«Γιατί χαίρετ’ ο κόσμος και χαμογελά πατέρα …»
Η δεκαετία 1930-1940 χαρακτηρίζεται από την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και την επίθεση του φασισμού στις καπιταλιστικές χώρες. Στην Ελλάδα μεγαλώνουν οι φασιστικές τάσεις στην άρχουσα μερίδα της ολιγαρχίας, σε πολλούς πολιτικούς και στρατοκράτες. Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ πρωτοστατεί στη συγκρότηση λαϊκού μετώπου το οποίο θα συσπειρώνει τα δημοκρατικά κόμματα και τις οργανώσεις στην πάλη κατά του κινδύνου του φασισμού.
Το 1936 αναπτύσσεται πλατύ αντιφασιστικό κίνημα και στις εκλογές του Γενάρη το Παλλαϊκό Μέτωπο εκλέγει 15 βουλευτές. Στη συνέχεια υπογράφεται το Σύμφωνο Παλλαϊκού Μετώπου – Φιλελευθέρων, το Σύμφωνο κοινής δράσης ΚΚΕ – Αγροτικού Κόμματος και αποφασίζεται η ενιαία δράση των Εργατικών Συνομοσπονδιών.
Οι μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις το Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη και οι μαζικές πολιτικές απεργίες που ακολουθούν σε όλη την Ελλάδα με τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, αποτελούν το αποκορύφωμα της δράσης του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου.
«Κομμουνιστικός κίνδυνος»
ια να αντιμετωπίσει την άνοδο του λαϊκού αντιφασιστικού κινήματος και να προλάβει μια δημοκρατική διέξοδο από την πολιτική κρίση που είχε δημιουργηθεί, η χρηματιστική ολιγαρχία επιβάλλει τη φασιστική δικτατορία Μεταξά –Γλύξμπουργκ.
Ταυτόχρονα οι ηγέτες των Φιλελευθέρων κρατούν στάση ανοχής απέναντι στα σχέδια των φασιστικών κύκλων, ενώ με την υποστήριξη του Λαϊκού Μετώπου ήταν δυνατός ο σχηματισμός δημοκρατικής αντιφασιστικής κυβέρνησης. Η δικτατορία επιβάλλεται με πρόσχημα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», ενώ στόχος είναι οι δημοκρατικές ελευθερίες και η κατάπνιξη των αγώνων της εργατικής τάξης. Το κύριο χτύπημα της Δικτατορίας κατευθύνεται στο ΚΚΕ, αλλά η φασιστική τρομοκρατία επεκτείνεται και στους αστούς αντιπάλους της.
Στην «Ακτίνα Θ΄» της Κέρκυρας
Ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του Κ.Κ.Ε. της προπολεμικής περιόδου, είναι ο Βασίλης Νεφελούδης. Συλλαμβάνεται στα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας και το 1938 στέλνεται στην Κέρκυρα όπου και παραμένει σε απομόνωση μέχρι το 1943. Μεγάλο μέρος των αναμνήσεων του (1938-1943) είναι αφιερωμένο στη ζωή στην Ακτίνα Θ΄ των φυλακών της Κέρκυρας όπου βρίσκονταν τα «αντεθνικώς δρώντα στοιχεία». Από το βιβλίο του «Αχτίνα Θ’» αντιγράφουμε ένα μικρό μέρος που αναφέρεται στη ζωή στο κάτεργο της Κέρκυρας.
«Πέντε εικοσιτετράωρα σκληρή ομαδική δοκιμασία»»
«… 11 Δεκεμβρίου 1938. Κυριακή. Σε ώρα ασυνήθιστη, που περιμεναμε ν’ αρχίσει το κυριακάτικο κούρεμα και ξύρισμα, ακούς να ανοίγουν τα κελιά. Το ένα ύστερα από το άλλο. Ακούς την πόρτα ενός κελιού να ανοίγει. Μερικά λόγια ανταλλάσσονται ανάμεσα σ’ αυτούς που ανοίγουν και στον κρατούμενο, και η πόρτα του κελιού κλείνει. Ανοίγουν το επόμενο κελί κι επαναλαμβάνεται η ίδια ιστορία. Από τα βήματα καταλαβαίνεις ότι οι φύλακες ανοιγοκλείνουν τα κελιά είναι πολλοί. Όσο η κουστωδία πλησιάζει στο κελί σου, τόσο πιο καθαρά ακούς αυτά που λένε. Κάτι κρατούν, το δείχνουν και ρωτούν: «Για σένα προοριζόταν αυτό;», Ακούνε την απάντηση, κλείνουν και προχωρούν στο παρακάτω κελί. Τώρα είναι έξω από την πόρτα μου. Ανοίγουν . Είναι καμιά δεκαριά. Ο αρχιφύλακας κρατά ένα σημείωμα γραμμένο σε πανί. Μου το δείχνει. Ρωτά: «Για σένα προορίζεται αυτό ;», Απαντώ «όχι». Δεν λέει τίποτα, κλείνει και ανοίγει άλλο κελί και το παραάλλο, ως το τελευταίο.
