«… η άμουσος και ξηρά ψαλτική η υφ’ ενός και μόνου ψάλτου απογοητεύει τούτους…»

Η πραγματοποίηση των θρησκευτικών λατρευτικών εθίμων στην Κέρκυρα (αλλά και στα υπόλοιπα Ιόνια Νησιά) χαρακτηρίζεται από την πολυφωνική μουσική (τη λεγόμενη «δυτικότροπη») και συχνά από τη συνοδευτική παρουσία αρμονίου και σε ορθόδοξες εκκλησίες. Στην πόλη της Κέρκυρας, μοναδική εκκλησία στην οποία κυριαρχούσε η «βυζαντινή» ήταν η Παναγία των Ξένων. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του Μοντσενίγου ο οποίος σημειώνει, αναφερόμενος στα τέλη του 18ου αιώνα, ότι τότε οι ξένοι: «… δεν ευαρεστούντο εις την εγχώριον αρμονικήν ψαλμωδίαν, ειθισμένοι όντες εις το ασιανίζον μονότονον ύφος της Πολίτικης μουσικής».

Τα τελευταία χρόνια η παρουσία ιερέων ξένων προς τα τοπικά έθιμα, τα οποία δεν προσπάθησαν καν να τα προσεγγίσουν, θεωρώντας τα ουσιαστικά «ξένα» προς την Ορθόδοξη λατρεία, άλλαξε αρκετά την κατάσταση και παρουσιάζεται το φαινόμενο εκκλησιών όπου η χορωδία ψάλλει κατά το τοπικό ύφος και οι ιερείς κατά το λεγόμενο Βυζαντινό, δίνοντας ένα … ακουστικό αλαλούμ (κάτι το οποίο επεσήμαναν και Κερκυραίοι της διασποράς οι οποίοι βρίσκονται κατά διαστήματα στη γενέθλια γη).

  «Μακριά από τις επιρροές των ακουσμάτων της Ανατολής»

Επισημαίνεται ότι το επτανησιακό ορθόδοξο μέλος αποτελεί την εξέλιξη της προ του 1453 βυζαντινής ψαλτικής η οποία εξελίχθηκε διαφορετικά, μακριά από τις επιρροές των ακουσμάτων της Ανατολής. Στα τέλη όμως του 17ου αιώνα η γνωστή στα Επτάνησα αυτοσχεδιαστική παραδοσιακή πολυφωνία (αποδίδεται από τους ψάλτες που κάθονται στα δεξιά και αριστερά του ναού) επηρεάζεται από τους κρητικούς ψάλτες που έχουν εισρεύσει στα νησιά του Ιονίου μετά την πτώση του Χάνδακα, αλλά διαφοροποιείται από νησί σε νησί με την εκκλησιαστική μουσική της Κέρκυρας να έχει κοινά σημεία με αυτήν της Ζακύνθου.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα η χορωδία εισάγεται στις λατρευτικές εκδηλώσεις με την υιοθέτηση λειτουργιών και ύμνων μουσουργών της έντεχνης πρακτικής,
όπως του Μάντζαρου, του Πολυκράτη ή του Σακελαρίδη και μάλιστα τόσο καταλυτικά ώστε σε πολλές περιπτώσεις να συγχέεται το «έντεχνο πολυφωνικό χορωδιακό είδος» με την «παραδοσιακή αυτοσχεδιαστική πολυφωνική ψαλτική» και να ταυτίζεται το «επτανησιακό ψαλτικό ιδίωμα» με την «χορωδιακή πρακτική».

  Τα πρώτα βήματα

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο μητροπολίτης Σεβαστιανός Νικοκάβουρας εισάγει την τετραφωνία στις κερκυραϊκές εκκλησίες, δεχόμενος θετικά σχόλια, αφού «…η άμουσος και ξηρά ψαλτική η υφ’ ενός και μόνου ψάλτου απογοητεύει …». 

Λίγα χρόνια αργότερα ο συνθέτης Αλέξανδρος Γκρεκ επισημαίνει σε άρθρο του («Αναγέννησις», 25-05-1913) ότι με τη βοήθεια του οργάνου στις εκκλησίες μπορούσε να ελέγξει «τας αναιδείς αυθαιρεσίας του οιουδήποτε αμαθούς ιεροψάλτου».
Στα 1922 εισάγεται στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου το τετράφωνο Βυζαντινό σύστημα του Ιωάννη Σακελλαρίδη αντικαθιστώντας το κερκυραϊκό εκκλησιαστικό και βαθμηδόν εισάγεται και σε άλλους ναούς.

