Από το έτος 1284 που οι Ανδηγαβοί κατέλαβαν την Κέρκυρα και μέχρι το έτος 1799 που οι Βενετσιάνοι εγκατέλειψαν το νησί. 43 Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι εταλαιπώρισαν, κατεπώνησαν και εταπείνωσαν τον Ορθόδοξο Ιερό Κλήρο και τον ευσεβή Ορθόδοξο Κερκυραϊκό λαό.

Ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, Γαλλικής προελεύσεως και πρώτος κατακτητής του Νησιού ήταν άνθρωπος που μισούσε θανάσιμα την Ορθοδοξία και λάτρης φανατικός του Ρωμαιοκαθολικισμού. Υπήρξε πειθήνιο όργανο του Πάπα Κλήμεντος κι αυτό γιατί ο Ποντήφικας της Ρώμης τον ανεγνώρισε ως Βασιλέα της Νεαπόλεως και Απουλίας. Για να δείξει λοιπόν την αφοσίωση του και το σεβασμό του στο πρόσωπό του πρώτο του μέλημα σαν κατέλαβε την Κέρκυρα ήταν η κατάργηση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Κερκύρας και η απομάκρυνση από το Νησί του Ορθοδόξου Ποιμενάρχη. Ταυτόχρονα σε συνεργασία με το Βατικανό τοποθετήθηκε στην Πρώτη των Ιονίων Λατίνος Αρχιεπίσκοπος σε αντικατάσταση του διωχθέντος νομίμου και κανονικού Ορθόδοξου Ιεράρχη. Οι Κερκυραίοι αγανακτισμένοι από την απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Καρόλου διαμαρτυρήθηκαν έντονα αλλά εκείνος τους καθησύχασε ότι «η Κέρκυρα έχει Επίσκοπο» εννοώντας τον απεσταλμένο του Κλήμεντα.

Με απόφαση του Πάπα και προκειμένου να τερματιστούν οι διαμαρτυρίες του Ορθοδόξου λαού επέτρεψε να έχουν οι Ορθόδοξοι ένα πνευματικό προϊστάμενο που ονομάστηκε Μέγας Πρωτοπαπάς των Κορυφών.

Μετά το πραξικόπημα εκείνο του Καρόλου ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος κατέλαβε τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων, αφήρεσε τα Ιερά Λείψανα αυτών [Αγίου Αρσενίου Μητροπολίτου Κερκύρας, και των Χριστοκηρύκων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου] καθώς και τον πλούτο τους και εδήμευσε την περιουσία τους προς όφελος της νεοσύστατης Καθολικής Αρχιεπισκοπής.

Από την αποφράδα εκείνη ημέρα που οι Ανδηγαβοί κατεπάτησαν το μυροβόλο Νησί του Ιονίου και μέχρι το έτος 1799 οι Ομόδοξοι Ρώσοι ανάγκασαν τους Βενετσιάνους να φύγουν από την Κέρκυρα για πέντε δηλαδή αιώνες 33 κορυφαίοι και καταξιωμένοι Πρωτοπαπάδες εποίμαναν με πολύ ευθύνη και επιτυχία το λαό του Θεού. Αυτοί ήσαν οι εξής: 1] Μάρκος Βλεμονιάτης [1361- 1387], 2] Ηλίας Μονομάχος [1387- 1409], 3] Ανδρέας Μελισσινός [1410 – 1431], 4] Μιχαήλ Κλέκης [1431- 1441], 5] Γεώργιος Σκλήρης [1442-1451], 6]Ανδρέας Σ[ω]τεριανός [1452-1472], 7] Τιμόθεος Βαρκής [1472 – 1479], 8] Λέων Ροκοκέφαλος [1480-1490], 9] Νικόλαος Πολυλάς [1490-1500], 10] Ιάκωβος Κύριος [1500-1520], 11]Αλοϊσιος Βουκέντης [1520 –1526], 12] Δομένικος Μαυρομάτης [1526- 1535], 13] Αλουϊσιος Ραρτούρος [1536-1555], 14] Αντώνιος Σπυρής [1556- 1571], 15] Αλέξιος Ραρτούρος [1572 – 1574], 16] Νικόλαος Πετρετής [1574 – 1576], 17] Νικόλαος Σπυρής [ 1576 – 1577], 18] Φώτιος Παλατιανός [1577 – 1593], 19] Πέτρος Πετρετής [1593 – 1595], 20] Γεώργιος Φλώρος [1595 – 1605], 21] Αρτέμιος Βούλγαρις [1605 – 1608], 22] Γεώργιος Φλώρος [για δεύτερη φορά] [1608 – 1645], 23] Θεοδόσιος Φλώρος [1645 –1675], 24] Χριστόδουλος Βούλγαρις [1675 – 1693], 25] Αναστάσιος Αυλωνίτης [ 1693 –1715], 26] Παναγιώτης Βούλγαρις [1715], 27] Σπυρίδων Βούλγαρις [1715 – 1738], 28] Ιωάννης Βούλγαρις [1738 – 1749], 29] Σπυρίδων Βούλγαρις [1749 – 1760], 30] Αλοίσιος Καπάδοκας [1760 – 1780], 31] Εμμανουήλ Χαλικιόπουλος [1780 – 1781], 32] Δημήτριος Πετρετής [1781 – 1795], 33] Γεώργιος Χαλικιόπουλος-Μαντζαρος [1795 – 1799].

