Το γλωσσάρι που ακολουθεί αφορά την οχυρωματική που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη γύρω στον 16ο -17ο αιώνα και που στα ιταλικά πήρε τον όρο “fortificazione alla moderna“. Αυτό το είδος αρχιτεκτονικής τελειοποιήθηκε από τον Γάλλο Vauban και κράτησε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, με την εμφάνιση των μοντέρνων πυροβόλων. Οι όροι γεννήθηκαν σχεδόν όλοι στην Ιταλία, για αυτό τον λόγο οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες τους δανείστηκαν, προσαρμόζοντάς τους ή αφήνοντας τους αναλλοίωτους.
Στον ελλαδικό χώρο δείγματα τέτοιας αρχιτεκτονικής βρίσκουμε στην Κέρκυρα και στο Ηράκλειο της Κρήτης.

* *

 

Abbattuta -> σειρά παράλληλων κομμένων δέντρων με τα κλαδιά προς την μεριά του εχθρού. Σκοπός της ήταν να καθυστερήσει την προέλαση και να εκθέσει τους επιτιθέμενους για μεγάλο χρονικό διάστημα στα πυρά των αμυνομένων.

en: abatis, fr: abattis, de: verhau, es: abatis, pt: abatis

* *

Affusto -> κιλλίβαντας πυροβόλου.

en: gun carriage, fr: affût, de: lafette, es:afuste, pt: cureña carreta

* *

Androne -> διάδρομος εισόδου, προθάλαμος

* *

Angolo del baluardo, angolo fiancheggiato, angolo difeso, angolo saliente -> εξέχουσα γωνία, γωνία του προμαχώνα. Η γωνία που σχημάτιζαν τα δύο μέτωπα του προμαχώνα. Η τιμή άλλαξε αναλόγα με τις διάφορες θεωρίες. O όρος “angolo saliente” χρησιμοποιείται σε όλα τα έργα οχύρωσης, ανεξάρτητα από την φύση τους.

en: salient angle, angle flanked fr: angle saillant, de: flankirter winkel, bastionswinkel es: ángulo saliente, angulo flanqueado pt: ângulo saliente

* *

Angolo rientrante (entrante)-> εισέχουσα γωνία (οποιουδήποτε οχυρωματικού έργου).

en: re-entrant angle, reentrant angle fr: angle rentrant, de: einspringender winkel, es: ángulo entrante, pt: ângulo entrante

* *

Angolo morto -> τυφλή γωνία. Ζώνη οχύρωσης στο εσωτερικό της οποίας ο επιτιθέμενος δεν μπορεί να προσβληθεί από τους αμυνόμενους. Αυτό το μειονέκτημα των οχυρώσεων μειώθηκε κατά πολύ με την εξέλιξη των προμαχώνων από κυκλικούς σε πολυγωνικούς.

en: dead angle, fr: angle mort, de: toten winkel, es: ángulo muerto pt: ángulo morto

* *

Angolo di scarpa -> γωνία κρημνού.

en: scarp angle

* *

Angolo di spalla -> Η γωνία στον προμαχώνα μεταξύ μετώπου και πλευρού.

en: angle of the epaule, angle of the shoulder, fr: angle de l’épaule, de: schulterwinkel, es: angulo de espalda, pt: ângulo da espalda

* *

Antemurale -> προτείχισμα. Ελαφριά και χαμηλή οχύρωση μπροστά από τα κύρια οχυρωματικά έργα και παράλληλα προς αυτά. Τα προτειχίσματα ήταν κατασκευασμένα από διάφορα υλικά, ξύλα, πέτρες, κομμένα δέντρα. Αποτελούσαν μια πρώτη γραμμή άμυνας και ήταν το πρώτο εμπόδιο που αντιμετώπιζαν οι επιτιθέμενοι. Ονομάζονταν και braga. Αν το προτείχισμα ήταν ενισχυμένο με επιχωμάτωση, τότε ονομάζονταν falsabraga.

en: outward wall, fr: avant-mur, de: vormauer, es: antemural, pt: antemuro

* *

Archibugiera -> πολεμίστρα για αρκεβούζιο, τουφεκίστρα.

en: arquebus embrasure fr: archère-canonnièrem, de: schlüsselscharte, es: aspillera para, pt: arcabuz fresta, troneira

