Η εβραϊκή παρουσία στην Κέρκυρα σημειώνεται από το 12ο αιώνα με την αναφορά του ονόματος του Ιωσήφ του βαφέα σε οδοιπορικό του Ισπανού Ραββίνου Benjamin Tudela. Κατά την εποχή της κατοχής της Κέρκυρας από τους Ανδηγαυούς,ο αριθμός των Εβραίων ανέρχεται σε μερικές εκατοντάδες και διαμορφώνεται, ιδιαίτερη συνοικία,η judecca, στις παρυφές της πόλης. Την εποχή του Φιλίππου Α’ του Τάραντα και της Αικατερίνης de Valois εκδίδονται διατάγματα για την προστασία τους,ενώ την εποχή της καταλήψεως της Κέρκυρας από τους Βενετούς υπήρχε ήδη οργανωμένη κοινότητα, ως εκπρόσωπος της οποίας ο Davide Semo έλαβε μέρος στην υπογραφή της συνθήκης για την παράδοση του νησιού στη Γαληνοτάτη το 1368.
Ο πληθυσμός της εβραϊκής κοινότητας αυξήθηκε με την έλευση Εβραίων Σεφαραδίμ, οι οποίοι είχαν εκδιωχθεί το 1492 από την Ισπανία, στους οποίους το 1494 προστέθηκαν οι Εβραίοι που είχαν εκδιωχθεί από την Απουλία και αργότερα το 1589 μικρός αριθμός Μαρράνος από την Pορτογαλία, δημιουργώντας μια δεύτερη κοινότητα, την Απουλιανή.
Η ελληνική συναγωγή διέθετε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, τον οποίο είχε συντάξει ο Andrea Dona (24/10/1768), ενώ μεταγενέστερα και με βάση τον υφιστάμενο κανονισμό ψηφίστηκε νέος (28/3/1807). Η χρηστή οικονομική διοίκηση και διαχείριση, με την απειλή επιβολής προστίμων και χρηματικών ποινών, υπήρξε από τον κανονισμό του Α. Dona ένα σημείο στο οποίο δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα. Παρ’ όλα αυτά δεν λειτούργησε πάντοτε αποτελεσματικά και αποτρεπτικά, αφού αρχειακά εντοπίζονται παραβιάσεις διαφόρων άρθρων και ολιγωρία εκτελέσεωςκαθηκόντων από τους οικονόμους και τους διαχειριστές της συναγωγής.
Όταν η Βενετία προχώρησε στην εκδίωξη των Εβραίων από την επικράτεια και τις κτήσεις της με το διάταγμα της 24ης/11/1572, εξαιρέθηκαν οι Εβραίοι της Κέρκυρας. Αυτό συνέβη επειδή η κοινότητά τους είχε λειτουργήσει θετικά για το νησί και είχε στηρίξει τη Γαληνοτάτη κατά τους Τουρκοβενετικούς πολέμους. Εκτός αυτού όμως τα μέλη της δεν παρέλειπαν σε κάθε ευκαιρία να δηλώνουν την ευπείθεια και τη συμπαράστασή τους, εξασφαλίζοντας την εύνοια της Βενετίας με τη συμμετοχή τους σε επίσημες τελετές και σε συμβολικά δοσίματα.Στην Κέρκυρα οι Εβραίοι,οι οποίοι ήταν περίπου 400 άτομα, μπορούσαν να μένουν σε διάφορα σημεία της πόλεως μαζί με τους Χριστιανούς και παρά κάποιες σκέψεις για τον περιορισμό τους κατά το έτος 1588, τελικά δεν δημιουργήθηκε γκέτο, όπως συνέβη στη Βενετία και σε άλλες περιοχές της Ιταλίας.Παρά το γεγονός αυτό όμως, κερκυραϊκή πρεσβεία στη Βενετία, με απεσταλμένους τους Ανδρέα Φιομάχο και Φίλιππο Κουαρτάνο, το 1592 πέτυχε από τη Βενετική Γερουσία την επικύρωση του περιορισμού των Εβραίων στη συνοικία τους, η οποία περιλάμβανε περίπου 500 σπίτια, ενώ από το 1406 τους επέβαλαν να φέρουν το ειδικό διακριτικό σήμα με απειλή προστίμου 300 δουκάτων, απαγορεύοντάς τους να διατηρούν ακίνητη περιουσία με μοναδική εξαίρεση τα ακίνητα που είχαν στη συνοικία τους.