Στον ανωτέρω κατάλογο των Μεγάλων της Κερκύρας Πρωτοπαπάδων δεν αναφέρονται οι υπηρετήσαντες τον θεσμό στα χρόνια των Ανδηγαβών ένεκα ελλείψεως στοιχείων.

Ως γνωστόν τα Επτάνησα ή νησιά της Ανατολής όπως τα ωνόμαζαν οι Βενετσιάνοι υπαγόνταν διοικητικά και πνευματικά εις την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης παρεχώρησε στους Μεγάλους Πρωτοπαπάδες ειδικά προνόμια και επισκοπικά δικαιώματα. Όταν αλληλογραφούσε με τον Μέγα Πρωτοπαπά της Κερκύρας τον αποκαλούσε « Θεοφιλέστατον, μέγιστον Αυθέντην και Ποιμένα της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών».

Η εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά γίνονταν κάθε πέντε χρόνια και εκλέκτορες ήταν οι εγγεγραμμένοι εις το Ιερόν Τάγμα.

Το Ιερόν Τάγμα απαρτιζόταν από 22 Ιερείς και, 30 Λαϊκούς. Αργότερα στον αριθμό των εκλεκτόρων προσετέθηκαν και δέκα Βενετσιάνοι άρχοντες. Οι Πρωτοπαπάδες προήρχοντο κυρίως από την Άρχουσα τάξη των Ευγενών, ήσαν γλωσσομαθείς και κάτοχοι της θύραθεν και Εκκλησιαστικής παιδείας. Και η θητεία τους ως προαναφέραμε ήταν πενταετής εντούτοις επανεξελέγοντο και παρέμεναν στο αξίωμα τους μέχρι της τελευτής αυτών. Γι΄ αυτό και δεν έχουμε σχολάζοντες Πρωτοπαπάδες. Την εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά την επεκυρώνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Βενετσιάνος Γενικός Προβλεπτής θαλάσσης των Κορυφών.

Χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες ανήγγειλαν στο λαό την εκλογή του Πρωτοπαπά και πένθιμες κωδωνοκρουσίες την προς Κύριον εκδημία του..

Ο Μέγας Πρωτοπαπάς στη διοίκηση της Κερκυραϊκής Εκκλησίας ακολουθούσε το λεγόμενο Συνοδικό σύστημα Συνεργάτες του ήσαν οι αξιωματούχοι Ιερωμένοι οι κατέχοντες κατά την τάξη του Μεγάλου Ευχολογίου τα πέντε μεγάλα οφφίκια. Τα οφφίκια αυτά ήσαν τα εξής 1] του Σακελλάριου, 2] του Άρχοντα των Εκκλησιών, 3] του Αρχιμανδρίτη, 4] του Ιερομνήμονα, 5] του Άρχοντα των Μοναστηριών.

Η πεντάδα αυτή των οφφικίων συλλειτουργούσε μετά του Μ. Πρωτοπαπά κατά τις επίσημες Δεσποτικές, Θεομητορικές εορτές και τις εορτές των τοπικών Αγίων.