* *

Arciera -> τοξοθυρίδα, πολεμίστρα για τόξο

en: arrowslit, loophole, fr: archère, de: schießscharte, es: saetera, pt: seteira

* *

Armeria -> οπλοστάσιο. Χώρος φύλαξης και επισκευής όπλων. Συνήθως βρίσκονταν σε υπόγειο.

en: armory, armoury, fr: armurerie, de: zeughaus, es: armería, pt: sala de armas

* *

Assalto -> έφοδος. H τελική και κρίσιμη φάση μιας στρατιωτικής επίθεσης που εκδηλώνεται με εφόρμηση σε οχυρό ή σε οχυρωμένη θέση του εχθρού.

* *

Assedio -> πολιορκία. Στρατιωτικός (με στρατό ή και με στόλο) αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης ή περιοχής με σκοπό την κατάληψή της.

en: siege, fr: siège, de: belagerung, es: asedio, pt: cerco, assédio

* *

Balestriera -> πολεμίστρα για βαλλίστρα

en: arbalestina, balistraria, crosslet loop, fr: arbalétrière, archère cruciforme, de: armbrustscharte, es: ballestera, pt: balestreiro

* *

Baluardo, bastione -> προμαχώνας. Το πενταγωνικό προεξέχον στοιχείο που αντικατέστησε στα εξελιγμένα συστήματα οχύρωσης, από τον 16ο αι., τον πύργο των μεσαιωνικών φρουρίων, για την πλευρική κάλυψη των ενδιαμέσων μεσοτειχίων. Κατασκευάζεται στο σημείο συνάντησης των τελευταίων, με άξονα τη διχοτόμο της μεταξύ τους γωνίας (capitale), η οποία πρέπει να διέρχεται από το κέντρο συμμετρίας του οχυρού περιβόλου.

en: bastion, fr: bastion, de: bastion, es: bastión, baluarte, pt: baluarte, bastião

  • in isola ή distaccato (-isole) -> απεσπασμένος προμαχώνας, ανεξάρτητος από τον οχυρό περίβολο.
  • reale ->πλήρης προμαχώνας, με όλα τα επιμέρους στοιχεία (δύο μέτωπα, δύο πλευρά, ανά δύο χαμηλές και υψηλές πλατείες) και μέγεθος ικανό να περιλάβει το προβλεπόμενο πυροβολικό.

* *

Banchina di parapetto -> αναβαθμός, υπερυψωμένο σκαλοπάτι πίσω από το παραπέτο για να επιτρέπει την θέα και την άμυνα των αμυνόμενων. Συνήθως είχε ύψος μισό μέτρο και 90 εκ. πλάτος.

en: banquette, fr: banquette, de: bankette, es: banqueta, pt: banqueta

* *

Barbacane -> εξωτερικό οχυρό πύλης. Κατασκευή που βρίσκεται μπροστά από το κύριο τείχος, συνήθως προστάτευε την κύρια είσοδο.

en: barbican, fr: barbacane, de: barbakane, es: barbacana, pt: barbacã

* *

Barbetta -> λέκτρο, εξέδρα πυροβόλου. Ακάλυπτη εξέδρα πυροβόλου. Τα πυροβόλα μπορούσαν να βάλλουν από σταθερό κιλλίβαντα με περιορισμένη δυνατότητα κίνησης και σκόπευσης με προκαθορισμενο πεδίο βολής (συνήθως πλαγιοφύλαξη-πλευροκόπηση) ή βρίσκονταν τοποθετημένα πάνω σε περιστρεφόμενες βάσεις (pivot) για μετωπικό πυρ, εικ. 2, εικ.3

εικ. 2

εικ. 3

en: barbette, fr: barbette, de: geschützbank, barbette, es: barbeta, pt: barbeta, barbete

* *

Batteria -> πυροβολαρχία, συστοιχία, μονάδα πυροβολικού

en: battery, fr: batterie, de: batterie, es:batería, pt: bateria, bataria

* *

Battiponte -> Σταθερό υποστήλωμα σε τάφρο πάνω στο οποίο στηρίζονταν η κινητή γέφυρα όταν χαμήλωνε.

