«Καταρχήν πρέπει να κατανοήσουμε τον σκοπό για τον οποίο κατασκευάζονται οι οχυρώσεις: ο οποίος δεν είναι άλλος από το καταφέρουν οι λίγοι να αμυνθούν στους πολλούς. Υποθέτοντας βέβαια ότι ο εχθρός, όταν έρχεται να καταλάβει ένα φρούριο, θα φέρει πολυάριθμο στρατό σε σχέση με τους υπερασπιστές. Είναι απαραίτητο λοιπόν, αυτοί του φρουρίου, να φανούν ικανοί να αντισταθούν στον εχθρό, χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημα της τοποθεσίας».

Γαλιλαίος Γαλιλέι

Μέχρι τον δέκατο πέμπτο αιώνα, η αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων καθοριζόταν κυρίως από το ύψος τους: όσο μεγαλύτερο ήταν, τόσο πιο δύσκολο ήταν να ξεπεραστεί από τους  επιτιθέμενους. Ο αμυντικός περίβολος που προστάτευε μια πόλη ήταν ένα συνεχές τείχος, ενισχυμένο με πύργους σε τακτά διαστήματα και, συχνά, με τάφρο. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα για να αντιμετωπίσουν καταπέλτες, πολιορκητικούς πύργους και βέλη, ενώ οι αμυνόμενοι μάχονταν από τις επάλξεις και τις πολεμίστρες εκτοξεύοντας κατά των επιτιθέμενων βέλη, πετώντας αντικείμενα, ρίχνοντας καυτά υγρά. Το πυροβολικό, που αναπτύχθηκε κατά τον 15ο αιώνα, θα επιφέρει μια επανάσταση σε αυτά τα δεδομένα και η οχυρωματική τέχνη θα χρειαστεί να αναπτυχθεί με τη σειρά της, για να εξουδετερώσει τη νέα απειλή.

Για να αντιμετωπιστεί η τεχνολογική καινοτομία του πυροβολικού υιοθετήθηκαν δύο πρακτικές, οι οποίες συχνά αλληλεπέδρασαν και συνδυάστηκαν. Η πρώτη αφορά την προσαρμογή της υπάρχουσας τοιχοποιίας, με μείωση του ύψους και πάχυνση των τοιχωμάτων, αντικατάσταση των μεσαιωνικών πύργων με πύργους χαμηλούς και στρογγυλούς, νέα κλίση των τειχών. Τα ισχυρά, πλέον, τείχη συγκρατούσαν τεράστιες επιχωματώσεις, οι οποίες με τη σειρά τους απορροφούσαν την ενέργεια των βλημάτων. Αυτή την πρακτική θα τη συναντήσουμε στο Παλαιό Φρούριο, στις επεμβάσεις των αρχών του 16ου αιώνα, με τις οποίες θα χαμηλωθούν τα μεσαιωνικά τείχη και θα εκσυγχρονιστούν. Επίσης, θα διευρυνθεί η υγρή τάφρος και θα δημιουργηθεί μικρή ελεύθερη ζώνη στα δυτικά της, η λεγόμενη Σπιανάδα (spianata), η οποία αργότερα θα επεκταθεί, ώστε να δημιουργηθεί ένα πεδίο βολής χωρίς εμπόδια. Θα χαμηλωθεί επίσης το ύψωμα των Καστράδων, όπως και τα κτίρια και οι πύργοι.

