Στο παλιό φρούριο της Λούτσας, στην είσοδο του κόλπου  στο Βαθύ της Ιθάκης,  ο επισκέπτης μπορεί να δει δύο κανόνια που επιτηρούν την θάλασσα και την πρόσβαση στον κόλπο. Και τα δύο φέρουν ένα δυσδιάκριτο εθνόσημο -σημάδι πως βγήκαν από κρατικά χυτήρια- διαφορετικό το ένα από το άλλο. Θα πίστευε κανείς πως στήθηκαν εκεί από διαφορετικούς κατακτητές, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.
Αυτή είναι η ιστορία τους και τα γεγονότα στα οποία στάθηκαν μάρτυρες.

Αν και κατά τον Πρώτο Πόλεμο του Μοριά (6ος Βενετοτουρκικός Πόλεμος) η Γαληνοτάτη είχε αναλάβει την πρωτοβουλία στις πολεμικές επιχειρήσεις, η νέα σύρραξη που ξεκίνησε στα τέλη του 1714 ακολούθησε το κλασικό σενάριο των παλαιότερων βενετοτουρκικών συγκρούσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από απρόσμενες οθωμανικές επιθέσεις που είτε λίγο είτε πολύ έβρισκαν  απροετοίμαστη την Δημοκρατία.  Ένα σημαντικό νέο στοιχείο ήταν, ωστόσο, η παρουσία μιας ισχυρής ομάδας οθωμανικών πλοίων γραμμής, η οποία εξαρχής υποστήριξε τις ήδη σημαντικές χερσαίες δυνάμεις που η Πύλη ήταν σε θέση να κινητοποιήσει. Αντίθετα σε σχέση με το παρελθόν, όπου οι Οθωμανοί συχνά είχαν αφήσει το ναυτικό να πέσει σε παρακμή ύστερα από κάποια  μεγάλη ναυτική προσπάθεια, στην δεκαπενταετία μεταξύ των δύο πολέμων του Μοριά η πολιτική τους ηγεσία αφιέρωσε μια συνεχή προσοχή στον στόλο.

Με το τέλος του Πρώτου Πολέμου του Μοριά το βενετικό ναυτικό θα αποφασίσει να παροπλίσει τον στόλο, κρατώντας σε υπηρεσία περίπου τα μισά πλοία. Οι περισσότεροι ανώτατοι αξιωματικοί του Ναυτικού πίστευαν πως θα  ήταν επαρκή δεκαέξι πλοία και ήταν σύμφωνοι πως η προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί σε πολεμικά δεύτερης και τρίτης τάξης – οι πλέον κατάλληλες για καιρό ειρήνης – αφήνοντας μόνο 3-4  πολεμικά πρώτης τάξης στον ρόλο των ναυαρχίδων. Παραδόξως άρχισαν να αποσύρουν τα μικρότερα πλοία αφήνοντας σε υπηρεσία τα μεγαλύτερα, τα οποία σιγά-σιγά άρχισαν να παρουσιάζουν σοβαρές  φθορές λόγω της εντατικής χρήσης. Το γεγονός αυτό, μαζί με την κακή ποιότητα κατασκευής των πλοίων την τελευταία περίοδο του τελευταίου πολέμου,  οδήγησε στην σταδιακή μείωση του αριθμού των πλοίων εν υπηρεσία, ο οποίος το 1714, στις παραμονές του νέου πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μειώθηκε σε δώδεκα μονάδες, ο χαμηλότερος αριθμός των τελευταίων 30 ετών.

Άλλο πρόβλημα για την Βενετία ήταν τα πληρώματα. Κακοπληρωμένα και με καθυστερήσεις μηνών στους μισθούς, προτιμούσαν να αποδημήσουν ή να επιβιβαστούν στον εμπορικό στόλο και μόνο ένα 30% των πληρωμάτων παρέμεινε στην Βενετία με την λήξη του πολέμου του Μοριά.
(Για αυτό τον λόγο ο Φραντσέσκο Γκριμάνι προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο, μετατρέποντας σε φόρο την υποχρέωση επάνδρωσης σε καιρό πολέμου τριών γαλέρων, των κατοίκων της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλλονιάς: τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν για την εύρεση εθελοντών από τα ίδια τα νησιά που θα υπηρετούσαν σαν ναυτικοί  επί των δημόσιων πλοίων. Ο Γκριμάνι ωστόσο δήλωσε πως, αν και οι κάτοικοι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους όταν αισθάνονταν να απειλούνται  από τους Τούρκους, σε καιρό ειρήνης δεν είχαν καμία πρόθεση να επιβιβαστούν σε πλοία).