* *

Bocca di lupo -> σκάμμα παγίδευσης. Καλυμμένη παγίδα, με αιχμηρό αντικείμενο στο βάθος.

en: trou de loup, fr: trou de loup, de: fallgrube, es. pozo de lobo, pt: cova de lobo

* *

Bomba -> οβίδα. Βλήμα μπομπάρδας. Μεγάλη κοίλη μπάλα από μαντέμι ή σίδηρο. Το εσωτερικό της γεμίζονταν με εκρηκτική γέμιση διαμέσου μιας οπής (occhio). Το φυτίλι ανάβονταν πριν την βολή. Χάρη στην καμπύλη τροχιά κατάφερνε να ξεπεράσει τα τείχη και έσκαγε ανάμεσα στους αμυνόμενους, σπέρνοντας θανάσιμα θραύσματα.

en: round shot, ball, cannonball, fr: boulet, de: kanonenkugel, es: pelota, pt: bola

* *

Bombarda -> μπομπάρδα, οβιδοβόλο, όλμος. Tα βλήματα εκτελούσαν καμπύλη τροχιά με αποτέλεσμα να ξεπερνούν τα τείχη και να εκρύγνονται στο εσωτερικό. Οι μπομπάρδες έριχναν μπάλες από μαντέμι ή σιδερένιες, με έως μισό μέτρο διάμετρο, οι οποίες ήταν κοίλες και γεμισμένες με εκρηκτικό. Προκαλούσαν τρομερές απώλειες στους αμυνόμενους.

en: bombard, fr: bombarde, de: bombarde, es: bombarda, pt: bombarda

* *

Bucca assassina -> φονιάς.  Ανοίγματα στην οροφή δωματίων ή περασμάτων απ’όπου οι αμυνόμενοι έριχναν αιφνιαδιαστικά στους εισβολείς πέτρες, λάδι, βέλη

en: murder-hole, fr:  assommoir

*  *

Camera di tiro -> αίθουσα βολής. Η εσωτερική αίθουσα μιας κανιοθυρίδας.

* *

Cammino di ronda  -> οδός περιπόλου, περίδρομος, πάροδος. Προστατευμένος και ανυψωμένος διάδρομος στις επάλξεις ενός φρουρίου. Επέτρεπε στην φρουρά να ελέγχει την γύρω περιοχή από ψηλά, προστατευμένη από το στηθαίο.

en: chemin de ronde, fr: chemin de ronde, de: wehrgang, es: adarve, pt: adarve

* *

Cannone petriero -> λιθοβόλο κανόνι, πετριέρα. Εκτόξευε λίθινες λαξευμένες μπάλες. Τα βασικά πλεονεκτηματα ήταν ότι για την βολή χρειάζονταν λιγότερη ποσότητα μπαρουτιού, ήταν πιο ελαφρύ και το πάχος του μετάλλου ήταν μικρότερο. Χρησιμοποιήθηκε σε διάφορα διαμετρήματα, από 30 έως 300 λίβρες, ήδη από το 1500, σε ξηρά και θάλασσα.

en: pedrero, perrier, es: cañón pedrero

* *

Cannoniera, troniera, bombardiera -> κανονιοθυρίδα

  • voltata: τοξωτή (θολωτή) κανονιοθυρίδα, καλυμμένη με ημικυλινδρική ή χαμηλωμένη καμάρα. Κατασκευαζόταν από τα τέλη του15ου αι. στα κατώτερα μέρη των τειχών, για παροχή χαμηλών πυρών.

en: canon embrasure, fr: canonnière, de: schießscharte für kanonen, es: cañonera, tronera, pt: canhoneira, bombardeira, troneira

  • In barbetta, in barba (barbette): ακάλυπτη κανονιοθυρίδα. Συνήθως τα κανόνια βρίσκονταν ακάλυπτα σε ύψωμα με αποστολή πλαγιοφύλαξης. Εκτελούσαν πυρά πλευροκόπησης.

  • traditora : κρυμμένη κανονιοθυρίδα στο πίσω μέρος της spalla, επάνω στο orecchione, για την προσβολή του εχθρού που πλησίαζε τον απέναντι προμαχώνα.