Το ανατολικό τμήμα της εκκλησίας του Αγίου κατά την εποχή της εισαγωγής του αρμονίου

Αρίστος Μοναστηριώτης και Μητροπολίτης Αθηναγόρας

 Το Δεκέμβρη του 1922 μητροπολίτης Κερκύρας αναλαμβάνει ο μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας Σπύρου, ο οποίος διαπιστώνοντας ότι η ψαλλόμενη στο νησί εκκλησιαστική μουσική δεν είναι καταγραμμένη, αναθέτει την καταγραφή της, την ανασύνταξη και την έγγραφη διατύπωση στον κερκυραίο μουσικοδιδάσκαλο και συνθέτη Αρίστο Μοναστηριώτη (1876-1949). Ο Μοναστηριώτης μετά πενταετή κόπο αποδίδει δύο Λειτουργίες, το «Μεγάλο Εσπερινό του Αγίου Σπυρίδωνα», «Δοξολογία», «Νεκρώσιμη ακολουθία», «Χαιρετισμούς της Θεοτόκου» και άλλα εκκλησιαστικά τροπάρια σε κερκυραϊκό μέλος.

Στα 1924 ο Αθηναγόρας, παρατηρώντας ότι πολλοί Κερκυραίοι παρακολουθούν τη λειτουργία στην καθολική μητρόπολη προκειμένου να απολαύσουν τη μουσική του αρμονίου, ζητά από το Μοναστηριώτη να δημιουργήσει χορωδία για την εκκλησία του Αγίου. Ο τελευταίος δημιουργεί χορωδία, αλλά ταυτόχρονα εισηγείται και την παρουσία αρμονίου για να συντονίζεται η χορωδία με τις ψαλμωδίες των ιερέων, με επακόλουθο την κατάργηση των ιεροψαλτών.
Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να αυξηθεί η προσέλευση πιστών, ενώ με τη συνοδεία αρμονίου ερμηνεύονται συνθέσεις των: Μαντζάρου, Ν. Λαμπελέτ, Σακελλαρίδη, Πολυκράτη και του ίδιου του Μοναστηριώτη ο οποίος διευθύνει τη χορωδία και είναι συνοδός στο αρμόνιο.
Ο Μοναστηριώτης, όπως και πολλοί άλλοι πριν και μετά από αυτόν, υποστήριζε ότι η εκκλησιαστική μουσική που ψάλλεται πολυφωνικά στην Κέρκυρα είναι η γνήσια βυζαντινή. μουσική που ψαλλόταν στην Κων/πόλη πριν την Άλωση και ότι η «βυζαντινή» μουσική της υπόλοιπης Ελλάδος είναι … ψευδεπίγραφη, καθώς είχε υποστεί τις ανατολίτικες προσμίξεις της Τουρκοκρατίας.

  Αντιδράσεις

Δυστυχώς, οι αντιλήψεις του Αθηναγόρα και οι αλλαγές που προώθησε προκάλεσαν μετά από ένα χρονικό διάστημα έντονες αντιδράσεις εκκλησιαστικών κύκλων οι οποίοι δεν δέχονταν (κάτι που συναντάμε ως σήμερα) διαφοροποιήσεις στο λατρευτικό τυπικό. 

Η Ιερά Σύνοδος τον κάλεσε σε απολογία και ο Αθηναγόρας αναγκάστηκε να αφαιρέσει το όργανο από το ναό, οπότε και αθωώθηκε. Μερικοί από τους Συνοδικούς έκφρασαν τη γνώμη ότι: «πρέπει να τεθή τέρμα εις τοιαύτας καινοτομίας εισαγομένας αυθαιρέτως υπό των εκασταχού Μητροπολιτών και οι οποίαι γίνονται πρόξενοι εξεγέρσεως του αισθήματος του θρησκευτικού των χριστιανών».
Βέβαια, λίγο αργότερα, το αρμόνιο τοποθετήθηκε και πάλι και ως σήμερα συμβάλλει στην «απόσπαση από τη γήινη σκέψη και την αφοσίωση έτι περισσότερον στο Θείο».

Μον Ρεπό, Ιούλης 1963: Από την τελευταία επίσκεψη του Οικ. Πατριάρχη στην Κέρκυρα (συλλογή Στέφανου Ριζικάρη)

Το περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων»

 Την εποχή κατά την οποία η Ιερά Σύνοδος εγκαλεί το Μητροπολίτη Αθηναγόρα, στην Κέρκυρα εκδίδεται το περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων» με αρχισυντάκτη τον διευθυντή της τοπικής Ιερατικής Σχολής, αρχιμανδρίτη Παρθένιο Πολλάκη.

