…αυτές οι δεξαμενές  είναι η ψυχή της πόλης και γιατρικό για αυτούς τους ανθρώπους…

Στις ενετικές κτήσεις του Stato da Mar η διασφάλιση σταθερής παροχής πόσιμου νερού ήταν μια μόνιμη ανησυχία των Αρχών, καθώς ουδεμία πόλη, όσο καλά οχυρωμένη και να ήταν, δεν μπορούσε να επιζήσει σε μια πολιορκία χωρίς νερό. Ήταν στην Κύπρο, στην Κρήτη και ειδικά στο Ηράκλειο, όπου δείχτηκε ιδιαίτερος ζήλος και δόθηκε μεγάλο βάρος στη λύση αυτού του προβλήματος.

Στην Αμμόχωστο, ήδη από τον 15° αιώνα είχαν κατασκευαστεί μεγάλες δεξαμενές, ενώ το 1554 θα ολοκληρωθεί το πρώτο υδραγωγείο με πήλινες σωληνώσεις. Στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα θα εφοδιαστεί με υδραγωγείο και το Ηράκλειο, ενώ το 1627 ο Francesco Morosini θα λύσει οριστικά το πρόβλημα με την αποπεράτωση ενός νέου υδραγωγείου μήκους 15 χλμ που έφερνε άφθονο νερό στην πόλη. Το έργο χρηματοδοτήθηκε κατά το ήμισυ από τοπικές εισφορές και στην πραγματοποίησή του συνέβαλε η καταναγκαστική εργασία (αγγαρείες) χιλιάδων ντόπιων. Πλούσιες κρήνες στόλιζαν την πόλη. Ο Μοροζίνι απαγόρευσε την πώληση του νερού, καθιστώντας το δημόσιο αγαθό. Λίγο πριν την μακρόχρονη πολιορκία της η πόλη διέθετε 256 δεξαμενές και 1230 πηγάδια και σίγουρα η τελική πτώση της δεν οφείλεται στη δίψα.

Στην Κέρκυρα

Στην Κέρκυρα ακολουθήθηκε διαφορετική πολιτική και σίγουρα έλειψε μια μορφή σαν αυτή του Μοροζίνι. Παρά το γεγονός πως το νησί ήταν αρκετά βροχερό, κατά την ενετοκρατία η πόλη δεν διέθετε ένα αξιόπιστο σύστημα ύδρευσης, ιδιαίτερα κατά τη θερινή περίοδο.
Κατά τον 16° αιώνα, την εποχή που η πόλη αποτελούνταν από το Παλιό Φρούριο και το μπόργκο στα δυτικά του, η ύδρευση βασίζονταν κατά κύριο λόγο στο νερό της βροχής που συγκεντρώνονταν σε δεξαμενές και στο φρέσκο νερό που μεταφερόταν με φορτηγίδες από την πηγή του Καρδακίου, τοποθεσία γύρω στα 2 χλμ από την πόλη.
Στους τέσσερις αιώνες της ενετοκρατίας (1394-1797), οι εκθέσεις των Βενετών αξιωματούχων περιέχουν επανειλημμένες αναφορές για κατασκευές και συντήρηση πηγαδιών και δεξαμενών.

Το πηγάδι της Κρεμαστής. Η λατινική επιγραφή λέει: «Έργο του Αντώνιου Κοκκίνη υπέρ κοινής ωφέλειας, 1699»

Το πηγάδι της Κρεμαστής. Η λατινική επιγραφή λέει: «Έργο του Αντώνιου Κοκκίνη υπέρ κοινής ωφέλειας, 1699»

Αναφορές

Το 1580 ο βάιλος Piero Pisani ανέφερε πως στο Παλαιό Φρούριο υπήρχαν δεκατέσσερις δεξαμενές και εικοσιτέσσερα πηγάδια, «εκ των οποίων τα τελευταία παραμένουν σχεδόν όλα χωρίς νερό κατά την διάρκεια του καλοκαιριού».

Μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του Νέου Φρουρίου και των τειχών της πόλης,  οι αρχές συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην παροχή νερού στο μπόργκο, όπου κατοικούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Στα 1582 ο απερχόμενος βάιλος Agostino Moro, αφού πρώτα αναφέρει πως οι ντόπιοι…δεν είναι υπάκουοι και πρόθυμοι να υπηρετήσουν όπως παλιά, συνιστούσε «πως πρέπει να κατασκευαστούν δύο δεξαμενές, μια σχεδόν στη μέση της Σπιανάδας έξω από το Παλαιό Φρούριο […] και μια άλλη στη μέση της πόλης […] για την συγκέντρωση των υδάτων όπου σε αυτά τα δύο σημεία μαζεύονται σε μεγάλη αφθονία. Αυτές οι δεξαμενές θα είναι επαρκείς για τους κατοίκους καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα ανακουφιστούν οι φτωχοί που αναγκάζονται να αγοράζουν το νερό αλλά και θα είναι προς όφελος του Φρουρίου, όταν θα χρειαστεί νερό για τις ανάγκες της φρουράς, χωρίς να τρέχουν να ψάχνουν από δω και από κει».

Βέβαια, το να βασιστεί κανείς στην παροχή νερού που προέρχονταν από το εξωτερικό της πόλης, όπως το Καρδάκι, αποτελούσε εμφανή κίνδυνο, ειδικά σε περίπτωση πολιορκίας. Ο Giovanni Antonio Foscarini, κατά την λήξη της εντολής του σαν βάιλος το 1588, αφού περιγράφει ποτάμια και λίμνες του νησιού, εξαίρει τα αποτελέσματα του τότε Προνοητή: «αλλά εν καιρώ πολιορκίας η πόλη θα έμενε χωρίς νερό και θα υπέφερε πολύ, καθώς δεν υπήρχαν στο εσωτερικό της ούτε πηγάδια ούτε δεξαμενές, (εκτός από κάποια με υφάλμυρο νερό), εάν ο εκλαμπρότατος Προνοητής Teodoro Balbi δεν είχε προνοήσει να κατασκευάσει για αυτή την ανάγκη με μεγάλη του χαρά, ικανοποιώντας όλους και χωρίς ουδεμία οικονομική επιβάρυνση ή ενάντια σε άλλο κοινό συμφέρον, δύο πανέμορφες στέρνες στη μέση της πόλης,  μεγάλης χωρητικότητας που θα ικανοποιήσουν επαρκώς σε κάθε περίσταση. Και πραγματικά μπορούμε να πούμε πως αυτές οι δεξαμενές  είναι η ψυχή της πόλης και γιατρικό για αυτούς τους ανθρώπους». Ψυχή της πόλης και γιατρικό, ένας σημαντικός χαρακτηρισμός για τις δύο νέες δεξαμενές της Σπιανάδας αλλά και συνάμα δικαιολογημένος, καθώς οι δύο τους αποθήκευαν στο εσωτερικό τους το μισό του συνολικού αποθέματος γλυκού νερού της πόλης.

Ο ίδιος ο Προνοητής και Καπιτάνος Τeodoro Balbi, σε έκθεσή του την ίδια χρονιά πάνω στην άμυνα της πόλης, διευκρινίζει πως το παραπάνω έργο είναι συνέχεια του έργου κατασκευής  των δύο δεξαμενών που άρχισε επί βαϊλου Capello στη συνοικία του Αγίου Πνεύματος (Santo Spirito), περιοχή που βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης και που υπέφερε από την λειψυδρία και τονίζει πως το έργο χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέσω τοπικών εισφορών και χρηματικών ποινών, ενώ η Βενετία συνέβαλε στο ένα τέταρτο της ολικής δαπάνης των 1200 δουκάτων. Στη συνέχεια βέβαια θα του γνωστοποιηθεί ένα διάταγμα της Γερουσίας του 1550, το οποίο όριζε πως η χρήση των δημόσιων πόρων στις κτήσεις του Stato da Mar περιορίζονταν αποκλειστικά «στην ασφάλεια των πόλεων και των κτήσεων μας και όχι για επιδείξεις και στολίδια».