Οι σχέσεις των εβραϊκών κοινοτήτων, των οποίων ο πληθυσμός παρουσίαζε σταθερή αύξηση,με το χριστιανικό στοιχείο του νησιού και τα καθήκοντά τους προς το δημόσιο και τις τοπικές Αρχές καθορίζονταν λεπτομερώς μέσα από διάφορες σειρές καταγραφής των διοικητικών αποφάσεων,που απώτερο στόχο είχαν την ομαλή συνύπαρξη.Οι περιορισμοί κατά των Εβραίων συνεχίστηκαν με διάφορα διατάγματα και επαπειλούμενες ποινές, που τελικά καταργήθηκαν από τους Γάλλους Δημοκρατικούς, όταν κατέλαβαν το νησί (1797-1799).

Οι Αυτοκρατορικοί Γάλλοι, με την κατάληψη του νησιού το 1807, διατήρησαν τα προϋπάρχοντα προνόμια και επιπλέον με το διάταγμα της 14ης/6/1814 τους εξασφάλισαν ισονομία και θρησκευτική ελευθερία. Όταν οι Άγγλοι κατέλαβαν την Κέρκυρα, το 1814, περιόρισαν τα δικαιώμα τα της εβραϊκής κοινότητας, μέχρι την εποχή της Ενώσεως (1864), οπότε πλέον και απέκτησαν ίσα δικαιώματα με τον υπόλοιπο πληθυσμό.

 Η θέση των Εβραίων στις χρηματικές λειτουργίες ντης τοπικής οικονομίας

Στις κυριαρχούσες οικονομικές συνθήκες της Βενετίας που αναμφισβήτητα είχαν σημαντική επίδραση και στις κτήσεις, η πίστωση αποτελούσε παράμετρο καθοριστικής σημασίας με γεωοικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις καθώς μεγάλο μέρος των πιστωτικών αναγκών θεράπευαν ιδιώτες δανειστές και εβραϊκές τράπεζες.Οι δύο εβραϊκές κοινότητες της Κέρκυρας διακρίνονταν για τον αστικό τους χαρακτήρα, καθώς η επαγγελματική απασχόληση της πλειονότητας των μελών τους αφορούσε το εμπόριο, τη μεταποίηση και διάφορες προσοδοφόρες εγχρήματες δραστηριότητες.Κατ’ επέκταση και ο ρόλος τους στην οικονομική ζωή του νησιού υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός. Τα σοβαρά οικονομικά έσοδα που απέφερε η ενασχόλησή τους με επιμέρους ιδιωτικο-οικονομικές δραστηριότητες πολλές φορές τροφοδοτούσαν την προκατάληψη, επειδή μέρος των κερδών συχνά ήταν προϊόν τοκοληψίας ή εφαρμογής του αγροτικού προστυχίου. Το εύρος των δραστηριοτήτων αποτυπώνεται από τις αρχειακές μαρτυρίες εκ των οποίων προκύπτει ότι το 53,7% των περιπτώσεων που αναφέρεται στις επίσημες κατασχέσεις μεταξύ ιδιωτών είχε πραγματοποιηθεί από Εβραίους και αφορούσε περιπτώσεις εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων.