 Ένα τελευταίο πρόβλημα θα παρουσιαστεί με το ναυτικό πυροβολικό. Μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα το πυροβολικό της Βενετίας βασίζονταν αποκλειστικά στον ορείχαλκο (μπρούτζο). Αυτή η προτίμηση για τον ορείχαλκο σε σχέση με τον σίδηρο οφείλονταν στην ελαστικότητά του πρώτου, αν και τα μπρούτζινα κανόνια ήταν από  2 έως 5 φορές πιο ακριβά.  Επιπλέον, τα κανόνια από σίδηρο παρουσίαζαν προβλήματα στην τεχνική της μεταλλουργίας, τα οποία επιλύθηκαν  μόνο γύρω στα 1700 από τους Βρετανούς (ο ορείχαλκος τήκεται στους 900-1000 ° C, ενώ ο σίδηρος σε πάνω από 1500 ° C, εκτός από την περίπτωση πρόσμιξης άνθρακα σε ποσοστό 4-4,5 % (χυτοσίδηρος), όπου τήκεται στους 1150 °).

Επίσης, τα κανόνια από σίδηρο, σε περίπτωση ατελειών ή με χρήση υπερβολικής ποσότητας μπαρούτης εκρηγνύονταν, ενώ τα μπρούτζινα απλώς παραμορφώνονταν. Επιπλέον, τα μπρούτζινα δεν υπέφεραν από την σκουριά, σημαντικό γεγονός για όπλα που χρησιμοποιούνταν σε θαλάσσιο περιβάλλον. Η οικονομική πτυχή, ωστόσο, οδήγησε την Βενετία σε μια όλο και μεγαλύτερη χρήση κανονιών από σίδηρο, δεδομένου του μεγάλου αριθμού πυροβολικού που απαιτούνταν για τον εξοπλισμό των μεγάλων πλοίων γραμμής με τετράγωνο πανί της Armata Grossa (50-80 κανόνια σε σχέση με τα  7-12 μιας γαλέας και τα 20 μιας γαλεάτσας). Πράγματι, η Βενετία για να εξοπλίσει καινούργια σκάφη για τον πόλεμο του Μοριά του 1684-1699 αναγκάστηκε να αγοράσει σιδερένια κανόνια στην Αγγλία. Αγόρασε περίπου 500 κομμάτια, άριστης  ποιότητας κατασκευής και σε χαμηλή τιμή (ανάμεσα σε αυτά ήταν και οι βομβάρδες που βρίσκονται στην Κέρκυρα).
Μόνο αργότερα, λόγω της επιδείνωσης των πολιτικών σχέσεων με την Αγγλία (μη αναγνώριση Γουλιέλμου Γ’ της Οράγγης, Εννεαετής Πόλεμος), η Βενετία ανέπτυξε, ή μάλλον αναγκάστηκε να αναπτύξει, μια εγχώρια παραγωγή πυροβολικού από σίδηρο, για να αποφύγει την εξάρτηση από το εξωτερικό. Πράγματι, το κατάφερε με επιτυχία χάρη στην επιδέξια μεταλλουργική τέχνη των βενετικών χυτηρίων (κυρίως του Μπάιλο και του Αλμπεργκέτι).

Ωστόσο το πρόβλημα του πυροβολικοιύ θα παρουσιαστεί ξανά με την λήξη του πολέμου. Η περίοδος ειρήνης είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη κρατικών παραγγελιών και γρήγορα οι εγκαταστάσεις έκλεισαν. Μετά από μερικά χρόνια, τον Ιούνιο του 1712, κλείστηκε συμφωνία με τον Κάρλο Καμότσι από το Μπέργκαμο για την υλοποίηση ενός χυτηρίου.
Οικονομικά ο Καμότσι βασίζονταν αποκλειστικά στις κρατικές πληρωμές και δεν είχε την δυνατότητα να επενδύσει ή να αρχίσει την παραγωγή με δικά του μέσα. Το ξέσπασμα του νέου πολέμου ώθησε τις αρχές να βάλουν κατά μέρος τις αμφιβολίες και να διατάξουν μια πρώτη παραγγελία 100 κανονιών. Η παραγωγή ωστόσο καθυστερούσε και τον Ιούλιο του 1715 είχαν φθάσει στη Βενετία μόνο δεκαπέντε κομμάτια, ενώ στις δοκιμές βρέθηκαν και κάποια ελαττώματα. Τελικά τα 100 κανόνια θα παραδοθούν με καθυστέρηση ενός χρόνου (1716) και τα νέα πλοία θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν σε μεγάλα ποσοστά μπρούτζινα κανόνια (συνολικά ο Καμότσι θα παραδώσει 212 κανόνια μέχρι το τέλος του πολέμου).