Η δεύτερη πρακτική αφορά την ανάπτυξη εντελώς νέων μοντέλων οχύρωσης, όπου επικρατεί αρμονία και ομορφιά στη χάραξη των έργων, κάθε στοιχείο σχετίζεται με το επόμενο και, όλα μαζί, αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα. Η νέα χάραξη θα εξαλείψει τις τυφλές γωνίες και θα επιτρέψει ιδανικές γραμμές πυρός, με βάση τις αρχές της πλαγιοφύλαξης και της πλευροκόπησης. Στην Κέρκυρα θα συναντήσουμε την εφαρμογή αυτής της δεύτερης πρακτικής στο Παλαιό Φρούριο (όπου θα συνυπάρξει με την πρώτη), μετά τις επεμβάσεις του 16ου αιώνα, με την κατασκευή από τους Sanmicheli των δύο ισχυρών προμαχώνων που αντικρίζουν τη Σπιανάδα, τη μεγαλύτερη διεύρυνση της υγρής τάφρου, την κατασκευή του αντίκρημνου. Επίσης, θα τη συναντήσουμε στη νέα προμαχωνική οχύρωση της πόλης (έργο του Ferrante Vitelli), η οποία προστάτευε την πόλη από την πλευρά της ξηράς, με το Νέο Φρούριο ως «αρχή και κεφαλή της οχύρωσης».

Βάσει των νέων αρχών της οχυρωματικής, το προφίλ των οχυρώσεων απέκτησε μια νέα μορφή, κοινή σε πολλές πόλεις-οχυρά. Ήταν μια καινοτομία που εισήγαγαν οι αδελφοί Σανγκάλο και παρέμεινε επίκαιρη επί αιώνες. Το σύστημα σχεδιάστηκε ως ενιαίο σύνολο, όπου η μορφή και οι διαστάσεις του κάθε στοιχείου έχουν μια ακριβή γεωμετρική σχέση με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία, ώστε να καθίστανται όλα απρόσβλητα. Έτσι, από το εξωτερικό προς το εσωτερικό μιας οχύρωσης, συναντάμε το πρανές (spalto), την περιτάφρια ή καλυμμένη οδό (strada coperta), τον αντίκρημνο (controscarpa), την τάφρο (fossa), τον κρημνό (scarpa). Όπως φαίνεται στο παρακάτω σχέδιο, οι επιτιθέμενοι δεν ήταν σε θέση να προσβάλουν τις οχυρώσεις αν δεν έφταναν μέχρι το χείλος της τάφρου, ενώ, παράλληλα, βρίσκονταν εκτεθειμένοι στο πυρ των υπερασπιστών. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα την αποτελεσματικότητα αυτού του σχήματος, παρατηρώντας το Παλαιό Φρούριο από τη Σπιανάδα: μόνο το ανώτερο τμήμα των δύο προμαχώνων είναι ορατό, ενώ το υπόλοιπο είναι αθέατο και προστατευμένο [Εικ. 1].

εικ. 1

εικ. 1

Με τη χρήση του πυροβολικού, δομές σαν την κορτίνα (ευθύγραμμο τμήμα τείχους) θα αποδειχτούν αρκετά ευάλωτες, καθώς πάνω τους θα συγκεντρωθεί το πυρ των εχθρικών πυροβολαρχιών με σκοπό τη δημιουργία ρήγματος και τη μετέπειτα εισβολή πεζικού. Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος, έπρεπε ο εχθρός να κρατηθεί όσο το δυνατόν πιο μακριά από τα τείχη και να μην υπάρχει κανένα κενό στη ζώνη πυρός. Έτσι δημιουργήθηκαν οι γνωστοί προμαχώνες, πενταγωνικές δομές που προεξείχαν από τις κορτίνες, ειδικά ενισχυμένες και οπλισμένες με ισχυρό πυροβολικό το οποίο θα μπορούσε να χτυπήσει από τα πλάγια το πεζικό που θα κινούνταν για να περάσει από το ρήγμα.