Παρά τις επικρατούσες δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, οι Εβραίοι είχαν κατορθώσει με τις εμπορικές και τις οικονομικές τους δραστηριότητες να εξελιχθούν σε σημαντικό παράγοντα της αστικής οικονομικής ζωής του νησιού, γεγονός το οποίο τους εξασφάλιζε δικαίωμα εκπροσωπήσεως έναντι της βενετικής διοικήσεως ενώ σε μεγάλο βαθμό η εύνοια της Βενετίας προς αυτούς υπήρξε απόρροια της οικονομικής ευρωστίας τους.Επιπροσθέτως, σημειώνεται η παρουσία τους και στο δημόσιο οικονομικό χώρο με μια σειρά από ενέργειες, όπως: τη σημαντική χορήγηση άτοκων δανείων στις Αρχές της πόλεως, τη συνδρομή σε τακτική και έκτακτη πληρωμή φόρων, εισφορών και διαφόρων οικονομικών εκδουλεύσεων.Όμως, δεν πρέπει να αγνοείται ότι κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, τα πολιτικά τους δικαιώματα περιορίστηκαν και καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια ελέγχου της πιστοδοτικής και οικονομικής τους δραστηριότητας. Σε κάθε περίπτωση όμως και παρά την όποια τυχόν οικονομική δυσπραγία, οι σύνδικοι της εβραϊκής κοινότητας συνέχιζαν πάντοτε να καταβάλλουν άμεσα στο δημόσιο διάφορα χρηματικά ποσά ανάλογα με τις εκδιδόμενες κάθε φορά διαταγές.Σημαντική πτυχή αποτελεί το γεγονός ότι, αν και βρισκόταν σε ισχύ η αυστηρή απαγόρευση του έντοκου δανεισμού σε Χριστιανούς και η εξασφάλιση των χορηγούμενων δανείων με υποθήκευση ακίνητων, δεν ανακόπηκαν οι πιστωτικές τους δραστηριότητες καθώς χορηγούσαν κεφάλαια σε Χριστιανούς που τα τόκιζαν για λογαριασμό τους.
Στην εβραϊκή συμμετοχή στη διαδικασία της εγχρήματης λειτουργίας της τοπικής οικονομίας πρέπει να προστεθεί και η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από Εβραίους που ζούσαν στο εξωτερικό και κυρίως στην Ιταλία. Η οικογένεια των Da Pisa αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα και πρόκειται για εβραϊκή οικογένεια τραπεζιτών της Φλωρεντίας. Είχαν άμεσες και στενές οικονομικές σχέσεις με τους πάπες Λέοντα Γ΄, Κλήμεντα Ζ’ και Παύλο Γ’, επειδή δάνειζαν ή παρείχαν δωρεάν σε αυτούς και τις οικογένειές τους μεγάλα χρηματικά ποσά, αποσπώντας ως αντάλλαγμα σειρά προνομίων για την ενάσκηση οικονομικών και πιστωτικών δραστηριοτήτων.
Η εβραϊκή αυτή οικογένεια ήλεγχε το 56% των κεφαλαίων που ήταν κατατεθειμένα στις εβραϊκές τράπεζες της Φλωρεντίας και παράλληλα τα μέλη της ήταν οι βασικοί μέτοχοι των τραπεζών της Λούκκα, της Σιένα, της Κρεμόνα, της Πάδοβα, της Φερράρα,της Βιτσέντζα, της Μπολόνια, της Νεαπόλεως και της Κοζέντζα.Ακόμα είχαν επεκτείνει τις οικονομικές τους δραστηριότητες στον τομέα του γενικού εμπορίου και των ναυτιλιακών και εμπορικών ασφαλίσεων, ενώ η Κέρκυρα μαζί με τη Βαρκελώνη και σχεδόν ολόκληρη την Πορτογαλία υπήρξε ένα από τα μέρη των πιο σημαντικών οικονομικών και προσοδοφόρων δραστηριοτήτων τους εκτός Ιταλίας.
Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας επιδίδονταν με επιτυχή τρόπο στη ναυτιλία, το εμπόριο, κυρίως το εξαγωγικό, το οποίο τους απέδωσε σημαντικά κεφάλαια και ανέδειξε πολλές εβραϊκές οικογένειες.Η οικονομική ευπορία των εμπόρων αυτών συνέβαλλε, ώστε από τις δωρεές τους να συντηρούνται θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά και να εξασφαλίζουν σημαντικές διοικητικές θέσεις.
Άλλη μορφή επαγγελματικής ενσωματώσεως των Εβραίων στην τοπική οικονομία υπήρξε και η ενάσκηση του επιτηδεύματος του μεσίτη. Οι μεσιτείες αφορούσαν τη διαμεσολάβηση για την αγορά και πώληση διαφόρων προϊόντων και εμπορευμάτων κυρίως λαδιού, κρασιού και δημητριακών,για τις οποίες λάμβαναν ποσοστό από τις αγορέςή τις πωλήσεις. Μεταξύ των Εβραίων μεσιτών που αναπτύσσουν μεγάλη δραστηριότητα, είναι και οι: Elia de Semo di Davide, Mamolo Nacamuli,Davide Semo qm Abramo, Giacomo Mordo, B.d’ Osmo, που συμμετείχαν και στην πλειονότητα των δημόσιων πλειστηριασμών του Monte di Pieta (MdP) ως κατακυρωτές διαφόρων ειδών.