Ο Κερκυραίος ιστορικός Ανδρέας Μαρμοράς εγκωμίασε αυτό το σχέδιο του Balbi σαν ένα σπάνιο παράδειγμα αστικού μεγαλείου: «κατασκευάστηκε για τον εξωραϊσμό της πόλης μια όμορφη πλατεία τριγυρισμένη με τοξοστοιχίες και με δύο δεξαμενές στη μέση, με άφθονο νερό και πλούσιες σε σκαλιστό διάκοσμο και πέτρινα γλυπτά που τις κάνουν πιο όμορφες». Ο Μαρμοράς αναφέρεται και αυτός στις δεξαμενές της Σπιανάδας και τοποθετεί την κατασκευή τους στα 1588.

Βλέπουμε πως αν και η ύδρευση της πόλης είναι ζωτικό θέμα, εν τούτοις οι Αρχές δεν επιθυμούν να επιβαρυνθούν με «ανώφελα» έξοδα, ενώ για τον ίδιο λόγο απαγορεύουν οποιοδήποτε εξωραϊσμό της πόλης. Όπως και για άλλα θέματα, οι εισηγητές των προτάσεων χρησιμοποιούν σαν επιχείρημα το διπλό όφελος, όφελος στην πόλη αλλά και στην στρατιωτική και στρατηγική ικανότητα του νησιού, απαραίτητος όρος για την συγκατάθεση της Βενετίας. Ένας άλλος όρος είναι η εξασφάλιση χρηματικών πόρων in loco. Στην ουσία οι κτήσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά στρατιωτικές βάσεις που εγγυούνται την θαλάσσια εμπορική οδό και ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει σε δεύτερη μοίρα.

Αναλυτικά, εξαιρώντας τις δεξαμενές των δυο φρουρίων που εξυπηρετούσαν στρατιωτικούς σκοπούς, στην πόλη της Κέρκυρας για τις ανάγκες των πολιτών, επί ενετοκρατίας υπήρχαν 9 δημόσιες δεξαμενές:
Tου Γραδενίγου (η μεγαλύτερη) και του Κονταρίνη στην Σπιανάδα, του στρατιωτικού νοσοκομείου επίσης στη Σπιανάδα, του Αγίου Ιωάννη, του Θεάτρου, της Κρεμαστής, της Τενέδου, του Αγίου Φραγκίσκου και τέλος αυτή της πλατεία Βραχλιώτη.

Παρά το γεγονός πως οι Βενετοί απέτυχαν  να τροφοδοτήσουν την πόλη με φρέσκο τρεχούμενο νερό, ο χάρτης του 1753 του Honstein τεκμηριώνει την ύπαρξη πολλών δεξαμενών στο Παλαιό Φρούριο αλλά και μέσα στη πόλη, μεταξύ των οποίων οι δύο κύριες στην Σπιανάδα αλλά και μια τρίτη ακόμη, μεταγενέστερη, πάντα στη Σπιανάδα, χωρίς όμως να αναφέρει ονόματα.

Οι 3 δεξαμενές στο χώρο της Σπιανάδας

Οι 3 δεξαμενές στο χώρο της Σπιανάδας

Η στέρνα Γραδενίγου σώζεται μέχρι σήμερα στην Πάνω Πλατεία κάτω από το περιστύλιο του Μαίτλαντ, ενώ η στέρνα Κονταρίνι έχει σκεπαστεί. Το ανάγλυφο φρεατοστόμιο της δεξαμενής της πλατείας Δημαρχείου σώζεται σήμερα σαν συντριβάνι στην πάνω πλατεία, εκεί που στέκονται οι επίσημοι κατά τις παρελάσεις. Πανέμορφη και ρομαντική σώζεται επίσης η δεξαμενή της Κρεμαστής. Η συνολική χωρητικότητα αυτών των 9 δεξαμενών ήταν λίγο παραπάνω από 3.000 κυβ. μέτρα. Τις πλαισίωναν μικρότερες συνοικιακές δεξαμενές και ιδιωτικά πηγάδια. Γενικά το νερό ήταν κακής ποιότητας.

Το πρόβλημα ύδρευσης της πόλης θα λυθεί οριστικά επί Αγγλοκρατίας, αρχικά το 1831 με ένα πρώτο υδραγωγείο από τον Ποταμό και στη συνέχεια το 1856, όταν άρχισε να έρχεται νερό από τις Μπενίτσες. Τότε οι στέρνες αχρηστεύτηκαν οριστικά.