Η Βενετία θα αντιληφθεί πολύ αργά την έντονη οθωμανική ναυπηγική δραστηριότητα εκείνων των χρόνων και σίγουρα για αυτό είναι υπεύθυνος ο βάιλος Μέμο που από την Κωνσταντινούπολη ανέφερε μόνο δραστηριότητες ρουτίνας του τουρκικού στόλου και μόνο το φθινόπωρο του 1714 οι επιστολές του άρχισαν να γίνονται ανησυχητικές:  Δεκαπέντε πολεμικά βρίσκονταν ήδη στο Αιγαίο ενώ τα ναυπηγεία εργάζονταν ταυτόχρονα πάνω σε 15-30 άλλα.
Πρακτικά ο οθωμανικός στόλος ιστιοφόρων είχε ανανεωθεί σε παραπάνω από τα 2/3 του σε σχέση με το τέλος του πρώτου πολέμου του Μοριά, ενώ αυτός της Βενετίας είχε σταδιακά παλαιώσει, παραθέτοντας τις παραμονές της σύγκρουσης μόνο τρία νέα σκάφη. Επιπλέον, η διάλυση των ρωσικών βάσεων της Μαύρης Θάλασσας είχε αποσβέσει μια επικίνδυνη απειλή, η οποία κατά το τελικό στάδιο του Πρώτου  Πολέμου του Μοριά ήταν ένα αγκάθι στα πλευρά της Πύλης.

Την 8η Δεκεμβρίου 1714 ο Μεγάλος Βεζύρης θα παραδώσει στον βάιλο την πρώτη επίσημη κήρυξη πολέμου στα χρονικά των ενετοτουρκικών σχέσεων.

Είναι χαρακτηριστικό πως και οι δύο εμπόλεμοι έδωσαν προτεραιότητα στην κατασκευή πλοίων δεύτερης και τρίτης τάξης, καθώς τα θεωρούσαν πιο αξιόπιστα και προπαντός πιο ευέλικτα από τα μεγαλύτερα και πιο αργά της 1ης τάξης, ειδικά στο στενό ελλαδικό νησιωτικό περιβάλλον. Εν τω μεταξύ η Γαληνοτάτη είχε ανάγκη από κανόνια, πλοία, κυβερνήτες και πληρώματα.

Στην Βενετία εργάζονταν πυρετωδώς για την δημιουργία ενός ικανοποιητικού στόλου, έχοντας σκοπό να ανεβάσουν  τον αριθμό των πολεμικών πλοίων από 12 σε 20. Και ενώ τα ναυπηγεία εργάζονταν, εντεινόταν η προσπάθεια ανεύρεσης πληρωμάτων και εκτός Βενετίας. Η απόφαση είχε παρθεί αφού είχε ήδη απορριφθεί η πρόταση επάνδρωσης των σκαφών με κατάδικους.