Ο Μεγάλος Κερκυραίος ιατροφιλόσοφος ευπατρίδης Νικόλαος ο Βούλγαρις, προκειμένου να ενημερώσει τον Πρωτοπαπά για την έκδοση της Κατηχήσεως του, απευθύνεται με έγγραφό του γράφοντας.

« Προς τον Παναιδεσιμώτατον Αυθέντην Πρωτοπαπάν, Ποιμένα ημών και Πρόεδρον προς την Ιεράν Πεντάδα των υπερτίμων αυτού οφφικίων Ιωάννου Φλώρου Σακελλασρίου, Σπυρίδωνος Βούλγαρι Άρχοντος Εκκλησιών, Γεωργίου Αυλωνίτου Αρχιμανδρίτου, Αντωνίου Μάνεση Ιερομνήμονος, Γεωργίου Βούλγαρι ΄Αρχοντος των Μοναστηριών, σταυροφόρων αξιοπρεπεστάτων».

Από το έγγραφο αυτό πληροφορούμεθα ότι οι αποτελούντες την Ιεράν Πεντάδα των οφφικίων φορούσαν επιστήθιο Σταυρόν τόσον κατά τας ιερουργίας των μετά του Μεγάλου Πρωτοπαπά, όσον και κατά τας επισήμους εμφανίσεις τους. Επίσης θέλουμε να υπογραμήσουμε ότι τα παραπάνω οφφίκια δεν εδίδετο « τιμής ένεκεν » όπως γίνεται σήμερα αλλά είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατέχοντες αυτά ήσαν υπεύθυνοι εις τον τομέα τους και λογοδοτούσαν εις τον Μέγαν Πρωτοπαπάν.

Τον ασθενούντα ή απουσιάζοντα ή και αποθανόντα Μέγαν Πρωτοπαπάν αναπληρούσε ο πρώτος τη τάξει των οφφικίων Μέγας Σακελλάριος ή VITSE [Δεύτερος] Πρωτοπαπάς.

Ο Ιερός Ναός εις τον οποίον εφημέρευε ο Μέγας Πρωτοπαπάς και για όσα χρόνια κατείχε το αξίωμα εκαλείτο Καθεδρικός Ναός. Το σπίτι που διέμενε η Ιεροκατοικία δηλαδή στεγάζοταν η Ιεροκαγκελλαρία με μοναδικό υπάλληλο τον Ιερογραμματέα που εκλεγόταν για τη θέση αυτή μαζί με την εκλογή του Μεγάλου Πρωτοπαπά.

Στην Ιεροκαγκελλαρία λειτουργούσε και το Ιεροδικείον. Εκεί εκδιδόταν άδειες γάμου και διαζύγια, αυτό απεφάσιζε για τις ποινές των ατάκτων ιερωμένων και μοναχών. Το Ιεροδικείον επίσης με απόφαση του επέβαλλε επιτίμια και αφορισμούς. Για τις δυο τελευταίες ποινές χρειαζόταν και συγκατάθεση του Βενετσιάνου Άρχοντα.

Οι Πρωτοπαπάδες σε συνεργασία με τον Άρχοντα των Εκκλησιών ή Μοναστηριών απεφάσιζαν για την ανοικοδόμηση Ιερών Ναών και Μονών και ετελούσαν τα εγκαίνια αυτών.

Επί της εποχής των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων στη Κέρκυρα λειτουργούσαν εκτός της Πόλεως και πέντε Πρωτοπαπαδικές έδρες της Υπάιθρου, του Γύρου, του Όρους, της Άνω Μέσης, της Κάτω Μέσης και της Λευκίμμης. Μια ακόμη Πρωτοπαπαδική έδρα ελειτουργούσε και εις τους Παξούς.

Οι επαρχιώτες Πρωτοπαπάδες εφήρμοζαν αυστηρώς την πολιτική του Μεγάλου Πρωτοπαπάδες και είχαν την αναφοράν τους εις αυτόν. Ο Μέγας Πρωτοπαπάς κατά διαστήματα περιόδευε τα χωριά εκάστης Πρωτοπαπαδικής έδρας και έδινε λύσεις επί τόπου στα χρονίζοντα προβλήματα της δικαιοδοσίας του.