Επαγγελματικά οι Εβραίοι της Κέρκυρας διακρίθηκαν και για την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους με την ιατρική.Οι Εβραίοι της Κέρκυρας, διαδραμάτισαν ουσιαστικό ρόλο στην επανίδρυση του MdP από τον Α. Dona, το 1768, με την εμπλοκή τους σε διάφορα στάδια και διαδικασίες της λειτουργίας του, ενώ η κοινότητά τους μνημονεύεται για τις προσφορές και τη συμβολή της στη συγκέντρωση των ιδρυτικών του κεφαλαίων. Από την εξέταση των πηγών η συνδρομή τους αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της γενικότερης υπακοής και αφοσιώσεώς τους προς τις βενετικές Αρχές, χωρίς να αγνοείται και το γεγονός ότι από την ίδρυσή του κιόλας αντιμετώπισαν το MdP ως ένα σημαντικό πεδίο με αναφορά στην πίστωση, στο οποίο θα μπορούσαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους, όπως και τελικά έγινε.
Στην Κέρκυρα, σε αντίθεση με μεγάλο αριθμό περιοχών της Ιταλίας και κυρίως τα παπικά κράτη δεν απαγορεύτηκε ποτέ, ακόμη και σε περιόδους εντάσεων, η πρόσβαση και οι συναλλαγές των Εβραίων με το MdP.
Η πλέον προσφιλής και προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα των Εβραίων της Κέρκυρας ήταν ο έντοκος δανεισμός. Το ύψος του τόκου, με τον οποίο επίσημα δάνειζαν σε ιδιώτες ανερχόταν σε 10% και από σειρά σωζόμενων εγγράφων προκύπτει ότι για το χρονικό διάστημα από 1837 έως 1841 σε 668 καταγεγραμμένες πράξεις δανεισμού στο ειρηνοδικείο, με διάρκεια μεταξύ 2 έως 4 μηνών, οι δανειστές των κεφαλαίων σε ποσοστό 37,6% ήταν Εβραίοι, ενώ τα ενεχυριαζόμενα είδη ήταν κοσμήματα, υφάσματα, ρούχα, εργαλεία,σκεύη και είδη επιπλώσεως.

Παράλληλα με τις δραστηριότητες αυτές, οι Εβραίοι συμμετείχαν ουσιαστικά κατά την εκδίπλωση της λειτουργίας του MdP. Η παρουσία τους στους δημόσιους πλειστηριασμούς ως κατακυρωτών κοσμημάτων κατά πρώτο λόγο, αλλά και ειδών ρουχισμού, με βάση το σωζόμενο αρχειακό υλικό,φαίνεται να είναι ιστορικά συνεχής και συστηματική, με βάση δε τα καταγραφόμενα ποσοστά και λαμβάνοντας υπόψη και το συνολικό αριθμό του πληθυσμού τους, παρουσιάζεται να είναι αρκετά σημαντική. Το ενδιαφέρον τους εκτός των κινητών ειδών εστιάζεται και στην κατακύρωση των ακινήτων διαφόρων οφειλετών του ιδρύματος που κατέληγαν σε δημόσιο πλειστηριασμό με εγγυητικές παρακαταθήκες σε μετρητά ή μετοχές.
Ενδεικτικά και μετά από σχετική επεξεργασία ανάλογων τεκμηρίων η συμμετοχή των Εβραίων στους δημόσιους πλειστηριασμούς κινητών αξιών του MdP, δεν δηλώνει μόνο τη συστηματικότητα,αλλά διαφαίνεται ότι άμεσα σχετίζεται με τη συμμετοχή τους σε αυτούς στο πλαίσιο μιας ενασχολήσεως σε επαγγελματικό επίπεδο. Επίσης, από το παρουσιαζόμενο πηγαϊκό υλικό διαπιστώνεται σαφέστατα ότι τα ποσοστά κατακυρώσεων υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλά σε σχέση με τα εκπλειστηριαζόμενα είδη.