Οι προμαχώνες, καρδιά του νέου συστήματος, διέφεραν από τους μεσαιωνικούς πύργους στο ύψος, που ήταν ίδιο με των τειχών, αλλά και στο σχήμα. Αρχικά ήταν κυκλικοί και αργότερα τριγωνικοί, μέχρι να καταλήξουν στο πενταγωνικό σχήμα και στις παραλλαγές του (π.χ. καρδιόσχημοι). Συχνά θα τους συναντήσουμε με καμπύλες (orecchioni), λύση αποτελεσματική ως προς την αντοχή, αλλά δαπανηρή και χρονοβόρα. Πρώτος πενταγωνικός προμαχώνας στην Ευρώπη θεωρείται αυτός «των Μαγδαληνών» (bastione delle Maddalene) στη Βερόνα, ο οποίος αρχικά αποδόθηκε στον γνωστό μας Sanmicheli. Σε σχέση με τον κυκλικό, ο πενταγωνικός προμαχώνας δεν αφήνει πλέον ακάλυπτα τμήματα και τυφλές γωνίες, ενώ χάρη στο σχήμα του φιλοξενεί μεγαλύτερο αριθμό κανονιών στις πλατείες του. Η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του προμαχώνα είναι πως, ενώ προστατεύει την κορτίνα και τους διπλανούς προμαχώνες, δεν είναι ικανός να προστατευτεί μόνος του. Αυτό ακριβώς είναι το κλειδί του προμαχωνικού συστήματος, η αλληλοκάλυψη.

Αποτέλεσμα αυτής της καινοτομίας ήταν η μετατόπιση του στόχου του εχθρικού πυροβολικού από τις κορτίνες στους προμαχώνες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα αρχίσουν να δέχονται βαρύ πυρ. Για να αντιμετωπιστεί και αυτός ο νέος κίνδυνος, κατασκευάστηκαν εξωτερικά έργα ώστε να δοθεί περαιτέρω προστασία στις κύριες οχυρώσεις και ταυτόχρονα να προσδοθεί βάθος στο αμυντικό σύστημα, εμποδίζοντας τις εχθρικές πυροβολαρχίες να πλησιάσουν τον περίβολο. Με το πέρασμα του χρόνου και την αύξηση του βεληνεκούς των πυροβόλων, αυτά τα εξωτερικά έργα θα απομακρυνθούν ακόμα πιο πολύ και θα εξελιχθούν σε προκεχωρημένα και αυτόνομα. Θα πάρουν διάφορα ονόματα, με βάση το σχήμα τους, αλλά και τη θέση τους μπροστά από συγκεκριμένα αμυντικά έργα. Την εποχή της πολιορκίας θα συναντήσουμε στην Κέρκυρα κυρίως το rivelin (ή ravelin, ή revellino), όπως ονομάζεται από τους Βενετσιάνους χαρτογράφους της εποχής, τη mezzaluna (ημισέληνος), τη falsabraga (ψευδότειχος), την opera a corno (κερατοειδές έργο). Ήταν έργα ιδιαίτερα σημαντικά για την αμυντική επάρκεια της οχύρωσης, όπως καταδεικνύει το γεγονός ότι στο τέλος του 17ου και κατά τον 18° αιώνα αποτελούν το κύριο πεδίο μελέτης των στρατιωτικών μηχανικών.

Κατά το προμαχωνικό σύστημα, σκοπός του αμυνόμενου ήταν να αντιμετωπίσει με πυρ πλαγιοκόπησης τις μετωπικές εφόδους, μέσω των προμαχώνων, της γεωμετρικής διάταξης των οχυρώσεων και των εξωτερικών έργων. Αντίθετα, σκοπός του επιτιθέμενου ήταν να πλησιάσει και να πλευροκοπήσει τις αμυντικές θέσεις, χρησιμοποιώντας χαρακώματα και παραλλήλους, ή να καταστρέψει τα οχυρωματικά έργα με λαγούμια και υπονομεύσεις. Στοχεύοντας στην εξοικονόμηση χρόνου, αλλά και αίματος, η πολιορκητική τέχνη θα φτάσει κατά τον 18ο αιώνα σε επίπεδα τέτοια ώστε να προσδιορίζεται σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια ο χρόνος που θα απαιτούνταν για την κατάκτηση μιας πόλης-οχυρού [Εικ. 2].