Προβλήματα δημιουργούσαν στην Πρωτοπαπαδικοί εξουσία Κερκύρας οι σχολάζοντες Επίσκοποι που επισκεπτόνταν συχνά το Νησί. Αυτοί χειροτονούσαν χωρίς την άδεια φυσικά του Πρωτοπαπά Διακόνους και Ιερείς με το αζημίωτον βέβαια και έκειραν Μοναχούς χωρίς έλεγχο με αποτέλεσμα οι ρασοφόροι κάθε φορά να πληθαίνουν. Στις περιπτώσεις αυτές οι Μεγάλοι Πρωτοπαπάδες ζητούσαν τη συνδρομή του Οικουμενικού Πατριαρχείου μια και το Ιεροδικείο δεν ηδύνατο να επιβάλλει ποινές σε παρανομούντες επισκόπους .

Κατά τις εξωτερικές εμφανίσεις του ο Μέγας Πρωτοπαπάς φορούσε Σκιάδιον στο κεφάλι του η Πίλον χρώματος βυσσινή, εξώρασου επίσης του αυτού χρώματος, κάλτες ερυθρές και ερυθρά υποδήματα. Έφερε επιστήθιον σταυρόν και κρατούσε ράβδον με ασημένια λαβή. Εις τις εξορμήσεις του αυτές συνοδευόταν πάντοτε από δύο Διακόνους ή από αξιωματούχους Ιερείς της πεντάδας των οφφικίων.

Στις επίσημες χοροστασίες του κατά τις μεγάλες εορτές ή πανηγύρεις κατελάμβανε τον Αρχιερατικόν Θρόνον φορώντας βυσσινή Μανδύαν και κρατώντας Ράβδον που κατέληγε σε ασημένια ή χρυσή σφαίρα επάνω στην οποία βρισκόταν μικρός σταυρός. Κατά την είσοδον του εις τον Ναόν ευλογούσε τον λαόν ο δε χορός των ιεροψαλτών έψαλλε « τον Αυθέντην και Μέγαν ημών Πρωτοπαπάν Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη».

Όταν τελούσε τη θεία λειτουργία συλλειτουργούσαν μαζί του οι οφφικιούχοι ιερωμένοι της ιεράς πεντάδας με τη συμμετοχή δυο Διακόνων. Σε μεγάλες Δεσποτικές γιορτές και πανηγύρεις ντυνόταν εις τον Σολέα. Κατά την θεία Λειτουργία φορούσε άπασα την ιερατικήν αυτού στολήν, εφρόντιζε πάντοτε το φελώνι του να είναι χρώματος ερυθρού. Αντί επιγονατίου κρεμούσε χρυσοΰφαντο σχοινί που κατέλληγε σε δυο χρυσές φούντες εφαπτόμενες επί του δεξιού μηρού του. Εις την κεφαλήν του φορούσε χρυσοκέντητο καλυμαύχιο χρώματος βυσινή. Το καλυμαύχιο αυτό είχε τέσσερις κορυφές και εσχημάτιζε σταυρόν. Κάτω από κάθε κορυφή ήταν κεντημένοι οι Ευαγγελιστές. Το κάλυμα αυτό της κεφαλής απετελούσε ιερατικόν άμφιον και αναπληρούσε την επισκοπική μίτραν.

Ο διάκονος εις τα ειρηνικά εμνημόνευε τον Μ. Πρωτοπαπάν ως ακολούθως. « Υπέρ του Ποιμένος και πατρός ημών Μεγάλου Πρωτοπαπά [ του δείνος]. Μετά το Άγιος ο Θεός ο ιερουργών Πρωτοπαπάς με τα δικηροτρίκηρα στα χέρια εκφωνούσε το « Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού κ.λ.π.» Ακολουθούσε το «Κύριε σώσον τους ευσεβείς» και εψάλετε η φήμη του, την οποίαν επαναλάμβανον οι δύο χοροί, Η φήμη ελέγετο ως εξής: π.χ « Αναστασίου του Παναιδεσιμωτάτου Αυθέντη Μεγάλου Πρωτοπαπά της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών, ημών δε Ποιμένος και Πατρός πολλά τα έτη». Στη μεγάλη είσοδο ο Μέγας Πρωτοπαπάς από την Ωραία Πύλην εμνημόνευε τον Οικουμενικόν Πατριάρχην «… του Παναγιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Πατριάρχου ημών [του δείνος] και πάσης επισκοπής Ορθοδόξων του Ευγενεστάτου Άρχοντος και Καπιτάνου [ του δείνος] του Ιερού ημών Κλήρου και του ευβεβούς λαού…