* *

Capponiera ή caponiera ή capannato ->  καπονιέρα, συμπληρωματική αμυντική κατασκευή, στο επίπεδο της τάφρου, σε σχήμα καλύβας. Εξασφάλιζε την επικοινωνία με τα εξωτερικές οχυρώσεις και παρείχε προστασία και πυρά εναντίων εχθρικών διεισδύσεων.

 en: caponier, fr: caponnière, de: kaponniere, es: caponera, pt: capoeira

* *

Casamatta -> θολωτό οχυρό, κλειστό πυροβολείο με προστατευμένη και θολωτή οροφή. Ήταν τοποθετημένο στον κορμό του τείχους και έβαλε χαμηλά πυρά προς όλες τις πλευρές.

casemate, fr: casemate, de: kasematte, es: casamata, pt: casamata

* *

Cavaliere -> επιπρομαχώνας, επιτείχισμα, καβαλάρης, χωμάτινος πύργος, επιχωματωμένος πύργος. Υψηλή κατασκευή, βρίσκονταν στο εσωτερικό ενός φρουρίου ή ενός προμαχώνα και έβαλε πάνω από τα παραπέτα, από ψηλότερη θέση, με τρόπο ώστε να μην ενοχλεί την δράση των τελευταίων. Κάλυπτε τον χώρο έξω από την τάφρο. Εξαιτίας του ύψους του γίνονταν εύκολος στόχος των επιτιθέμενων.

en: cavalier, fr: cavalier, de: kavalier, es: caballero, pt: cavaleiro

* *

Cavallo di Frisia -> καβαλέττο, χάραξ. Εμπόδιο κατασκευασμένο από ένα μακρύ ξύλινο δοκάρι, από το οποίο ξεκινούσαν μεταλλικές ή ξύλινες αιχμές.

en: cheval de frise, fr: chevaux de Frise, de: spanischer reiter, es: caballo de Frisia, pt: cavalo de frisa

* *

Chiodatura -> Ενίσχυση με καρφιά. Γίνονταν στις κύριες πύλες των φρουρίων, με μεγάλα κεφαλωτά καρφιά, για να τις ενισχύσουν και να τις καθιστήσουν άτρωτες στις επιθέσεις και τα κτυπήματα.

* *

Cinta muraria -> οχυρός περίβολος, οχυρωμένος περίβολος, τειχισμένη περίμετρος.

en: surrounding wall, fr: mur d’enceinte

* *

Circonvallazionecontrovallazione -> Εξωτερική και εσωτερική αμυντική γραμμή στρατοπέδου πολιορκητών. Η πρώτη αντιμετωπίζει τις πιθανές ενισχύσεις προς το απομονωμένο φρούριο, η δεύτερη προστατεύει το στρατόπεδο από πιθανές εξόδους των πολιορκημένων.

en: circumvallation – contravallation, countervallation , fr: circumvallation – contravallation, de: circumvallation – contravallation, es: circunvalación – contravalación, pt: circunvalação – contravalação

* *

Cittadella -> ακρόπολη. Κέντρο της αστικής οχύρωσης. Σε μια μοντέρνα οχύρωση η cittadella αποτελεί το πιο δυνατό σημείο άμυνας. Σχεδόν πάντα βρίσκεται στο κέντρο των αμυντικών διατάξεων, σαν τελευταία άμυνα και προστασία. Πολλές φορές προβάλει αντίσταση για αρκετό διάστημα και αντιστέκεται, ενώ η υπόλοιπη πόλη έχει κυριευθεί.

en: citadel, fr: citadelle, de: zitadelle, es: ciudadela, pt: cidadela

* *

Colubrina -> κολομπρίνα, κολουμπρίνα. Μακρύκαννο ελαφρύ πυροβόλο. Είχε χαμηλό διαμέτρημα αλλά μεγάλο βελληνεκές. Διακρίνονταν για την ταχυβολία του. Ανάλογα με το μέγεθος και την χρήση διακρίνονταν σε Quarta colubrina, mezza colubrina ή doppia, incamerata, bastarda, da mascollo κλπ.

en: culverin, fr: couleuvrine, de: kolubrine, feldschlange, es: culebrina, pt: culebrina

* *

Contrafforte ή sperone -> αντηρίδα, αντιστήριγμα. Τόξο ή στενός και επικλινής τοίχος που χτίζεται κάθετα σε άλλο μεγαλύτερο για να τον στηρίζει.

en: counterfort, fr: contrefort, de: strebewerk, es: contrafuerte, pt: contraforte