Στα σωζόμενα στην Κέρκυρα φύλλα του περιοδικού υπάρχουν σχετικά άρθρα στις 20 Ιούλη και 10 Αυγούστου 1928 (γνωρίζουμε ότι στο φύλλο της 1ης Απρίλη υπήρχε και επιστολή από την Αγγλία του πρωτοπρεσβύτερου Κ. Καλλίνικου με την οποία υπερασπίζονταν την ενέργεια του ΑΘηναγόρα).
Στο φύλλο της 20ης Ιούλη ο Μητροπολίτης Φλώρινας Χρυσόστομος σε εκτεταμένο κείμενό του επισημαίνει ό,τι «… η χρήσις του αρμονίου εν τη εκκλησιαστική υμνολογία ου μόνον δεν απάδει προς το θεσπέσιον και μυσταγωγικό σκοπόν της θ. λατρείας, αλλά και τα μέγιστα συμβάλλει εις την έξαρσιν της διανοίας και την μεταρσίωσιν της ψυχής εις τας ιδεώδεις σφαίρας της θείας και υπερφυούς μυσταγωγίας».
Στην συνέχεια όμως κατακρίνει με ήπιο τόνο τη χρήση του αρμονίου στη λειτουργία γράφοντας ανάμεσα σε άλλα: «Όταν είς έκαστος ιεράρχης λάβη το δικαίωμα να επιφέρη εις το τελετουργικό μέρος της εκκλησιαστικής λατρείας και μίαν διαρρύθμισιν, σύμφωνον προς την αντίληψιν αυτού και των Χριστιανών του, ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή οποία βαβυλωνία θα υποκαταστήση συν τω χρόνω την νυν επικρατούσαν εν τη θ. λατρεία ευρυθμίαν και ευπρέπειαν…»
Στις 10 Αυγούστου δημοσιεύεται ολοσέλιδο κείμενο (συνεχίζεται σε επόμενο φύλλο με τα ιστορικά των λιτανειών του Αγίου) στο οποίο ο συντάκτης επισημαίνει τη σχέση των κερκυραίων με τη μουσική και ότι «… φυσικόν ήτο το μουσικόν αίσθημα να καλλιεργηθεί και δι΄ ενοργάνου μουσικής, και ήτο φυσικώτερον αύτη ν΄ αποτελέση μέρος των προσφορών και εκδηλώσεων του λαού προς τον προστάτην της Νήσου Κερκύρας Άγιον …». Υπερασπιζόμενος εξ’ άλλου την εισαγωγή του αρμονίου: «… Ούτως η οργανική μουσική, χωρίς το πράγμα να συζητηθή, αλλά και χωρίς καμμίαν αντίδρασιν ή σκάνδαλον να προκαλέση, εισήχθη ως ψυχικός στολισμός των Λιτανειών του Αγίου και ως συμμετοχή εις τους μουσικούς χορούς κατά τας Θ. Λειτουργίας εν επισήμοις εορταίς από εκτονταετηρίδων».

  Σήμερα

Σήμερα δεν γίνονται ενέργειες για να καταργηθούν οι χορωδίες και τα αρμόνια από τις κερκυραϊκές εκκλησίες, αλλά ακολουθώντας το σκεπτικό, το οποίο εξέφρασε πριν τρία τέταρτα του αιώνα ο Μητροπολίτης της Φλώρινας, η τοπική ψαλτική βρίσκεται σε υποχώρηση με σταδιακή επέκταση της επηρεασμένης από «ασιανίζοντα» στοιχεία λεγόμενης «Βυζαντινής». Η αποδοχή της δικαιολογίας περί μη ύπαρξης συνεχιστών θα σήμαινε το εξωφρενικό ότι με την άφιξη μη κερκυραίου μητροπολίτη αυτοί σταμάτησαν ως δια μαγείας να υπάρχουν.

Γιώργος Ζούμπος

ΠΗΓΕΣ:
• Εφημερίδα Αναγέννησις Κέρκυρας, φ. 25-01-1913
• Εφημερίδα Σκριπ, φ. 21-12-1928
• Εφημερίδα Φωνή Κέρκυρας, φ. 10-12-1905
• Περιοδικό Άγιος Σπυρίδων, φ. 20-07-1928 και 10-08-1928
• Κώστας Καρδάμης, «Η μουσική στα Επτάνησα», στο Ιόνιοι Νήσοι/Ιστορία και Πολιτισμός, Αθήνα, 2007
• Σπύρος Καρύδης, Ο Κώδικας του ιερού ναού Αγίου Ελευθερίου Κερκύρας, Κέρκυρα, 2007
• Σπύρος Μοντσενίγος, Νεοελληνική Μουσική. Συμβολή εις την ιστορίαν της, Αθήναι, 1958

[Όπως δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή Ενημέρωση», 3 Ιούλη 2011]

*  *  *