Ο ιππότης (cavalier) Πιέτρο Ρόζα ήταν ο Βενετός πρόξενος στο Δυρράχιο. Με την κήρυξη του πολέμου θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει την πόλη και να επιστρέψει στην Βενετία. Από εκεί, μαζί με άλλους απεσταλμένους, αφού εξουσιοδοτηθεί με δύο διατάγματα της 5ης  και 15ης Ιανουαρίου 1715, θα αναχωρήσει με σαφείς εντολές για την Γένοβα και το Λιβόρνο για την ανεύρεση πληρωμάτων, αξιωματικών και υλικού. Πράγματι, θα βρει διαθέσιμους Γενοβέζους αξιωματικούς καθώς και εκατοντάδες ναυτικούς που είχαν αποβιβαστεί από αγγλικά και ολλανδικά πλοία μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Ράισβικ και το τέλος του πολέμου της Μεγάλης Συμμαχίας. Επίσης βρήκε και πολλούς βενετούς ναυτικούς εμπορικών πλοίων, τους οποίους έπεισε να γυρίσουν στην πατρίδα. Σε αυτά τα λιμάνια η Γαληνοτάτη θα βρει συνολικά 1170 ναυτικούς. Μαζί με τους ναυτικούς, η Δημοκρατία δοκίμασε να βρει στην αγορά και πλοία, ώστε να αυξήσει με ταχείς ρυθμούς την Armata Grossa. Έτσι, εκτός από τις συνήθεις ενοικιάσεις, προχώρησε αυτή τη φορά σε αγορές: στο Λιβόρνο ο Ρόζα θα αγοράσει ένα πολεμικό από το Αλγέρι, μια μονάδα με 50 κανόνια, που είχε κυριευθεί από Μαλτέζους ναυτικούς και θα την μετονομάσει σε  San Pietro Apostolo. Πάντα στο Λιβόρνο, ο Ρόζα θα ακούσει μια ιστορία από τον εκεί πρόξενο Σολόνι για κάποιο βυθισμένο πλοίο.

Λίγα χρόνια πριν, συγκεκριμένα το 1711, ανοιχτά του Λιβόρνο θα πέσει πάνω σε ξέρες και θα βυθιστεί το Restoration, ένα πολεμικό πλοίο γραμμής του Βρετανικού Ναυτικού, σκάφος τρίτης τάξης με 70 κανόνια. Είχε πάρει το όνομα ενός άλλου πλοίου το οποίο είχε βυθιστεί και αυτό λίγα χρόνια πριν, στην διάρκεια της Μεγάλης Θύελλας που έπληξε την Μάγχη και την Ν. Αγγλία το 1703 και που κόστισε στο Βρετανικό Ναυτικό 13 πολεμικά και ολόκληρη την Ομάδα της Μάγχης. (Μετά το δεύτερο ναυάγιο του 1711 κανένα άλλο πλοίο δεν ονομάστηκε έτσι, μάλλον για ευνόητους λόγους…)

Όταν ο Πιέτρο Ρόζα έμαθε για την ιστορία του πρόσφατου ναυαγίου και ειδικά για την ύπαρξη κανονιών που είχαν ανασυρθεί από την  θάλασσα, αποφάσισε να προβεί στην αγορά τους. Στις 28 Ιανουαρίου 1715, ο Ρόζα έστειλε επιστολή, ανακοινώνοντας την αγορά του πλοίου και των κανονιών, ονομάζοντάς τα «κανόνια της βασίλισσας» και  χαρακτηρίζοντάς τα σαν «κομμάτια μοντέρνου βεληνεκούς,  που πληρούν τις προϋποθέσεις,  πρόσφατου κράματος, ελαφρά, τέλεια για υπηρεσία».  Είχε ήδη λάβει τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις, ύστερα από δοκιμές, πως τα αγγλικά κανόνια μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ανάλογες βενετσιάνικες σιδερένιες μπάλες. Η επιστολή έφτασε στην Βενετία στις 4 Φεβρουαρίου και έπειτα από δύο μέρες αναγνώστηκε στην Γερουσία. Από τον οπλισμό του Restoration ο Ρόζα αγόρασε ένα απόθεμα από 24 κανόνια των 40 λιβρών, 26 των 20 λιβρών και 10 των 14 λιβρών. Αλλά γιατί  τα ονόμαζε «κανόνια της βασίλισσας»; Απλώς, γιατί τα κανόνια έφεραν το εραλδικό σύμβολο του ρόδου των Τυδώρ με κορώνα και η κατασκευή τους ανάγονταν στα χρόνια της βασιλείας της βασίλισσας Άννας.

Το San Pietro Apostolo φορτωμένο με το νέο πλήρωμα και τα αγλλικά κανόνια θα αναχωρήσει από το Λιβόρνο ολοταχώς για τον Λεβάντε χωρίς να περάσει καν από την Βενετία. Εν τω μεταξύ μεγάλο μέρος της Armata Grossa είχε αναχωρήσει ήδη και στάθμευσε για δύο μήνες στο Νυδρί της Λευκάδας, σημείο συγκέντρωσης με τον υπόλοιπο στόλο. Εκεί προοδευτικά ο αριθμός της έφτασε τις 20 μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των σκαφών που είχαν ενοικιαστεί ή αγοραστεί.