* *

Contramina -> ανθυπόνομος, στοά ανθυπονόμευσης. Υπόνομος  που ανοίγεται με σκοπό την καταστροφή του εχθρικού υπονόμου. Ξεκινούσε από την αμυντική περίμετρο και επέτρεπε την ακρόαση και την εξουδετέρωση των εχθρικών υπονόμων, είτε με ανατίναξη, είτε με γκρέμισμα. Ήταν μόνιμοι, σκαμμένοι ακολουθώντας κάποιο προϋπάρχον λογικό σχέδιο συνάντησης των εχθρικών υπονόμων και πολλές φορές είχαν αρκετά χιλιόμετρα μήκος.

en: countermine, fr: contre-mine, de: kontermine, gegenmine, es: contramina, pt: contramina

* *

Contrapproccio -> αντόρυγμα, αντιπροσπέλαση. Oργανωμένη κατασκευή χαρακωμάτων για την αντιμετώπιση των εχθρικών approcci (βλ. trincea d’approccio).

en: counter approach, counter-trenche, fr: contre approche, de: konterapproche

* *

Contrascarpa, controscarpa -> αντίκρημνος, αντέρεισμα τάφρου. Το εξωτερικό τείχος της τάφρου απέναντι από τα τείχη του φρουρίου.

en: counterscarp, fr: contre-escarpe, contrescarpe, de: kontereskarpe, contrescarpe es: contraescarpa, pt: contraescarpa

* *

Controguardia ή coprifaccia -> Ανεξάρτητο οχύρωμα με δύο μέτωπα μπροστά από την αιχμή προμαχώνα ή ημισέληνου. Παρείχε μια δεύτερη γραμμή πυρός με χαμηλότερα πυρά σε σχέση με τον προμαχώνα. Πρόκειται για εξέλιξη του bonetto.

en: counterguard, fr: contre-garde, de: kontergarde, es: contraguardia, pt: contraguarda

* *

Cordone, redondone, cordonatura, cordolo, toro -> κορδόνι, στεφάνι. Λίθινο στοιχείο ημικυκλικής διατομής, κάτω από το parapetto. Συνήθως είχε διακοσμητικό σκοπό.

en: cordon, fr: cordon, de: kordon,kordonstein, es:cordón, pt: cordão

* *

Corpo di guardia -> φρουραρχείο, κατάλυμα της φρουράς. Χώρος παραμονής φρουράς με σκοπό την φρούρηση της εισόδου και την δημιουργία περιπόλων.

en: gatehouse, fr: corps de garde, de: torhaus, es: casa del guarda, cuerpo de guardia, pt: corpo de guarda

* *

Cortina, metapirgio -> μεταπύργιο, μεσοπύργιο, μεταπρομαχώνας, κορτίνα, σχοινιαία. Ευθύγραμμο τμήμα τείχους ανάμεσα σε δύο προμαχώνες ή δύο πύργους. Υπήρχαν διάφορα είδη, ευθύγραμμο, τεθλασμένο (c. angolata, angolo saliente),αναδιπλωμένο (a tenaglia), οδοντωτό (a denti).

en: curtain wall, fr: courtine, de: kurtine, es: cortina, pt: cortina, pano de muralha

* *

Cunetta ή fustigata -> Δίαυλος, ανοικτός αγωγός. Βαθύ και στενό χαντάκι στο μέσο της αμυντικής τάφρου. Χρησίμευε για την αποχέτευση των υδάτων και για να δυσκολεύει την διέλευση του αντιπάλου από την τάφρο.

en: cunette, fr: cunette, de: künette, es: cuneta, pt: refocete

* *

Cunicolo -> υπόγεια σύραγγα. Προχωρούσε παράλληλα με το περίγραμμα της βάσης των τειχών, με σκοπό την παρεμπόδιση της προσέγγισης υπονομεύσεων σ’αυτά. Επρόκειτο για είδος ανθυπονόμευσης.