Οι Εβραίοι δεν συμμετείχαν μόνον ως κατακυρωτές στο MdP, αλλά και ως πελάτες, οι οποίοι προέβαιναν σε δανειοληψίες, ενεχυριάσεις ή ανανεώσεις αγαθών. Πρόκειται για μια δραστηριότητα, η οποία ανιχνεύεται άμεσα με ονομαστικές αναφορές σε Εβραίους που κατέφευγαν στην πίστωση μέσω του MdP ενεχυριάζοντας κινητές αξίες, και έμμεσα από τις σωζόμενες λίστες απώλειας των αποδείξεων των ενεχύρων, Bilietti ή viglietti di pegnora. Ακόμη,είναι πολύ σημαντικό το στοιχείο πως σε κάποιες από τις καταγραφές που διασώζονται ονόματα, διαπιστώνεται πως υπήρχε μεγάλος αριθμός συναλλασσομένων που ήταν Εβραίες.
Στους καταλόγους απώλειας των ενεχυραποδείξεων των πελατών του MdP, στους Εβραίους αναλογεί σημαντική ποσόστωση που φθάνει στο 18,7%33 χωρίς να απουσιάζουν και καταγγελίες για την αγορά αποδείξεων ενεχύρων τις οποίες εξαργύρωναν με κέρδος.Κάποιοι δε από τους Εβραίους οφειλέτες, αν και οι αρχειακές πηγές δείχνουν πως αποτελούσαν μειονότητα, πραγματοποιούσαν επάλληλους διακανονισμούς των χρεών τους εξαντλώντας κάθε νόμιμο μέσο και παράλληλα κάθε παρεχόμενη δυνατότητα από το ίδρυμα.

Πολλοί Εβραίοι τηρούσαν στο MdP προσωπικούς καταθετικούς λογαριασμούς διαφόρων μορφών, ενώ κάποιοι άλλοι, που γνώριζαν τον τρόπο λειτουργίας και την αξιοπιστία του ιδρύματος στη διασφάλιση των κεφαλαίων, χωρίς να παραβλέπονται τα εγγυημένα ποσοστά τοκισμού (5% εις το διηνεκές), κατέθεταν κεφάλαια για λογαριασμό των συναγωγών,προκειμένου από την τοκοφορία των καταθέσεων να συντηρούνται ή να βοηθούνται φτωχές εβραϊκές οικογένειες.Στο ίδρυμα όμως τηρούνταν και ειδικοί λογαριασμοί για τις εβραϊκές συναγωγές,για τα διάφορα εβραϊκά θρησκευτικά ιδρύματα και σχολές, για κληροδοτήματα με σκοπό τις προικο-
δοτήσεις κορασίδων εβραϊκής καταγωγής, ειδικοί λογαριασμοί για δωρεές Εβραίων σε χριστιανικά φιλανθρωπικά ιδρύματα ή σε φυσικά πρόσωπα και διαχείριση διαφόρων ταμείων που ανήκαν σε συλλογικά όργανα της εβραϊκής κοινότητας.Εξάλλου, στο MdP υπήρχε κατατεθειμένο και γινόταν διαχείριση και αξιοποίηση του συνόλου των κεφαλαίων του Ταμείου των Αχθοφόρων, fondo facchini, το οποίο παρείχε συντάξεις και βοηθήματα στα μέλη του και τις οικογένειές τους. Ο Rubin Mordo ήταν ο capo των Εβραίων αχθοφόρων και είχε διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη συγκέντρωση των κεφαλαίων του ταμείου.Οι αιτήσεις των μελών που ήταν Εβραίοι και επιθυμούσαν συνταξιοδότηση από το ταμείο αυτό απευθύνονταν προς το MdP με συνημμένο υπόμνημα, στο οποίο τεκμηρίωναν την αίτησή τους αναφέροντας αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους είχαν ανάγκη συνταξιοδοτήσεως. Τη θέση των δικαιούχων Εβραίων συνταξιούχων που απεβίωναν κατελάμβαναν αμέσως άλλοι Εβραίοι η αίτηση των οποίων είχε γίνει αποδεκτή από την κυβέρνηση, ενώ περίμεναν κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να προκύψει κάποιο κενό, ώστε να ικανοποιηθεί το αίτημά τους.