Εικ. 2: Με την υιοθέτηση των προμαχώνων επιτυγχάνεται ένα τέλειο σύστημα πλαγιοφύλαξης και πλευροκόπησης, που εξαλείφει τις τυφλές γωνίες και επιτρέπει την υπεράσπιση των κορτίνων αριστερά και δεξιά, με πλευρικό πυρ, μέχρι τον επόμενο προμαχώνα. Ο προμαχώνας, με τη σειρά του, καλύπτεται από τους διπλανούς του.

Εικ. 2: Με την υιοθέτηση των προμαχώνων επιτυγχάνεται ένα τέλειο σύστημα πλαγιοφύλαξης και πλευροκόπησης, που εξαλείφει τις τυφλές γωνίες και επιτρέπει την υπεράσπιση των κορτίνων αριστερά και δεξιά, με πλευρικό πυρ, μέχρι τον επόμενο προμαχώνα. Ο προμαχώνας, με τη σειρά του, καλύπτεται από τους διπλανούς του.

Οι καινοτομίες στην οχυρωματική συνάντησαν αμέσως πρόσφορο έδαφος στη Βενετία, η οποία βρισκόταν ήδη απασχολημένη με την υπεράσπιση των κτήσεών της στο Λεβάντε, ενάντια στην τουρκική παλίρροια. Σύντομα, οι κτήσεις της στη βόρεια Ιταλία εξοπλίστηκαν με ισχυρά τείχη, με αποκορύφωμα το δημιούργημα τής Palmanova. Επίσης, οχυρώθηκαν σύμφωνα με τις νέες τεχνικές οι στρατηγικές θέσεις στο Αιγαίο, για να προβάλουν έτσι ένα ισχυρό εμπόδιο στις οθωμανικές δυνάμεις: αρκεί να θυμηθούμε τα 21 χρόνια της αντίστασης του Χάνδακα.

Η Κέρκυρα, χάρη στη γεωγραφική της θέση, είχε τον έλεγχο της εισόδου στον κόλπο της Αδριατικής και, ταυτόχρονα, αποτελούσε απαραίτητο εμπορικό σταθμό στη θαλάσσια διαδρομή της Βενετίας προς την Ανατολή και ναυτική βάση αποφασιστικής σημασίας για τις πολεμικές επιχειρήσεις της. Αυτοί οι λόγοι ήταν και η αιτία της απόφασης που ελήφθη, κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, να γίνει το νησί στρατιωτικό προπύργιο ολόκληρου του «Stato da Mar». Αυτός ο κομβικός ρόλος του νησιού εξηγεί γιατί σε κάθε κρίση και σε κάθε στρατιωτική σύγκρουση της Γαληνοτάτης, μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, αντιστοιχούν σημαντικές μετατροπές στην αμυντική δομή της πόλης. Η γεωστρατηγική σημασία της Κέρκυρας θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη μετά την πτώση της Κρήτης (1669), όταν το νησί θα γίνει η κύρια βάση της Βενετίας στην Ανατολή: σημείο συγκέντρωσης του στόλου, τόπος συνάντησης των διοικητών, κέντρο πληροφοριών, ναυπηγείο για την επισκευή των σκαφών.