Παράλληλα τα αγγλικά κανόνια των 40 λιβρών θα μεταφερθούν στο  Terror (Τρόμος), πολεμικό πρώτης τάξης και ναυαρχίδα του Ντολφίν και θα αποτελέσουν τον οπλισμό του άνω καταστρώματος (για τα υπόλοιπα αγγλικά κανόνια μικροτέρου διαμετρήματος δεν υπάρχουν στοιχεία).  Ο στόλος, αφού στείλει στην Κέρκυρα δύο πλοία που παρουσίαζαν προβλήματα, φορτώνοντάς τα με τον βαρύ οπλισμό του φρουρίου της Λευκάδας, θα επιχειρήσει κάποιες πρωτοβουλίες προς τα Κύθηρα και το Αιγαίο αλλά η ανωτερότητα του τουρκικού στόλου θα εμποδίσει οποιαδήποτε επιτυχία και η υποχώρηση της Armata Grossa θα συνοδευτεί με την σταδιακή πτώση των βενετικών κτήσεων στα νησιά και την Πελοπόννησο. Τον  Γενάρη του 1716 ο Ντολφίν θα αντικατασταθεί από τον Πιζάνι.

Τον Μάη του 1716 θα βγει από τα βενετικά ναυπηγεία το Leon Trionfante (Θριαμβεύων Λέοντας), πλοίο πρώτης τάξης και νέο μοντέλο αναφοράς. Το πλοίο, αν και αργότερα θα συμβάλλει στην εξισορρόπηση του συσχετισμού των αντίπαλων δυνάμεων, δεν θα μπορέσει να λάβει μέρος στα γεγονότα της Κέρκυρας γιατί θα καθυστερήσει απελπιστικά η αναχώρησή του, λόγω έλλειψης πληρωμάτων. (Μόνο χάρη στους ναυτικούς από τα Ιόνια Νησιά και άλλες βενετικές κτήσεις, ο Πιζάνι θα καταφέρει να συγκεντρώσει στην Κεφαλλονιά 25 πλοία διαφόρων τάξεων).

 Στις 8 Ιουλίου 1716 η Armata Grossa θα μπει στο στενό της Κέρκυρας και αφού κάθε πλοίο χαιρετήσει με τρεις βολές την Παναγία Κασσωπίτρα,  ο στόλος θα παραταχθεί για μάχη με τον τουρκικό. Στην αμφίρροπη αυτή σύγκρουση θα λάβουν μέρος  τα σαραντάρια αγγλικά πυροβόλα  με το Terror, το οποίο θα υποστεί ζημιές ύστερα από επιτυχημένη βολή λιθοβόλου κανονιού μεγάλου διαμετρήματος (ο οθωμανικός στόλος διέθετε 26 μεγάλα λιθοβόλα κανόνια, εκ των οποίων δύο έριχναν βλήματα 150 κιλών). Η ναυμαχία θα λήξει χωρίς νικητές με το σούρουπο. Ο βενετικός στόλος έλαβε μέρος με 11 πλοία 1ης τάξης, 7 2ης τάξης, 4 3ης τάξης, και 5 νοικιασμένα/αγορασμένα. Οι απώλειες ήταν  116 νεκροί και 250 τραυματίες.

Μετά την λύση της πολιορκίας της Κέρκυρας η βενετική ναυτική διοίκηση θα αποφασίσει να αναλάβει πρωτοβουλία, μεταφέροντας τον ναυτικό πόλεμο στο Αιγαίο και στην είσοδο των Δαρδανελίων, ώστε να εμποδίσει τον τουρκικό στόλο να αναζητήσει πληρώματα στα ελληνικά νησιά. Εν τω μεταξύ τα κανόνια που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι στην Κέρκυρα μεταφέρθηκαν στην Βενετία στα τοπικά χυτήρια για να επαναχρησιμοποιηθούν για τον εξοπλισμό των νέων πλοίων 1ης τάξης Gloria Veneta και Fortuna Guerriera που θα ενίσχυαν τον στόλο. Οι συνεχείς καθυστερήσεις όμως ανάγκασαν την διοίκηση να απευθυνθεί στην ελεύθερη αγορά για τον εξοπλισμό τον 2 σκαφών, τα οποία θα αναχωρήσουν μόλις την άνοιξη του 1717.