Στην Βενετία

Στην ίδια την Βενετία, αν και η μορφολογία του εδάφους έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα, δεν κατασκευάστηκε υδραγωγείο μέχρι τον 19° αιώνα. Μέχρι τότε η ύδρευση βασίζονταν αποκλειστικά σε στέρνες και πηγάδια. Ήδη από τον 14° αιώνα υπήρχε συντεχνία νεροκόπων (νερουλάδων) και στην απογραφή της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου του 18ου αιώνα σημειώνονται στην πόλη της Βενετίας 180 δημόσιες στέρνες και 6.000 ιδιωτικά πηγάδια, από τα οποία επιζούν σήμερα γύρω στα 600.

Βενετσιάνικες στέρνες

Οι βενετσιάνικες δεξαμενές και πηγάδια διαφέρουν από τα κοινά αρτεσιανά πηγάδια γιατί στα τελευταία το νερό αναζητείται σε βάθος ενώ στα βενετσιάνικα το νερό συλλέγεται από την επιφάνεια. Η κατασκευή ενός παραδοσιακού βενετσιάνικου πηγαδιού ήταν αρκετά πολύπλοκη υπόθεση. Καταρχήν ήταν απαραίτητο να υπάρχει γύρω από το πηγάδι/δεξαμενή μια επιφάνεια περισυλλογής αρκετά μεγάλη, ώστε να συγκλίνει εκεί το νερό της βροχής σε μεγάλες ποσότητες. Για το λόγο αυτό τα βενετσιάνικα πηγάδια βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε πλατείες ή σε ανοιχτούς χώρους. Έπειτα σκάβονταν μια ορθογώνια επιφάνεια σε βάθος 5-6 μέτρων και γεμίζονταν με διαδοχικά στρώματα άμμου διαφορετικής κόκκωσης ώστε να λειτουργούν σαν φίλτρο. Κατόπιν η εξωτερική επιφάνεια καλύπτονταν με πλάκες. Το νερό εισέρχονταν στο εσωτερικό από δύο πέτρινες συμμετρικές εισόδους. Τοιχώματα εμπόδιζαν το νερό να διαφύγει προς το εξωτερικό. Από το βάθος του πηγαδιού το καθαρό πλέον νερό, διαμέσου των πέτρινων τοιχωμάτων της κεντρικής κυλινδρικής κατασκευής του πηγαδιού μπορούσε να αντληθεί στην επιφάνεια.

«Δεξαμενή προς οικοδόμηση στην Σπιανάδα». Φαίνεται καθαρά η τεχνική κατασκευής που περιγράφθηκε παραπάνω.

«Δεξαμενή προς οικοδόμηση στην Σπιανάδα». Φαίνεται καθαρά η τεχνική κατασκευής που περιγράφηκε παραπάνω.

Αίγλη

Μια τέτοια κατασκευή εκτός από πολύπλοκη ήταν και δαπανηρή και με δεδομένο το σημαντικό δημόσιο συμφέρον, η δωρεά ενός πηγαδιού στην πόλη από τις αριστοκρατικές και πλούσιες οικογένειες θεωρούνταν αξιέπαινη πράξη που πρόσδιδε αίγλη στον δωρητή. Η Δημοκρατία μάλιστα ενθάρρυνε πολύ  τέτοιου είδους  πρωτοβουλίες, οι οποίες είχαν μείζονα σημασία για την επιβίωση του πληθυσμού. Για το λόγο αυτό, στην πλειοψηφία των βενετσιάνικων πηγαδιών συναντάμε φρεατοστόμια με επιγραφές ή ανάγλυφα που σχετίζονται με την οικογένεια που χρηματοδότησε την κατασκευή. Σαν παράδειγμα φέρουμε το γνωστό πηγάδι της Κρεμαστής, δωρεά του Αντωνίου Κοκκίνη.

Σπύρος Ιωνάς


Οι αναφορές των βαϊλων και Προνοητών προέρχονται από το βιβλίο του Γεράσιμου Παγκράτη, “Οι εκθέσεις των Βενετών βαΐλων και προνοητών της Κέρκυρας (16ος αι.)“, Αθήνα 2008.

* * *