Μετά τις καταστροφικές τουρκικές επιδρομές του 16ου αιώνα, η οχύρωση της πόλης κρίθηκε αναγκαία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη ένα σαφές σχέδιο ως προς την ανάπτυξη και το είδος της οχύρωσης. Το πραγματικά κολοσσιαίο έργο θα ανατεθεί τελικά στον Ferrante Vitelli, ο οποίος θα φτάσει στην Κέρκυρα το 1576. Ο Vitelli, αφού μελετά τη φυσιογνωμία και τη σύνθεση του εδάφους, αποφασίζει την οχύρωση του λόφου του Αγίου Μάρκου (Νέο Φρούριο), ενώ μια σειρά τριών προμαχώνων και ενός ημιπρομαχώνα, που ακολουθούν τα υψώματα του εδάφους και στέκονται με τις αιχμές τους πάνω στα βράχια, θα προστατεύει την πόλη μέχρι τη θάλασσα. Ο περίβολος προστατευόταν από μια ξηρή τάφρο, ενώ μια περιτάφρια οδός αναπτυσσόταν, κατά μήκος των οχυρώσεων, μέχρι το Παλαιό Φρούριο. Λόγω του υψηλού κόστους, ο Vitelli θα αποκλείσει την προσάρτηση των λόφων του Αβράμη και του Σωτήρα στο εσωτερικό του περιβόλου, απόφαση για την οποία θα δεχτεί πολλές κριτικές στη συνέχεια. Το έργο θα συμπληρωθεί από το κερατοειδές οχυρό του Σκάρπωνα (με την αρχική του μορφή), το οποίο δεν είχε προβλεφθεί αρχικά από τον Vitelli.

Κατά τον 17ο αιώνα, πολλοί μηχανικοί θα μελετήσουν το προμαχωνικό αμυντικό σύστημα του Vitelli, το οποίο ήδη θεωρείτο το πιο σημαντικό και «τρομερό» (terribile) των βενετικών κτήσεων, προσπαθώντας να το βελτιώσουν με πολλά σχέδια τα οποία έφτασαν μέχρι τις μέρες μας. Σημαντικό «πονοκέφαλο» αποτελούσαν οι δύο λόφοι (Αβράμη και Σωτήρος) που είχαν μείνει εκτός του αμυντικού περιβόλου. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα θα εργαστεί στην Κέρκυρα ο Filippo Verneda, μηχανικός και γνώστης της νέας αμυντικής τέχνης. Ο Verneda δεν θα κάνει σημαντικές αλλαγές στα αμυντικά έργα του 16ου αιώνα (θα προσθέσει βέβαια, στον υπάρχοντα περίβολο, τον προμαχώνα Valier) αλλά, αυξάνοντας το βάθος του αμυντικού μετώπου με εξωτερικά έργα, θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη μια άμεση επίθεση στα τείχη της πόλης. Με την ανάπτυξη αυτού του πλέγματος γραμμών αμύνης –ίσως το σημαντικότερο στις ενετικές κτήσεις κατά τον 17ο αιώνα και αυτό που θα γίνει ο πυρήνας του αμυντικού μετώπου κατά τα γεγονότα του 1716– με τις επεμβάσεις στα ήδη υπάρχοντα έργα και τις ισοπεδώσεις στους δύο εξωτερικούς λόφους, ο Verneda θα αποδείξει την ικανότητά του να συνδυάζει την αυστηρότητα των γεωμετρικών θεωριών με την ιδιαιτερότητα του τόπου [εικ. 3].

Εικ. 3. Το δυτικό προμαχωνικό σύστημα της Κέρκυρας κατά την περίοδο κατασκευής των εξωτερικών έργων επί Filippo Verneda.

Εικ. 3. Το δυτικό προμαχωνικό σύστημα της Κέρκυρας κατά την περίοδο κατασκευής των εξωτερικών έργων επί Filippo Verneda.