 Τα αγγλικά «πυροβόλα της βασίλισσας» θα μεταφερθούν στο Leon Trionfante, ναυαρχίδα του νέου Capitano Straordinario, Λουδοβίκου Φλαντζίνι, γερουσιαστή και μέλος του Συμβουλίου των Δέκα. Η αλήθεια είναι πως και οι Βενετοί υπέφεραν από έλλειψη πληρωμάτων και ο στόλος δεν θα αναχωρήσει για το Αιγαίο πριν τον Μάρτη του 1717. Εν τω μεταξύ ο Πιζάνι συγκάλεσε τους δημάρχους των κοινοτήτων για να ορίσουν τις ποσοστώσεις των ναυτικών των νησιών του Ιονίου, αλλά κανείς από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Τελικά, για να μπορέσει να επανδρώσει τα πλοία, αναγκάστηκε να προσλάβει με πολλές δυσκολίες και εκταμιεύσεις ναυτικούς από την Κέρκυρα και τους Παξούς. Με την βοήθεια του Σχούλεμπουργκ βρέθηκαν και 525 στρατιώτες με προηγούμενη εμπειρία στη θάλασσα, οι οποίοι προστέθηκαν στους άλλους 200 που είχε βρει ο Πιζάνι. Στο τέλος τα Ιόνια Νησιά συνέβαλλαν με περίπου 650 ναυτικούς.

Θα ξανασυναντήσουμε τα αγγλικά κανόνια στην σκληρή ναυμαχία που έλαβε χώρα στις 12, 13 και 16  Ιουνίου 1717 ανοιχτά της Ίμβρου και του Άγιου Όρους, όταν 27 βενετικά πλοία θα αντιμετωπίσουν 34 οθωμανικά που είχαν βγει από τα στενά.
H 16η Ιουνίου ήταν η πιο αιματηρή ημέρα. Σε μια φάση της μάχης το Leon Trionfante θα δεχτεί επίθεση για 5 συνεχείς ώρες από την ομάδα της τουρκικής ναυαρχίδας και θα χάσει ένα κατάρτι. Η υψηλή ποιότητα του βενετικού πληρώματος και οι  συχνές και μεθοδικές ομοβροντίες του θα απωθήσουν τους Τούρκους, οι οποίοι στο τέλος της ημέρας θα θρηνήσουν 3 πλοία, ενώ η ναυαρχίδα τους θα ρυμουλκηθεί από δύο γαλέρες, έχοντας υποστεί ζημιές. Οι απώλειες των Βενετών ήταν 261 νεκροί και 543 τραυματίες, ενώ οι Οθωμανοί είχαν πάνω από 1300 νεκρούς. Όμως θα χάσει και την ζωή του και ο ίδιος Φλαντζίνι, ο οποίος θα δεχτεί σοβαρό τραύμα στο λαιμό και θα πεθάνει λίγες μέρες αργότερα. Σε μια βδομάδα τα βενετσιάνικα πλοία είχαν χάσει σχεδόν 1.400 άνδρες, λίγο λιγότερους από το  10% του συνόλου των πληρωμάτων.

Στην συνέχεια η Armata Grossa  θα υποχωρήσει μέχρι το Ταίναρο και θα καταφύγει στο Γύθειο (28 Ιουνίου). Εκεί θα εμπλακεί πάλι με τον τουρκικό στόλο και το Leon Trionfante θα βρεθεί πάλι στο κέντρο της μάχης και θα υποστεί ζημιές στα κατάρτια.
Οι εχθροπραξίες θα λήξουν για την χειμερινή περίοδο ύστερα από κάποιες αψιμαχίες τον Ιούλιο και τον Αύγουστο στα νότια της Πελοποννήσου. Η Armata Grossa θα συντηρηθεί στον ναύσταθμο των Γουβιών και οι δύο στόλοι θα ξανασυναντηθούν για τελευταία φορά  τον επόμενο χρόνο, πάλι στα νότια της Πελοποννήσου, μη γνωρίζοντας πως είχε ήδη υπογραφτεί η Συνθήκη του Πασάροβιτς. Στις ναυτικές επιχειρήσεις του 1717-1718 ο βενετσιάνικος στόλος έριξε σε βολές 58.200 ατόφιες μπάλες κανονιού και 11.045 διπλές μπάλες   με αλυσίδα (chain-shot). Αριθμοί εντυπωσιακοί.