* *

Dente -> οχυρωματικό έργο σχήματος V. 

en: redan, fr: redent, redan, de: redan, es: rediente, pt: redente

* *

Dongione ή mastio -> o ψηλός και κεντρικός πύργος ενός κάστρου. Το πιο νευραλγικό σημείο της οχύρωσης, χρησίμευε σαν παρατηρητήριο αλλά και σαν τελευταία άμυνα. Η πρόσβαση προς αυτό δεν ήταν ελεύθερη αλλά ελέγχονταν από μια σειρά εμποδίων και πολεμίστρων.

en: keep, fr: donjon, de: donjon, es: torre del homenaje, pt: torre de menagem

* *

Faccia ή και fronte del bastione -> μέτωπο του προμαχώνα. Καθε μία από τις δύο πλευρές του προμαχώνα που σχηματίζουν εξέρχουσα γωνία προς το εξωτερικό της οχύρωσης.

en: face, fr: face, de: bastionsface, es: cara, frente, pt: face

* *

Falcone,falconetto -> φαλκονέτα. Ελαφρύ πυροβόλο του 16ου αι.Το πρώτο έριχνε σιδερένιες μπάλες των 6-9 λιβρών, το δεύτερο, μικρότερο, μπάλες των 3-4 λιβρών.

* *

Falsabraga ή falsabraca -> προτείχιο, ψευδότειχος. Χαμηλό εξωτερικό τείχος με επιχωμάτωση. Επέτρεπε τον διπλασιασμό του αμυντικού πυρός. Αν δεν υπήρχε επιχωμάτωση παρά μόνο τείχος, τότε ονομάζονταν antemurale.

en: fausse-braye, fr: fausse braie, de: fausse-braie, niederwall, es: falsabraga, pt: falsabraga

* *

Fascinata -> σύνολο από δεσμίδες κλαδιών. Χρησίμευε είτε για την προστασία πρόχειρων χαρακωμάτων, είτε για «γέμιση» τάφρων.

* *

Feritoia -> πολεμίστρα. Ο όρος είναι γενικός, ανάλογα με το όπλο έπαιρναν και διαφορετικό όνομα (archibugiera, balestriera, arciera κλπ).

en: embrasure, fr: embrasure, meurtrière, de: scharte, es:aspillera, pt: embrazuro

* *

Fianco -> πλευρό. Το τείχος στο άκρο ενός μετώπου του προμαχώνα και το αντίστοιχο μεταπύργιο (cortina).

en: flank, fr: flanc, de: flanke, es: flanco, pt: flanco

  • fianco reale -> βασιλικό πλευρό (με τρεις κανονιοθυρίδες)

  • fianco ritirato ή coperto -> καλυμμένο πλευρό

    * *

    Finestra passaluce -> παράθυρο φυσικού φωτισμού. Παράθυρο ειδικά φτιαγμένο ώστε να περνάει όσο το δυνατόν πιο πολύ φυσικό φως. Το χαρακτηριστικό του είναι η βαθιά κεκλιμένη βάση του.

    * *

    Fortino, forte di campagna -> μικρό (υπαίθριο) οχυρό. Διαφορετικό από το ridottο, είχε μόνιμη φρουρά, υψηλότερα τείχη και ήταν πιο ανθεκτικό στα εχθρικά πυρά. Μπορούσε να προβάλει αντίσταση, αρκεί ο εχθρος να μην διέθετε πυροβολικό και πολιορκητικό εξοπλισμό.

    en: blockhouse, fr: fortin militaire, de: blockhaus, es: fortin, pt: blocausse

    * *

    Fossa, fossato -> τάφρος. Μέρος του αμυντικού συστήματος, βρίσκονταν ανάμεσα στην scarpa και controscarpa. Μπορούσε να ήταν ένυδρη ή άνυδρη. Η σημασία της ελαττώθηκε με την εξέλιξη του πυροβολικού.

    en: ditch, moat, fr: douve, fossé, de: graben, es: foso, pt: fosso

    * *

    Freccia -> βέλος. Μικρό οχυρωματικό έργο βελοειδούς σχήματος που σχηματίζει εξέχουσα γωνία.

    * *

    Fresa ή palizzata inclinata ->  οριζόντια ή κεκλιμένη πασσαλόφραξη. Τοποθετημένη προς το εξωτερικό προστάτευε τους αμυνόμενους από εχθρικές απόπειρες εφνιδιασμού και εμπόδιζε την εχθρική προέλαση.  Γνωστή στα γαλλικά και αγγλικά σαν fraise.