Ιδιαίτερα σημαντική μορφή για την άμυνα της Κέρκυρας ήταν ο Johann Matthias von der Schulenburg, ο σωτήρας της Κέρκυρας, ο οποίος, ενόψει της επικείμενης τουρκικής πολιορκίας του 1716, θα ενισχύσει και θα αναδιοργανώσει την άμυνα, καθορίζοντας την ιδανική ανάπτυξη της αμυντικής ικανότητας της Κέρκυρας. Έχοντας στη διάθεσή του λιγότερους από 3.000 άντρες και έχοντας βρει κατά την άφιξή του μια δραματική κατάσταση, θα καταφέρει να αμυνθεί ενάντια σε δεκαπλάσιο αριθμό αντιπάλων, αξιοποιώντας στον μέγιστο βαθμό το υλικό που είχε στη διάθεσή του. Μετά την πολιορκία, θα θέσει τα θεμέλια για σημαντικές καλυτερεύσεις στην οχύρωση της πόλης, και συγκεκριμένα για την κατασκευή των περιφερειακών οχυρών στους λόφους Σωτήρος και Αβράμη, και του μικρού οχυρού στο Σαν Ρόκκο για τη μεταξύ τους επικοινωνία, αλλά και για την ανακατασκευή του Σκάρπωνα. Ακόμη, θα συμβάλει στην ανανέωση του Μηχανικού Σώματος της Δημοκρατίας και θα θέσει έτσι τις βάσεις για τη μελλοντική σχολή Αξιωματικών Μηχανικού της Γαληνοτάτης.

Η πόλη-φρούριο της Κέρκυρας χαρακτηρίστηκε ως το πιο όμορφο και ισχυρό οχυρό από όσα υπήρχαν στην Ευρώπη. Από τον ίδιο τον Schulenburg αντιμετωπίστηκε ως πειραματικό πεδίο, μια σκηνή όπου μπόρεσε να αναπτύξει τις θεωρίες του σχετικά με τη στρατιωτική αρχιτεκτονική.

Η τέχνη της προμαχωνικής οχύρωσης γεννιέται στην Ιταλία, εξάγεται στην υπόλοιπη Ευρώπη από Ιταλούς μηχανικούς, αλλά τελειοποιείται από βορειοευρωπαίους, με κύριους εκπροσώπους τον Γάλλο Sébastien le Prestre de Vauban και τον Ολλανδό Menno van Coehoorn. Το προμαχωνικό σύστημα θα εγκαταλειφθεί κατά τον 19ο αιώνα, όταν πλέον θα αποδειχτεί ανίσχυρο μπροστά στο βεληνεκές και την ισχύ του μοντέρνου πυροβολικού. Τη θέση του θα πάρει ένα νέο σύστημα αυτόνομων οχυρών σε μεγάλη απόσταση από την πόλη, όπως στην περίπτωση του Παρισιού, όπου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχαν 45 οχυρά σε απόσταση 9 έως 15 χιλιομέτρων από την πόλη, ανεπτυγμένα σε μια περίμετρο 135 χιλιομέτρων.

Σπύρος Ιωνάς

Πηγές

Elisabetta Molteni, “Corfù, il teatro sperimentale della fortificazione settecentesca” – «La fabrica della fortezza» L’architettura militare di Venezia
Ennio Concina, Lo «stato da mar»: progetti e fabbriche (1515-1540) – «La fabrica della fortezza» L’architettura militare di Venezia
Eugenio Bacchion, Il dominio Veneto su Corfù
Ennio Concina, «Ο Άγιος Μάρκος, η ακρόπολη, η πόλη» (Κέρκυρα: ιστορία, αστική ζωή και αρχιτεκτονική 14ος-19ος αι.)
Francesco Premi, “Nobili e mestiere delle armi a Verona tra Sei e Settecento”, Studi Veneziani N.S. LIII
Fortificazione, Enciclopedia Italiana (1932)
Pierluigi Tamburrini, “L’organizzazione militare veneziana nella prima metà del Settecento”
Γεώργιος Αθανάσαινας, Το Ασέδιο των Κορυφών, “1716”
Fortificazioni in Italia nel periodo di transizione fine XV- inizio XVI secolo/wikilibri.it
Marino Viganò, L’architettura militare nell’età di Leonardo – Guerre milanesi e diffusione del bastione in Italia e in Europa
Sara D’Amico, La rappresentazione dell’architettura militare nei trattati cinquecenteschi
Enrico Ballottari-Michele Mari, Architettura militare-evoluzione

 

* * *