Μετά το τέλος των εχθροπραξιών το πρώτο πρόβλημα του βενετικού ναυτικού ήταν να προσδιορίσει πόσα πλοία θα έμεναν σε υπηρεσία και πόσα θα παροπλίζονταν σαν εφεδρικά. Η απώλεια του Μοριά μείωσε δραστικά την επιχειρησιακή έκταση και κρίθηκε πως 10 πλοία σε ενεργή υπηρεσία θα ήταν αρκετά. Αρχικά είχε αποφασιστεί να παραμείνουν 6 πλοία χωρίς προσωπικό στην Κέρκυρα  αλλά τελικά όλα όσα αποσύρθηκαν γύρισαν στην Βενετία. Πριν επιστρέψουν όμως τους αφαιρέθηκε και αρκετός οπλισμός, ο οποίος μοιράστηκε στα φρούρια του Ιονίου για στατική άμυνα. Και για αυτό ακριβώς τον λόγο θα βρεθεί στο απόμερο φρούριο της Ιθάκης αυτό το αγγλικό κανόνι, το οποίο θα σμίξει αργότερα με ένα βενετσιάνικο. Θα αποτελέσουν ένα παράξενο ζευγάρι ναυτικών πυροβόλων βγαλμένο από χυτήρια που απέχουν μεταξύ τους πάνω από χίλια χιλιόμετρα, τερματίζοντας το ταξίδι τους σε ένα μικρό νησί του Ιονίου.

Εκτός από το φρούριο της Ιθάκης θα συναντήσουμε και αλλού στο Ιόνιο δείγματα των 24 αρχικών αγγλικών κανονιών που φέρουν το ρόδο. Συγκεκριμένα στην Λευκάδα, κοντά στην γέφυρα και στο φρούριο, υπάρχουν δύο τέτοια πυροβόλα που στέκονται σε κάτι πραγματικά κακόγουστες βάσεις, οι οποίες λόγω προχειρότητας κατασκευής δεν μπορούν να ονομαστούν «κιλλίβαντες». Σίγουρα άξιζε κάτι καλύτερο για αυτά τα πυροβόλα, τα οποία επιτηρούσαν την Μάγχη, βρέθηκαν στο βυθό του Τυρρηνικού Πελάγους, υπεράσπισαν στην Κέρκυρα την Βενετία αλλά και την χριστιανοσύνη, θα λέγαμε, κυνήγησαν τον Τούρκο στο Αιγαίο μέχρι τα Δαρδανέλια και στο τέλος έγιναν φρουροί των νησιών.

Δύο λόγια για το βενετσιάνικο κανόνι της Ιθάκης: Φέρει τον «leone in moleca» και είναι διαμετρήματος 40 ενετικών λιβρών σε επιμηκυμένη έκδοση, ίδιου διαμετρήματος με το αγγλικό. Κατασκευάστηκε από το χυτήριο του Κάρλο Καμότσι μεταξύ 1725 και 1743. Ανάλογα δείγματα υπάρχουν ένα στην Κέρκυρα και ένα στην Λευκάδα. Θα εκτελέσει μια ανώδυνη αποστολή φύλαξης, σε μια περίοδο ειρήνης, μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας.

Τα τρία δείγματα με το αγγλικό ρόδο είναι τα μοναδικά γνωστά στον χώρο του Ιονίου. Με τον ερχομό των Άγγλων στο Ιόνιο το 1814 θα εγκατασταθούν πυροβόλα που δεν φέρουν το ρόδο των Τυδώρ αλλά το μονόγραμμα των Γεωργίων, βασιλέων της Μ. Βρετανίας.

 

 Σπύρος Ιωνάς 

[Ιδιαίτερες ευχαριστίες  στον Επαμεινώνδα Μορφέση για την παροχή του φωτογραφικού υλικού    (Η Iθάκη στο πέρασμα του χρόνου)]

Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τα:

Nani Mocenigo, Mario “Storia della Marina veneziana. Da Lepanto alla caduta della Repubblica 1571-1797”
Carlo Beltrame, Marco Morin, “I Cannoni di Venezia. Artiglierie della Serenissima da fortezze e relitti”
Candiani Guido, “I vascelli della Serenissima. Guerra, politica e costruzioni navali a Venezia in età moderna, 1650-1720”
Αθανάσαινας Γιώργος, “Το Ασέδιο των Κορυφών”

…όπως και στοιχεία από συζητήσεις και ανταλλαγή αλληλογραφίας με διάφορους ειδικούς.

 


* * *