πιο επιτυχηµένες  σάτυρες επαίρνανε βραβεία από την επιτροπή των εορτών. Αλησµόνητη έµεινε η σάτυρα της συνεδριάσεως του δηµοτικού συµβουλίου που αποφάσισε το γκρέµισµα της Πορταριάλας, µε εκείνους που εκάνανε τον Πολίτη και τους άλλους δηµοτικούς συµβούλους, απάνω στα κάρρα. Ποιός είδε και θα ξεχάση ποτέ το µακαρίτη τό Σιορ Κέκκο Νεράντση που εκανε τη δεσποινίδα Δραγισέβιτς, κουνώντας τον αµελέτητο, αερίζοντας το πρόσωπο µε το ριπίδιο και µη παύοντας.να λέη όπως εκείνη. Ήτανε αµίµητος! πόσοι και πόσες δεν εµουσκεύανε τα βρακιά τους βλέποντάς τονε.

Όλο το απόγευµα εδιασκεδάζανε τα παιδιά στους δρόµους και στις Πλατείες, και όταν ενύχτωνε αρχίζανε οι χοροί. Εχορεύανε σε τέσσερα πέντε χοροδιδασκαλεία, στις φιλαρµονικές, στην αναγνωστική εταιρία, στα διάφορα σπίτια, παντού.

Από το καλοκαίρι

Στις δεκαπέντε αυτές ηµέρες τι δεν εγενότανε! Αρχίζανε οι γνωριµίες το Καλοκαίρι, στις Σπιανάδες ή στη Γαρίτσα, όλο το Χειµώνα ελατρεύανε τον έρωτα, τον πλατωνικό, µατιές, γραµµατακια, λόγια και χαµόγελα από τα παράθυρα, όταν δε εφθανανε οι Αποκρηές κρυµµένοι οπίσω από µια προσωπίδα, στην αγκαλιά ο ένας του αλλουνού, εστριφογυρίζανε, και το στριφογύρισμά τους δεν είχε τέλος. Έτσι αρχίζανε και εφθάνανε πολλές φορές κάπως µακρυά, για την εποχή εκείνη βέβαια. Δεν ήτανε διασκέδασις αλλά πανζουρλισμός! Μεγάλοι και μικροί επεριμένανε τις Αποκρηές για να το ρίξουνε εξω.

Δεκαετία ’50-‘60

Δεκαετία ’50-‘60

Τελευταία Κυριακή

Την τελευταία Κυριακή εγενότανε η δίκη, καταδίκη και εκτέλεσις του Καρνάβαλου. Με πρόεδρο, εισαγγελέα, ενόρκους και μάρτυρες, εν τάξει. Τότε άκουες ένα μάρτυρα που αφού ωρκιζότανε ότι θα τα πη όλα «χωρις φόβον και πάθος» αράδιαζε πόσα κακά και ολέθρια εγινήκανε από τη στιγμή που πάτησε ο Καρνάβαλος το πόδι του στην Κέρκυρα. Πόσα κορίτσια εφιληθήκανε, πόσα επαραστρατήσανε, πόσοι νέοι τα εκάμανε θάλασσα, τι χρήματα εξοδευτήκανε, πόσοι γέροι εξεχάσανε τα άσπρα τους μαλλιά και γερόντισσες που έχουνε εγγόνια της παντριάς, ότι αγκαλιαστήκανε ή ετσιμπηθήκανε οπίσω από τις πόρτες. Ποιες αδικήσανε τους άντρες τους, και πόσοι καλοί οικογενειάρχες ετριγυρίζανε μέρα νύχτα με τις βρωμούσες. Άλλος εφώναζε ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τη χαρά και την ευθυμία που μας έφερε ό Καρνάβαλος, τα χρήματα που εβγήκανε απο τα καλοκλειδωμένα κιβώτια των Αρχόντων και τα εκερδίσανε οι φτωχοί, τις φιλίες, τα αρραβωνιάσματα και όλα τα άλλα καλά του. Στο τέλος εμιλούσε, ο εισαγγελεύς, και οι ένορκοι εκαταδικάζανε τον άτυχο Καρνάβαλο να καή ζωντανος-για να πληρώση και αυτός τις αμαρτίες των άλλων όπως γίνεται παντού και πάντοτε-του εβάνανε φωτιά και όταν εσβήνανε οι τελευταίες σπίθες εδένανε όλοι τις προσωπίδες οπίσω από το κεφάλι τους, και με γέλοια, φωνές, χοροπηδήματα και τα απαραίτητα, «Και του χρόνου να είμαστε καλα» εγυρίζανε στα σπίτια τους ευχαριστημένοι και αισιόδοξοι, την ώρα που απάνω από τις κορυφές του παλαιού  Φρουρίου άρχιζε, χαϊδεύοντας με τα θεία της δάχτυλα, να ροδίζη τον ουρανόν η Αυγή.

 Έτσι επερνούσανε τις Αποκρηές στην Κέρκυρα τα παλαιά περασμένα αλλά αλησμόνητα εκείνα καλά χρόνια.

Γιώργος Ζούμπος

—————————–

Οι δημοσιευόμενες φωτογραφίες προέρχονται από η συλλογή του συμπολίτη Σπύρου Γαούτση

 

Όπως δημοσιεύτηκε στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 18/02/2017

 

* * *