    * *

    Fronte bastionato -> προμαχωνικό μέτωπο. Η διάταξη των αμυντικών συστημάτων μεταξύ δύο απέναντι ημιπρομαχώνων και των ενδιάμεσων οχυρωματικών έργων (κορτίνες κλπ).

    en: bastion front system, bastion trace, fr: front bastionné, de: bastionärsystem, es: frente abaluartado, pt: frente abaluartada, sistema abaluartado

    * *

    Fronte tenagliato -> Μέτωπο ψαλίδας, ψαλιδωτό μέτωπο. Το μέτωπο μεταξύ των δύο ακραίων αιχμών της ψαλίδας (tenaglia).

    en: tenaille, fr: front front tenaillé, front à tenaille, de: tenaillensystem, es: frente atenazado, pt: frente a tenalha

    * *

    Fuoco d’ infilata -> Πυρ σάρωσης γραμμής μετώπου, αξονικά πυρά. Πρόκειται για σαρωτικές βολές που έριχναν τα πυροβολεία των πλευρών των προμαχώνων (πλαγιοφύλαξη), παράλληλα προς το μέτωπο άμυνας.

    en: enfilade, fr: enfilade, de: enfilade, es: enfilada, pt: fogo de enfiada

    * *

    Gabbione -> μεγάλη καλάθα πλεγμένη από λυγαριά. Λόγω του ελαφρού βάρους μεταφέρονταν άνετα άδειες στα διάφορα σημεία άμυνας και εκεί γεμίζονταν με πέτρες και χώμα. Προστάτευε άνθρωπους και πυροβολικό. Μιά ολόκληρη σειρά ονομάζονταν gabbionata.

    en: gabion fr: gabion, de: schanzkorb, gabione, es: gavion, cestón, pt: gabião

    * *

    Galleria di controscarpa -> στοά αντικρημνού. Κατασκευή αρκετά σπάνια, ήταν χτισμένη στοά με πολεμίστρες που έβλεπαν προς την τάφρο, με σκοπό να χτυπήσουν από τα νώτα τους επιτιθέμενους.

    en: counterscarp gallery, fr: galerie de contrescarpe, de: contrescarpengalerie, es: galería de contraescarpa, pt: galeria de contraescarpa

    * *

    Garitta di vedetta ή guardiola ή sentinella -> χτιστή προεξέχουσα σκοπιά. Ξύλινη ή πέτρινη. Ήταν εφοδιασμένη με πολεμίστρες.

    en: guerite, bartizan, fr: échauguette, de: pfefferbüchse, es: garita, pt: guarita

    * *

    Ginocchiera -> ποδιά, κάλυψη κανονιοθυρίδας. Τμήμα του parapetto, oνομάζονταν έτσι γιατί πρόσφερε προστασία στα πόδια των πυροβολητών, μέχρι το γόνατο (ginocchio).

    * *

    Gola del bastione -> Λαιμός, αυχαίνας προμαχώνα. Το νοητό πλευρό του προμαχώνα, το μέτωπο στραμμένο προς το εσωτερικό.

    en: gorge. fr: gorge, de: kehle, es: gola, pt: gola

    * *

    Incamiciatura, camicia  -> μανδύας,θωράκιση. Κάθετο τοίχωμα από πέτρα ή τούβλα που υποστήριζε τα αναχώματα των μεταπυργίων και των προμαχώνων.

    en: chemise, mantlet wall, fr: chemise, de: mantelmauer, hemd, es: camisa de revestimiento, pt: camisa

    * *

    Linea capitale -> διχοτόμος γωνίας μεταξύ δύο μεταπυργίων. Πάνω στην διεύθυνση της διχοτόμου κατασκευάζονταν ο προμαχώνας.

    en: capital line, fr: ligne capitale, de: Kapital linie, es: linea capital, pt: linha capital

    * *

    Lizza -> παρατείχιο. Διάστημα μεταξύ μεταπύργιου (cortina) και falsabraga.

    en: outer ward, fr: lice, de: zwinger, es: liza

    * *

    Lunetta -> μηνίσκος. Εξωτερικό αμυντικό έργο σχήματος ημισέληνου, ταυτίζεται με την τελευταία. Αργότερα με την προσθήκη δύο κοντών πλευρών έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο σαν χαμηλός απομονωμένος προμαχώνας. Το εσωτερικό του ήταν ανοικτό.

    en: lunette, fr: lunette, de: lünette, es: luneta, pt: luneta

    * * *

    Μέρος Β’ (Μ – Ζ)