Στις Πρωτοπαπαδικές Ιερουργίες ωμιλούσε πάντοτε ο έχων το οφφίκιον του Ιερομνήμονα. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας ο χορός έψαλλε τον πολυχρόνιον του Μ. Πρωτοπαπά « Πολυχρόνιον ποιήσαις Κύριος ο Θεός τον Παναιδεσιμώτατον και Αυθέντην ημών Μέγαν Πρωτοπαπάν της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών κ.κ. Αναστάσιον ημών δε πατέρα και Ποιμένα φύλαττε Κύριε εις πολλά έτη».

Οι εκλεγμένοι υπό της Πρωτοπαπαδικής Αξίας Εφημέριοι Ιερών Ναών ελάμβαναν τους δύο βαθμούς της Ιερωσύνης από τους ομόρους επισκόπους κυρίως από τους Λευκάδος και Αγίας Μαύρας, και από τον Δελβίνου και Χειμάρας και ουδέποτε από τον Επίσκοπο Ιωαννίνων καίτοι έφερε τον τίτλο του Εξάρχου Ηπείρου και Κερκύρας.

Τετρακόσια και πλέον χρόνια Λατινοκρατίας στην Κέρκυρα [ 1267- 1799] κανένας Ορθόδοξος Κερκυραίος δεν επρόδωσε το Ορθόδοξο φρόνημά του, απεναντίας όπως προκύπτει από τα εξελληνισθέντα ξενικά επώνυμα αμέτρητος αριθμός Ρωμαιοκαθολικών ορθοτομήθητε και αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη Διδασκαλία της.

Με την κατάργηση του Επισκοπικού Θρόνου της Κέρκυρας επίστευσαν οι Λατίνοι Ποντήφικες της Ρώμης ότι το Ορθόδοξο στοιχείο της Νήσου θα διαλυθεί και ότι οι Κερκυραίοι « ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» θα ασπασθούν την εμβάδα του Πάπα και θα αυγάτιζαν το ποίμνιο του Βατικανού. Και εάν δεν καταστρεφόταν η Κέρκυρα το έτος 1537 από τον Βαρβαρόσα και τον επερχόμενο εποικισμό της πόλης από παθιασμένους Λατινόφρονες Μαλτέζους η Καθολική Αρχιεπισκοπή Κερκύρας δεν θα είχε λόγον υπάρξεως στο μυροβόλο νησί του Ιονίου. Ο καθολικός πληθυσμός δεν θα ξεπερνούσε τον αριθμό των δακτύλων των δύο χεριών του ανθρώπου κάτι που συμβαίνει και στα υπόλοιπα Επτάνησα. Και αυτή η εμμονή των Ορθοδόξων στην πατρώα Θρησκεία οφείλετε στους αγώνες των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων της Κέρκυρας. Που δεν υπήρξαν μονάχα « πιστοί οικονόμοι των Μυστηρίων ου Θεού» αλλά και διαπρύσιοι κήρυκες της Ορθοδόξου Πίστεως . Πολλοί απ΄ αυτούς για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των Ορθοδόξων που τα καταπατούσαν βάναυσα τα όργανα του Βατικανού κατέφευγαν στο Ρωμαίο Ποντίφηκα διαμαρτυρόμενοι δια τον στραγκαλισμό και τις αυθαιρεσίες των Λατίνων ιερωμένων. Οι Βενετσιάνοι κατακτητές και οι Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι « πέταξαν τον Ποιμένα αλλά τα πρόβατα δεν διεσκορπήσθησαν » έμειναν πιστά στους ποιμένες τους στους μεγάλους δηλαδή Πρωτοπαπάδες της περιφήμου Πόλεως και Νήσου των Κορυφών.

 πηγή : http://www.apolitrosis.gr/

 

* * *