Το σημείωμα στο πανί το κρατούσε ο αρχιφύλακας ανοιχτό. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν του Ζαχαριάδη. Τον γνώριζαν και δεν ρωτούσαν ποιος το έγραψε. Φαινόταν να τους ενδιέφερε να μάθουν ποιος θα ήταν ο παραλήπτης. Το πράγμα ήταν ολοφάνερο. Βρήκαν το σημείωμα του Ζαχαριάδη σε κάποια κρύπτη και κινητοποιήθηκαν. Για ποιο σκοπό; Αυτό γρήγορα θα το μαθαίναμε. Όταν έκλεισε και το τελευταίο κελί, ξανάρχισε το άνοιγμα από το πρώτο. Τώρα, κλεισμένος στο κελί σου, άκουες να βγάζoυν τα πράγματα από τα κελιά που άνοιγαν. Φαινόταν σαν να άδειαζαν την αχτίνα Θ’, σαν να είχαν αποφασίσει να μας μεταφέρουν αλλού. Όμως δεν ήταν αυτό. Άδειαζαν τα κελιά από τα πράγματα που είχαν μέσα, αφού προηγούμενα μερικούς τους ξυλοκόπησαν. Έπαιρναν το κρεβάτι, το στρώμα, τα σκεπάσματα, την πετσέτα, το σαπούνι, την οδοντόκρεμα, τη σκούπα, τη λεκάνη, το κύπελλο, το σταμνί. Αφού γύμνωναν το κελί σε υποχρέωναν να γδυθείς. «Βγάλε το σακάκι σου. Τα παπούτσια. Τις κάλτσες». Σε άφηναν με το σπορ φανελάκι, ξυπόλυτο, μισόγυμνο. Σου έπαιρναν και τα τσιγάρα και έφευγαν. Το μόνο πράγμα που άφηναν στο κελί ήταν το ουροδοχείο.
Ο Δεκέμβρης του 1938 ήταν σκληρός ακόμα και στην Κέρκυρα. Το κελί, άδειο, ήταν πολύ πιο κρύο από το συνηθισµένο. Χωρίς παπούτσια, χωρίς κάλτσες, ήσουν υποχρεωµένος να πατάς ξυπόλυτος στο παγωµένο τσιµεντένιο πάτωµα. Ένιωθες το κρύο να σε περονιάζει. Ο µόνος τρόπος για να µην παγώσεις ήταν να πηδάς και να τρέχεις µέσα στο κελί, όλες τις ώρες, την ηµέρα και τη νύχτα. Όταν πια κουραζόµουνα πολύ, έβγαζα το πανταλόνι, τύλιγα µε αυτό τα πόδια µου και καθόµουν ανακούρκουδα (οκλαδόν), ώσπου να ξεκουραστώ, και ύστερα πάλι γυµναστική, πάλι τροχάδην µέσα στο κελί, πάλι πηδήµατα. Ύπνός µηδέν. Βιάζεις τον εαυτό σου να µείνει άγρυπνος. Ξέρεις πως αν αφήσεις να σε πάρει ο ύπνος µπορεί και να µην ξυπvήσεις ποτέ. Μπορεί να σε βγάλουν από το κελί κοκαλωµένο, παγωμένο. Νιώθεις σαν να είσαι κλεισµένος µέσα σε ψυγείο. Αναλογίζεσαι πόσο µπορεί να κρατήσει αυτό. Και αισθάνεσαι απ’ την αρχή υποχρεωµένος να πάρεις µια απόφαση. Αν στην απόφασή σου να µην υποχωρήσεις ό,τι και να κάνουν είσαι σταθερός, αν πεις στον εαυτό σου ότι µε οποιαδήποτε θυσία θα βγεις από τη νέα δοκιµασία µε ψηλά το µέτωπο, αν είσαι αποφασισµένος να πεθάνεις, αλλά να µην υποχωρήσεις στον εκβιασµό που σου κάνουν, ε, τότε, µπορείς να σωθείς. Αλλιώς είσαι χαµένος.
Το µέτρο ήταν γενικό. Ήταν κοµµένο και ραµµένο πάνω στο χιτλερικό πρότυπο της θεωρίας για τη συλλογική ευθύνη: «Ένας άφησε το σηµείωµα στην κρύπτη, ασφαλώς, για να το πάρει κάποιος άλλος. Αφού δεν βρήκαµε για ποιον προοριζόταν, θα το πληρώσουν όλοι». Ήταν φανερό πως όχι τόσο για να µας εκδικηθούν όσο για να πιέσουν εντονότερα, µε το σκοπό να αποσπάσουν δήλωση µετανοίας, κατέφευγαν και σ’ αυτού του είδους τα βασανιστήρια.
Δεν αρκέσθηκαν στο µαρτύριο του κρύου. Προχώρησαν στο µαρτύριο της πείνας και της δίψας. Την πρώτη µέρα, στις 11.12.1938, µας άφησαν τελείως νηστικούς και χωρίς νερό. Στις 12 µας έδωσαν νερό, µια φορά στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Στις 13 µας έδωσαν νερό και ψωµί. Το ίδιο και στις 14 και 15. Ύστερα, έσπασαν. Στις 16 τη νύχτα υποχώρησαν σε όλη τη γραµµή. Μας έδωσαν πίσω όλα τα πράγµατά µας και επίσης, κανονικά, το συσσίτιο της φυλακής.
Από την περιπέτεια αυτή δεν βγήκαµε χωρίς ζηµίες, οι Στ. Σκλάβαινας, Κ. Γαβριηλίδηξ, Κ. Μπασιάκος και Β. Σπανός δεν μπόρεσαν ν’ αντέξουν ως το τέλος. Ύστερα απ’ τις δύο πρώτες μέρες υποχώρησαν και βγήκαν από την ακτίνα Θ’ µε δήλωση, όπως αναφέρθηκε σε προηγούµενο κεφάλαιο….»
Λίγες μέρες ενωρίτερα, στις 22 Νοέμβρη 1938, πεθαίνει σε ηλικία 30 χρόνων, μετά από φρικτά βασανιστήρια στο κολαστήριο της Κέρκυρας, ο Χρήστος Μαλτέζος, γραμματέας της Ο.Κ.Ν.Ε.
Γιώργος Ζούμπος
Όπως δημοσιευτηκε στη «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ», 04/08/2018
* * *
Leave A Comment