Το έτος 1836 το ποσοστό των Εβραίων που λάμβαναν σύνταξη από το ταμείο των αχθοφόρων ανήρχετο σε ποσοστό 61,1% των συνταξιοδοτουμένων και λάμβαναν συνολικά το ποσό των 33 ταλήρων (colonnati) και 440 οβολών, ενώ ο μέσος όρος του ποσού που λάμβανε κάθε συνταξιούχος μηνιαίως ήταν 3 τάληρα, με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της Rachele Belleli, χήρας του Moise Levi, η οποία λάμβανε 3 τάληρα και 440 οβολούς.Στατιστικά, αν και τα στοιχεία είναι εξαιρετικά περιορισμένα και το μόνο που θα μπορούσαν να καταδείξουν είναι απλά μια τάση με κάποιες αναλογίες, αξίζει να αναφερθεί πως από τα διαθέσιμα τεκμήρια του MdP, οι αιτήσεις για συνταξιοδότηση από το ταμείο των αχθοφόρων, για τις οποίες εγγράφως υπήρχε η θετική γνωμοδότηση της κυβερνήσεως, ανέρχονται σε ποσοστό 25%. Παράλληλα,για ένα ποσοστό 25% δεν γίνεται κάποια μνεία ή αναφορά, ενώ η τεκμηριωμένη απόρριψη ανέρχεται στο ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό του 50% των περιπτώσεων. Από αυτές, επίσης διασώζεται και ένας ελάχιστος αριθμός ενημερωτικών σημειωμάτων, τα οποία αφορούσαν αναγγελίες θανάτου διαφόρων συνταξιούχων.
Αν και από τις πηγές δεν προκύπτει κάποια μαρτυρία για Εβραίους που να ανήκουν στο υπαλληλικό προσωπικό του MdP, το ίδρυμα χρησιμοποίησε επικουρικά κατά την ενάσκηση των δραστηριοτήτων του και προκειμένου να διασφαλίζει καλύτερα τα συμφέροντά του την πείρα και τις γνώσεις εξειδικευμένων Εβραίων αργυροχρυσοχόων, κυρίως για εκτιμήσεις κοσμημάτων, πολύτιμων μετάλλων και λίθων. Για το λόγο αυτό μεγάλος αριθμός εγγράφων και καταστάσεων εκτιμήσεως διαφόρων ενεχύρων ή ειδών προς φύλαξη στο MdP φέρει την υπογραφή Εβραίων εκτιμητών.
Παράλληλα και σε συνάρτηση με τα παραπάνω,διαπιστώνεται και καταγράφεται η ύπαρξη εβραϊκής ενώσεως (εταιρείας) με μέλη της εκτιμητές Εβραίους, τους οποίους χρησιμοποιούσε και το MdP ως εκτιμητές και ενεχυριαστές κατά τη διεξαγωγή των δημόσιων πλειστηριασμών στους οποίους σημαντικός αριθμός υπερθεματιστών κυρίως των τιμαλφών ειδών ήταν μέλη της εβραϊκής κοινότητας.
Διαχρονικό γνώρισμα της κερκυραϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς υπήρξε το ευμετάβλητό της με επακόλουθο την ταχύτατη επέκταση ή συρρίκνωση και την έντονη ανταγωνιστικότητα. Στις συνθήκες αυτές τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας με εξωτερικές (οικονομική συγκυρία, θέσμιση, κ.ά.) και εσωτερικές πιέσεις (έλεγχος κόστους, πιστωτικοί κίνδυνοι κ.ά),κατόρθωσαν να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους αντιδρώντας άμεσα και με επιτυχία στις ευμετάβλητες αγοραίες συνθήκες, διαχειριζόμενοι τους κινδύνους με τρόπο ώστε να βελτιώνουν την ανταγωνιστική τους θέση και ταυτόχρονα την τοπική αγορά χρήματος.

πηγή : Χρήστος Δεσύλλας , Χρονικά τεύχος 216 , http://www.atlantis.gr/kis/home.html

 

* * *